Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Νίκος Αυγελής - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (10)

 Συνέχεια από: Δευτέρα, 12 Απριλίου 2021

 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

V.  ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

2. Φιλοσοφία και Ιδεολογία

Στην προϊστορία της έννοιας της ιδεολογίας ανήκει η θεωρία του Bacon (1561-1626). Αυτό που ο Bacon ονομάζει είδωλο η γαλλική φιλοσοφία του διαφωτισμού ονομάζει προκατάληψη (préjugé). Ο Bacon διακρίνει τέσσερα είδη ειδώλων: τα είδωλα της φυλής (idola tribus) τα είδωλα του σπηλαίου (idola specus), τα είδωλα της αγοράς (idola fori) και τα είδωλα του θεάτρου (idola theatri).

1. Τα είδωλα της φυλής είναι οι συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύ­ση πλάνες, που καθιστούν αδύνατη μια επαρκή απεικόνιση του όντος. Ο Bacon προβαίνει σε μια κριτική της αντικειμενικότητας της γνώσης παρο­μοιάζοντας το νου με παραμορφωτικό καθρέφτη που παραμορφώνει την πραγματικότητα.

2. Τα είδωλα του σπηλαίου είναι οι προσφιλείς προσωπικές απόψεις συνυφασμένες με τις διαφορετικές προδιαθέσεις του καθενός από μας, εξαιτίας των οποίων ο καθένας είναι εγκλωβισμένος στο δικό του σπήλαιο με την έννοια ότι βλέπει τον εξωτερικό κόσμο μέσα από τα δικά του δίοπτρα.

3. Τα είδωλα της αγοράς είναι οι πλάνες που προκαλούνται κατά την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων κι έχουν την πηγή τους στην έλλειψη σημασιολογικής ακρίβειας της γλώσσας και στην προσκόλλησή μας σε βαθιά ριζωμένες γλωσσικές συνήθειες.

4. Τα είδωλα τον θεάτρου είναι τα δόγματα της παράδοσης που αποδεχόμαστε άκριτα. Στα δόγματα της παράδοσης συμπεριλαμβάνει ο Bacon και την αριστοτελική-σχολαστική φιλοσοφία, την οποία θεωρεί άγονη.

Το ανθρώπινο πνεύμα πρέπει κατά τον Bacon να απελευθερωθεί από όλα αυτά τα είδωλα που συσκοτίζουν τη σκέψη, έργο δύσκολο, αφού τα είδωλα έχουν όχι μόνον εξωγενή αλλά και ενδογενή αίτια, η εξάλειψη των οποίων είναι ακόμη δυσκολότερη. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τα είδωλα της φυλής το ερώτημα που τίθεται είναι πότε ορισμένες κατηγορίες ειδώλων συνιστούν πυξίδες προσανατολισμού μας στον κόσμο και πότε παραποιούν την πραγματικότητα. Η θεωρία των ειδώλων του Bacon αποτελεί μάλλον μια προπαιδευτική του νέου βακωνικού εγχειρήματος που στοχεύει στο να δώσει στον άνθρωπο μια μέθοδο δυνάμει της οποίας να υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης και να τις χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος. Η γνώση και η αλήθεια είναι προσιτή στο νου; (ratio) στο μέτρο που αυτός ακολουθεί μια μέθοδο έρευνας (ars inveniendi) όπως αυτή διατυπώνεται στο “νέο όργανο” (Novum Organum) του Bacon που αντιπαρατίθεται συνειδητά στο αριστοτελικό.

Η θεωρία των ειδώλων άσκησε μεγάλη επίδραση στους Γάλλους φιλοσόφους του διαφωτισμού. Μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος της θεωρίας των προκαταλήψεων του Helvétius και του Holbach. Στον Bacon ο φιλοσοφικός προβληματισμός κινείται στο επίπεδο της κριτικής της γνώσης, αν και στα είδωλα του θεάτρου προαναγγέλλεται μια στροφή από την κριτική της γνώσης στην κοινωνική κριτική. Η στροφή ωστόσο αυτή γίνεται ουσιαστικά με τους Helvétius και Holbach. Το κύριο σημείο της κριτικής τους επικεντρώνεται στο γεγονός ότι οι προκαταλήψεις εμποδίζουν τον άνθρωπο να οργανώσει την κοινωνική του ζωή κατά τρόπο ορθολογικό και να πραγματώσει την ευτυχία του. Για το λόγο αυτό η μάχη ενάντια στις προ καταλήψεις δεν έχει μόνον λογικο-γνωσιοθεωρητική αλλά και κοινωνική διάσταση. Οι προκαταλήψεις, τις οποίες συντηρούν προς ίδιο συμφέρον το κράτος και η εκκλησία, αποτελούν μέσα καταδυνάστευσης του ανθρώπινου γένους. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της ονομαζόμενης θεωρίας της απάτης των ιερέων και αρχόντων. Οι εκάστοτε κυρίαρχες τάξεις χρειάζονται ορισμένα δόγματα, όπως π.χ. η ζωή μετά θάνατο, μέσα στα οποία επιδιώκουν να εγκλωβίσουν τους ανθρώπους προκειμένου να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους. Έτσι σε όλα τα θεοκρατικά κοινωνικά συστήματα η εξουσία των αρχόντων νομιμοποιείται ως προερχόμενη από τη θεία βούληση. Η υποταγή στην εκάστοτε κυρίαρχη τάξη εννοείται ως πράξη αποδοχής της θεϊκής αυτής βούλησης. Ο φόβος της τιμωρίας από ένα ον που είναι παντοδύναμο και πανταχού παρόν (το θεό), η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητείται, επιτυγχάνει καλύτερα από την ωμή βία την υποταγή στους εκάστοτε άρχοντες. Η κριτική αυτής της ιδεολογίας ως κριτική της θρησκείας και της πολιτικής εξουσίας ενέχει ένα στοιχείο ουτοπίας, που συνίσταται στην ιδέα της πραγμάτωσης του λόγου ως πραγμάτωσης της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Έτσι στη θεωρία της απάτης των ιερέων “κοντά στη σχέση ιδεολογίας και πολιτικής εξουσίας γίνεται φανερή και μια σχέση μεταξύ ιδεολογίας και ουτοπίας, που σφράγισε από δω και πέρα τη συζήτηση του προβλήματος της ιδεολογίας”56.

Ο όρος “ιδεολογία εισάγεται για πρώτη φορά από το Γάλλο φιλόσοφο Destutt de Tracy (1754-1836), μαθητή του Condillac (1715-1780). Στο έργο του Στοιχεία ιδεολογίας (1801-1815) ορίζει την ιδεολογία ως την επιστήμη των ιδεών η οποία προοριζόταν να αποτελέσει το θεμέλιο όλων των επιστημών. Η ιδεολογία εξετάζει την πηγή της γνώσης, τα όριά της και το βαθμό βεβαιότητάς της. Βασική προϋπόθεση της προόδου των επιστημών είναι η απελευθέρωση της επιστημονικής σκέψης από τις ψευδείς ιδέες (παραστάσεις). Προς το σκοπό αυτά είναι απαραίτητη η έρευνα της γένεσης των ιδεών και της εγκυρότητάς τους και μια εξήγηση της προέλευσης των ψευδών ιδεών οι οποίες συσκοτίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Σημαντική υπήρξε στο σημείο αυτό η επίδραση της θεωρίας των ειδώλων του Bacon, στην οποία ο Άγγλος φιλόσοφος επιχειρεί, όπως είδαμε, να αποκαλύψει τις δυνατές πηγές της ανθρώπινης πλάνης. “Η έννοια της ιδεολογίας εκφράζει από τη μια μεριά τη δυσπιστία του διαφωτισμού στη γνωστική δύναμη του ανθρώπου αλλά συνάμα και την ελπίδα ότι τα λάθη στη γνώση μπορούν να αρθούν με μια ορθή χρήση του νου (ratio). Η έννοια της ιδεολογίας βρίσκεται έτσι ήδη από την αρχή σε μια ένταση προς την αλήθεια με τη σημασία της επιστημονικά διασφαλισμένης γνώσης”57.

Η ιδεολογία δεν έχει μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία στο βαθμό που παρέχει ένα σταθερό θεμέλιο στις πολιτικές και παιδαγωγικές επιστήμες. Ως θεμελιώδης φιλοσοφική επιστήμη έχει ως έργο της την αναγωγή της νόησης στην αίσθηση, των σύνθετων ιδεών στις απλές και παρά πέρα των απλών ιδεών στις αισθητηριακές εντυπώσεις. Ακολουθεί στο σημείο αυτό τον αγγλικό εμπειρισμό, ο οποίος ανατέμνει το ανθρώπινο πνεύμα προκειμένου να αποκαλύψει το μηχανισμό της γνώσης. Η ανάλυση αυτή της διαδικασίας σχηματισμού των ιδεών μας θα αποτελέσει για τον Destutt de Tracy τη βάση για μια δίκαιη οργάνωση της πολιτείας. Η ιδεολογία γίνεται έτσι το θεωρητικό θεμέλιο της κοινωνίας. Η αλήθεια της θεωρίας εγγυάται τη δίκαιη κοινωνική οργάνωση και την ευτυχία του ανθρώπου. Η ιδεολογία γίνεται έτσι όργανο της αγωγής του ανθρώπου και της πολιτείας, η οποία έχει ως έργο της να σφυρηλατήσει την κοινωνική αρμονία παραχωρώντας στους ανθρώπους το δικαίωμα της ελευθερίας. Γιατί ο άνθρωπος για να αναπτύξει τις φυσικές του καταβολές χρειάζεται την ελευθερία.

Ο όρος “ιδεολογία” παίρνει για πρώτη φορά αρνητική, υποτιμητική σημασία από το Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Κατά το Ναπολέοντα “η ιδεολογία είναι προϊόν μιας θεωρητικής συμπεριφοράς που δε συμφωνεί με την πραγματικότητα, συγκεκριμένα με την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα58.

Ο Ναπολέων θεωρεί ότι η ιδεολογία είναι απόκοσμη κι ότι οι Γάλλοι ιδεολόγοι κινούνται σ’ έναν κόσμο ονείρων. “Ο Ναπολέων, ο δημιουργός της ιστορίας, ο δικτάτωρ δεν μπορεί να ανεχθεί - όπως και όλοι οι όμοιοί του πριν και μετά από αυτόν - τους άντρες της χλωμής σκέψης. Μέσα στην αέναη αντίθεση μεταξύ πνεύματος και ισχύος αυτός βρίσκεται στην απέναντι πλευρά. Οι ιδέες είναι γι’ αυτόν φαντασιοπληξίες. Αυτός λατρεύει την πραγματικότητα - ή αυτό που ο ίδιος θεωρεί πραγματικότητα: τη δράση που αλλάζει τον κόσμο. Οι φιλόσοφοι κινούνται μέσα σ’ ένα κόσμο ονείρων”59.

Ο όρος “ιδεολογία” χρησιμοποιείται σήμερα με διάφορες σημασίες. Η σχέση φιλοσοφίας και ιδεολογίας καθορίζεται από τις διάφορες αυτές σημασίες. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τις τρεις σπουδαιότερες έννοιες της ιδεολογίας.

α) Η μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας

Η έννοια της ιδεολογίας έχει στον Marx αρνητική σημασία. Ο Marx (1818-1883) συνέδεσε την έννοια της ιδεολογίας με τη στρεβλή απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας στην αστική σκέψη και της έδωσε έτσι τη σημασία της ψευδούς συνείδησης. Στην αρνητική αυτή αποτίμηση της ιδεολογίας οδηγείται ο Marx, γιατί την εκλαμβάνει ως μία θεωρία που διατείνεται ότι διατυπώνει αληθείς προτάσεις για την πραγματικότητα, χωρίς ωστόσο η αξίωσή της αυτή να δικαιώνεται από τα πράγματα. Ο Marx δηλαδή αποτιμά την ιδεολογία με μέτρο την επιστήμη κι από τη σκοπιά αυτή την χαρακτηρίζει ως ψευδή θεωρία. Αλλά πώς εξηγεί ο Marx τη γένεση της ιδεολογικής συνείδησης και των ιδεολογιών;

Ο Marx επισημαίνει καταρχήν τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον καταμερισμό της εργασίας - “το αίνιγμα της ιστορίας” για τον Marx- και τη γένεση της ιδεολογικής συνείδησης και των ιδεολογιών. Αναφέρεται στον καταμερισμό της εργασίας σε σωματική και πνευματική που είναι αποφασιστικής σημασίας σε ό,τι αφορά τη σχέση είναι και συνείδησης. Από τη στιγμή που η πρωταρχική ενότητα σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας διαλύεται, χάνει η συνείδηση τη σχέση της με το είναι και αποκτά μια πλασματική αυτονομία. Από το διχασμό αυτό - που αποτελεί παραπέρα τη ρίζα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης - προκύπτει ο διπλασιασμός του κόσμου σε επίγειο και σε κόσμο των ιδεών. Η συνείδηση δηλαδή αντικαθιστά τo πραγματικό είναι με τα δικά της δημιουργήματα. Στο επίπεδο της ιδεολογικής συνείδησης η ιστορία παρουσιάζεται ως διαδικασία πραγμάτωσης των ιδεών.

Επειδή ο κόσμος δεν είναι έλλογος, ο άνθρωπος δημιουργεί ιδεολογικά υποκατάστατα. Έτσι η ιδεολογική συνείδηση δημιουργεί από τη μια μεριά έναν υπερουράνιο κόσμο της θρησκείας -ως υποκατάστατο του κόσμου τούτου- στον οποίο ο άνθρωπος ζητά να βρει μιαν απατηλή παρηγοριά για την επίγεια δυστυχία του. Από την άλλη δημιουργεί μια φιλοσοφία που στοχεύει στη νομιμοποίηση των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων, τις οποίες παρουσιάζει ως έκφραση της θείας βούλησης ή του άχρονου λόγου. Οι αποφάνσεις κατά συνέπεια της θρησκείας και της φιλοσοφίας δεν περιέχουν καμιά αλήθεια.

Από τη σκοπιά αυτή η ιδεολογική συνείδηση είναι κατεξοχήν αντιεπιστημονική, γιατί αυτό που θεωρείται στο επίπεδο αυτό ως γνώση δεν έχει καμιά σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Όλα τα ιδεολογικά μορφώματα έχουν τη ρίζα τους σε μια θεμελιώδη αυταπάτη της ανθρώπινης συνείδησης, αυταπάτη που αφορά στη σχέση της με το είναι : η συνείδηση δηλαδή βάζει στη θέση της συγκεκριμένης ιστορικο-κοινωνικής πραγματικότητας τα υποστασιοποιημένα προϊόντα της. Έτσι η ιδεολογική συνείδηση δεν είναι σε θέση να γνωρίσει την πραγματική ιστορικο-κοινωνική της κατάσταση, τη γένεσή της και τους νόμους της, Η αδυναμία της αυτή έχει το λόγο της στις συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής που αποτελούν την υλική βάση της ανθρώπινης ζωής. Για να καταλάβουμε σε τελευταία ανάλυση τη γένεση των ιδεολογιών, θα πρέπει να δούμε το όλο φαινόμενο της ιδεολογίας από τη σκοπιά της ριζικής αντιστροφής που πραγματοποιεί ο Marx στην παραδεδομένη σχέση είναι και συνείδησης. Όπως γράφει στον Πρόλογο της Κριτικής της πολιτικής οικονομίας, “δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά αντίστροφα το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους”. Έτσι στο στάδιο της “προϊστορίας” που χαρακτηρίζεται από την πάλη των τάξεων, όλα τα πνευματικά δημιουργήματα του ανθρώπου είναι ιδεολογικά μορφώματα: θρησκεία, ηθική, φιλοσοφία, δίκαιο, τέχνη, κ.λπ. Το σύνολο των ιδεολογικών αυτών μορφωμάτων αποτελεί το πνευματικό οικοδόμημα που έχει υλική βάση. Η αυτονομία του πνεύματος είναι απλώς φαινομενική. Ιδεολογική πρέπει να χαρακτηρίσουμε τη συνείδηση που καταγίνεται με τα δικά της δημιουργήματα (τις ιδέες) σα να ήταν αυθυπόστατες ουσίες, ανεξάρτητες από τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της υλικής παραγωγής.

Οι ιδεολογίες βρίσκονται σε λειτουργική σχέση με τα συμφέροντα μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης. Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι κατά τον Marx η ιδεολογία της άρχουσας τάξης και στοχεύει στη σταθεροποίηση και νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας. Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις μεταβάλλουν τις κυρίαρχες ιδεολογίες, γιατί το όλο πνευματικό εποικοδόμημα αλλάζει, όταν αλλάζει η υλική βάση. Η μαρξιστική κριτική της ιδεολογίας δεν παραμένει απλώς κριτική της ιδεολογίας, εφόσον δεν αρκείται στο να καταγγείλει την ψευδή συνείδηση και να αποκαλύψει τα πραγματικά αίτια που την παράγουν, αλλά θεωρεί αναγκαίο να προχωρήσει από την κριτική θεωρία στην επαναστατική πράξη ως όρο αναίρεσης της ψευδούς συνείδησης καθεαυτήν.

Ο Marx εκλαμβάνει τη δική του θεωρία ως τη φιλοσοφία της τάξης του επαναστατικού προλεταριάτου, το οποίο θα πραγματοποιήσει την κριτική θεωρία φέρνοντας την αταξική κοινωνία. Είναι η τελευταία απόλυτα αληθής θεωρία, η οποία είναι σε θέση να ξεσκεπάσει όλες τις προγενέστερες θεωρίες, φιλοσοφίες, θρησκείες κ.λ.π. ως ιδεολογίες που σταθεροποίησαν και νομιμοποίησαν ξεπερασμένες σχέσεις εξουσίας και παραγωγής. Η ιδεολογία ως ψευδής συνείδηση θα εξαφανιστεί τελικά από μόνη της με την επανάσταση του προλεταριάτου. “Ο Marx, ο Εγελιανός και απόγονος του διαφωτισμού, παραμένει εκπρόσωπος του δυτικού ορθολογισμού, ο οποίος περιμένει από την ιστορία την πραγμάτωση του βασιλείου του λόγου”60. Για τον Marx κάθε μη μαρξιστική φιλοσοφία είναι ιδεολογία.

Ενώ στον Marx η έννοια της ιδεολογίας έχει, καθώς είδαμε, αρνητικό χαρακτήρα, στον Lenin απαντούμε μια θετική έννοια της ιδεολογίας. Ο Lenin ονομάζει τον “επιστημονικό σοσιαλισμό” ιδεολογία του προλεταριά­του και τον αντιπαραθέτει προς την αστική ιδεολογία Ο επίσημος μαρξισμός-λενινισμός αυτοχαρακτηρίζεται ως ιδεολογία και έρχεται σε αντίθεση με τη γλωσσική χρήση του Marx. Δεν μπορούμε ως εκ τούτου “να διακρίνουμε μεταξύ αλήθειας και ιδεολογίας, αλλά μόνον μεταξύ αληθούς και ψευδούς ιδεολογίας. Τεκμήριο της κίβδηλης κοινωνικής συνείδησης δεν είναι πια η ιδεολογία αλλά το αν η ιδεολογία υπηρετεί “αντιδραστικές” ή “προοδευτικές” τάξεις ως μέσο νομιμοποίησης και εδραίωσης των συμφερόντων της”61. Έτσι η σοσιαλιστική ιδεολογία ταυτίζεται με την επιστήμη.

Στο σύγχρονο γαλλόφωνο δυτικοευρωπαϊκό μαρξισμό (L. Goldman, L. Althusser, Η. Lefebvre) βρίσκουμε μια καινούρια ερμηνεία της έννοιας της ιδεολογίας, η οποία την αποδεσμεύει κατά κάποιο τρόπο από το αυστηρό σχήμα “υλική βάση-εποικοδόμημα” με την έννοια ότι το ιδεολογικό εποικοδόμημα θεωρείται ότι έχει μια σχετική αυτονομία. Η ιδεολογία ωστόσο εκλαμβάνεται όπως και στον Marx ως στρεβλή απεικόνιση της πραγματικότητας ή ως αλλοτριωμένη σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα και συνεπώς δεν αποτελεί επιστήμη η οποία είναι αντικειμενική γνώση του κόσμου στον οποίο ζει το άτομο ή η κοινωνική ομάδα. Η ιδεολογία ως μορφή εξουσίας (L. Althusser) εκφράζεται στους διάφορους ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως είναι η εκκλησία, το σχολείο, η οικογένεια, το δίκαιο, το πολιτικό σύστημα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.α.

β) Η θετικιστική έννοια της ιδεολογίας

Ο Θετικισμός είναι ένα φιλοσοφικό ρεύμα που δημιουργείται τον 19ο αιώνα ως αντίδραση στο γερμανικό ιδεαλισμό. Ο Θετικισμός χαρακτηρίζεται α) από το πνεύμα του επιστημονισμού (την πίστη δηλαδή στην απόλυτη αυθεντία των θετικών επιστημών) και β) από τον εμπειρισμό, ο οποίος πρεσβεύει ότι η γνώση πηγάζει από την αισθητηριακή εμπειρία.

Στον πυρήνα της θετικιστικής έννοιας της ιδεολογίας βρίσκεται η αντίθεση θεωρίας και ιδεολογίας. Οι ιδεολογικές προτάσεις δεν έχουν - αν και διατείνονται ότι έχουν - θεωρητικό περιεχόμενο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν ούτε να επαληθευθούν ούτε να διαψευσθούν από την εμπειρία. Η ιδεολογία δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο σε σχέση προς τη θεωρία. Ως ιδεολογικές δηλαδή χαρακτηρίζονται εκείνες οι προτάσεις που κατά τη γλωσσική μορφή62 και το νόημα που εκφράζουν παρουσιάζονται ως θεωρητικές, στην πραγματικότητα ωστόσο δεν είναι, γιατί περιέχουν εξω-πραγματικά στοιχεία. Η ιδεολογία είναι παραθεωρία (Paratheorie) ή καλύτερα ψευδοθεωρία (Pseudo-theorie)63. Ιδεολογικό χαρακτήρα έχουν οι προτάσεις της δογματικής θεολογίας π.χ. η πρόταση “ο θεός υπάρχει” που δεν είναι δυνατό ούτε να επαληθευτεί, αλλά ούτε και να ανασκευαστεί και ως εκ τούτου δεν έχει θεωρητικό περιεχόμενο. Ό,τι ισχύει για τη δογματική θεολογία ισχύει και για τη μεταφυσική που ασχολείται με υπερβατικά (δηλαδή πέραν της εμπειρίας) αντικείμενα. Ιδεολογικές είναι επίσης όλες οι αξιολογικές κρίσεις, διότι στη λέξη “αξία” δεν αντιστοιχεί τίποτε το δεδομένο στη χωροχρονική πραγματικότητα. Στις αξιολογικές κρίσεις αντικειμενοποιείται η υποκειμενική σχέση του προσώπου προς το αντικείμενο, αποδίδεται δηλαδή στο αντικείμενο ως ιδιότητά του και με τον τρόπο αυτό η εν λόγω υποκειμενική σχέση γίνεται κατά τη μορφή αντικείμενο μιας θεωρητικής απόφανσης: το Α είναι Β. Για παράδειγμα η αξιολογική κρίση “δεν υπάρχει τίποτε το καλύτερο από το πρωινό τσιγάρο” δεν είναι νόμιμη, διότι εδώ μεταφράζεται η απόλαυση που αισθάνεται ο ομιλητής από το κάπνισμα του πρωινού τσιγάρου σε ενυπάρχουσα ιδιότητα του τσιγάρου. Το τσιγάρο όμως δεν έχει καμιά τέτοια ιδιότητα του “καλού”, γιατί σε άλλους προκαλεί άλλα αισθήματα. Το ίδιο ισχύει και για τις ηθικές αξιολογικές κρίσεις· δεν υπάρχει μια αξία του “αγαθού”, της οποίας μετέχουν οι ανθρώπινες πράξεις. Τα πράγματα δεν είναι ωραία ή άσχημα, οι πράξεις δεν είναι καλές ή κακές, αλλά τα πρόσωπα ή οι ομάδες προσώπων τις επιδοκιμάζουν ή τις αποδοκιμάζουν. Με την έννοια αυτή ιδεολογική είναι και η αξιολογική κρίση “η ελευθερία είναι το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου”.

Ιδεολογικό χαρακτήρα δεν έχουν μόνον οι προτάσεις (κρίσεις) αλλά και οι επιμέρους λέξεις “αξία”, “ελευθερία”, “δικαιοσύνη”, “αρετή”, “αμαρτία” που προέρχονται από την ηθικο-πολιτικο-κοινωνική περιοχή. Η αξία δηλαδή καθεαυτήν, η ελευθερία καθεαυτήν δεν είναι παρά αυταπάτες ορισμένων προσώπων. Η λέξη “ελευθερία” έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, διότι ψευδοαντικειμενικοποιεί απλά περιεχόμενα συναισθημάτων, τα οποία υποστασιοποιούνται ως μια ήδη υπάρχουσα κάπου ή ως μια δυνάμει πραγματικότητα. Η λέξη “ελευθερία” έχει νόημα τότε μόνον, όταν συνάμα δηλωθεί από τι ή ως προς τι (ως προς ποιο είδος πράξεων) έχει ο ελεύθερος την ελευθερία.

Η λέξη “ελευθερία” ανήκει στις λέξεις εκείνες οι οποίες ως μαγικά σύμβολα υπηρετούν πολύ αόριστες παραστάσεις του καθενός, καλύπτουν πολύ γενικά συγκεχυμένα πλέγματα επιθυμιών και συγκινήσεων. Επειδή δεν αντιστοιχεί στη λέξη καμιά πραγματικότητα, ο καθένας μπορεί να σχηματίζει οποιαδήποτε παράσταση της ελευθερίας θέλει. Όταν για παράδειγμα οι διαδηλωτές φωνάζουν στο δρόμο με αίτημα “ελευθερία”, ο καθένας έχει τη δική του παράσταση του αιτήματος αυτού. Η ομοφωνία υπάρχει σε ό,τι αφορά τη λέξη, όχι όμως και σε ό,τι αφορά το πράγμα. Γι’ αυτό και τέτοιες λέξεις με ιδεολογικό χαρακτήρα είναι κατάλληλες για προπαγάνδα. Η λέξη πάλι “ισότητα” δεν έχει νόημα, αν δεν της δοθεί συγκεκριμένο περιεχόμενο, αν δε δηλωθεί από ποια άποψη πρέπει να είναι κάποιος ίσος ή κάτι ίσο, για παράδειγμα: “όλοι όσοι έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας έχουν ίσα εκλογικά δικαιώματα”. Στην περίπτωση που η λέξη “ισότητα” δε χρησιμοποιείται με τόσο συγκεκριμένο τρόπο, έχει ιδεολογικό χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει και για τη “δικαιοσύνη”, η οποία δεν έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, αν χρησιμοποιηθεί με τον ακόλουθο συγκεκριμένο τρόπο: “δικαιοσύνη είναι η κατάσταση της ισονομίας, η κατάσταση δηλαδή κατά την οποία όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο”.

Ο θετικισμός τονίζει, όπως είδαμε, την αντίθεση γνώσης και ιδεολογίας και ταυτίζει την ιδεολογία με την αξιολογική κρίση. Η κριτική αυτή της ιδεολογίας στηρίζεται στη λογική ανάλυση των κρίσεων και νοείται ως κριτική της γνώσης, η οποία στοχεύει στην κάθαρση της ανθρώπινης σκέψης από τα ιδεολογικά μορφώματα κάθαρση η οποία έχει ως συνέπεια το διαφωτισμό της κοινωνίας.

Ο κριτικός ορθολογισμός που για ορισμένους αποτελεί εκδοχή του θετικισμού, εννοεί την κριτική της ιδεολογίας ως ένα είδος διαφωτισμού που στοχεύει στην εκλογίκευση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου με βάση τα αποτελέσματα και τις μεθόδους της κριτικής σκέψης. Η κριτική αυτή στρέφεται ενάντια στις κοσμοθεωρίες που εγείρουν την αξίωση μιας καθοδικής εξήγησης του κόσμου και του ανθρώπου και προσπαθεί να ξεσκεπάσει το μαρξισμό καθώς και πολλές άλλες φιλοσοφικές θεωρίες της παράδοσης, ακόμη και θρησκείες, ως ιδεολογίες. Ιδιαίτερα στρέφεται η κριτική αυτή της ιδεολογίας ενάντια σε κοινωνικές θεωρίες οι οποίες αξιώνουν να πραγματοποιήσουν την ιδανική κοινωνία ως κλειστά κοινωνικά σύστημα, όπως κάνει ο μαρξισμός. Ενάντια στο κλειστό αυτό κοινωνικό σύστημα ο Popper προτείνει την ανοιχτή χωρίς ιδεολογία κοινωνία η οποία διατυπώνει υποθέσεις εργασίας και διδάσκεται από τα λάθη της.

Ο κριτικός ορθολογισμός και ο μαρξισμός μας δίνουν, όπως βλέπουμε, από διαφορετική σκοπιά μια αρνητική έννοια της ιδεολογίας που αντιτίθεται η μια στην άλλη.

γ) Η ουδέτερη έννοια της ιδεολογίας

Ο όρος “ιδεολογία” χρησιμοποιείται συχνά και με μίαν ουδέτερη σημασία, ούτε θετική ούτε αρνητική. Έτσι π.χ. η κοινωνιολογία της γνώσης εκλαμβάνει όλη την ανθρώπινη γνώση ως ιδεολογική στο βαθμό που υπόκειται σε κοινωνικο-πολιτικούς όρους (Ο. Stammer). Συχνά οι κοσμοθεωρίες χαρακτηρίζονται με την ευρύτερη σημασία απλώς ως ιδεολογίες. Ιδεολογία σημαίνει οποιοδήποτε σύστημα πεποιθήσεων και αξιών αναφορικά με τα κοινωνικο-πολιτικά πράγματα (π.χ. η δημοκρατία). Ο ουδέτερος αυτός χαρακτήρας της ιδεολογίας μπορεί να κατανοηθεί κι από τη σκοπιά της λειτουργίας που επιτελεί από ψυχολογικής και κοινωνικής πλευράς. Η ιδεολογία είναι κάθε σύστημα ιδεών, πεποιθήσεων, αξιών που νομιμοποιεί τις πράξεις μας και μας επιτρέπει να κρίνουμε τις πράξεις των άλλων ως ορθές ή εσφαλμένες, δικαιολογεί την παρούσα κοινωνική κατάσταση ή μας δίνει τα μέσα και τους σκοπούς για να την αλλάξουμε και συμβάλλει στη διατήρηση της συνοχής της κοινωνικής ομάδας. Η ιδεολογία εκλογικεύει τις αξιολογικές μας επιλογές προσφέροντάς μας κατά το δυνατό αντικειμενικούς λόγους (Τ. Parsons). Ορισμένοι περιορίζουν την έννοια αυτή της ιδεολογίας στο επίπεδο των πολιτικο-κοινωνικών πεποιθήσεων μας και τονίζουν ότι η ιδεολογία δίνει σταθερότητα και κατευθύνει τις συλλογικές μας ενέργειες (R. Ε. Park), ικανοποιεί τη βασική ανάγκη του ανθρώπου για συνέχεια, προσανατολισμό και σιγουριά στον κόσμο (Burks).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία δεν είναι ιδεολογία, αλλά κριτική της ιδεολογίας.

Σημειώσεις

56. Βλ. H.J. Lieber (Hg)., Ideologienlehre urtd Wissenssoziologie, Einleitung, Darmstadt 1974, σελ. 9

57. Βλ. H.J. Lieber, ό.π., σελ.4.

58. Βλ. Η. Barth, Wahrheit und Ideologie, Frankfurt 1974, σελ. 13.

59. Βλ. Th. Geiger, Ideologie und Wahrheit, Neuwied und Berlin 1968, σελ.5 (όπως παρατίθεται στον Δευκαλιώνα 19” (Κριτική της ιδεολογίας, εισαγωγή Γ. Τσουγιόπουλου, σελ. 267).

60. Βλ. Η. Barth, Wahrheit und Ideologie, Frankfurt 1974, σελ. 94.

61. Βλ. H.J. Lieber (Hg)., IdeologieWissenschaftGesellschaft, Einleitung, Darmstadt 1976, σελ. 24

62. Πρόκειται για προτάσεις που σχηματίζονται με το συνδετικό ρήμα “είναι”: το Α είναι Β.

63. Βλ. σχετικά με τη θετικιστική θεωρία της ιδεολογίας που αναλύεται παρακάτω Th. Geiger, Ideologie und Wahrheit, Neuwied/Berlin 1968. Επίσης Th. Geiger, Bemerkungen zum Begriff der Ideologie, στο H.J. Lieber (Hg), Ideologie, Wissenschaft, Gesellschaft, Darmstadt 1976, σελ. 171-91.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: