Βασίλης Ξυδιάς
Με αφορμή το ζήτημα της Ουκρανίας και τη διένεξη Φαναρίου-Μόσχας βγαίνει στην επιφάνεια όλο το αδιέξοδο της τρέχουσας ελληνικής θεολογίας, που τις δύο τελευταίες δεκαετίες βυθίζεται όλο και πιο βαθειά σε μια αμήχανη πόλωση ανάμεσα σε δυο θεολογικές εκτροπές: σε μια εκτός τόπου και χρόνου υπερθεολογούσα φονταμενταλιστική παραδοσιοκρατία από τη μια και σ' έναν αθεολόγητο εκσυγχρονιστικό ηθικολογισμό από την άλλη.
Κατά τη γνώμη μου και οι δύο αυτές θεολογικές τάσεις ζουν με το άγχος της ιστορίας. Με την κληρονομημένη από τη θεολογία του 60 αδυναμία να δουν και να κατανοήσουν την ιστορία θεολογικά. Διότι η τραγική ειρωνία είναι πως και οι δύο πλευρές, τόσο η συντηρητική-αντιδραστική όσο και η προοδευτική-εκσυγχρονιστική, είναι μεταλλαγμένα παράγωγα της θεολογίας του 60, όσο και αν την απορρίπτουν μετά βδελυγμίας και οι δύο.
Και εδώ νομίζω πως εκδηλώνεται με τον πιο τραυματικό τρόπο η αχίλειος πτέρνα της θεολογίας του 60: η αδυναμία της να δει θεολογικά την ιστορία. Ή πράγμα που είναι το ίδιο, η αδυναμία της να δει την ιστορία ως πράξη –ως κοινή δημιουργική πράξη– του Θεού από τη μια και του Ανθρώπου από την άλλη. Και άρα να δει με ιστορικούς όρους τη σχέση Θεού και Ανθρώπου, και κατ’ επέκταση τη θεολογική διαλεκτική εκκλησίας και πολιτικής, εσχάτων και παρόντος, προσώπου και κοινωνίας κλπ κλπ.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η θεολογική αυτή αμηχανία έναντι της ιστορίας οδήγησε και τους δύο σημερινούς θεολογικούς αντιπάλους σ’ έναν αρτηριοσκληρωτικό ιστορικισμό: Με τους μεν να αγκιστρώνονται στο «παρελθόν» (σε μια πολιτισμικού χαρακτήρα «ελληνορθοδοξία» κλπ), τους δε στο «παρόν» (σε έναν νερουλό ηθικο-κοινωνιολογίζοντα πανχριστιανισμό). Και όπου, οι πρώτοι εμφανίζονται σαν ακραιφνείς υποστηρικτές του δόγματος, το οποίο όμως το αντιλαμβάνονται όπως οι Φαρισαίοι τις Εντολές: σαν ένα σώμα ανιστορικών πεποιθήσεων, «άνωθεν» επιβελημένων. Ενώ οι δεύτεροι τείνουν να αδιαφορούν πλήρως για το δόγμα, θεωρώντας το σαν μια ιστορική εκκρεμότητα δευτερεύουσας σημασίας, ή τέλος πάντων, σαν μια υπερβολική τούτη την ώρα πολυτέλεια.
Αδυνατώντας να διεκδικήσουν έναν εκκλησιαστικό «τόπο» θέασης της ιστορίας και «έξωθεν» επέμβασης σ’ αυτήν, γίνονται και οι μεν και οι δε –και όχι πάντα άθελά τους– όργανα στην υπηρεσία της μιας ή της άλλης κοσμικής δύναμης. Εδικά τώρα, στην περίπτωση της διένεξης Φαναρίου-Μόσχας, το θεολογικό αδιέξοδο εκφράζεται με μια «οπαδική» (αν μου επιτρέπεται ο όρος) εκκλησιολογία, βάσει της οποίας όλοι αισθάνονται την ανάγκη να υποστηρίξουν άκριτα τη μια πλευρά και να πολεμήσουν την άλλη. Και καταφεύγουν σε νομοκανονικά και εκκλησιολογικά δήθεν επιχειρήματα που θυμίζουν φοιτητικό αμφιθέατρο.
Το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε –εν είδει μετανοίας– θα ήταν να συνειδητοποιήσουμε το θεολογικό και εκκλησιολογικό αδιέξοδο και των δύο πλευρών, να πάψουμε να λειτουργούμε ποδοσφαιρικά και οι μεν και οι δε, και να στοχαστούμε πάνω στο πρόβλημα, είτε από κοινού, είτε, έστω, η κάθε πλευρά κατά μόνας.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου