Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (αποσπάσματα) (19)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ :Σάββατο 25 Αυγούστου 2018


ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί 
2) Προσπάθεια θετικής ερμηνείας.

Γ) η αναδρομική επαφή με τον κόσμο της Bίβλου και το πρόβλημα της Χριστιανικής υπάρξεως.



 (Tελευταίο)

Ας ξαναγυρίσουμε όμως τώρα στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο θα μας δώσει ξανά καθοριστική βοήθεια. Μπορούμε με άνεση και ησυχία να βεβαιώσουμε πώς η γραμμή που δείξαμε είναι πράγματι ο κυρίαρχος τόνος της θεολογίας του. Πέρα απο την ιδέα του Υιού, δείχνει την πολυτιμότητά της ειδικά σε δύο άλλες Χριστολογικές έννοιες, στις οποίες πρέπει να αναφερθούμε με συντομία για να ολοκληρώσουμε το σύνολο : στην ιδέα της «αποστολής» και στην διαγραφή του Ιησού σαν ΄΄λόγου’’ του Θεού. Η θεολογία της «αποστολής» είναι γι’άλλη μια φορά, μία θεολογία του Είναι σαν σχέση και της σχέσεως εννοημένης σαν έναν τρόπο ενώσεως. Είναι γνωστό εξάλλου το εβραϊκό ρητό: «ο απεσταλμένος ενός ανθρώπου είναι σαν να είναι ο ίδιος». Στον Ιωάννη, ο Ιησούς παρουσιάζεται σαν ο απεσταλμένος του Πατρός, αυτός στον οποίο ολοκληρώνεται πραγματικά αυτό στο οποίο όλοι οι υπόλοιποι απεσταλμένοι μπορούν να τείνουν μόνον «ασυντόνιστα». Αυτός είναι πραγματικά και τελειωτικά ο εαυτός του σαν απεσταλμένος. Μόνον αυτός είναι ο απεσταλμένος ο οποίος αντιπροσωπεύει τον άλλον, χωρίς να παρεμβάλλεται ο ίδιος. Και έτσι, καθότι ο αληθινός απεσταλμένος είναι ένα μόνο πράγμα με αυτόν που τον αποστέλλει. Έτσι γι’άλλη μια φορά, με την έννοια της «αποστολής» το Είναι ερμηνεύεται σαν ένα ΄΄είναι-από’’ και ένα ΄΄είναι-για’’. Το είναι συλλαμβάνεται ξανά σαν απόλυτο άνοιγμα, χωρίς δισταγμούς. Και απλώνεται ξανά και στην Χριστιανική ύπαρξη, όταν λέγεται : «όπως ο Πατήρ απέστειλε εμένα, έτσι στέλλω εγώ εσάς» (Ιωάν 13,20. 17,18.20,21). Τώρα λοιπόν τοποθετώντας αυτή την ύπαρξη κάτω απο την κατηγορία της αποστολής και αυτή επίσης ερμηνεύεται ξανά σαν είναι ΄΄από’’ και είναι΄΄γιά’’, σαν σχεσιακότης και επομένως σαν ενότης.
Πρέπει τέλος, να κάνουμε μία αναφορά στην έννοια του λόγου. Χαρακτηρίζοντας τον Κύριο σαν Λόγο, ο Ιωάννης δανείζεται ουσιαστικά έναν όρο ο οποίος γνωρίζει μεγάλη διάδοση και στον Ελληνικό πνευματικό κόσμο και στον Εβραϊκό, συλλέγοντας όμως ταυτόχρονα και μία σειρά απο συναφείς, ιδέες, οι οποίες μ’αυτόν τον τρόπο μεταφέρονται στον Χριστό. Μπορούμε όμως, ίσως να προσθέσουμε πώς το εντελώς καινούργιο ίχνος που δίνει στην έννοια ο Ιωάννης βρίσκεται στο γεγονός πώς γι’αυτόν ο όρος λόγος δέν σημαίνει μόνον την ιδέα ενός αιωνίου ορθολογισμού του Είναι, όπως βασικώς γινόταν κατανοητή στην Ελληνική σκέψη;;;;. Η έννοια του λόγου, εφαρμοσμένη στον Ιησού της Ναζαρέτ, αποκτά μία νέα διάσταση. Δέν λέει πιά μόνον πώς όλο το Είναι είναι ποτισμένο με νόημα, αλλά ξεχωρίζει αυτόν τον άνθρωπο : αυτός που στέκεται εμπρός μας είναι ο Λόγος’’. Η λέξη λόγος που για τους Έλληνες σημαίνει ΄΄νόημα-νούς’’ (νόηση), μεταμορφώνεται, εδώ πραγματικά σε ρήμα. Αυτός είναι ο Λόγος, το Ρήμα. Είναι επομένως Είναι-είπε. [και είπεν ο Κύριος], και γι’αυτό η καθαρή σχέση αυτού που ομιλεί προς εκείνον ο οποίος συμβουλεύεται (επερωτάται). Μ’αυτόν τον τρόπο η Χριστολογία του Λόγου, κατανοημένη σαν θεολογία της Λέξης, είναι ξανα άνοιγμα του Είναι στην ιδέα της σχέσεως. Ναί διότι γι’άλλη μια φορά η Λέξη, ο Λόγος, είναι ουσιαστικώς κάτι που προέρχεται απο έναν και κατευθύνεται σε ΄΄έναν άλλον’’. Είναι ύπαρξη, η οποία είναι ολοκληρωτικώς πορεία και άνοιγμα.[ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ]
Ολοκληρώνουμε όλα όσα εκθέσαμε ξαναπαρουσιάζοντας ένα απόσπασμα του Αυγουστίνου, που φωτίζει μεγαλειωδώς αυτά που είπαμε. Βρίσκεται στο σχόλιο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και ξανασυνδέεται με τον Ευαγγελικό λόγο : « Mea doctrina non est mea- το δόγμα μου δέν είναι δικό μου αλλά αυτού, (του Πατρός) που με έστειλε» (Ιωάν. 7.16). χρησιμοποιώντας αυτό το παράδοξο ο Αυγουστίνος εξήγησε την παράδοξη πλευρά της Χριστιανικής εικόνος του Θεού και της Χριστιανικής υπάρξεως γενικώς. Αναρωτιέται κατ’αρχάς, εάν δέν είναι ένας μεγάλος παραλογισμός, μία αδιαφορία γα τις πιό θεμελιώδεις αρχές της λογικής, να πούμε : το δικό μου δέν είναι δικό μου. Ποιό είναι λοιπόν στην πραγματικότητα αυτό το "δόγμα" του Ιησού το οποίο είναι δικό του και ταυτόχρονα δέν είναι : ο Ιησούς είναι "Λόγος" και σαν τέτοιος είναι αυτονόητο, το δόγμα του είναι αυτός ο ίδιος. Έτσι λοιπόν εάν ξαναδιαβάσουμε την φράση του Ιησού ξεκινώντας απο αυτή την προοπτική,λέει : Εγώ δέν είμαι μόνον Εγώ, εγώ δέν ανήκω καθόλου στον εαυτό μου, αλλά το δικό μου ΄΄Εγώ’’ είναι ενός άλλου. Και έτσι περνώντας απο την Χριστολογία, φτάσαμε στον εαυτό μας.
--τί πράγμα είναι πιό δικό σου απο τον εαυτό σου, και τί πράγμα είναι λιγότερο δικό σου απο τον εαυτό σου;--
Αυτό που είναι πιό δικό μας, αυτό που σε τελευταία ανάλυση μας ανήκει πραγματικά, δηλ, το δικό μας ΄΄εγώ’’, είναι ταυτοχρόνως και αυτό που είναι λιγότερο δικό μας. Διότι ακριβώς το ΄΄Εγώ’’ μας δέν το έχουμε αποκτήσει απο εμάς τους ίδιους, ούτε για μας τους ίδιους. Το ΄΄Εγώ’’ είναι ταυτόχρονα αυτό που κατέχω ολοκληρωτικά και αυτό που μου ανήκει λιγότερο. Και έτσι η έννοια της καθαρής ουσίας (αυτού που υφίσταται εις εαυτόν) για άλλη μια φορά παραβιάζεται και γίνεται φανερό πώς ένα όν με αληθινή αυτοσυνειδησία κατανοεί, συγχρόνως, ότι με το να είναι αυτός ο ίδιος, ο εαυτός του, δέν ανήκει σ’αυτόν τον ίδιο. Ότι γίνεται ο εαυτός του μόνον εξερχόμενος απο τον εαυτό του και ανακαλύπτοντας την αληθινή του καταγωγή ακριβώς στην σχέση.
Με αυτό το δόγμα της Τριάδος δέν φτάνουμε να κατανοήσουμε το Μυστήριο, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε, χάρη σ’αυτό, πώς μας χαρίζεται μία καινούργια κατανόηση της πραγματικότητος ένας καινούργιος τρόπος κατανοήσεως ποιός είναι ο άνθρωπος και ποιός είναι ο Θεός. Και έτσι όταν ακριβώς μας φαίνεται να ταξιδεύουμε στον χώρο της πιο ακραίας θεωρίας εμφανίζεται αυτο που είναι τό πλέον συγκεκριμένο : Μιλώντας για τον Θεό διακρίνεται ποιός είναι ο άνθρωπος. Αυτό που είναι το πιο παράδοξο είναι ταυτόχρόνως και αυτό που είναι το πιό καθαρό και βοηθητικό.


                            ΤΕΛΟΣ


ΣΧΟΛΙΟ : Εδώ ουσιαστικά τελειώνουν τα αποσπάσματα που καίνε τον Έλληνα Ορθόδοξο. Φαίνεται ξεκάθαρα η μαζική εισαγωγή Καθολικής Θεολογίας που  έγινε με Ορθόδοξο ένδυμα και κατέκτησε εύκολα τον εγχώριο κληρικαλισμό και τους οπαδούς του, λόγω της λογικής πρωτοκαθεδρίας, ενώ η ασκητική μας παράδοση επιμένει : πολέμησε μέχρι αφανισμού την λογική σου, εάν θές την ένωση με τον Κύριο. Η λογική ανακαλύπτει ένα αληθινό υπερβατικό Εγώ, το πρόσωπο, που ζεί με τον τρόπο της Αγίας Τριάδος, με την σχέση. Όπως ακριβώς τό ανακαλύπτει καί ο Μπουλγκάκωφ στό προηγούμενο κείμενο. Παρότι οι Πατέρες τής εκκλησίας ομιλούν γιά τρείς υποστάσεις, γιά τήν υπόσταση τού Υιού η οποία ενσαρκώνεται καί ενώνεται μέ τήν φύση τού ανθρώπου, η καθολική θεολογία, ξεκινώντας από τόν Αυγουστίνο κάνει λόγο γιά πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος τά οποία ερμηνεύει σάν σχέσεις. Ενώ τό πρόσωπο τό οποίο εξισώθηκε μέ τήν υπόσταση, αφορά τήν οικονομική Τριάδα, οι καθολικοί αγνοώντας τήν διάκρισή της μέ τήν φυσική Τριάδα,  ταύτισαν  τήν εκούσια αποκάλυψη τής Αγίας Τριάδος μέ τήν προαιώνια ζωή Της. Καί ελευθέρωσαν τήν οικονομική Τριάδα καί τό πρόσωπο από τήν Υπερούσιο ουσία εφόσον αρνήθηκαν τόν όρο υπόσταση καί όπως γνωρίζουμε από τούς Πατέρες δέν υπάρχει ουσία ανυπόστατος.
Έτσι ξανά απο την αρχή, με διαφορετικό ένδυμα, η Σωτηρία, έρχεται δια του Υιού, Filioque και ξανά δέν είναι η σωτηρία μας, αυτός ο ίδιος ο Υιός, αλλά η σχέση Του με τόν Πατέρα τήν οποία μπορούμε αναλόγως  νά μιμηθούμε.
Η θεολογία τους δέν είναι παρά ένα παράρτημα τής Πλατωνικής μεταφυσικής, μιά μονομερής φιλοσοφία η οποία καταργεί τό ΕΝΑ από τίς πρώτες αρχές καί κρατά μόνον τήν Δυάδα, τήν πολλαπλότητα.
Μέ ένα ανεξήγητα απροσμέτρητο θράσος ο Γιανναράς ονόμασε αυτή τή θεολογία ορθόδοξη πολεμώντας ταυτόχρονα τόν Ησυχασμό, τήν αυθεντική ορθόδοξη ζωή, καρπός τής οποίας είναι η Πατερική θεολογία. Η καταστροφή είναι αδύνατον νά εκτιμηθεί.


Αμέθυστος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι διαφορά έχει η οικονομική Τριάδα από την φυσική Τριάδα; ποιες οι επιπτώσεις στην πρακτική ζωή των ανθρώπων; μπορείτε να εξηγήσετε κάπως;

amethystos είπε...

Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο διδάσκαλος της διακρίσεως, στον Λόγο ΚΖ΄, Περί ησυχίας, Β΄, 13 γράφει: Ενώ κάποτε ασκούσα την συνεχή προσευχή, βρέθηκα ανάμεσα στους Αγγέλους και ένας εξ’ αυτών με διαφώτιζε σε ό,τι εδιψούσα να μάθω. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων (ο Χριστός) προ της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν του επιτρεπόταν να μου διδάξη. Τον ερωτούσα πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Μου απαντούσε: Με την ιδία μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ’ όχι με την ιδία φθαρτή ανθρώπινη σάρκα. Συνέχιζα να ρωτώ: Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε! Τότε του ζήτησα να με οδηγήση εκεί που με είλκυε ο πόθος μου! Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πυρ της αφθαρσίας (το οποίο θα αποκτήσης στην άλλη ζωή).

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Φιλοκαλία τ.4ος μτφ. Γαλίτη).

Κεφ. 35: «Η πανάγαθη αυτή και υπεράγαθη Αγαθότητα είναι και πηγή αγαθότητας. Γιατί και τούτο είναι αγαθό, και μάλιστα το ακρότατο αγαθό, και δεν ήταν δυνατό να λείπει από την παντέλεια Αγαθότητα. Επειδή τώρα η παντέλεια και υπερτέλεια αυτή Αγαθότητα είναι Νους, τίποτε άλλο δεν μπορεί να πηγάζει από Αυτή σαν από πηγή, παρά λόγος. Λόγος βέβαια όχι σαν τον δικό μας προφορικό λόγο, γιατί τούτος δεν είναι του νου, αλλά του σώματος που κινείται από νου. Ούτε πάλι σαν το δικό μας ενδιάθετο λόγο, γιατί τούτος γίνεται μέσα μας έχοντας σαν τύπους τους φθόγγους. Ούτε τέλος σαν τον δικό μας λόγο της διάνοιας, κι ας είναι αυτός χωρίς φθόγγους, πραγματοποιούμενος με κινήσεις τελείως ασώματες. Γιατί και ο λόγος αυτός της διάνοιας είναι μετά από μας, και έχει ανάγκη από διαλείμματα και μεγάλα χρονικά διαστήματα, και προχωρεί διεξοδικά, πηγαίνοντας από την ατελή αρχή προς το τελικό συμπέρασμα. Αλλά ο Λόγος που πηγάζει από τη θεία Αγαθότητα είναι αντίστοιχος με τον έμφυτο σε μας λόγο που εναπόκειται στο νου μας αφότου ο Δημιουργός μας έκανε κατ’ εικόνα Του. Ο λόγος αυτός είναι η γνώση που συνυπάρχει πάντοτε με τον νου. Η Γνώση-Λόγος, λοιπόν, η οποία συνυπάρχει πάντοτε με τον υπέρτατο Νου της παντέλειας και υπερτέλειας Αγαθότητας, που δεν έχει τίποτε το ατελές, πλην του εξ' αυτής είναι, είναι απαράλλακτα όσα είναι Εκείνη. Γι’ αυτό και ο υπέρτατος Λόγος είναι και λέγεται από μας Υιός, για να γνωρίσομε με βεβαιότητα ότι είναι τέλειος, με τέλεια δική Του υπόσταση, γιατί έχει την ύπαρξη από τον Πατέρα και δεν υστερεί καθόλου από τον Πατέρα κατά την ουσία, αλλά είναι απαράλλακτος μ’ Εκείνον, αν και όχι κατά την υπόσταση. Αυτή διακρίνεται από το ότι ο Λόγος προήλθε με θεοπρεπή γέννηση από τον Πατέρα».