Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Απαρχές και μεταμορφώσεις τού περί Θεού ερωτήματος στην σκέψη του Martin Heidegger (ζ)

Συνέχεια από:Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Απαρχές και μεταμορφώσεις τού περί Θεού ερωτήματος στην σκέψη τού Martin Heidegger 
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
                                                            
2. Η φιλοσοφία «στην ριζική της αμφιβολία, την οποία η ίδια θέτει περί τού εαυτού της» ως «επί τής αρχής αθεϊστική»

Η διάλεξη «Φαινομενολογία και Θεολογία»32, την οποία εκφώνησε την 8η Ιουλίου 1927 (χρονιά έκδοσης τού «Είναι και Χρονος») στη Tübingen και επανέλαβε την 14η Φεβρουαρίου 1928 στο Μαρβούργο, ανήκει νοηματικά στα όσα μόλις εκθέσαμε. Γιατί έχει υπ’ όψιν της και καθορίζει την σχέση τής ερμηνευτικής φαινομενολογίας του Dasein από το «Είναι και Χρόνος» προς την χριστιανική θεολογία, και αντίστροφα την σχέση της χριστιανικής θεολογίας προς την ερμηνευτική φαινομενολογία του Dasein. Ο Heidegger περιγράφει την ουσία τής χριστιανικής πίστης (τού αντικειμένου τής θεολογίας) ως «ένα τρόπο ύπαρξης τού ανθρώπινου Dasein»33. Αυτό μάς υπενθυμίζει άμεσως τις παραδόσεις από το 1921/2 στο πεδίο τής φαινομενολογίας τής θρησκείας με τον τίτλο «Εισαγωγή στην φαινομενολογία τής θρησκείας». Και τώρα ακόμα, στην α-θειστικά προσανατολισμένη φαινομενολογία τού Dasein, ο Heidegger παραμένει πιστός στην παλιά του διαπίστωση, με την διαφορά, πως τον καθορισμό αυτό, και το παραπέρα που προκύπτει από αυτόν, δεν τα επεξεργάζεται πια ως φαινομενολογία τής θρησκείας. Αν η χριστιανική πίστη είναι ένας τρόπος ύπαρξης τού Dasein, τότε είναι ένας τρόπος ύπαρξης μέσα στο Da, ως αποκάλυψης τού κόσμου δια τής σημασίας του. Ως το διακρτικό χαρακτηριστικό αυτού τού τρόπου ύπαρξης ο Heidegger επισημαίνει, πως ο τρόπος αυτός ούτε προέρχεται από το πραγματικό Dasein (faktisches Dasein) ούτε «ωριμάζει αυτόματα»34 δια του Dasein. Γιατί ο τρόπος ύπαρξης τής πίστης ωριμάζει «από το πιστευόμενο»35, από το αποκεκαλυμμένο τής αποκάλυψης, και αυτό το ονομάζει ο Heidegger «Χριστός, ο σταυρωμένος Θεός»36. Μέσα στην εν πίστει συμμετοχή στο γεγονός τού σταυρού, «ολόκληρο το Dasein, ως χριστιανικό, δηλαδή σχετιζόμενο προς τον σταυρό, τίθεται ενώπιον τού Θεού»37. Αυτό όμως είναι «η μετάθεση τής ύπαρξης εντός και δια της εν πίστει διαποτισμένης φιλανθρωπίας τού Θεού»38. Στον τρόπο ύπαρξης εν πίστει το εν-τω-κόσμω-είναι προσλαμβάνει ένα νέο τρόπο και μια νέα κατεύθυνση. Με αυτό ο Heidegger αναφέρεται στο νόημα και στον τρόπο διεκπεραίωσης, θέματα με τα οποία καταπιάστηκε στις παραδόσεις για τον Παύλο. Το βάσει του Dasein υπάρχον εν-τω-κόσμω-είναι παραμένει μέσα στην πίστη αυτό που είναι, διαμορφώνει όμως τις δυνατότητες ύπαρξης του εν-τω-κόσμω-είναι ως προς την κατεύθυνση του, με ένα τρόπο, που δε θα ήταν σε θέση να το πράξει από μόνο του (το Dasein). Γιατί στον τρόπο ύπαρξης εν πίστει το Dasein «έχει καταστή δούλος, έχει τεθεί ενώπιον του Θεού και αναγεννηθεί»39. Αυτή η αναγέννηση είναι «το πραγματικό υπαξιακό νόημα της πίστεως»40.
Ο Heidegger υπογραμμίζει: «Η πίστη [ακόμα και έξω από την θεολογική-επιστημονική θεματική της] δεν έχει ανάγκη την φιλοσοφίαν, καθώς είναι αυτόνομη. Η θεολογία όμως ως επιστήμη της πίστεως και του πιστευόμενου, έχει ανάγκη την φιλοσοφία με την μορφή τής ερμηνευτικής-φαινομενολογικής οντολογίας του Dasein. Αλλά η θεολογία έχει ανάγκη την φαινομενολογία «όχι προς θεμελίωση και πρωταρχική αποκάλυψη ... τής χριστιανικότητας»42, που αποκαλύπτεται και θεμελιώνεται μόνο στην αποκάλυψη. Η θεολογία χρειάζεται την φαινομενολογία ως την υπαρξιακή οντολογία του Dasein «μόνο ως προς την επιστημονικότητά της»43. Από την διάκριση του χριστιανικού τρόπου ύπαρξης και της ύπαρξης ως τέτοιας, στην κατάστασή της ως υπαρξιακής οντολογίας, προκύπτει η εξής διαφορά: «όλες οι θεολογικές θεμελιώδεις έννοιες» έχουν ένα χριστιανικό περιεχόμενο που πηγάζει από την πηγή της αποκάλυψης και «ένα οντολογικά καθορισμένο προχριστιανικό και για τον λόγο αυτό καθαρά λογικά συλλαμβανόμενο περιεχόμενο»44. Καθαρά λογικά συλλαμβανόμενο σημαίνει: δεν πρόερχεται από την αποκάλυψη. Πρόκειται για το καθαρά δια τής ερμηνευτικής φαινομενολογίας επιδεικνυόμενο περιεχόμενο εκείνου, που η υπαρξιακή οντολογία αποκαλύπτει ως υπαρξιακή δομή τής ύπαρξης και που καθορίζει οντολογικά το καθαρά χριστιανικό περιεχόμενο των θεολογικών εννοιών. Ο Heidegger παίρνει ως παράδειγμα την θεολογική έννοια της αμαρτίας, στην οποία επισημαίνει το καθαρά χριστιανικό περιεχόμενο, που ανήκει στην αποκάλυψη, και το καθαρά δια της φαινομενολογίας συλλαμβανόμενο οντολογικό περιεχόμενο. Η αμαρτία είναι κατ’ αρχάς έννοια ενός φαινομένου που ανήκει σαφώς στην πίστη. Για να καταστεί όμως δυνατή η θεολογική-εννοιολογική ερμηνεία τής έννοιας τής αμαρτίας, είναι αναγκαία «η επιστροφή στην έννοια τής ενοχής»45, στην υπαρξιακή-οντολογιή έννοια της υπαρξιακής κατάστασης της ενοχής (Schuldigsein, Είναι και Χρόνος, § 58) . Από αυτή την επιστροφή προκύπτει η αναφορά τής θεολογίας προς την φαινομενολογία, ως της φαινομενολογικής υπαρξιακής οντολογίας του Dasein το οποίο κατανοεί το Είναι. Η υπαρξιακή έννοια τής ενοχής παίζει με τον τρόπο αυτό τον ρόλο του «νήματος για την θεολογική ερμηνεία εξήγηση της αμαρτίας»46. Ο Heidegger χαρακτηρίζει αυτή την οντολογική λειτουργία ως νήματος των υπαρξιακών εννοιών για τις θεολογικές θεμελιώδεις έννοιες με την έννοια «Korrektion»47. Korrektion δεν σημαίνει Korrektur (διόρθωση). Οι θεμελιώδεις θεολογικές έννοιες δεν πρέπει να «διορθωθούν» μέσω των εννοιών της υπαρξιακής οντολογίας. Η έννοια «Korrektion» έχει στον Heidegger την σημασία «συν-κατεύθυνσης»48. Η θεολογική έννοια τής αμαρτίας προσλαμβάνει δια της υπαρξιακής-οντολογικής έννοιας τής ύπαρξης εν ενοχή την εξής συν-κατεύθυνση: «την συν-κατεύθυνση εκείνη που γι’ αυτήν ως υπαρκτική έννοιά [ως έννοια ενός οντικού τρόπου ύπαρξης] της είναι αναγκαία βάσει του προχριστιανικού της περιεχομένου»49. Η θεολογική έννοια τής αμαρτίας λαμβάνει την Korrektion από την υπαρξιακή οντολογία. Την «πρωταρχική της κατεύθυνση» όμως την «ετυμολογία» της, «την πηγή του χριστιανικού της περιεχόμενου»50 προσλαμβάνει αποκλειστικά από την πίστη και την αποκάλυψη.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: