Μία συνοπτική παρουσίαση του πολύπλοκου χρηματοπιστωτικού συστήματος που κυριαρχεί στον πλανήτη, έτσι όπως αναλύθηκε σε πρόσφατη διάλεξη – από την οποία διαπιστώνεται πως τα οικονομικά όπλα είναι εξαιρετικά ισχυρά, εξασφαλίζοντας σχετικά εύκολα την κατοχή μίας χώρας εάν δεν έχει προσέξει την οικονομική άμυνα της.
.
Αποτελείται από 4 σελίδες
Διάλεξη
Εισαγωγικά, η οικονομία αποτελούσε ανέκαθεν έναν ισχυρό επεκτατικό μηχανισμό για τις διάφορες χώρες. Στο παρελθόν όμως είχε σημαντικά λιγότερα όπλα από ότι σήμερα, με βασικότερο το μερκαντιλισμό. Επιγραμματικά πρόκειται εδώ για μία κεντρική, συστηματική οικονομική πολιτική, όπου τα δημόσια έσοδα είναι απαραίτητα για τη συντήρηση της πολυέξοδης κρατικής μηχανής, καθώς επίσης της επεκτατικής πολιτικής. Τα βασικά χαρακτηριστικά του μερκαντιλισμού ήταν τότε τα εξής:
(α) η αύξηση της εξαγωγής προϊόντων (β) η μείωση των εισαγωγών (γ) η κατασκευή «ισχυρού στόλου» για τη μεταφορά των προϊόντων και για την αποφυγή τυχόν πολεμικών συγκρούσεων (δ) η δημιουργία οδικού δικτύου και (ε) η ίδρυση αποικιών, σε συνεργασία με τις ισχυρές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις της «επιτιθέμενης» χώρας, όπου οι αποικίες θα έπρεπε να μένουν σε απόλυτη εξάρτηση από τη μητρόπολη.
Όσον αφορά τώρα τα μέτρα που λαμβάνει μία χώρα για να επιτύχει τους δύο πρώτους στόχους της, την αύξηση των εξαγωγών δηλαδή με την ταυτόχρονη μείωση των εισαγωγών, είναι τα παρακάτω:
(α) Η μη αναγκαία, ανταγωνιστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που παρατηρείται σε περιόδους συναλλαγματικών πολέμων.(β) Η μη αναγκαία εσωτερική υποτίμηση, όταν η χώρα συμμετέχει σε μία νομισματική ένωση σαν την Ευρωζώνη μη διαθέτοντας το δικό της νόμισμα, όπως είναι η μείωση των ονομαστικών μισθών ή/και η μη αύξηση τους ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.(γ) Τα λοιπά μέτρα μείωσης των εισαγωγών, όπως οι δασμοί ή οι ποσοστώσεις – ή/και αύξησης των εξαγωγών, όπως είναι οι κρατικές επιδοτήσεις.(δ) Η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως με την αγορά ξένων νομισμάτων με στόχο την ανατίμηση τους μέσω της αυξημένης ζήτησης, καθώς επίσης τα πιο λεπτά μέτρα. Για παράδειγμα η φορολογική πολιτική, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ο επενδυτικός ανταγωνισμός των περιοχών/πόλεων μεταξύ τους κοκ.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν το βασικότερο οικονομικό όπλο ήταν και συνεχίζει να είναι σε κάποιο βαθμό το νόμισμα. Δεν χρησιμοποιείται όμως μόνο εάν μία χώρα υιοθετεί την πολιτική του μερκαντιλισμού αλλά, επίσης, όταν έχει ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (ως αποτέλεσμα της απώλειας της ανταγωνιστικότητας της και θέλει να τα ισοσκελίσει), εάν επιθυμεί να αυξήσει τα πλεονάσματα της, όταν προσπαθεί να ξεφύγει από μία ύφεση, στην οποία έχει βυθιστεί, εις βάρος των εμπορικών της εταίρων κοκ.
Ξεκινώντας τώρα από την εποχή πριν το κραχ του 1929 η βασική αιτία του ήταν η συνηθισμένη: η δημιουργία μίας φούσκας αποτιμήσεων και το σπάσιμο της. Η εξέλιξη μίας τέτοιας διαδικασίας, η οποία συμβαίνει ξανά και ξανά, είναι η εξής:
(α) Οι επενδυτές, στο ξεκίνημα ενός οικονομικού κύκλου που ακολουθεί το τέλος μίας ύφεσης, επιλέγουν μία εξασφαλισμένη χρηματοδότηση – μία σίγουρη δηλαδή τοποθέτηση των χρημάτων τους. Τα έσοδα τώρα της επένδυσης αυτής, είναι συνήθως αρκετά για την αποπληρωμή των δανείων, τα οποία παρέχουν.
(β) Στα μέσα ενός οικονομικού κύκλου, όπου η ανάπτυξη της οικονομίας δεν είναι πολύ μεγάλη, αλλά σταθερή, είναι ακόμη αποδοτικές οι χρηματοδοτήσεις – αν και θεωρούνται μάλλον κερδοσκοπικές. Η αιτία είναι το ότι, τα έσοδα φτάνουν για να καλύψουν μόνο τους τόκους των οφειλών – ενώ οι δόσεις, το κεφάλαιο δηλαδή, εξοφλείται με τη σύναψη νέων δανείων, τα οποία αντικαθιστούν ουσιαστικά τα παλαιότερα (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, με τα ομόλογα που εκδίδουν τα κράτη, με τα οποία δεν εξοφλούν αλλά ανακυκλώνουν τα χρέη τους).
(γ) Στο τέλος ενός οικονομικού κύκλου, οι επενδυτές οδηγούνται σε ένα άκρως κερδοσκοπικό σύστημα «χάρτινου πύργου» (Ponzi scheme). Δηλαδή, με τα νέα δάνεια δεν ανανεώνονται ουσιαστικά μόνο οι δόσεις (χρεολύσια), αλλά και οι τόκοι. Παραδόξως δε οι επενδυτές συνεχίζουν να πιστεύουν πως τα έσοδα από τις επενδύσεις, για τις οποίες χρησιμοποιούνται τα δικά τους κεφάλαια, θα φτάσουν τελικά για την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Στα πλαίσια αυτά, η οικονομία γίνεται συνεχώς πιο ασθενής και πολύ περισσότερο ευάλωτη, έως εκείνη τη χρονική στιγμή όπου, η «πιστωτική φούσκα» εκρήγνυται, ξεσπάει η χρηματοπιστωτική κρίση και ο οικονομικός κύκλος τελειώνει με την αυτοκαταστροφή του.
Αυτό συνέβη το 1929, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μία μεγάλη κρίση. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα κράτη προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα τους εις βάρος των άλλων, με τη γνωστή μέθοδο του μερκαντιλισμού. Εν τούτοις εκείνη την εποχή ίσχυε ο κανόνας του χρυσού, όπου όλα τα νομίσματα που εκδίδονταν όφειλαν να έχουν αντίκρισμα σε χρυσό, σε μία καθορισμένη τιμή του μετάλλου. Επομένως δεν μπορούσαν να υποτιμηθούν, ενώ οι εργαζόμενοι δεν αποδέχονταν την ονομαστική μείωση των μισθών τους, την εσωτερική υποτίμηση δηλαδή, η οποία είναι άλλωστε γενικότερα προβληματική.
Έτσι άρχισαν το ένα μετά το άλλο, να εγκαταλείπουν τον κανόνα του χρυσού, για να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους και να καταπολεμήσουν την κρίση εις βάρος των υπολοίπων. Ξέσπασε λοιπόν ένας μεγάλος νομισματικός πόλεμος, με συνεχείς υποτιμήσεις που έχουν όμως το μειονέκτημα να αυξάνουν τα εξωτερικά χρέη σε συνάλλαγμα σε όρους εγχωρίου νομίσματος, ο οποίος συνοδεύθηκε από έναν εμπορικό πόλεμο (επιβολή δασμών κλπ.), που αποτελεί ένα ακόμη οικονομικό όπλο. Στο τέλος, όπως συνήθως συμβαίνει, ακολούθησε ο συμβατικός 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, με αιτία τη Γερμανία που αφενός μεν δεν ήθελε να πληρώσει τα χρέη της από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφετέρου αποφάσισε να επιλύσει τα προβλήματα της (ανεργία κλπ.) με την παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού που φυσικά έπρεπε να καταναλώνεται.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως την εποχή πριν από το 2ο ΠΠ το ισχυρότερο νόμισμα, το παγκόσμιο αποθεματικό και συναλλακτικό νόμισμα, ήταν η βρετανική στερλίνα. Αποθεματικό νόμισμα σημαίνει πως οι κεντρικές τράπεζες το διατηρούν στα συναλλαγματικά τους αποθέματα μαζί με το χρυσό, ενώ συναλλακτικό σημαίνει πως οι διεθνείς συναλλαγές διενεργούνται κυρίως με το συγκεκριμένο νόμισμα. Ιστορικά το πρώτο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα ήταν το κινεζικό, μετά το ελληνικό, αργότερα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στο τέλος της Βυζαντινής – ενώ στα νεώτερα χρόνια προηγήθηκε η Πορτογαλία, την οποία διαδέχθηκαν η Ισπανία, η Ολλανδία, η Γαλλία, η Μ. Βρετανία και σήμερα οι Η.Π.Α.
Συνεχίζοντας, μετά το τέλος του 2ου ΠΠ ακολούθησε η συνδιάσκεψη του Bretton Woods, η οποία αφορούσε την ανοικοδόμηση του οικονομικού συστήματος. Ο κινητήριος μοχλός της συμφωνίας αυτής, μία από τις βασικές προτεραιότητες της οποίας ήταν η υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού για το δολάριο, δηλαδή η σύνδεση της τιμής του με το χρυσό καθώς επίσης η σύνδεση όλων των άλλων νομισμάτων με το δολάριο, άρα έμμεσα με το χρυσό, ήταν η Μ. Βρετανία και όχι οι Η.Π.Α., όπως λανθασμένα αναφέρεται από πολλούς.
Η αιτία ήταν ουσιαστικά το ότι, η Μ. Βρετανία είχε χρεοκοπήσει τα τελευταία χρόνια της διεξαγωγής του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, χωρίς τη στήριξη των Η.Π.Α. Εκείνη την εποχή, το 70% των αποθεμάτων χρυσού της Βρετανίας είχαν δοθεί ως εγγύηση των δανείων της από τις Η.Π.Α., ευρισκόμενα στο θησαυροφυλάκιο του Fort Knox.
Το ΔΝΤ, όπως επίσης η Παγκόσμια Τράπεζα που ιδρύθηκε την ίδια εποχή, ήταν ουσιαστικά τα «παράπλευρα προϊόντα» της διάσκεψης – οι ειδικές μορφές οργάνωσης στα πλαίσια του ΟΗΕ. Συνοψίζοντας τα εξής:
(α) Η περίοδος του κανόνα του χρυσού
Με βάση τον κανόνα του χρυσού, ολόκληρη η ποσότητα των χρημάτων που «εξέδιδε» μία χώρα, είχε αντίκρισμα το πολύτιμο μέταλλο – απέναντι στο οποίο διαμορφωνόταν η διεθνής ισοτιμία του νομίσματος της (ή άλλα νομίσματα με αντίκρισμα σε χρυσό, τα οποία είχε στα συναλλαγματικά της αποθέματα).
Αυτό σήμαινε ότι εάν, για παράδειγμα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας Α ήταν «χρόνια» ελλειμματικό, απέναντι στη χώρα Β, τότε η χώρα Α υποχρεωνόταν κάποια στιγμή να παραδώσει χρυσό στη χώρα Β – εξοφλώντας τα χρέη της (εξαργυρώνοντας τα δικά της χαρτονομίσματα), τα οποία είχαν συγκεντρωθεί στη χώρα Β.
Απλουστευμένα, το αποτέλεσμα της όλης αυτής διαδικασίας ήταν αφενός μεν να υποτιμάται το νόμισμα της χώρας Α (αφού ο χρυσός της περιοριζόταν ή/και τα χαρτονομίσματα αυξανόταν), καθώς επίσης να ανατιμάται το νόμισμα της χώρας Β (αφού ο χρυσός της αυξανόταν ή/και τα χαρτονομίσματα παρέμεναν σταθερά).
Κατ’ επακόλουθο, επειδή ο σκοπός δεν ήταν φυσικά ο μηδενισμός των αποθεμάτων χρυσού, η χώρα Α μείωνε «καταναγκαστικά» τις εισαγωγές της από τη χώρα Β (λόγω αύξησης των τιμών), ενώ διευκολυνόταν οι εξαγωγές της (λόγω της μείωσης των τιμών των προϊόντων της) – οπότε, κάποια στιγμή, ισοσκελιζόταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας Α, όπως επίσης της χώρας Β (για την οποία ίσχυαν τα ακριβώς αντίθετα).
Με αυτόν τον τρόπο διορθώνονταν οι ασυμμετρίες και έπαυαν, αργά ή γρήγορα, να υπάρχουν πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες – αφού οι δεύτερες υποχρεώνονταν αυτόματα να διαχειριστούν έγκαιρα, συνετά και σωστά τα οικονομικά τους, έτσι ώστε να μην χρεοκοπήσουν.
(β) Η περίοδος του Bretton–Woods (1944-1971)
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν την υιοθέτηση της συμφωνίας του Bretton-Woods, όλα τα νομίσματα είχαν αντίκρισμα σε δολάρια – τα οποία, με τη σειρά τους, είχαν αντίκρισμα σε χρυσό. Όταν λοιπόν κάποια χώρα εμφάνιζε πλεονάσματα, έχοντας συγκεντρώσει περισσότερα δολάρια, σε σχέση με αυτά που της ήταν απαραίτητα, μπορούσε να τα ανταλλάξει με χρυσό – στην τιμή ανταλλαγής που προέβλεπε η συμφωνία του Bretton-Woods (περί τα 35 $ την ουγγιά).
Στα πλαίσια αυτά, επειδή οι Η.Π.Α. κατέληξαν να έχουν ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (με την Ευρώπη και την Ιαπωνία τότε, όπως σήμερα με την Κίνα), από 20.000 τόνους χρυσού που κατείχαν το 1950, βρέθηκαν με λιγότερους από 9.000 τόνους το 1971 – έως τη στιγμή που ο Νίξον «έκλεισε το παράθυρο διαφυγής του αμερικανικού χρυσού», καταργώντας μονομερώς και αυθαίρετα τη σύνδεση του δολαρίου μαζί του.
Οι 11.000 τόνοι χρυσού που έχασαν οι Η.Π.Α., σε 21 περίπου χρόνια, κατέληξαν κυρίως σε έναν μικρό αριθμό εξαγωγικών χωρών – στη Γερμανία, τα αποθέματα της οποίας αυξήθηκαν, στην ίδια χρονική περίοδο, από μηδενικά σε πάνω από 3.600 τόνους, στην Ιταλία (από 227 στους 2.500 τόνους), στη Γαλλία (από 588 στους 3.100) και στην Ολλανδία (από 280 τόνους στους 1.700).
Βέβαια, τα αποθέματα χρυσού που συγκέντρωσαν τότε όλες οι εξαγωγικές πλεονασματικές χώρες, δεν προήλθαν μόνο από τις Η.Π.Α. αλλά, επίσης, από άλλες ελλειμματικές χώρες – μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Μ. Βρετανία, ο χρυσός της οποίας μειώθηκε από 2.500 τόνους το 1950 στους 690 τόνους το 1971.
Το όπλο του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ, έχει σήμερα 186 μέλη-χώρες, το δικαίωμα ψήφου των οποίων καθορίζεται από το μερίδιο τους στα κεφάλαια του. Οι αποφάσεις του ΔΝΤ οφείλουν να λαμβάνονται με πλειοψηφία 85%, ενώ τα μέλη με τα μεγαλύτερα «μερίδια ψήφου» είναι τα εξής:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Μερίδια ψήφου στο ΔΝΤ (2007)
Χώρες-μέλη | Μερίδια Ψήφου |
Η.Π.Α. | 16,77% |
Ιαπωνία | 6,02% |
Γερμανία | 5,88% |
Γαλλία | 4,86% |
Μ. Βρετανία | 4,86% |
Κίνα | 3,66% |
Το ΔΝΤ απασχολεί 2.700 άτομα υπό την ηγεσία ενός διευθύνοντος συμβούλου ο οποίος, με βάση μία άτυπη συμφωνία μεταξύ των Η.Π.Α. και μερικών ευρωπαϊκών χωρών, οφείλει να είναι πάντοτε Ευρωπαίος. Ο πρώτος «αντικαταστάτης» του αντίθετα (First Deputy Managing Director) είναι πάντοτε αμερικανός.
Όταν ένα μέλος του ΔΝΤ αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη βοήθεια του. Το ΔΝΤ τότε παρέχει πιστώσεις περιορισμένης διάρκειας στις χώρες που αιτούνται τη συνδρομή του, οι οποίες όμως είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, απαιτείται η άμεση μείωση των δημοσίων δαπανών, ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, η αύξηση των εξαγωγών, η υποτίμηση του νομίσματος, καθώς επίσης η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Επί πλέον απαιτούνται οι δήθεν «διαρθρωτικές αλλαγές», όπως η ιδιωτικοποίηση των «κοινωφελών» δημοσίων επιχειρήσεων (κυρίως των τραπεζών, της ύδρευσης, του ηλεκτρισμού και της επικοινωνίας, άρα των εξαιρετικά κερδοφόρων μονοπωλιακών), καθώς επίσης η απόλυση ορισμένων «ομάδων» εργαζομένων. Η βοήθεια εκ μέρους του ΔΝΤ συνδέεται πολύ συχνά με προϋποθέσεις δήθεν «Χρηστής Διακυβέρνησης» (Good Governance) – όπως για παράδειγμα η καταπολέμηση της διαφθοράς, ο περιορισμός της διαπλοκής κλπ. Ο τρόπος τώρα επίτευξης των στόχων του ΔΝΤ είναι ο εξής:
Κάθε χώρα-μέλος λαμβάνει μία επονομαζόμενη «στάθμιση», σύμφωνα με την οποία καθορίζονται οι υποχρεώσεις χρηματικής συμμετοχής της στο ταμείο του ΔΝΤ (σε χρυσό, συνάλλαγμα και τοπικό νόμισμα), τα δικαιώματα της σε παροχή πιστώσεων, η βαρύτητα της ψήφου, καθώς επίσης το ύψος των πιστώσεων που μπορεί να απαιτήσει.
Περαιτέρω, όταν ένα κράτος-μέλος βρεθεί σε οικονομική δυσκολία, έχει κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να «αιτηθεί» την παροχή πίστωσης εκ μέρους του ΔΝΤ. Η πίστωση αυτή είναι συνδεδεμένη με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε προηγουμένως, τις οποίες είναι υποχρεωμένο να τηρήσει.
Από το 1969 και μετά ισχύουν τα ονομαζόμενα «ADR» που βασίζονται σε ένα καλάθι νομισμάτων. Σύμφωνα με αυτά, ένα κράτος-μέλος έχει το δικαίωμα να αγοράσει συνάλλαγμα, με τη μεσολάβηση του ΔΝΤ. Για το συνάλλαγμα αυτό, το κράτος-μέλος πληρώνει με «ADR». Το «ADR» είναι λοιπόν ένα είδος «παγκοσμίου χρήματος», το οποίο αφορά τη διακίνηση των συναλλαγών των κεντρικών τραπεζών και καθορίζεται ως εξής:
(α) Τα «ADR» προσφέρονται σε συγκεκριμένο ύψος(β) Για τα «ADR» πρέπει να πληρώνονται τόκοι(γ) Μέσω των «ADR» αυξάνεται σημαντικά η διεθνής ρευστότητα (πιστωτική επέκταση)(δ) Σε κάθε αύξηση των «ADR», ελέγχεται εάν υπάρχει παγκοσμίως ανάγκη εξουδετέρωσης ενδεχόμενων πληθωριστικών τάσεων
Για παράδειγμα, όταν η Τουρκία (μία αναπτυσσόμενη χώρα δηλαδή) απευθύνεται στο ΔΝΤ, επειδή χρειάζεται συνάλλαγμα για την πληρωμή των υποχρεώσεων της, τότε το ΔΝΤ ορίζει μία χώρα, για παράδειγμα τις Η.Π.Α., με υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα. Η χώρα αυτή τότε (οι Η.Π.Α.) πουλάει στην Τουρκία συνάλλαγμα, λαμβάνοντας έναντι αυτού «ADR».
Συνεχίζοντας, αρχικά το ΔΝΤ ήταν «προγραμματισμένο» έτσι ώστε, όταν μία χώρα-μέλος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, να έχει αυτόματα το δικαίωμα να λάβει ΔΝΤ-πιστώσεις. Ουσιαστικά λοιπόν ήταν ένα πραγματικό ταμείο συνοχής, το οποίο εξασφάλιζε πιστώσεις στα κράτη που τις είχαν ανάγκη – χωρίς να απαιτείται η ανάληψη δανείων εκ μέρους τους από τους διεθνείς κερδοσκόπους, με τοκογλυφικά επιτόκια.
Μετά τον πόλεμο της Κορέας όμως, η μεγάλη αύξηση των ενεργειακών τιμών δημιούργησε κρίσεις στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών πολλών χωρών. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο υιοθετήθηκε η έννοια της «εξάρτησης». Δηλαδή, τα κράτη δεν είχαν πλέον το δικαίωμα να ζητήσουν ΔΝΤ-πιστώσεις, εάν δεν τις συνέδεαν με την ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων, όπως για παράδειγμα τότε την «απελευθέρωση» των συναλλαγματικών ελέγχων και την εξουδετέρωση των εμπορικών περιορισμών. Επίσης έπαψαν να χορηγούνται «εφ άπαξ» πιστώσεις (αρχικά με το ΔΝΤ-δάνειο στη Χιλή το 1956 και στην Ταϊτή το 1958), με την έννοια ότι η συνολική χρηματοδότηση παρεχόταν «με δόσεις» που εξαρτιόταν πλέον τόσο από τη λήψη των μέτρων, όσο και από τα αποτελέσματα τους στην οικονομία της εκάστοτε χώρας.
Η «εξάρτηση» ήταν μία πρωτοβουλία των Η.Π.Α. που στην αρχή δεν έγινε αποδεκτή από άλλα κράτη-μέλη, τα οποία είχαν την άποψη πως οι ΔΝΤ-πιστώσεις ήταν δικαίωμα των μελών, σύμφωνα με την ιδρυτική συμφωνία του ΔΝΤ. Εν τούτοις, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του ΔΝΤ (Η.Π.Α.) έθετε πάντοτε «βέτο», όταν οι αιτήσεις των κρατών-μελών για πίστωση δεν συμβάδιζαν με την ιδέα της «εξάρτησης». Το γεγονός αυτό οδήγησε τα μέλη του ΔΝΤ να απευθύνονται κατ’ αρχήν στις Η.Π.Α. και όχι στο ΔΝΤ, όταν ήθελαν να ζητήσουν πιστώσεις. Έτσι, η αρχή της «εξάρτησης» ίσχυσε πρακτικά, παρά τις αντιρρήσεις πολλών κρατών-μελών του ΔΝΤ.
Οι στόχοι του ΔΝΤ στην αρχή ήταν η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας στη νομισματική πολιτική, η σταδιακή επέκταση του παγκοσμίου εμπορίου, η σταθεροποίηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, η παροχή βραχυπρόθεσμων πιστώσεων για την εξισορρόπηση των ελλειμμάτων, η επιτήρηση της πολιτικής χρήματος, η απελευθέρωση των υφισταμένων διεθνών συναλλαγών από τους κρατικούς περιορισμούς και η παροχή τεχνικής βοήθειας. Όσον αφορά τώρα τους οφειλέτες του ΔΝΤ τα παρακάτω:
Μέχρι το 1977, οφειλέτες του ΔΝΤ ήταν τόσο οι αναπτυσσόμενες χώρες, όσο και οι βιομηχανικές. Για παράδειγμα, η Μ. Βρετανία ήταν ανέκαθεν ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες του. Έως τότε η «εξάρτηση» δεν χρησιμοποιούταν, όσον αφορά τη Μ. Βρετανία, η οποία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του ΔΝΤ.
Το γεγονός όμως αυτό άλλαξε μετά την πολλαπλή υποτίμηση της Στερλίνας, όπου για πρώτη φορά το ΔΝΤ συνέδεσε την παροχή δανείου (stand-by-credit που ζητήθηκε από τη Μ. Βρετανία το 1977), με την ανάληψη σημαντικών δεσμεύσεων εκ μέρους της. Για παράδειγμα τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και την κατάργηση των ελέγχων στις εισαγωγές. Από τη στιγμή εκείνη και μετά το ΔΝΤ θεωρήθηκε σαν η τελευταία λύση για την αναζήτηση πιστώσεων, επειδή σήμαινε αυτόματα την ανάμιξη μίας χώρας (κυρίως των Η.Π.Α.) στα εσωτερικά ζητήματα κάποια άλλης (άρα την απώλεια της Εθνικής της κυριαρχίας). Έκτοτε έπαψαν να αιτούνται τη βοήθεια του οι βιομηχανικές χώρες, οι οποίες δεν ήθελαν προφανώς την ανάμιξη των Η.Π.Α. στα εσωτερικά τους θέματα.
Ουσιαστικά λοιπόν, το ΔΝΤ μετατράπηκε σε ένα ισχυρό αμερικανικό οικονομικό όπλο, σε συνδυασμό με την Παγκόσμια Τράπεζα και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το αναφέρουμε. Στην πραγματικότητα λειτουργεί προς όφελος της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων παγκοσμίως. Στα πλαίσια αυτά, με την ενεργό συμμετοχή των υπολοίπων οικονομικών «όπλων μαζικής καταστροφής» των Η.Π.Α., επιλύει πλέον κρίσεις, τις οποίες συχνά το ίδιο προκαλεί, ενώ ο βασικός στόχος του είναι να ανοίγει τις εκάστοτε «κλειστές» αγορές προς όφελος των πολυεθνικών, να λεηλατεί κυριολεκτικά τις τοπικές επιχειρήσεις, να επιβάλλει την ανεξέλεγκτη κίνηση των διεθνών τοκογλυφικών κεφαλαίων κλπ.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου