Το όπλο των εταιρειών αξιολόγησης
Επόμενο οικονομικό όπλο είναι ασφαλώς οι τρεις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης (Fitch, S&P, Moody’s) που καλύπτουν πάνω από το 90% της αγοράς, από τις αξιολογήσεις των οποίων εξαρτάται ο δανεισμός κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών, καθώς επίσης οι αξιολογήσεις διαφόρων οικονομικών προϊόντων. Όπως έγραψε ο κ. Friedman, «Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις: οι Η.Π.Α. και η εταιρεία αξιολόγησης Moody’s. Πιστέψτε με, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο ποια από τις δύο διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ». Εκτός αυτών υπάρχει μία μικρότερη καναδική, η DBRS.
Τον Ιούνιο τώρα του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίσθηκε η «συσχέτιση» της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε «χρεόγραφα» με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζονται να «δεσμεύουν» σημαντικά χαμηλότερα «εγγυητικά» κεφάλαια – οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο «χορός» της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 €, με αξιολόγηση ΑΑΑ, η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 € (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο Ba1, τότε η τράπεζα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 € (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).
Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο B1, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσόν (100%) σαν «αντίκρισμα» – επομένως, χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο Β1, από ότι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση ΑΑΑ.
Εδώ οφείλουμε να φαντασθούμε τι σημαίνει για μία χώρα, η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του δημοσίου της στις τράπεζες, η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας – τόσο σε σχέση με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει, όσο και σε σχέση με τα επί πλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες που έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογα της.
Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια, όσο και με τον όγκο των συναλλαγών μίας τράπεζας αφού, όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες της (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κλπ).
Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να «αποσύρει» πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια – με δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν, τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους. Επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά Επενδυτικά Κεφάλαια, ειδικά τα συνταξιοδοτικά ταμεία, είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση – ΑΑΑ.
Όσον αφορά τώρα τις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες «επιδράσεις» – ιδιαίτερα δε σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDS, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα δηλαδή ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDS, διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.
Τα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, ο δανεισμός των οποίων, καθώς επίσης το επιτόκιο του, είναι «μεγέθη» απολύτως ανάλογα της αξιολόγησης τους. Όσο χαμηλότερη είναι δηλαδή η αξιολόγηση τους, τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους. Για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 360 δις €, όσο το δικό μας, τότε ένα 2% μεγαλύτερο επιτόκιο, σημαίνει 7,2 δις € επί πλέον ετήσιους τόκους – ενώ τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβαση του στις διεθνείς χρηματαγορές.
Από όλα τα παραπάνω, τεκμηριώνεται η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες ουσιαστικά αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών. Δεν θα είμαστε ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμαστε ότι, τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι σε άμεση σχέση με τις τρείς αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης. Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας ΑΑΑ σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDO’s, βασισμένα στα γνωστά μας «ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης» (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου. Θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δε επενέβαιναν, άμεσα και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μία δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.
Βέβαια υποθέτει κανείς ότι, μία τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία, όσο αυτή της αξιολόγησης, υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους, στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες – αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός – η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους.
Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα αναγραφόμενα τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλά τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία – πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους. Επί πλέον οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πως, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDO’s τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρις $ σε ετήσια βάση. Αν και κανένας δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσες πολλές αξιολογήσεις, από τρείς μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κλπ), αρκούνταν στην αξιολόγηση ΑΑΑ, η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω. Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.
Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τύπου CDO’s, στα οποία οφείλονταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη «εκδοθεί» ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώληση του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες «ρωτούσαν» για την αξιολόγηση του – ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να «κατασκευασθεί», έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μίας από τις εταιρείες αξιολόγησης με ΑΑΑ.
Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή «κατασκευή» (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του) αφού, αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος, εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους – μέχρι και 500.000 $.
Φυσικά όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζουν ξανά – προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Για παράδειγμα με τους εξελιγμένους «απογόνους» των CDO’s, με τα δομημένα προϊόντα δηλαδή της «δεύτερης γενιάς», τα «re-remics», τα BISTRO (CDO’s με CDS) και άλλα πολλά.
Το SWIFT
Επόμενο οικονομικό όπλο είναι το σύστημα Swift, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το θανατηφόρο όπλο του μέλλοντος. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, θα έπρεπε να ταξιδέψουμε στη La Hulpe – σε μία περιοχή του Βελγίου, περί τα 20 χιλ. από το κέντρο των Βρυξελών. Σε απόσταση δύο χιλ. από το σιδηροδρομικό σταθμό, θα βρίσκαμε ένα συγκρότημα κτιρίων, το οποίο εξωτερικά θυμίζει μία φουτουριστική εκδοχή του πύργου των Βερσαλλιών. Στο εσωτερικό του όμως μοιάζει με το κέντρο ελέγχου ενός πυρηνικού εργοστασίου – πλημμυρισμένου με οθόνες υπολογιστών, στους οποίους αμέτρητες στήλες αριθμών κινούνται ακατάπαυστα.
Αποτελούν μικρό μέρος ενός από τους σημαντικότερους κόμβους του δικτύου των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών: το κεντρικό γραφείο της Εταιρείας Παγκοσμίων Διατραπεζικών Χρηματοπιστωτικών Επικοινωνιών (Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication ή SWIFT), όπου εάν μία τράπεζα θέλει να εμβάσει χρήματα στο εξωτερικό, είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει ένα από τα ηλεκτρονικά συστήματα ειδοποίησης/παρακολούθησης που έχει δημιουργήσει το SWIFT.
Εν προκειμένω, περισσότερες από 10.500 τράπεζες σε πάνω από 200 χώρες χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα, στο οποίο μόνο το 2014 στάλθηκαν περί τα 4 δις τέτοιες ειδοποιήσεις – ενώ η κάθε τράπεζα λαμβάνει έναν κωδικό με οκτώ ψηφία, για να αναγνωρίζεται με σαφήνεια από το σύστημα. Το κέντρο πληροφοριών λοιπόν του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ευρίσκεται στην παραπάνω περιοχή – ενώ όποιος έχει πρόσβαση, είναι σε θέση να γνωρίζει τα πάντα. Εκτός αυτού, όποιος διακόψει την σύνδεση κάποιας χώρας σε αυτό το σύστημα, είναι σε θέση να την καταστρέψει οικονομικά, όπως όταν βγάζουμε την πρίζα από κάποιο μηχάνημα και παύει να λειτουργεί Το SWIFT τώρα είναι ένας συνεταιρισμός που θεωρητικά δεν δεσμεύεται από την πολιτική, αλλά στην πραγματικότητα ελέγχεται πλήρως από τις Η.Π.Α. Για παράδειγμα το 2006 ο σκιώδης αμερικανός επικεφαλής του συστήματος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ο «ανώτατος γκάνγκστερ», παρέλυσε μία τράπεζα του Μακάο, μέσω της οποίας η Β. Κορέα χρηματοδοτούσε το πυρηνικό της πρόγραμμα – διεξάγοντας έναν πόλεμο χωρίς ανθρώπινα θύματα, με τη βοήθεια των συνεργατών του σε ολόκληρη την υφήλιο.
Συνεχίζοντας, το Μάρτιο του 2012 οι Η.Π.Α. διέκοψαν τη σύνδεση των τραπεζών του Ιράν, στα πλαίσια των κυρώσεων που επέβαλλαν – με αποτέλεσμα να σταματήσει σε μεγάλο βαθμό το διεθνές εμπόριο με τη χώρα, οπότε να ζημιωθεί βαριά η οικονομία της, με το ΑΕΠ της να καταρρέει από τα περίπου 600 δις $ το 2012 στα 386 δις $ το 2015. Όταν δε εντάθηκαν οι κυρώσεις, άρχισαν να λείπουν τα φάρμακα – οπότε δημιουργούνταν μεγάλες ουρές στα φαρμακεία, ενώ υπήρχαν πολλές αναφορές για βαριά αρρώστους που δεν μπορούσαν να υποβληθούν σε θεραπεία.
Όπως τότε έγινε γνωστό, ο επικεφαλής του συστήματος (κ. Glaser) διεξάγει τις επιθέσεις του από ένα πολεμικό δωμάτιο – στο οποίο φτάνει από ένα υπόγειο τούνελ που το συνδέει με το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών. Στην οροφή του δωματίου υπάρχει μία γιγαντιαία καλωδίωση, μέσω της οποίας παρέχει στους χρηματοπιστωτικούς στρατιώτες του όλα όσα χρειάζονται για τις επιθέσεις τους: πληροφορίες και αναλύσεις των μυστικών υπηρεσιών, των οικονομολόγων, των τραπεζών και των χρηματιστηρίων.
Στην άλλη άκρη του τούνελ κάθονται λεπτοί νεαροί άνδρες ντυμένοι με κοστούμια μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους – θυμίζοντας υπαλλήλους μίας τράπεζας ή μίας ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίοι όμως δεν συνεργάζονται με πελάτες, αλλά επιτίθενται σε εχθρούς, που θέλουν να παραλύσουν οικονομικά: ιδιώτες, τράπεζες, επιχειρήσεις ή ολόκληρους οικονομικούς κλάδους σε κάθε περιοχή του πλανήτη, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, χωρίς καμία αργία.
Το καλοκαίρι του 2007, οι νεαροί χρηματοπιστωτικοί πολεμιστές του κ. Glaser έφτασαν στη Φρανκφούρτη – έχοντας έναν κατάλογο στελεχών των μεγαλυτέρων γερμανικών τραπεζών, μεταξύ των οποίων της Deutsche Bank. Λίγες ημέρες αργότερα σταμάτησαν σχεδόν όλες οι γερμανικές τράπεζες τη συνεργασία τους με το Ιράν, χωρίς καμία αιτιολογία και χωρίς να ειδοποιήσουν καν τη γερμανική κυβέρνηση – έχοντας απειληθεί να αποκοπούν από την προμήθεια δολαρίων, με τα οποία διεξάγεται το 80% του διεθνούς εμπορίου, καθώς επίσης το 90% των νομισματικών συναλλαγών.
Για παράδειγμα, όταν μία γερμανική επιχείρηση θέλει να εμβάσει χρήματα στο Μεξικό, θα πρέπει κατά κανόνα να ανταλλάξει ευρώ με δολάρια και στη συνέχεια τα δολάρια με Pezos – αφού το δολάριο είναι το κυρίαρχο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας. Επομένως, εάν μία τράπεζα αποκοπεί από την προμήθεια δολαρίων, δεν είναι σε θέση πια να διεξάγει συναλλαγές στον πλανήτη – οπότε είναι καταδικασμένη.
Στα πλαίσια αυτά, όποιος ελέγχει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ελέγχει μαζί με το SWIFT το δεύτερο σημαντικότερο κόμβο του δικτύου των διεθνών χρηματοπιστωτικών ροών –επειδή όλες οι ηλεκτρονικές πληρωμές σε δολάρια διεξάγονται υποχρεωτικά εντός του αμερικανικού εδάφους. Ως εκ τούτου, όταν οπουδήποτε στη γη κινούνται δολάρια, τότε διασχίζουν κατά κάποιον τρόπο τα αμερικανικά σύνορα, παραμένοντας για ελάχιστα χιλιοστά του δευτερολέπτου στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μίας τράπεζα των Η.Π.Α. Εκεί ακριβώς μπορεί να τις σταματήσει ο σκιώδης επικεφαλής του συστήματος, ο κ. Glaser – ενώ για κάθε τράπεζα του πλανήτη με διεθνείς συναλλαγές, η αποκοπή της από το δολάριο είναι συνώνυμη με τη θανατική καταδίκη της.
Φαίνεται πάντως καθαρά πως όποιος αρνείται να υποταχθεί στις αμερικανικές εντολές, τιμωρείται πολύ αυστηρά – όπως η γαλλική BNP PARIBAS, η οποία υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα πρόστιμο ύψους 9 δις $ στις Η.Π.Α., καθώς επίσης να παραμείνει ένα έτος εκτός των συναλλαγών με δολάρια, επειδή συνεργάσθηκε με το Ιράν. Η περίπτωση αυτή δεν προκάλεσε μόνο φόβο στους Ευρωπαίους – αλλά, επίσης, την υποψία ότι, οι Αμερικανοί ήθελαν να περιορίσουν τον ευρωπαϊκό τραπεζικό ανταγωνισμό, προς όφελος των δικών τους τραπεζών.
Σε κάθε περίπτωση, για να αποφύγουν την οργή των Αμερικανών οι τράπεζες, ελέγχουν τα στοιχεία των λογαριασμών τους αυτόματα, με ειδικά προγράμματα – τα οποία, όταν βρίσκουν το όνομα κάποιου που είναι τοποθετημένος σε μία λίστα κυρώσεων, σημαίνουν συναγερμό. Για παράδειγμα, στις 21 Μαρτίου του 2014, οι πιστωτικές κάρτες των πελατών της ρωσικής τράπεζας BANK ROSSIJA έπαψαν ξαφνικά να λειτουργούν – ενώ στις 26 Μαρτίου η ρωσική πρεσβεία του Καζακστάν διαπίστωσε πως το έμβασμα ενός ασφαλίστρου με προορισμό τη Μόσχα δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, επειδή η J.P. Morgan το είχε μπλοκάρει στη Νέα Υόρκη.
Λίγο αργότερα ο Ρώσος μεγιστάνας A. Rotenberg διάβασε στις ειδήσεις πως οι ιταλικές Αρχές είχαν δεσμεύσει τις δύο βίλες του στη Σαρδηνία – επειδή το όνομα του είχε εμφανισθεί ελάχιστο χρόνο προηγουμένως σε μία αμερικανική λίστα κυρώσεων, οπότε δεν είχε πια καμία πρόσβαση στα περιουσιακά του στοιχεία.
Περαιτέρω, ο σκιώδης επικεφαλής του συστήματος είχε σκεφθεί το 2014 επακριβώς πώς θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη ρωσική οικονομία – χωρίς όμως να την καταστρέψει. Έτσι στόχευσε κυρίως το ρούβλι και τη ρωσική Ολιγαρχία, ελπίζοντας πως θα απομακρυνόταν από τον πρόεδρο Putin. Στα πλαίσια αυτά πάγωσε τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, ενώ δυσκόλευσε την πρόσβαση των ρωσικών επιχειρήσεων στις διεθνείς χρηματαγορές – χωρίς όμως να σταματήσει τη σύνδεση των ρωσικών τραπεζών με το SWIFT, η οποία θα ήταν θανατηφόρα για την οικονομία της χώρας.
Με απλά λόγια, δεν πυροδότησε την τελευταία χρηματοπιστωτική βόμβα που είχε στη διάθεση του – κάτι που βέβαια τρομοκράτησε τη Ρωσία, η οποία έκτοτε δημιούργησε το δικό της διατραπεζικό σύστημα πληρωμών, όπως επίσης η Κίνα. Τα συστήματα όμως αυτά δεν είναι ικανά να τις προστατεύσουν, αφού δεν συνδέονται με τις τράπεζες του υπολοίπου πλανήτη που δεν τολμούν να το κάνουν φοβούμενες τις επιπτώσεις. Εν τούτοις, η προσπάθεια των Αμερικανών να προστατεύουν την αυτοκρατορία τους με τα όπλα του 21ου αιώνα έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις – όπως τις επιθέσεις εναντίον του δολαρίου, με κυριότερο πεδίο του πολέμου τη Σαουδική Αραβία.
Στα πλαίσια αυτά, μετά τον τελικό του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία, τον οποίο παρακολούθησε ο πρόεδρος Putin μαζί με την κυρία Merkel, συναντήθηκαν οι ηγέτες της Ρωσίας, της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ν. Αφρικής στη FORTALEZA – επειδή για πρώτη φορά οι Η.Π.Α. είχαν σπάσει ένα ταμπού, επιτιθέμενες εναντίον ενός μέλους των BRICS. Έκτοτε συνεργάζονται όλες αυτές οι χώρες μαζί, ενδεχομένως μυστικά και η Γερμανία, για να εξουδετερώσουν το θανατηφόρο χρηματοπιστωτικό όπλο των Η.Π.Α. που είναι εγκατεστημένο στην πρωτεύουσα της Ευρώπης – όπως η ισχυρότατη αμερικανική στρατιωτική βάση στο κέντρο της Γερμανίας.
Για παράδειγμα, με την μεταξύ τους προμήθεια συναλλάγματος, χωρίς να μεσολαβούν οι αμερικανικές τράπεζες της Νέας Υόρκης – καθώς επίσης με τις συναλλαγές στα δικά τους νομίσματα. Εκτός αυτού με τη βοήθεια του πετρογουάν με αντίκρισμα σε χρυσό, το οποίο θεωρείται ένα όπλο αιχμής απέναντι στο πετροδολάριο – με τα δικά τους διατραπεζικά συστήματα πληρωμών κοκ.
Με εξαίρεση το Ιράν οι Η.Π.Α. δεν έχουν χρησιμοποιήσει εναντίον κάποιας χώρας το θανατηφόρο τους όπλο, το SWIFT – ενώ στην περίπτωση του Ιράν χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα ως προειδοποίηση για τα άλλα κράτη που επιβουλεύονται την παγκόσμια ηγεμονία τους συνεργαζόμενα μεταξύ τους, όπως οι BRICS και ενδεχομένως η Γερμανία. Αναφέραμε δε πως είναι ένα ισχυρό μεν όπλο τους, αλλά όχι το μοναδικό – αφού διαθέτουν πάρα πολλά χρηματοπιστωτικά αεροπλανοφόρα με παγκόσμια εμβέλεια.
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πάντως εδώ πως όποια πετρελαιοπαραγωγός χώρα θέλησε να παρακάμψει το δολάριο, χρησιμοποιώντας άλλο νόμισμα, όπως το Ιράκ υπό τον Σ. Χουσεΐν, ο οποίος ήθελε να πουλάει το πετρέλαιο σε ευρώ, οδηγήθηκε στην καταστροφή – ενώ από την αποκάλυψη των μηνυμάτων της κυρίας Clinton εκ μέρους των Wiki Leaks γνωρίζουμε πως η ανατροπή του Καντάφι στη Λιβύη από τις Η.Π.Α. και τη Γαλλία οφειλόταν στην πρόθεση του να μη σεβαστεί το σύστημα των πετροδολαρίων, χρησιμοποιώντας τα αποθέματα χρυσού της Λιβύης για να στηρίξει ένα παναφρικανικό νόμισμα (περί τα 4,6 εκ. ουγγιές χρυσού εξαφανίσθηκαν μετά το θάνατο του Καντάφι).
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου