ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Κυριακή, 21 Οκτωβρίου 2018
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ότι ο Ακίνδυνος φέρεται στο ίδιο βάραθρο από άλλη οδό, πότε μεν διά του Αρείου και άλλοτε δε διά του Σαβελλίου
16. Ακούσατε λοιπόν τις φωνές του Αρείου, που είναι εντελώς ομόλογες (σύμφωνες) με αυτές τις φωνές του Ακίνδυνου εναντίον μας. Διότι αυτός, ο Άρειος, εφ’ όσον λέγει τον Υιό του Θεού κτίσμα, αντίθετα προς όλους τους τότε ζώντες και γενικά προς τους αναδειχθέντες ανάμεσα στους ανθρώπους πατέρες, όπως τελευταίως ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος λέγουν αντίθετα προς εμάς και προς τους άγιους κτίσμα την λαμπρότητα του Θεού, ευλόγως τις ίδιες εκφράσεις που χρησιμοποιεί τώρα ο Ακίνδυνος εναντίον μας χρησιμοποιούσε και ο Άρειος εναντίον τών δεχομένων μαζί με τον Πατέρα άκτιστο και τον Υιό. Λέγει λοιπόν ο Ακίνδυνος, «ποιος άκουσε δύο θεούς άκτιστους, συναϊδίους, υπεραιωνίους, ή τον επί πάντων ένα και απλό Θεό σε δυό, τον μεν ένα γεννητό και τον άλλο δε αγέννητο, τον ένα υποκείμενον και δευτερεύοντα και τον άλλο μεγαλύτερο και υπερκείμενον, τον ένα οπωσδήποτε γενόμενον ορατό και κατελθόντα από τους ουρανούς κάτω στη γη και τον άλλον πάντοτε αόρατο και παραμένοντα στους ουρανούς»; Ποιός νουν έχων και απλώς ακούοντας να κηρύττονται, και μάλιστα με μακρούς λόγους, αυτά τα πράγματα, θα τα ανεχθεί ήρεμα και ήπια και θα συγκρατηθεί ώστε να μη ξεφωνήσει (κατηγορήσει) με όλη του τη δύναμη αυτούς που τα λέγουν και τα γράφουν; Τις ίδιες λέξεις θα μπορούσε να πει και ο Σαβέλλιος, αν και όχι με τις ίδιες κακόνοιες, εναντίον των διαιρούντων με τις υποστάσεις τον έναν Θεόν. Το ότι δε ο καθένας απ’ αυτούς τους δυό (ο Άρειος και ο Σαββέλιος), ο ένας διαιρώντας, ο άλλος συνάπτοντας κακώς το θείον, έγινε αιτία στους άγιους να συνάγουν και ν’ αναπτύσσουν άλλοτε μεν τους διαιρετικούς και άλλοτε δε τους συναπτικούς όρους και να ανακηρύσσουν με συγγράμματα το ενιαίο και διακεκριμένο της παμβασιλίδος θεότητος· αυτό λοιπόν, το ότι έδωσαν την αφορμή σ’ αυτούς τους συγγράφοντες υπέρ της ευσεβείας για τα μακρά περί του διακεκριμένου της θεότητος συγγράμματα, φρόντισαν να το παραπέμψουν τελείως στην αμνηστία και την αφάνεια, αν και επιχειρούσαν ακατόρθωτα πράγματα.
17. Έτσι ο μέγας Αθανάσιος συκοφαντούμενος διαβλήθηκε από τους ομόφρονες του Αρείου ότι αυτός άρχισε την έριδα και όχι ότι μπήκε σ’ αυτήν για ν’ απολογηθεί υπέρ της ευσεβείας. Έτσι ο Ευνόμιος διατυπώνει την αρχή των πονηρών συγγραμμάτων του, σαν να αθετείται από άλλους η από όλους παραδεγμένη αλήθεια περί Θεού, αν και αυτός είναι ο ανώτερος (κράτιστος) όλων των αθετούντων (αρνητών). Έτσι οι ομόφρονες του Νεστορίου και μετά από τις συνόδους εκείνες και τις ακλόνητες εναντίον τους αποφάσεις κατηγορούσαν τον φιλόνεικο χαρακτήρα του Κυρίλλου και κατήγγελλαν ως καινοφωνίες (νεωτερικές, ασυνήθιστες) τις θείες γραφές εκείνου και επωφελούμενοι της ευκαιρίας κατά τον εμφύλιο πόλεμο του κράτους επί της βασιλείας Ζήνωνος, έστελναν παντού γράμματα πού διέτασσαν να ριφθούν στη φωτιά αυτές οι γραφές.
18. Ο Ακίνδυνος λοιπόν έδωσε γενναία χείρα βοηθείας στην τέχνη, που κατέβαινε από τον Ευνόμιο και τους ομοίους του και κινδύνευε πλέον από το χρόνο να ξεπέσει, και την αποκατέστησε. Μόνο που ο μεν Ευνόμιος στηρίχθηκε στο ένα μέρος της πλάνης, ο δε Ακίνδυνος ανέλαβε αυθαδώς και στα δυο και κρατεί τις ενάντιες πλάνες επάνω στη γλώσσα, αλλά ανακάλυψε και μια τρίτη (πλάνη) παραδοξότερη αυτός, για να μην υπερβάλλει τους προστάτες τις δυσσεβείας καθ’ ένα μόνον, αλλά και κατά δύο. Πράγματι όταν ακούει τους άγιους Πατέρες να λέγουν καθαρά ότι εκείνην την υπερουσιότητα δεν βλέπουν ούτε οι ίδιοι οι άγγελοι, αλλά βλέπουν τη λαμπρότητα εκείνης, και ότι «ο όρος θεότης δεν αποτελεί προσηγορία της φύσεως αλλά της θεατικής του Πνεύματος δυνάμεως» και ότι το Πνεύμα εκχέεται και δίδεται με μέτρο, ενώ δεν είναι η ουσία τού Πνεύματος αλλά η ενέργεια που χύνεται και μερίζεται προς τους πιστεύοντες και μετέχεται απ’ αύτούς, όταν ακούει από εμάς αυτά τα πράγματα, καθώς τα προβάλλουμε για να δείξουμε την μεταξύ τους διαφορά, ο ταλαίπωρος κτιστή λέγει εδώ την θεία ενέργεια, αυτό το Πνεύμα το άγιον, αυτήν την αΐδια δύναμιν του Πνεύματος, αυτήν την μόνη μεθεκτή από τους άγιους λαμπρότητα της υπερουσιότητος εκείνης· διότι δεν είναι χωριστή από το Πνεύμα η λαμπρότης και δύναμις του Πνεύματος, η οποία τους μακαρίως καταξιωμένους γι’ αυτήν θεώνοντάς τους ενώνει με τον Θεό και τους κάνει ναούς του Πνεύματος, καθώς δεν χωρίζεται από το Πνεύμα. «Διότι», λέγει, «η ζωή την οποία προβάλλει το Πνεύμα στην υπόσταση ενός ετέρου, δεν χωρίζεται από αυτό, αλλά και αυτό έχει εν εαυτώ την ζωήν και οι μετέχοντες αυτού ζουν θεοπρεπώς, κατέχοντας θεία και ουράνια ζωή». Κι’ είναι πάντως η λαμπρότης της θείας φύσεως για τους αξιωμένους θεία ζωή και μετουσία κάθε αγαθού.
19. Αλλά λέγει ο Ακίνδυνος, «εφ’ όσον παρουσιάζεται καθαρή διαφορά μεταξύ τους, αν δεχθούμε και την ενέργεια άκτιστη και την ουσία του Θεού, θα περιπέσουμε σε διθεΐα». Κι’ αυτό είναι εκείνο για το οποίο ισχυρίζεται ότι εμείς λατρεύουμε δυο θεότητες. Την δοξασία λοιπόν του Αρείου, που πρώτος μετά Χριστόν κατέταξε τον Θεό με τα κτίσματα, έτσι την εμβολιάζουν στις ψυχές τους ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος· διότι κτίσμα και αυτοί κάνουν τον Θεό. Τί σημασία, έχει, αν οδηγούνται από άλλον μεν αλλά γειτονικό (όμορο) δρόμο στο ίδιο βάραθρο της ασεβείας;
20. Όταν πάλι ακούσουν ότι η θεία ουσία και ενέργεια έχουν τον αυτόν λόγον και ότι οι καθαρμένοι στην καρδιά βλέπουν τον Θεό, αλλά όχι κτίσμα, και ότι «του καθενός η φύσις χαρακτηρίζεται από την ενέργεια, η μεν άκτιστη ενέργεια δεικνύει άκτιστη φύσιν, η δε κτιστή δεικνύει κτιστήν»· όταν λοιπόν πάλι ακούσουν αυτά από εμάς, που τα προβάλλουμε για να δείξουμε άκτιστη την ενέργεια του Θεού, αφού δεν είναι χωριστή της ουσίας, αυτοί ισχυρίζονται ότι η άκτιστη ουσία και η ενέργεια είναι ένα και το αυτό. Ενώ δε κατ’ ουσία ο Θεός είναι αόρατος και απερινόητος και ενώ το γνωστό διαφέρει οπωσδήποτε από το παντελώς ακατάληπτο και αυτά που έχουν τον ίδιο λόγο δεν είναι κατ’ ανάγκη εντελώς ένα, επομένως διαφέρουν κάπως έστω και αν δεν είναι χωριστά, αυτοί, χωρίς να λάβουν τίποτε από αυτά υπόψη, συνδέουν τα δύο, μάλλον δε συντέμνουν τον Θεό κατά το παράδειγμα τού Σαβελλίου. Τί σημασία έχει, αν φέρονται από άλλο δρόμο προς την ίδια δυσσέβεια, αποστερώντας και στενεύοντας και αφαιρώντας τον ανώτατο πλούτο της θεότητος και περιορίζοντας τον Θεό σ’ ένα, σε μόνη την ουσία; Πράγματι τούτο θέλουν (βούλονται) να κατασκευάσουν εδώ αυτοί δια του ότι δεν διαφέρει καθόλου η ενέργεια της ουσίας, αλλού δε το διακηρύσσουν φανερά, γράφοντας ότι είναι «των ανωμολογημένων, ότι ένα υπάρχει μόνο άναρχο και ατελεύτητο, η ουσία του Θεού, τα δε γύρω από αυτήν είναι γεννητής φύσεως και ότι το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα είναι η φύσις του Θεού», παραβλέποντας, αλλοίμονο στην τόλμη, κι’ αυτές τις υποστατικές γύρω από την φύσιν ιδιότητες.
Αλλά η τρίτη δυσσέβεια, που καινοτόμησαν αυτοί τώρα, ποιά είναι;
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Ότι ο Ακίνδυνος φέρεται στο ίδιο βάραθρο από άλλη οδό, πότε μεν διά του Αρείου και άλλοτε δε διά του Σαβελλίου
16. Ακούσατε λοιπόν τις φωνές του Αρείου, που είναι εντελώς ομόλογες (σύμφωνες) με αυτές τις φωνές του Ακίνδυνου εναντίον μας. Διότι αυτός, ο Άρειος, εφ’ όσον λέγει τον Υιό του Θεού κτίσμα, αντίθετα προς όλους τους τότε ζώντες και γενικά προς τους αναδειχθέντες ανάμεσα στους ανθρώπους πατέρες, όπως τελευταίως ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος λέγουν αντίθετα προς εμάς και προς τους άγιους κτίσμα την λαμπρότητα του Θεού, ευλόγως τις ίδιες εκφράσεις που χρησιμοποιεί τώρα ο Ακίνδυνος εναντίον μας χρησιμοποιούσε και ο Άρειος εναντίον τών δεχομένων μαζί με τον Πατέρα άκτιστο και τον Υιό. Λέγει λοιπόν ο Ακίνδυνος, «ποιος άκουσε δύο θεούς άκτιστους, συναϊδίους, υπεραιωνίους, ή τον επί πάντων ένα και απλό Θεό σε δυό, τον μεν ένα γεννητό και τον άλλο δε αγέννητο, τον ένα υποκείμενον και δευτερεύοντα και τον άλλο μεγαλύτερο και υπερκείμενον, τον ένα οπωσδήποτε γενόμενον ορατό και κατελθόντα από τους ουρανούς κάτω στη γη και τον άλλον πάντοτε αόρατο και παραμένοντα στους ουρανούς»; Ποιός νουν έχων και απλώς ακούοντας να κηρύττονται, και μάλιστα με μακρούς λόγους, αυτά τα πράγματα, θα τα ανεχθεί ήρεμα και ήπια και θα συγκρατηθεί ώστε να μη ξεφωνήσει (κατηγορήσει) με όλη του τη δύναμη αυτούς που τα λέγουν και τα γράφουν; Τις ίδιες λέξεις θα μπορούσε να πει και ο Σαβέλλιος, αν και όχι με τις ίδιες κακόνοιες, εναντίον των διαιρούντων με τις υποστάσεις τον έναν Θεόν. Το ότι δε ο καθένας απ’ αυτούς τους δυό (ο Άρειος και ο Σαββέλιος), ο ένας διαιρώντας, ο άλλος συνάπτοντας κακώς το θείον, έγινε αιτία στους άγιους να συνάγουν και ν’ αναπτύσσουν άλλοτε μεν τους διαιρετικούς και άλλοτε δε τους συναπτικούς όρους και να ανακηρύσσουν με συγγράμματα το ενιαίο και διακεκριμένο της παμβασιλίδος θεότητος· αυτό λοιπόν, το ότι έδωσαν την αφορμή σ’ αυτούς τους συγγράφοντες υπέρ της ευσεβείας για τα μακρά περί του διακεκριμένου της θεότητος συγγράμματα, φρόντισαν να το παραπέμψουν τελείως στην αμνηστία και την αφάνεια, αν και επιχειρούσαν ακατόρθωτα πράγματα.
17. Έτσι ο μέγας Αθανάσιος συκοφαντούμενος διαβλήθηκε από τους ομόφρονες του Αρείου ότι αυτός άρχισε την έριδα και όχι ότι μπήκε σ’ αυτήν για ν’ απολογηθεί υπέρ της ευσεβείας. Έτσι ο Ευνόμιος διατυπώνει την αρχή των πονηρών συγγραμμάτων του, σαν να αθετείται από άλλους η από όλους παραδεγμένη αλήθεια περί Θεού, αν και αυτός είναι ο ανώτερος (κράτιστος) όλων των αθετούντων (αρνητών). Έτσι οι ομόφρονες του Νεστορίου και μετά από τις συνόδους εκείνες και τις ακλόνητες εναντίον τους αποφάσεις κατηγορούσαν τον φιλόνεικο χαρακτήρα του Κυρίλλου και κατήγγελλαν ως καινοφωνίες (νεωτερικές, ασυνήθιστες) τις θείες γραφές εκείνου και επωφελούμενοι της ευκαιρίας κατά τον εμφύλιο πόλεμο του κράτους επί της βασιλείας Ζήνωνος, έστελναν παντού γράμματα πού διέτασσαν να ριφθούν στη φωτιά αυτές οι γραφές.
18. Ο Ακίνδυνος λοιπόν έδωσε γενναία χείρα βοηθείας στην τέχνη, που κατέβαινε από τον Ευνόμιο και τους ομοίους του και κινδύνευε πλέον από το χρόνο να ξεπέσει, και την αποκατέστησε. Μόνο που ο μεν Ευνόμιος στηρίχθηκε στο ένα μέρος της πλάνης, ο δε Ακίνδυνος ανέλαβε αυθαδώς και στα δυο και κρατεί τις ενάντιες πλάνες επάνω στη γλώσσα, αλλά ανακάλυψε και μια τρίτη (πλάνη) παραδοξότερη αυτός, για να μην υπερβάλλει τους προστάτες τις δυσσεβείας καθ’ ένα μόνον, αλλά και κατά δύο. Πράγματι όταν ακούει τους άγιους Πατέρες να λέγουν καθαρά ότι εκείνην την υπερουσιότητα δεν βλέπουν ούτε οι ίδιοι οι άγγελοι, αλλά βλέπουν τη λαμπρότητα εκείνης, και ότι «ο όρος θεότης δεν αποτελεί προσηγορία της φύσεως αλλά της θεατικής του Πνεύματος δυνάμεως» και ότι το Πνεύμα εκχέεται και δίδεται με μέτρο, ενώ δεν είναι η ουσία τού Πνεύματος αλλά η ενέργεια που χύνεται και μερίζεται προς τους πιστεύοντες και μετέχεται απ’ αύτούς, όταν ακούει από εμάς αυτά τα πράγματα, καθώς τα προβάλλουμε για να δείξουμε την μεταξύ τους διαφορά, ο ταλαίπωρος κτιστή λέγει εδώ την θεία ενέργεια, αυτό το Πνεύμα το άγιον, αυτήν την αΐδια δύναμιν του Πνεύματος, αυτήν την μόνη μεθεκτή από τους άγιους λαμπρότητα της υπερουσιότητος εκείνης· διότι δεν είναι χωριστή από το Πνεύμα η λαμπρότης και δύναμις του Πνεύματος, η οποία τους μακαρίως καταξιωμένους γι’ αυτήν θεώνοντάς τους ενώνει με τον Θεό και τους κάνει ναούς του Πνεύματος, καθώς δεν χωρίζεται από το Πνεύμα. «Διότι», λέγει, «η ζωή την οποία προβάλλει το Πνεύμα στην υπόσταση ενός ετέρου, δεν χωρίζεται από αυτό, αλλά και αυτό έχει εν εαυτώ την ζωήν και οι μετέχοντες αυτού ζουν θεοπρεπώς, κατέχοντας θεία και ουράνια ζωή». Κι’ είναι πάντως η λαμπρότης της θείας φύσεως για τους αξιωμένους θεία ζωή και μετουσία κάθε αγαθού.
19. Αλλά λέγει ο Ακίνδυνος, «εφ’ όσον παρουσιάζεται καθαρή διαφορά μεταξύ τους, αν δεχθούμε και την ενέργεια άκτιστη και την ουσία του Θεού, θα περιπέσουμε σε διθεΐα». Κι’ αυτό είναι εκείνο για το οποίο ισχυρίζεται ότι εμείς λατρεύουμε δυο θεότητες. Την δοξασία λοιπόν του Αρείου, που πρώτος μετά Χριστόν κατέταξε τον Θεό με τα κτίσματα, έτσι την εμβολιάζουν στις ψυχές τους ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος· διότι κτίσμα και αυτοί κάνουν τον Θεό. Τί σημασία, έχει, αν οδηγούνται από άλλον μεν αλλά γειτονικό (όμορο) δρόμο στο ίδιο βάραθρο της ασεβείας;
20. Όταν πάλι ακούσουν ότι η θεία ουσία και ενέργεια έχουν τον αυτόν λόγον και ότι οι καθαρμένοι στην καρδιά βλέπουν τον Θεό, αλλά όχι κτίσμα, και ότι «του καθενός η φύσις χαρακτηρίζεται από την ενέργεια, η μεν άκτιστη ενέργεια δεικνύει άκτιστη φύσιν, η δε κτιστή δεικνύει κτιστήν»· όταν λοιπόν πάλι ακούσουν αυτά από εμάς, που τα προβάλλουμε για να δείξουμε άκτιστη την ενέργεια του Θεού, αφού δεν είναι χωριστή της ουσίας, αυτοί ισχυρίζονται ότι η άκτιστη ουσία και η ενέργεια είναι ένα και το αυτό. Ενώ δε κατ’ ουσία ο Θεός είναι αόρατος και απερινόητος και ενώ το γνωστό διαφέρει οπωσδήποτε από το παντελώς ακατάληπτο και αυτά που έχουν τον ίδιο λόγο δεν είναι κατ’ ανάγκη εντελώς ένα, επομένως διαφέρουν κάπως έστω και αν δεν είναι χωριστά, αυτοί, χωρίς να λάβουν τίποτε από αυτά υπόψη, συνδέουν τα δύο, μάλλον δε συντέμνουν τον Θεό κατά το παράδειγμα τού Σαβελλίου. Τί σημασία έχει, αν φέρονται από άλλο δρόμο προς την ίδια δυσσέβεια, αποστερώντας και στενεύοντας και αφαιρώντας τον ανώτατο πλούτο της θεότητος και περιορίζοντας τον Θεό σ’ ένα, σε μόνη την ουσία; Πράγματι τούτο θέλουν (βούλονται) να κατασκευάσουν εδώ αυτοί δια του ότι δεν διαφέρει καθόλου η ενέργεια της ουσίας, αλλού δε το διακηρύσσουν φανερά, γράφοντας ότι είναι «των ανωμολογημένων, ότι ένα υπάρχει μόνο άναρχο και ατελεύτητο, η ουσία του Θεού, τα δε γύρω από αυτήν είναι γεννητής φύσεως και ότι το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα είναι η φύσις του Θεού», παραβλέποντας, αλλοίμονο στην τόλμη, κι’ αυτές τις υποστατικές γύρω από την φύσιν ιδιότητες.
Αλλά η τρίτη δυσσέβεια, που καινοτόμησαν αυτοί τώρα, ποιά είναι;
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου