Ο βασικός υπεύθυνος της μετατροπής κρατών και ανθρώπων σε σκλάβους χρέους είναι οι τράπεζες – ενώ ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη, θεωρούμε ότι στην πραγματικότητα κυβερνάται από τις χρηματαγορές, με διεφθαρμένους πολιτικούς στην έμμισθη υπηρεσία τους.
Ανάλυση
Είναι εύλογη η θέση των υποστηρικτών των μνημονίων (ειδικά αυτών που αιτιολογούν τη θέση τους λόγω της αναγκαιότητας των δανειακών συμβάσεων), σχετικά με το ότι, τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας από την Ευρώπη είναι εξαιρετικά χαμηλά – οπότε δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίζει τοκογλύφους τους δανειστές της. Πόσο μάλλον όταν οι αγορές, κρίνοντας από τα πρόσφατα επιτόκια του δεκαετούς ομολόγου, δεν θα μας δάνειζαν με λιγότερο από 4% – έναντι 1,67% του σημερινού μέσου όρου από το μηχανισμό στήριξης.
Εάν θα ήθελε όμως κάποιος να τους αντικρούσει, θα έπρεπε υποχρεωτικά να ερευνήσει το ύψος των τόκων, επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων των δανειστών – όπου θα όφειλε εκ των προτέρων να γνωρίζει πως το ΔΝΤ προηγείται όλων των πιστωτών μίας χώρας, όσον αφορά την εξόφληση των απαιτήσεων του. Επομένως ότι, τα δάνεια που παρέχει είναι απολύτως σίγουρα, αφού δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να χαθούν (ενώ με το PSIκαι με τις αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις η Ελλάδα έχει υποθηκεύσει τα πάντα έναντι, πολλαπλάσιας προφανώς αξίας). Το σενάριο τώρα που ακολουθεί θα διευκολύνει την κατανόηση του θέματος, τεκμηριώνοντας πως η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με πραγματικούς τοκογλύφους. Ειδικότερα τα εξής:
Υποθετικά επιθυμεί κάποιος να ιδρύσει μία τράπεζα, έχοντας ένα κεφάλαιο ύψους 100.000 € (το απαιτούμενο από τη νομοθεσία είναι φυσικά υψηλότερο, αλλά δεν επηρεάζει καθόλου το νόημα του σεναρίου μας). Με βάση τώρα το κεφάλαιο που καταθέτει, έχει δικαίωμα, υπό προϋποθέσεις, να δανείσει το 100πλάσιο – αφού, για κάθε δάνειο που εγκρίνει, είναι υποχρεωμένος να καταθέτει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 1%, σύμφωνα με τους κανονισμούς (ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια).
Το αντίστοιχο ποσοστό στις Η.Π.Α. είναι 10%, στην Κίνα 20%, ενώ υπάρχουν χώρες με μηδενικές απαιτήσεις αποθεματικών – όπου το σύστημα εφευρέθηκε στην Αγγλία, το 1844 (ανάλυση μας), ενώ μάλλον πλησιάζει στη «λήξη» του (νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική).
Εδώ οφείλουμε να αναφερθούμε λεπτομερέστερα στο θέμα των ελάχιστων αποθεματικών κεφαλαίων, έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρανοήσεις. Ειδικότερα, ο καθορισμός του ύψους των αποθεματικών κεφαλαίων αφορά τη σχέση μεταξύ του ελάχιστου ποσού που πρέπει να καταθέτει η τράπεζα στην κεντρική, με τα μη προθεσμιακά δάνεια (δάνεια που λήγουν σε λιγότερο από ένα μήνα) που παρέχουν οι εμπορικές τράπεζες, στον μη τραπεζικό τομέα (πραγματική οικονομία).
Για τα προθεσμιακά δάνεια υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες, ενώ το ελάχιστο αποθεματικό ευρίσκεται με τη βοήθεια ειδικών μαθηματικών τύπων – σε κάθε περίπτωση όμως, τα δάνεια που παρέχει μία τράπεζα είναι πολλαπλάσια των ιδίων κεφαλαίων της.
Εάν λοιπόν τηρηθούν οι παραπάνω κανόνες περί ελάχιστων αποθεματικών κεφαλαίων, η τράπεζα του παραδείγματος μας μπορεί να δανείσει 10.000.000 € (σε μη τράπεζες και μη προθεσμιακά), χωρίς να χρειαστεί να δανειστεί η ίδια από κανέναν – με επιτόκιο, για παράδειγμα, ύψους 5%.
Εισπράττει λοιπόν 500.000 € ετησίως, έχοντας δικά της χρήματα μόλις 100.000 € –γεγονός που σημαίνει ότι, το επιτόκιο επί των δικών της χρημάτων είναι 500%. Εάν βέβαια τα δάνειζε με 10%, οι τόκοι που θα εισέπραττε θα ήταν 1.000.000 €, έχοντας η ίδια κεφάλαιο 100.000 € – οπότε το επιτόκιο επί των δικών της 100.000 € θα ήταν 1000%.
Προφανώς κανένας τοκογλύφος δεν εισπράττει ετήσια 1000% ή, έστω, 500% επί των χρημάτων του, αφού φυσικά δανείζει αυτά που έχει στην τσέπη του και όχι αέρα. Επομένως, δεν είναι καθόλου άδικο να χαρακτηρίσει κανείς την τράπεζα του παραδείγματος μας ως τοκογλύφο – κατανοώντας ταυτόχρονα την ισχύ της, η οποία προέρχεται από την τεράστια κερδοφορία της. Εύλογα δε οι συμπαθέστατοι και ικανότατοι στα χρηματοπιστωτικά θέματα Εβραίοι, ασχολούνταν ανέκαθεν με τον συγκεκριμένο κλάδο, αφού είναι ο επικερδέστερος όλων – καθώς επίσης η βασική αιτία πλέον τόσο των ανοδικών, όσο και των καθοδικών οικονομικών κύκλων.
Επανερχόμενοι στην τράπεζα που ιδρύσαμε θα διαπιστώσουμε ότι, το πρόβλημα της δεν είναι τα απαιτούμενα κεφάλαια ή οι δυνατότητες κερδοφορίας της, αλλά το που θα δανείσει τα ποσά, τα οποία της επιτρέπει η νομοθεσία, τηρώντας τις απαιτούμενες προϋποθέσεις – τα 10.000.000 € δηλαδή. Εκτός αυτού, θα μπορούσε να δανείσει ακόμη περισσότερα, δανειζόμενη με επιτόκιο 0% από την ΕΚΤ και δανείζοντας τα με 5-10% – γεγονός που σημαίνει ταυτόχρονα ότι, δεν έχει καθόλου ανάγκη τα χρήματα των καταθετών αυτού καθαυτού για τη χρηματοδότηση της, πόσο μάλλον όταν κοστίζουν πολύ περισσότερο (επιτόκιο καταθέσεων), σε σχέση με το κόστος της ΕΚΤ.
Ειδικότερα, εάν δανείσει τα 10.000.000 € σε 100 πελάτες, για παράδειγμα, ο κάθε ένας από αυτούς θα της οφείλει 100.000 €. Εάν όλοι πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους, η τράπεζα δεν έχει κανέναν πρόβλημα. Εάν όμως έξι από αυτούς (6%) σταματήσουν να πληρώνουν μέσα στο χρόνο, τότε η τράπεζα θα έχει χάσει το κεφάλαιο της (100.000 €), τα κέρδη της (500.000 €, υποθέτοντας ότι δεν έχει καθόλου έξοδα), καθώς επίσης τους τόκους από τα 600.000 € των οφειλετών της. Επομένως, θα πρέπει να χρεοκοπήσει, εκτός εάν έχει εγγυήσεις στη διάθεση της, από τους οφειλέτες που δεν πληρώνουν, τις οποίες μπορεί να ρευστοποιήσει άμεσα (για παράδειγμα χρυσό, μετοχές κοκ.).
Κατ’ επακόλουθο, τα πραγματικά προβλήματα μίας τράπεζας δεν είναι τα κεφάλαια, αλλά το που (σε ποιούς), καθώς επίσης το πως (με ποιές εγγυήσεις, μη προθεσμιακά κλπ.) θα τα δανείσει – με τα ενυπόθηκα δάνεια ακινήτων να είναι τα λιγότερο επιθυμητά, αφού μπορούν δύσκολα να ρευστοποιηθούν, ειδικά σε εποχές κρίσης και ύφεσης (γεγονός που τεκμηριώθηκε από την αμερικανική κρίση των «Sub primes»).
Εάν βέβαια η τράπεζα μας δεν ασχολείται μόνο με το δανεισμό, αλλά και με επενδύσεις (όπως συνήθως συμβαίνει), τότε οι κίνδυνοί της, αλλά και τα δανειακά κεφάλαια που απαιτούνται είναι διαφορετικά. Εάν όμως το αποφύγει, τότε τα προβλήματα της είναι αυτά που αναλύσαμε – η εύρεση δηλαδή πελατών που δεν θα αφήνουν ανεξόφλητες τις δόσεις τους, με τις σωστές εγγυήσεις (άμεσα ρευστοποιήσιμες).
Πρακτικά βέβαια καμία τράπεζα δεν μπορεί να δανείσει το 100πλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της – αφού είναι αναγκασμένη να προσφέρει προθεσμιακά δάνεια, να έχει μετρητά στα ταμεία της, να διαγράφει επισφάλειες από τους ισολογισμούς της, να διατηρεί έναν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κοκ. Στα πλαίσια αυτά, ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων της κυμαίνεται μεταξύ 15 και 45, ανάλογα με το μέγεθος της τράπεζας, το είδος των τοποθετήσεων της και διάφορα άλλα. Υποθέτοντας ένα μέσο όρο της τάξης του 25, τότε η τράπεζα του παραδείγματος μας θα δάνειζε 2.500.000 € με κεφάλαιο 100.000 €, εισπράττοντας, με επιτόκιο 5%, συνολικά 125.000 € – ήτοι 125% ετήσια επί των δικών της κεφαλαίων (250% με 10% επιτόκιο).
Τα δάνεια της Τρόικα
Στην περίπτωση τώρα του ΔΝΤ (των Ευρωπαίων το ίδιο), κανένας δεν φαντάζεται ότι έχει δώσει δάνειο στην Ελλάδα με χρήματα «από την τσέπη του» – αλλά προφανώς πως τα έχει δανειστεί, καταβάλλοντας ως εγγύηση το 1%, όπως και η κάθε μικρή τράπεζα. Γνωρίζοντας ότι το συνολικό του δάνειο που είχε εγκρίνει προς τη χώρα μας ήταν 49 δις € (τελικά δεν τα έδωσε όλα) το 1% που θα είχε καταθέσει ως εγγύηση θα ήταν 490.000.000. Με το «ελάχιστο» επιτόκιο λοιπόν που δανείζει την Ελλάδα, της τάξης του 4% ο ετήσιος τόκος που εισπράττει θα ήταν 1,96 δις €.
Επί του θεωρητικού κεφαλαίου τώρα που διαθέτει, επί των 490.000.000 δηλαδή, ο τόκος θα ήταν 400% ετήσια. Με δεδομένο δε το ότι, τα χρήματα του είναι απολύτως εξασφαλισμένα, οπότε δεν κινδυνεύει να χρεοκοπήσει από επισφάλειες, δεν μπορεί να θεωρήσει κανένας ως χαμηλό το κέρδος του, όσα έξοδα και αν έχει – πόσο μάλλον ως μη τοκογλυφικό, ενώ τις δαπάνες των στελεχών του για τη διεξαγωγή ελέγχων τα πληρώνει η χώρα μας, όπως συμβαίνει με όλους τους οφειλέτες των τραπεζών.
Μη γνωρίζοντας τώρα το ύψος των εγγυητικών κεφαλαίων που είναι υποχρεωμένο το ΔΝΤ να καταθέτει, αφού τα δάνεια που παρέχει είναι προθεσμιακά, δεν είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε τους πραγματικούς τόκους που εισπράττει, επί των δικών του κεφαλαίων. Υποθέτουμε όμως ότι δεν θα είναι κάτω του 100% ετήσια, γεγονός που σημαίνει πως δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως λίγα ή ως μη τοκογλυφικά.
Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες ουσιαστικά δεν μας δάνεισαν «από την τσέπη τους» όλα τα ποσά που αναφέρουν, αλλά απλά εγγυήθηκαν, εισπράττοντας τόκους από τις εγγυήσεις που έδωσαν – από τον «αέρα». Εκτός αυτού έχουν υποχρεώσει την Ελλάδα να υποθηκεύσει τα πάντα – καθώς επίσης να ξεπουλήσει τόσο τη δημόσια, όσο και την ιδιωτική της περιουσία, για να αποπληρώσει τα δάνεια της (προφανώς σε δικές τους κυρίως επιχειρήσεις).
Από το σενάριο μας λοιπόν, καταλαβαίνει κανείς πολύ εύκολα γιατί είναι τόσο ισχυρό το χρηματοπιστωτικό τέρας – το οποίο απειλεί να μας πνίξει, εάν δεν αντιδράσουμε αμέσως. Εάν δε συμπληρώσουμε ότι, το συγκεκριμένο σύστημα, με τις κεντρικές του τράπεζες στην «αφετηρία», δανείζει με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο αυτούς που δανείζουν περαιτέρω τα χρήματα (σε καμία περίπτωση αυτούς που τα διαθέτουν διαφορετικά ή τα δαπανούν), θα εμβαθύνει περισσότερο στη θαυμάσια αρχιτεκτονική του – κατανοώντας γιατί, από τη στιγμή που επιβλήθηκε στον πλανήτη, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, το πρόβλημα που προκύπτει πάντοτε σε εποχές πιστωτικής συρρίκνωσης, δεν οφείλεται σχεδόν ποτέ στην έλλειψη ρευστότητας των (μη υπερχρεωμένων βέβαια) τραπεζών – αλλά στην αδυναμία τους να βρουν φερέγγυους πελάτες, τους οποίους να μπορούν να δανείζουν, εμπιστευόμενες την έντοκη επιστροφή των δανείων τους.
Όταν λοιπόν τα κράτη, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι υπερχρεωμένοι, πόσο μάλλον όταν η ανεργία καλπάζει και η οικονομία είναι βυθισμένη στην ύφεση, δεν λείπουν τα χρήματα, αλλά οι φερέγγυοι πελάτες – με αποτέλεσμα να προηγείται η «δημιουργική καταστροφή», πριν από οποιαδήποτε πιστωτική επέκταση.
Σημείωση: Ειδικά όσον αφορά το γιατί οι τράπεζες αναζητούν καταθέσεις υπενθυμίζουμε πως, παρά το ότι για το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας δεν έχει κανένα νόημα σε ποιά τράπεζα καταθέτει κανείς τα χρήματα του, για την εκάστοτε είναι πολύ σημαντικό – όχι όμως για την παροχή δανείων, αλλά για τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Για παράδειγμα, όταν αποσύρονται σε μεγάλο βαθμό οι καταθέσεις από την Πειραιώς, οδηγούμενες στην Εθνική, επειδή ίσως οι αποταμιευτές ή οι δανειολήπτες που διατηρούν τα χρήματα τους στους λογαριασμούς τους χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πειραιώς, τότε η Πειραιώς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.
Αυτό οφείλεται στο ότι, η Πειραιώς πρέπει να εμβάσει τα χρήματα στην Εθνική (ή να τα δώσει σε μετρητά στους καταθέτες, τα οποία όμως δεν δημιουργεί η ίδια από το πουθενά, αλλά τα «αγοράζει» από την ΕΚΤ), επειδή τα χρέη μεταξύ των τραπεζών δεν πληρώνονται με την απλή εγγραφή του ποσού σε κάποιον λογαριασμό. Με απλά λόγια, οι συναλλαγές των τραπεζών μεταξύ τους δεν διενεργούνται με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά – αλλά με τα εγγυητικά κεφάλαια που η κάθε τράπεζα διατηρεί στην ΕΚΤ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις των πελατών της.
Συνεχίζοντας, οι λογαριασμοί που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ εξυπηρετούν τις μεταξύ τους εκκαθαρίσεις (Clearing system), οι οποίες γίνονται στο τέλος της ημέρας. Για παράδειγμα, οι πελάτες της Πειραιώς εμβάζουν χρήματα στην Εθνική για να πληρωθεί κάποιος προμηθευτής τους που διατηρεί εκεί το λογαριασμό του – ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους πελάτες της Εθνικής. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, εκκαθαρίζονται οι συναλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα εάν η Εθνική είχε μεγαλύτερες εισροές εμβασμάτων από την Πειραιώς από ότι εκροές προς την Πειραιώς, τότε να πρέπει η Πειραιώς να πληρώσει τη διαφορά στην Εθνική.
Όσο περισσότερα χρήματα όμως οδηγούνται από την Πειραιώς στην Εθνική, τόσο μεγαλύτερες κεφαλαιακές ρεζέρβες χρειάζεται να έχει η Πειραιώς στην ΕΚΤ και τόσο λιγότερες η Εθνική – γεγονός που σημαίνει ότι, η Πειραιώς έχει ανάγκη υψηλότερων καταθέσεων εκ μέρους των πελατών της, συγκριτικά με την Εθνική. Όταν βέβαια και οι δύο συναλλασσόμενοι, πελάτες και προμηθευτές, διατηρούν το λογαριασμό τους στην ίδια τράπεζα, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα – αφού διενεργούνται απλά συμψηφιστικές εγγραφές μεταξύ τους.
Η απώλεια τώρα των καταθέσεων από μία τράπεζα, την υποχρεώνει να συμπληρώσει τις ρεζέρβες της στην κεντρική με άλλο τρόπο – είτε πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού της, είτε δανειζόμενη από την κεντρική, είτε από τις άλλες τράπεζες. Κάτι τέτοιο όμως κοστίζει, αφού είναι αναγκασμένη να πληρώνει τόκους – επομένως, λειτουργεί αρνητικά ως προς την κερδοφορία της, οπότε το αποφεύγει.
Εν τούτοις, επειδή αυτήν την εποχή το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι μηδενικό, ενώ οι τράπεζες «κολυμπούν» στα χρήματα λόγω των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα), το ενδιαφέρον τους για καταθέσεις είναι αμελητέο. Το γεγονός αυτό επεξηγεί την κατακόρυφη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, καθώς επίσης τα αρνητικά επιτόκια που έχουν υιοθετήσει πρόσφατα κάποιες τράπεζες – όπου οι πελάτες τους πληρώνουν για να διατηρούν τα χρήματα στους λογαριασμούς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου