Το όπλο των κεντρικών τραπεζών
Συνεχίζοντας, μετά τη μονομερή έξοδο των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού το 1971, επειδή δεν διέθεταν πλέον αρκετά αποθέματα χρυσού έχοντας μεγάλα ελλείμματα από τη διεξαγωγή πολέμων ανά την υφήλιο, ξεκίνησε η εποχή των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money). Παρά το ότι δε το δολάριο ήταν το ισχυρότερο, το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα που διαδέχθηκε τη στερλίνα, ενώ σε αυτό στηριζόταν η παγκόσμια οικονομία, υποτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ως εκ τούτου, επειδή στην εποχή των χρημάτων χωρίς αντίκρισμα το βασικό τους στήριγμα είναι η εμπιστοσύνη των ανθρώπων, θα είχε καταστραφεί εάν οι Η.Π.Α. δεν δρομολογούσαν το πετροδολάριο με τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας. Δηλαδή, την υποχρέωση να διενεργούνται όλες οι συναλλαγές διεθνώς στο πετρέλαιο με δολάρια, έναντι της παροχής αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας στη Σαουδική Αραβία.
Επειδή όμως η ενέργεια αυτή δεν ήταν αρκετή, η κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α., η Fed, το επόμενο μεγάλο αμερικανικό οικονομικό όπλο, αναγκάσθηκε να αυξήσει σημαντικά τα βασικά της επιτόκια, προκαλώντας τις πρώτες καταστροφικές κρίσεις σε εκείνες τις χώρες που είχαν μεγάλο δανεισμό σε δολάρια, όπως σε αυτές της Λατινικής Αμερικής. Τέλος απέφυγε τον υπερπληθωρισμό που παρόλα αυτά απειλούσε τις Η.Π.Α., με το ξεκίνημα της τρίτης εποχής της παγκοσμιοποίησης. Με τις εισαγωγές δηλαδή προϊόντων από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού της Ασίας, κυρίως από την Κίνα.
Μέχρι στιγμής λοιπόν έχουμε τέσσερα παγκόσμια οικονομικά υπερόπλα, με τα οποία διεξάγονται οι οικονομικοί πόλεμοι: τα νομίσματα, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τις μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες, κυρίως τη FED. Μία ιδιωτική στην ουσία κεντρική τράπεζα, αφού ιδιοκτήτες της είναι το τραπεζικό καρτέλ, οι μεγάλες δηλαδή εμπορικές τράπεζες των Η.Π.Α., οι οποίες είναι το πέμπτο ισχυρό οικονομικό όπλο. Εν προκειμένω τα παρακάτω:
Η FED και το τραπεζικό Καρτέλ
Όταν ο πρόεδρος των Η.Π.Α. το 1971 (Nixon), κατάργησε μονομερώς τον κανόνα του χρυσού, η υπερδύναμη αύξησε τη στρατιωτική της ισχύ σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφενός μεν για τη στήριξη του δολαρίου παγκοσμίως, αφετέρου για την επικράτηση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος διεθνώς.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στηρίχθηκε, εκτός από την ιδιωτική κεντρική τράπεζα της χώρας, από τη FED, στο διεθνές τραπεζικό καρτέλ που αποτελείται από τις αμερικανικές Bank of America, JP Morgan Chase, Citigroup και Wells Fargo, από τη γερμανική Deutsche Bank, από τη γαλλική BNP, καθώς επίσης από τη βρετανική Barclays.
Οι παραπάνω τράπεζες τώρα ανήκουν κυρίως σε οκτώ οικογένειες: στις Goldman Sachs, Kuhn Loeb, Rockefeller, Lehman, Rothschild, Warburg, Lazard και Israel Moses Sieff, με τις οποίες είναι στενά συνδεδεμένες οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες Exxon Mobil, Shell, BP και Chevron Texaco.
Όλοι οι παραπάνω, οι οποίοι αποκαλούνται συνοπτικά «Τραπεζικό Καρτέλ», αποτελούν τους κύριους μετόχους σχεδόν όλων των 500 μεγαλυτέρων εισηγμένων εταιρειών της Wall Street – ενώ το Καρτέλ δεν έχει μεν επίσημη μορφή, αλλά όλα του τα μέλη εκπροσωπούνται από μία διεθνή επιτροπή, με την ονομασία «Financial Stability Board» (FSB).
Μέσω τώρα των υπουργών οικονομικών των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη, των G7, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζιτών τους, η επιτροπή του Καρτέλ (FSB), σε διασκέψεις που οργανώνει σε σχέση με την χρηματοπιστωτική ασφάλεια, δίνει τις κατευθύνσεις όσον αφορά την ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων – με στόχο τη σταθερότητα τους. Με απλά λόγια οι οκτώ οικογένειες του ΚΑΡΤΕΛ ελέγχουν ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη και σε μεγάλο βαθμό την ενέργεια – οπότε αυτές είναι ουσιαστικά οι κυρίαρχοι του σύμπαντος.
Ειδικά όσον αφορά τους πολέμους που διεξάγονται παγκοσμίως, είναι εξαιρετικά προσοδοφόροι για το Καρτέλ, αφενός μεν επειδή τα μέλη του κερδίζουν από την επί πιστώσει πώληση όπλων και στις δύο πλευρές, ενώ στη συνέχεια από τους τόκους και τα χρέη τους (διασώσεις μέσω του ΔΝΤ κλπ.), αφετέρου από την ανοικοδόμηση τους. Έχουν λοιπόν κάθε λόγο να πυροδοτούν τέτοιους πολέμους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, διατηρώντας ταυτόχρονα σε ετοιμότητα τόσο τον αμερικανικό στρατό, όσο και τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α.
Περαιτέρω, ένας από τους σημαντικότερους οργανισμούς που ελέγχεται από το Καρτέλ είναι η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), με έδρα την Ελβετία. Πρόκειται για την κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, η οποία γνωρίζει τα πάντα στο σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η BIS ιδρύθηκε το 1930, με στόχο να επιβλέψει τις γερμανικές πληρωμές (επανορθώσεις), στα πλαίσια της συνθήκης των Βερσαλλιών – ενώ, εκτός από τις υπηρεσίες που προσφέρει στις άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της συμφωνίας του Bretton Woods. Φυσικά έως το 1971, όπου ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α. την κατάργησε, αρνούμενος να εξαργυρώσει τα δολάρια των άλλων χωρών με χρυσό – γεγονός που σημαίνει ότι, πρακτικά κήρυξε τη χρεοκοπία της χώρας του.
Η BIS με τη σειρά της συνεργάζεται τόσο με την Παγκόσμια Τράπεζα, όσο και με το ΔΝΤ –η βασική υπευθυνότητα του οποίου είναι η είσπραξη των χρημάτων που αρνούνται να πληρώσουν οι χώρες που χρεοκοπούν, κατ’ εντολή του διεθνούς τραπεζικού καρτέλ.
Η μέθοδος τώρα, με την οποία λειτουργεί το Καρτέλ, είναι ουσιαστικά εξαιρετικά απλή: Οι Η.Π.Α. εισάγουν πολύ περισσότερα εμπορεύματα, από όσα εξάγουν, οπότε τα δολάρια που τυπώνουν φεύγουν από το εσωτερικό της χώρας, με κατεύθυνση τις άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη. Ως εκ τούτου αποφεύγεται η υποτίμηση τους και ο πληθωρισμός.
Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. αρνούνται από το 1971 και μετά να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους με χρυσό, οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να επενδύουν τα δολάρια που εισπράττουν και δεν ξοδεύουν (συναλλαγματικά αποθέματα) σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, καθώς επίσης σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (στο γράφημα τα σημερινά αποθέματα χρυσού των έξι μεγαλυτέρων ιδιοκτητών, οι οποίες προσπαθούν ξανά να τα αυξήσουν)
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ένα κυριαρχούμενο από την Αμερική παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο της επιτρέπει να ζει εις βάρος όλων των υπολοίπων κρατών – ενώ, για να μην διακινδυνεύσει τον ανταγωνισμό από ένα άλλο νόμισμα, κατασκεύασε το ευρώ, σε μία περιοχή προτεκτοράτο της, στην Ευρώπη, το οποίο ανήλθε πολύ γρήγορα στη δεύτερη θέση.
Συμπερασματικά λοιπόν, η άρνηση των Η.Π.Α. να εξοφλούν τα συνεχή ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους με χρυσό, υποχρεώνει τα άλλα κράτη να επενδύουν τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τους σε δολάρια, στα αμερικανικά ομόλογα. Επομένως ουσιαστικά να τα δανείζουν πίσω στο υπουργείο οικονομικών της υπερδύναμης, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς τα δημόσια χρέη της.
Φυσικά όλες οι κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των χωρών που δανείζουν καταναγκαστικά τις Η.Π.Α., γνωρίζουν πως επενδύοντας τα χρήματα τους σε αμερικανικά ομόλογα μπορεί να τα χάσουν – επειδή η Fed «τυπώνει» συνεχώς δολάρια, εξασθενίζοντας αντίστοιχα τα συναλλαγματικά τους αποθέματα.
Εν τούτοις συνειδητοποιούν πως, εάν πάψουν να επενδύουν σε ομόλογα, τότε η αξία των αποθεμάτων τους σε δολάρια θα μειωθεί ραγδαία – λόγω της εξτρεμιστικής υποτίμησης που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στο δολάριο. Η συνείδηση αυτού του κινδύνου φέρνει σε δύσκολη θέση τις περισσότερες κυβερνήσεις – ενώ εμποδίζει την κατάρρευση του δολαρίου, το οποίο θα γκρέμιζε μαζί του το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οπότε και το διεθνές τραπεζικό Καρτέλ.
Ως εκ τούτου συνεχίζεται η ζήτηση τόσο για τα αμερικανικά δολάρια, όσο και για τα ομόλογα του δημοσίου, παρά το ότι η αξία τους μειώνεται συνεχώς. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, οι ζημίες από τις επενδύσεις αυτές αποτελούν ένα είδος φόρου υποτέλειας στην Αμερικανική Αυτοκρατορία. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα σήμερα, μετά από 50 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του, βασίζεται στη βία – αφού το Καρτέλ στέλνει τον αμερικανικό στρατό, ο οποίος δαπανά το 40% περίπου του παγκόσμιου μιλιταριστικού προϋπολογισμού, σε όλες εκείνες τις περιοχές, οι οποίες απειλούν τα συμφέροντα του, κυρίως δε το δολάριο.
Εν τούτοις, παρά το ότι οι Η.Π.Α. διαθέτουν μία τεράστια, απολύτως ετοιμοπόλεμη στρατιωτική μηχανή, καθώς επίσης χιλιάδες στρατιώτες σε ολόκληρο τον πλανήτη, η διατήρηση της ηγεμονίας τους, οπότε του Καρτέλ, απαιτεί συνεχώς μεγαλύτερες προσπάθειες. Ένα από τα πλέον γνωστά παραδείγματα ήταν το Ιράκ, ο τότε πρόεδρος του οποίου (S. Hussein), το 2000, δήλωσε πως δεν θα αποδεχόταν πλέον δολάρια, για την πληρωμή του πετρελαίου που εξήγαγε.
Παρά το ότι δε η αξία του ευρώ μειωνόταν, ανακοίνωσε πως θα δεχόταν μόνο αυτό ως μέσο διεθνών συναλλαγών, θεωρώντας το δολάριο ως «το νόμισμα του εχθρού» –γεγονός που δρομολογήθηκε το 2002, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί το δολάριο. Ένα χρόνο αργότερα, το 2003, με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση του 2001 στη Νέα Υόρκη, οι Η.Π.Α. εισέβαλλαν στο Ιράκ, οπότε η απειλή εναντίον του δολαρίου εξοντώθηκε.
Ένα επόμενο παράδειγμα αποτελεί η Λιβύη, ο ηγέτης της οποίας (Gaddafi) προσπάθησε να ιδρύσει μία κρατική κεντρική τράπεζα, να υιοθετήσει τον κανόνα του χρυσού, καθώς επίσης να μην εξάγει πλέον πετρέλαιο σε δολάρια – με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί.
Το Μάρτιο του 2001, ένα μόλις μήνα μετά τις εσωτερικές αναταραχές στη χώρα, οι οποίες προκλήθηκαν από την επισιτιστική κρίση λόγω των κερδοσκοπικών τοποθετήσεων των τραπεζών, οι «επαναστάτες» που ανέλαβαν τη διοίκηση ανακοίνωσαν την ίδρυση μία εταιρείας που θα είχε την εποπτεία της εξόρυξης πετρελαίου – καθώς επίσης το κλείσιμο της κεντρικής τράπεζας.
Κλείνοντας, μετά τη Fed οι σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες είναι η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ελβετίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και ασφαλώς η Τράπεζα της Αγγλίας. Εν προκειμένω θα αναφερθώ μόνο στην Τράπεζα της Αγγλίας.
Η Τράπεζα της Αγγλίας
Στην κλασσική οικονομική θεωρία (Adam Smith), όπως επίσης στη θεωρία της υπεραξίας (Karl Marx), ο ρόλος των χρημάτων αντιμετωπιζόταν με τέτοιον τρόπο, σαν να επρόκειτο για «συνάλλαγμα» σε χρυσά νομίσματα – ενδεχομένως και για χαρτονομίσματα, τα οποία όμως είχαν αντίκρισμα σε χρυσό. Επομένως, οι πάσης φύσεως επενδύσεις ήταν τότε μόνο δυνατές, κατά τη συγκεκριμένη θεωρία, όταν στηρίζονταν στις προηγούμενες αποταμιεύσεις των πολιτών – στη συσσώρευση χρημάτων δηλαδή είτε από τον ίδιο τον επενδυτή, είτε από αυτούς που τυχόν του δάνειζαν τα πραγματικά χρήματα των αποταμιεύσεων τους (είναι ο μοναδικός τρόπος ουσιαστικά για να αποφεύγονται οι «χρηματοπιστωτικές φούσκες» και να παραμένει υγιής η επενδυτική διαδικασία).
Εν τούτοις, αντίθετα με όσα πιστεύονταν τότε, η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694 από τον ιδιώτη W.Patterson, ως μία ιδιωτική κεντρική τράπεζα με το δικαίωμα της «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά – με την άδεια του άγγλου βασιλιά Wilhelm III, ό οποίος έδωσε το δικαίωμα στον Patterson να εκτυπώνει και να θέτει σε κυκλοφορία τα νόμιμα αποδεκτά από όλους χαρτονομίσματα. Στη βάση λοιπόν των αποθεμάτων χρυσού, τα οποία οδηγήθηκαν στην Τράπεζα της Αγγλίας με τη βοήθεια της έκδοσης μετοχών, δημιουργήθηκαν πολλαπλάσιας αξίας «πλαστά» χαρτονομίσματα – τα οποία τέθηκαν στην κυκλοφορία δια μέσου των έντοκων δανείων που χορηγήθηκαν.
Με τον τρόπο αυτό εισέρευσαν νέα χρήματα στον προϋπολογισμό του βασιλιά, ο οποίος ουσιαστικά ενέκρινε το σχέδιο, την «απάτη» καλύτερα του Patterson, επειδή ευρισκόταν σε πολύ μεγάλη οικονομική ανάγκη. Το παράδοξο στην όλη διαδικασία ήταν το ότι ο βασιλιάς (στη συνέχεια το κράτος), χρεώθηκε απέναντι σε μία ιδιωτική τράπεζα με ποσά που τοκίζονταν – με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα εξαρτημένος από την Τράπεζα της Αγγλίας, στην οποία ο ίδιος είχε προηγουμένως δώσει το δικαίωμα να παράγει χρήματα. Προφανώς, εάν τα χαρτονομίσματα δεν είχαν τη βασιλική εικόνα, η οποία δημιουργούσε εμπιστοσύνη στους Άγγλους, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τεθούν σε κυκλοφορία και να θεωρηθούν επίσημο ανταλλακτικό μέσον.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας είναι λογικό ότι μία τόσο ισχυρή τράπεζα, όπως η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας τότε, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την Πολιτική – αφού μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα ουσιαστικά αποφασίζει για ποιο σκοπό μπορούν να δοθούν χρήματα (δάνεια) στο κράτος και για ποιόν όχι. Από την άλλη πλευρά το κράτος είναι υποχρεωμένο, έτσι ώστε μπορεί να πληρώνει τα συνεχώς αυξανόμενα τοκοχρεολύσια των δανείων του, να αυξάνει διαρκώς τη φορολόγηση των «υπηκόων» του ή/και να μειώνει τις δαπάνες λειτουργίας του – κάτι που βέβαια δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται επ’ αόριστον.
Περαιτέρω, ο ιδιωτικός «χαρακτήρας» της τράπεζας της Αγγλίας ήταν ανέκαθεν «τραπεζικό μυστικό» – ενώ το πορτραίτο του βασιλιά, καθώς επίσης η υπογραφή του στα χαρτονομίσματα, δημιουργούσαν την εσφαλμένη εντύπωση πως επρόκειτο για μία κρατική κεντρική τράπεζα, καθώς επίσης για κρατικά χρήματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νόμος για την ίδρυση της ψηφίστηκε με απόλυτη μυστικότητα από το Κοινοβούλιο, κρυμμένος στην κυριολεξία μέσα σε ένα άλλο νομοσχέδιο – το οποίο αφορούσε τα επιτρεπόμενα φορτία των καραβιών, αποτελώντας μία υποπαράγραφο του, η οποία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν.
Ολοκληρώνοντας ακόμη και μέσα στο 20ο αιώνα, τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών της κατά τα άλλα δημοκρατικής αυτής χώρας, σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας της Αγγλίας, παρέμεναν αναπάντητες από την εκάστοτε κυβέρνηση της – ενώ «τυπικά» κρατικοποιήθηκε το 1948 (αν και κανείς δεν είναι σίγουρος για αυτό).
Η Τράπεζα της Σουηδίας, η οποία ιστορικά ιδρύθηκε λίγο πριν από την Τράπεζα της Αγγλίας, ήταν επίσης μία ιδιωτική τράπεζα – με την άδεια «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά. Η ονομασία δε του νομίσματος της (Σουηδική Κορώνα) έδινε την ίδια εσφαλμένη εντύπωση – ότι επρόκειτο δηλαδή για μία κρατική κεντρική τράπεζα, η οποία εξέδιδε και κυκλοφορούσε κρατικά χρήματα.
Το όπλο των εμπορικών τραπεζών
Συνεχίζοντας, το 6ο μεγαλύτερο οικονομικό όπλο είναι οι κανονικές εμπορικές τράπεζες. Για να καταλάβει κανείς πόσο σημαντικές είναι, θα πρέπει να γνωρίζει τον τρόπο δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά εκ μέρους τους, ο οποίος είναι ο εξής:
Όταν μία τράπεζα αποφασίζει πως κάποιος πελάτης της είναι φερέγγυος, εγκρίνοντας του ένα δάνειο, τότε το συγκεκριμένο ποσόν εγγράφεται στο λογαριασμό καταθέσεων του δανειολήπτη – ενώ την ίδια στιγμή αυξάνεται η ποσότητα χρήματος, η οποία σήμερα καθορίζεται κυρίως από τις τραπεζικές καταθέσεις (καθαρά δάνεια συν αποταμιεύσεις) των ανθρώπων (στην Ελλάδα η ποσότητα Μ3 έπεσε από 260 δις € το 2010 στα περίπου 173 δις € τον Ιανουάριο του 2019 και 178,5 δις € το Δεκέμβρη του 2018).
Οι καταθέσεις αυτές είναι λογιστικά χρήματα, τα οποία δεν υπάρχουν πουθενά ως πραγματικά, αλλά μόνο σαν ένας αριθμός σε κάποιο λογαριασμό. Ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόμαστε στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, αφού δεν απαιτείται καμία «φυσική παραγωγή» για να δημιουργηθούν – κανένας φυσικός πόρος ή ανθρώπινη εργασία, εάν εξαιρέσουμε τους μηχανισμούς που διαθέτουν οι τράπεζες για να εγκρίνουν τα δάνεια ή για να εξασφαλίσουν τις λειτουργικές υποδομές της κυκλοφορίας των χρημάτων.
Όταν η τράπεζα δανείζει τώρα έναν πελάτη της, δημιουργεί άμεσα νέα χρήματα, τα οποία αυξάνουν την ποσότητα που κυκλοφορεί στη συγκεκριμένη χώρα – ενώ, όταν τα δάνεια επιστρέφονται, «καίει» χρήματα, τα καταστρέφει δηλαδή, μειώνοντας παράλληλα την κυκλοφορούσα ποσότητα τους. Σε σχέση λοιπόν με την ποσότητα χρήματος, με τη ρευστότητα όπως συνηθίζουμε να την αποκαλούμε, αυτό που έχει σημασία είναι η καθαρή παροχή δανείων – όπου, όταν οι τράπεζες δανείζουν περισσότερα χρήματα, από αυτά που τους επιστρέφονται, η «ρευστότητα» στην αγορά αυξάνεται ενώ, όταν επιστρέφονται (εξοφλούνται) περισσότερα από αυτά που δανείζουν, τότε συμβαίνει το αντίθετο.
Στα πλαίσια αυτά, σε μία οικονομία που αναπτύσσεται συνεχώς, η ποσότητα χρήματος αυξάνεται, επειδή οι τράπεζες δανείζουν όλο και περισσότερα χρήματα για τη διεξαγωγή επενδύσεων, για την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών κοκ. Αντίθετα, σε μία οικονομία που βρίσκεται σε διαρκή ύφεση, όπως η ελληνική μετά το 2008, με το ΑΕΠ να περιορίζεται σε σταθερή βάση, η ποσότητα χρήματος μειώνεται – με αποτέλεσμα να βυθίζεται στην παγίδα ρευστότητας, από την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να ξεφύγει.
Περαιτέρω, τα χρήματα εμφανίζονται τότε μόνο στη φυσική τους μορφή, η οποία δεν υπόκειται στη δημιουργία τους από το πουθενά εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, αφού αποτελεί προνόμιο μόνο της κεντρικής, όταν οι αναλήψεις από τις τράπεζες είναι σε μετρητά – επεξηγώντας το βασικό λόγο, για τον οποίο γίνονται μεγάλες προσπάθειες να χρησιμοποιούνται πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες στις συναλλαγές, ενώ όλο και περισσότερες χώρες απαγορεύουν τις πληρωμές με μετρητά, πάνω από ένα ορισμένο ποσόν.
Σε κάθε περίπτωση τώρα, η παροχή δανείων δεν έχει καμία σχέση με τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων, αφού τα χρήματα δημιουργούνται από τις τράπεζες – οι οποίες, για κάθε 100 € που δανείζουν, είναι υποχρεωμένες στην Ευρωζώνη να διαθέτουν εγγυήσεις στην ΕΚΤ μόλις 1 €. Εν τούτοις, δεν εισπράττουν τόκους για το 1 € που πραγματικά διαθέτουν, αλλά για τα 100 € – οπότε εύλογα χαρακτηρίζονται ως άκρως τοκογλυφική οργανισμοί.
Στο σημείο αυτό αναρωτιέται κανείς, ειδικά εάν είναι τραπεζικός υπάλληλος, γιατί οι τράπεζες αναζητούν καταθέσεις, αφού δεν απαιτούνται για την παροχή δανείων, από τα οποία άλλωστε ζουν. Πόσο μάλλον όταν δεν τις χρειάζονται ούτε για τα πάγια που αγοράζουν, όπως είναι τα ομόλογα του δημοσίου, από τα οποία κερδίζουν διπλά – αφού τα χρησιμοποιούν αφενός μεν για την κάλυψη των εγγυητικών ποσών στην ΕΚΤ (1 € για κάθε 100 € δάνειο), αφετέρου για να εισπράττουν τόκους.
Η αιτία είναι πως, παρά το ότι για το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας δεν έχει κανένα νόημα σε ποιά τράπεζα καταθέτει κανείς τα χρήματα του, για την εκάστοτε τράπεζα είναι πολύ σημαντικό – όχι όμως για την παροχή δανείων, αλλά για τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Για παράδειγμα, όταν αποσύρονται σε μεγάλο βαθμό οι καταθέσεις από την Πειραιώς, οδηγούμενες στην Εθνική, επειδή ίσως οι αποταμιευτές ή οι δανειολήπτες που διατηρούν τα χρήματα τους στους λογαριασμούς τους χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πειραιώς, τότε η Πειραιώς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα.
Αυτό οφείλεται στο ότι, η Πειραιώς πρέπει να εμβάσει τα χρήματα στην Εθνική (ή να τα δώσει σε μετρητά στους καταθέτες, τα οποία όμως δεν δημιουργεί η ίδια από το πουθενά, αλλά τα «αγοράζει» από την ΕΚΤ), επειδή τα χρέη μεταξύ των τραπεζών δεν πληρώνονται με την απλή εγγραφή του ποσού σε κάποιον λογαριασμό. Με απλά λόγια, οι συναλλαγές των τραπεζών μεταξύ τους δεν διενεργούνται με χρήματα που δημιουργούνται από το πουθενά – αλλά με τα εγγυητικά κεφάλαια που η κάθε τράπεζα διατηρεί στην ΕΚΤ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις των πελατών της.
Συνεχίζοντας, οι λογαριασμοί που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ εξυπηρετούν τις μεταξύ τους εκκαθαρίσεις (Clearing system), οι οποίες γίνονται στο τέλος της ημέρας. Για παράδειγμα, οι πελάτες της Πειραιώς εμβάζουν χρήματα στην Εθνική για να πληρωθεί κάποιος προμηθευτής τους που διατηρεί εκεί το λογαριασμό του – ενώ το ίδιο συμβαίνει με τους πελάτες της Εθνικής. Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, εκκαθαρίζονται οι συναλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα εάν η Εθνική είχε μεγαλύτερες εισροές εμβασμάτων από την Πειραιώς από ότι εκροές προς την Πειραιώς, τότε να πρέπει η Πειραιώς να πληρώσει τη διαφορά στην Εθνική.
Όσο περισσότερα χρήματα όμως οδηγούνται από την Πειραιώς στην Εθνική, τόσο μεγαλύτερες κεφαλαιακές ρεζέρβες χρειάζεται να έχει η Πειραιώς στην ΕΚΤ και τόσο λιγότερες η Εθνική – γεγονός που σημαίνει ότι, η Πειραιώς έχει ανάγκη υψηλότερων καταθέσεων εκ μέρους των πελατών της, συγκριτικά με την Εθνική. Όταν βέβαια και οι δύο συναλλασσόμενοι, πελάτες και προμηθευτές, διατηρούν το λογαριασμό τους στην ίδια τράπεζα, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα – αφού διενεργούνται απλά συμψηφιστικές εγγραφές μεταξύ τους.
Η απώλεια τώρα των καταθέσεων από μία τράπεζα, την υποχρεώνει να συμπληρώσει τις ρεζέρβες της στην κεντρική με άλλο τρόπο – είτε πουλώντας στοιχεία του ενεργητικού της, είτε δανειζόμενη από την κεντρική, είτε από τις άλλες τράπεζες. Κάτι τέτοιο όμως κοστίζει, αφού είναι αναγκασμένη να πληρώνει τόκους – επομένως, λειτουργεί αρνητικά ως προς την κερδοφορία της, οπότε το αποφεύγει.
Εν τούτοις, επειδή αυτήν την εποχή το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι σχεδόν μηδενικό, ενώ οι τράπεζες «κολυμπούν» στα χρήματα λόγω των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης (με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα), το ενδιαφέρον τους για καταθέσεις είναι αμελητέο. Το γεγονός αυτό επεξηγεί την κατακόρυφη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, καθώς επίσης τα αρνητικά επιτόκια που έχουν υιοθετήσει πρόσφατα κάποιες τράπεζες – όπου οι πελάτες τους πληρώνουν για να διατηρούν τα χρήματα στους λογαριασμούς τους.
Οι εμπορικές τράπεζες τώρα δεν δημιουργούν χρήματα από το πουθενά μόνο με την παροχή δανείων αλλά, επίσης, μέσω της αγοράς στοιχείων του ενεργητικού τους – όπως είναι τα αξιόγραφα κάθε είδους (ομόλογα, μετοχές κλπ.), το συνάλλαγμα, ο χρυσός και τα ακίνητα, τα οποία όμως αγοράζουν από μη τράπεζες (λοιπό ιδιωτικό τομέα).
Για παράδειγμα, όταν το κράτος ή μία επιχείρηση πουλάει ομόλογα της στην τράπεζα, τότε αυτή τα αγοράζει με χρήματα που δημιουργεί εκείνη τη στιγμή από το πουθενά – γεγονός που σημαίνει ότι, εγγράφει το συγκεκριμένο ποσόν στο λογαριασμό του πωλητή, όπως ακριβώς όταν του δίνει ένα δάνειο. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται επίσης η ποσότητα χρήματος – ενώ με τον αντίθετο, όταν δηλαδή η τράπεζα πουλάει ομόλογα, χρυσό, ακίνητα κλπ. σε ιδιώτες, καίγονται χρήματα και μειώνεται η ποσότητα τους στην αγορά. Για εκείνο το χρονικό διάστημα λοιπόν που οι τράπεζες αγοράζουν περισσότερα πάγια από όσα πουλούν, αυξάνεται η ποσότητα χρήματος – κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, οπότε η ρευστότητα περιορίζεται δραματικά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Περαιτέρω, οι εισροές χρημάτων από το εξωτερικό, προκαλούν επίσης τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά στο εσωτερικό της χώρας. Για παράδειγμα, εάν μία ελληνική επιχείρηση λάβει ένα δάνειο από την Ελβετία σε ελβετικά φράγκα, χρησιμοποιώντας το για πληρωμές εντός της Ελλάδας, τότε θα πρέπει να ανταλλάξει τα ελβετικά φράγκα με ευρώ, μέσω μίας ελληνικής τράπεζας.
Ουσιαστικά λοιπόν πουλάει τα ελβετικά φράγκα στην τράπεζα, η οποία της δίνει ευρώ – γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά στην Ελλάδα (κατ’ επέκταση στην Ευρωζώνη), καθώς επίσης στην καταστροφή ενός αντίστοιχου ποσού στην Ελβετία (ένας από τους λόγους που δεν προκαλείται πληθωρισμός στις Η.Π.Α., παρά τη συνεχή εκτύπωση νέων δολαρίων, είναι ο δανεισμός πολλών ξένων κρατών σε δολάρια).
Το ίδιο συμβαίνει όταν ένας Ελβετός επενδυτής αγοράζει μετοχές μίας ελληνικής επιχείρησης – αφού πρέπει να πουλήσει φράγκα σε μία τράπεζα, τα οποία οδηγούν σε μείωση των καταθέσεων του στην Ελβετία, οπότε στην καταστροφή χρημάτων. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην Ελλάδα (οπότε στην Ευρωζώνη), όπου η τράπεζα εγγράφει ευρώ στο λογαριασμό του, τα οποία δημιουργεί από το πουθενά. Για όλα τα παραπάνω λοιπόν, καθώς επίσης για πολλά άλλα, οι εμπορικές τράπεζες είναι ένα ισχυρότατο οικονομικό όπλο.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου