Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Απριλίου 2019
Απαρχές και μεταμορφώσεις του
ερωτήματος περί Θεού στην σκέψη του Martin Heidegger
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
2. Η φιλοσοφία «στην ριζική της αμφιβολία, την οποία η ίδια θέτει περί του
εαυτού της» ως «επί τής αρχής αθεϊστική»
Στο αναφερθέν απόσπασμα
τής «αναφοράς Νάτορπ», η αμφιβολία στην οποία θέτει η ίδια η φιλοσοφία τής
πραγματικής ζωής τον εαυτό της, κατανοείται ως «η δια τής βίας επανάκτηση τής
ζωής δια τών δικών της (της ζωής) δυνάμεων» και ως «χειροδικία κατά του Θεού».
Αυτό πάλι δίνει την εντύπωση πως η πορεία τής ερμηνευτικής τής πραγματικής ζωής
στηρίχθηκε πάνω στο περί Θεού ερώτημα. Εμείς όμως διακρίναμε αυστηρώς μεταξύ
τής καθαρά φαινομενολογικής προσέγγισης τής πραγματικής ζωής χωρίς τήν
συμπερίληψη τής αναφοράς προς τον Θεό, και τού περί Θεού ερωτήματος στο έδαφος
τής πραγματικής ζωής, που διεξάγεται με την χρήση τής πηγής τής αποκαλύψεως. Ο
αυτοπεριορισμός τής φιλοσοφίας στην απλή φαινομενολογική κατάδειξη και η
παραίτηση από το περί Θεού ερώτημα που προκύπτει από αυτόν τον αυτοπεριορισμό,
δεν πρέπει να κατανοηθεί ως «χειροδικία κατά του Θεού»- εκτός και αν με αυτή
την φράση δεν εκφράζεται μόνο ένας δικαιολογημένος περιορισμός, αλλά και κάτι
σαν αμφιβολία για την αποκάλυψη. Λέγεται μεν πώς υφίσταται «ακόμα μια αίσθηση
Θεού» , έτσι ώστε η φιλοσοφία να είναι «ειλικρινής ενώπιον τού Θεού», έστω και
αν χειροδικεί. Τι είδους «ειλικρίνεια» είναι όμως αυτή; Το να είσαι ειλικρινής
ενώπιον τού Θεού σημαίνει για τον Heidegger το εξής: να στέκεσαι ενώπιον τού Θεού
σύμφωνα με την δυνατότητα την οποία διαθέτει η φιλοσοφία. Είναι η
φαινομενολογική δυνατότητα, που έχει η πραγματική ζωή ώστε να επανακτήσει από
μόνη της την ζωή της, και να την ερμηνεύσει από μέσα της βάσει των πραγματικών
της δυνατοτήτων (faktische Möglichkeiten). Το φιλοσοφείν αυτό είναι ειλικρινές
ενώπιον του Θεού, όταν περιορίζεται σε αυτό που με την δική του δύναμη είναι σε
θέση να καταδείξει. Την στάση αυτή τής φιλοσοφίας ο Heidegger χαρακτηρίζει ως «α-θεϊστική», καθώς
διατηρείται ελεύθερη από μια συμπεριφορά που «απλώς μιλά» για την
θρησκευτικότητα. Η δική του όμως φαινομενολογική φιλοσοφία τής θρησκείας ήταν
το αντίθετο μιας απλής αναφοράς στην θρησκευτικότητα. Χάριν αυτής, η
συνεχιζόμενη φαινομενολογία τής πραγματκής ζωής δεν χρειάζεται να προσλάβει την
φαινομενικά ειλικρινή στάση τού επί της αρχής α-θεϊσμού. Και σε ποιο βαθμό
είναι «ακόμα και η ιδέα μιας φιλοσοφίας τής θρησκείας καθαρή αντίφαση»; Η
φαινομενολογική φιλοσοφία τής θρησκείας θα ήταν αντίφαση και αντίλογος προς την
αυστηρή φαινομενολογική μέθοδο τής φιλοσοφίας τής πραγματικής ζωής, εάν η
φιλοσοφία από την πλευρά της ήταν σε θέση να αποδείξει δια τής φαινομενολογίας,
πως αυτό που καταδεικνύεται δια της φαινομενολογίας αντιφάσκει στο περιεχόμενο
τής αποκάλυψης και το περιεχόμενο τής αποκάλυψης αντιφάσκει σε αυτό που αποκαλύπτει
η φαινομενολογία. Η απόδειξη αυτή όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει. Αυτό που ο Heidegger λέει για
την «αντίφαση» στο σημείο αυτό, είναι πρόδρομος του χαρακτηρισμού τής
χριστιανικής φιλοσοφίας ως «ξύλινο σίδερο». Θα αναφερθούμε στον
χαρακτηρισμό αυτό παρακάτω.
Στις παραδόσεις
που έκανε κατά το θερινό εξάμηνο του 1925 στο Μαρβούργο, με τον τίτλο
«Προλεγόμενα στην ιστορία τής έννοιας του χρόνου»-εκείνες τις παραδόσεις που
αποτελούν την παρουσίαση του πρώτου μέρους τού «Είναι και Χρόνος» (1927)- ο Heidegger αναφέρεται
εκ νέου στον α-θεϊστικό χαρακτήρα τής ερμηνευτικής φαινομενολογίας τής
πραγματικής ζωής και του Dasein: «Η φιλοσοφική έρευνα είναι και παραμένει
Α-θεϊσμός, και ως εκ τούτου είναι σε θέση να αποτολμήσει «το αλαζονικό
εγχείρημα που λέγεται σκέψη». Και όχι μόνο αποτολμάει, αλλά το τόλμημα αυτό
είναι η εσωτερική αναγκαιότητα τής φιλοσοφίας και η πραγματική της δύναμη.
Ακριβώς μέσα σε αυτό τον Α-θεϊσμό η φιλοσοφία καθίσταται αυτό το οποίο ένας
μεγάλος κάποτε είπε, καθίσταται „Χαρούμενη Επιστήμη“28». Η
«αλαζονεία τής σκέψης» είναι ακριβώς η αμφιβολία στην οποία η ίδια θέτει τον
εαυτό της, είναι η παραίτηση από το περί Θεού ερώτημα. Η παραίτηση αυτή δεν
οφείλεται στον αυτοπεριορισμό τής φιλοσοφίας, αλλά προέρχεται από την εμπειρία
πως «ο Θεός είναι νεκρός», την οποία εκφράζει ο Νίτσε στην «Χαρούμενη
Επιστήμη», και στην οποία αναφέρεται στο σημείο αυτό ο Heidegger.
Το «Είναι και
Χρόνος» λοιπόν, που είναι μια συστηματική ερμηνευτική φαινομενολογία τού Dasein, στην οποία
εκβάλλει ο δρόμος τής φαινομενολογίας τής πραγματικής ζωής που ξεκίνησε το
1919, δεν περιλαμβάνει πια καμιά αναφορά στο περί Θεού ερώτημα, το οποίο είχε
αναπτυχθεί από την ερμηνευτική τής πραγματικής ζωής. Σε μια επιστολή (τού 1947)
πάντως, τού Heidegger προς τον Max Müller, του λέει πως
στην πρώτη μορφή τού «Είναι και Χρόνος», περιλαμβάνεται ένα 3ο μέρος
(Χρόνος και Είναι), το οποίο δεν συμπεριελήφθει στην έκδοση τού 1927. Στο μέρος
αυτό, εκτός της οντολογικής διάκρισης Είναι και Υπαρκτού (Sein und Seiendes), που είναι μια υπερβατική (transzendental)
διαφορά, γίνεται και μια διάκριση μεταξύ Είναι και Θεού, που είναι μια
«υπερφυσική (θεολογική) διαφορά» (transzedente-theologische Differenz)30. Την πρώτη αυτή μορφή είχε
καταστρέψει ο Heidegger τον Ιανουάριο του 1927. Η νέα, δεύτερη μορφή του
3ου μέρους, «Χρόνος και Είναι», την οποία ο Heidegger παρουσίασε στις παραδόσεις του θερινού
εξαμήνου του 1927 με τον τίτλο «Θεμελιώδη προβλήματα τής φαινομενολογίας»31,
την οποία όμως δεν δημοσίευσε, ασχολείται εκτεταμένα με την οντολογική διαφορά.
Η οντολογική διαφορά είναι το πρώτο από τα τέσσερα θεμελιώδη προβλήματα. Σε
κανένα σημείο όμως δεν αναφέρεται στην «θεολογική διαφορά». Η αναφορά στην
θεολογική διαφορά στην πρώτη παραλλαγή τού κειμένου, δεν έγινε με σκοπό να
επεξεργαστεί το περί Θεού ερώτημα βάσει τής θεολογικής διαφοράς. Το ότι η
θεολογική διαφορά, συγκριτικά προς την υπερβατική διαφορά Είναι και Υπαρκτού,
ονομάζεται υπερφυσική, θέλει να δείξει, πως ο «Θεός» είναι ως προς το Είναι
(δηλαδή την αλήθεια τού Είναι, που μόνο αυτή είναι θέμα
τής φιλοσοφίας) υπερφυσικός, δηλαδή εκτός των ορίων τής φιλοσοφικής έρευνας.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου