Τρίτη 12 Μαΐου 2020

ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ (29)

Συνέχεια από: Tρίτη 28 Απριλίου 2020

ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ 
Η Ιεραρχικη δομή τού κόσμου σύμφωνα με τόν ψευδο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Του Rene Roques.
                                                              Κεφ. Τέταρτο. 
                                                     Η ιεραρχική επιστήμη.

                             
        
Τέταρτο κεφάλαιο: Η Ιεραρχική επιστήμη!(συνέχεια)         

  2. Οι διακριτοί χαρακτήρες τής Ιεραρχικής επιστήμης! (συνέχεια)   

Το βασίλειο τής τάξεως, αντιστοιχεί σ ’εκείνο τής επιστήμης και στο βασίλειο τής αταξίας αντιστοιχεί εκείνο τής γνώμης (δόξα).
          Δεν θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε μία πιο τέλεια αντιστοιχία ανάμεσα στις δύο θεωρίες. Και δεν μοιάζει να ξαναπαίρνουν η μία και η άλλη τις ίδιες αντιθέσεις : αταξία-τάξις και δόξα-επιστήμη, και τις ίδιες αφομοιώσεις: τάξις-επιστήμη και αταξία-δόξα;
Οι αναλογίες είναι μεγάλες και ο Διονύσιος όπως γνωρίζουμε οφείλει πολλά στις κοσμολογίες πλατωνικής εμπνεύσεως. Παρ’όλα αυτά μερικές σίγουρες συγγένειες δεν πρέπει να μας κρύψουν διαφοροποιήσεις άλλο τόσο σίγουρες. Ο Διονυσιακός όρος τής επιστήμης δεν καλύπτει σε όλα τα σημεία τον αντίστοιχο πλατωνικό όρο.
          Κατ’ αρχάς ο Διονύσιος αντιθέτει με μικρότερη ακρίβεια από τον Πλάτωνα τον κόσμο πάνω από την σελήνη τής τάξεως και τής επιστήμης από τον υποσελήνιο κόσμο τής αταξίας και τής δόξας. Μιλά είναι αλήθεια για ουράνιες ουσίες (είναι ο ίδιος ο τίτλος: περί τής ουράνιας Ιεραρχίας). Αλλά πρόκειται μόνον για τους αγγελικούς νόες ή για ανθρώπινους νόες οι οποίοι μιμούνται από πολύ κοντά την καθαρότητά τους. Με κανέναν τρόπο δεν πρόκειται για την εμφανή τοποθέτηση στον αστρικό κόσμο αυτής της αγγελικής ιεραρχίας, ούτε δε ακόμη περισσότερο να ταυτίζει έναν τέτοιο άγγελο σε ένα συγκεκριμένο άστρο.
          Μάλιστα δε η όγδοη επιστολή αντιμετωπίζει τέσσερα ουράνια φαινόμενα τα οποία εισάγοντας φαινόμενα ακανόνιστα στην διαδρομή των άστρων, τείνουν να αποδείξουν την κενότητα τής κυρίαρχης αστρονομίας για να επιβεβαιώσουν την υπερβατικότητα του Θεού ο οποίος στηρίζει το σύμπαν. Διαισθανόμαστε την εμβέλεια αυτών τών επιχειρημάτων ενάντια σε έναν αντίπαλο δεμένον στα δόγματα τής αφθαρτότητος των άστρων, τής τέλειας κανονικότητός των και επομένως στην αιωνιότητά τους και την Θειότητά τους.
          Εάν ο αστρικός κόσμος δεν μπορεί να υπολογισθεί σαν ένα ακλόνητο πλαίσιο τής επιστήμης, υπάρχουν αντιθέτως, στον υποσελήνιο κόσμο, γεγονότα και πρακτικές τα οποία σημαίνουν μίαν αληθινή επιστήμη. Και αυτό είναι ένα δεύτερο σημείο το οποίο αντιθέτει τον αρεοπαγίτικο όρο τής επιστήμης σ’εκείνο τού Πλάτωνος.
          Γνωρίζουμε ότι η κυκλική έννοια τού χρόνου, τόσο οικεία στους Έλληνες, δεν αφήνει θέση για μια αληθινή ιστορία στην οποία θα μπορούσε να υπάρξει μία καινοτομία, κάποια ρήγματα συνέχειας και απόλυτες πρωτοβουλίες. Η ανομοιότης μειώθηκε στην ομοιότητα και την αναλογία, η φανερή δημιουργία τών ελευθεριών και τών πραγμάτων, στην επανάληψη. Το φαινόμενο υποβαθμίστηκε ή αφομοιώθηκε σε κάποια νοητή σύνθεση, έξω-χωρική και δια-χρονική, στην οποία χάνει όλους του τούς χαρακτήρες σαν φαινόμενο, καθότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιστήμη τού ιδιαιτέρου. Τώρα, για τον Διονύσιο τα πράγματα δεν μπορούν να βαδίσουν μ’αυτόν τον τρόπο. Χωρίς αμφιβολία καθένα από τα μέρη του αποτελεί μία προσπάθεια, πολύ σκληρή, να μειώσει την Χριστιανική οικονομία σε νοητά πλαίσια! Και εμείς παρακολουθούμε για παράδειγμα όλη την ανθρώπινη ζωή τού Χριστού να αφομοιώνεται, ας πούμε, στην άχρονη θεωρία τού μυστηρίου τής Ευχαριστίας! (Εκκλ. Ιερ. ΙΙΙ, §3: θεωρία. 440 C/444 D). Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Διονύσιος αδειάζει την ιστορία. Δεν δόθηκε ταυτόχρονα το πάν ούτε μία φορά για πάντα, όπως στην Ελληνική επιστήμη, και η Θεία αλήθεια, εγγράφεται μέσα στην καρδιά την ίδια τού χρόνου και τού χώρου. Είναι εκεί λοιπόν, κατά κάποιο μέτρο, που οφείλουμε να εγκαταστήσουμε τήν επιστήμη! Και πράγματι ο Διονύσιος βλέπει μία πρόοδο στην Αποκάλυψη και επομένως στην επιστήμη που έχουμε τού Θεού, από την Π.Δ. στην Κ.Δ. Στην πρώτη αντιστοιχεί η κατά νόμου ιεραρχία (Εκκλ. Ιερ. 501 Β, 440 Α, 392 C), η οποία αντιπροσωπεύει την αλήθεια με εικόνες σκοτεινές (Ουρ. Ιερ. 501 Β: αμυδραίς τών αληθών εικόσι) με μιμήσεις πολύ απόμακρες από τα μοντέλλα τους (και πορρωτάτοις των αρχετύπων απεικονίμασι), με αινίγματα δύσκολα στην κατανόηση (δυσθεωρήτοις). Η δεύτερη μάς προσφέρει την Εκκλησιαστική Ιεραρχία η οποία μάς ανυψώνει έναν βαθμό στην γνώση τού Θεού, διότι τοποθετείται ανάμεσα στην κατά νόμον Ιεραρχία και τήν ουράνιο και μετέχει τών δύο (Εκκλ. Ιερ. 501 C-D: Έστι δε και ουρανία και νομική κοινωνικώς τή μεσότητι τών άκρων αντιλαμβανομένη). Από την Ουράνιο Ιεραρχία λαμβάνει τις νοερές θεωρίες (τη μέν κοινωνούσα ταίς νοεραίς θεωρίαις). Από την νομική Ιεραρχία λαμβάνει τον αισθητό συμβολισμό ο οποίος την ανυψώνει μέχρι τον Θεό (Εκκλ. Ιερ. 501 D: τη δε ότι και σύμβολοις αισθητοίς ποικίλλεται και δι’αυτών Ιερώς επί το Θείον ανάγεται). Η Εκκλησιαστική Ιεραρχία τής  Κ.Δ. είναι καλύτερα εκπαιδευμένη στα Θεία μυστήρια από όσο ήταν η κατά νόμου Ιεραρχία. Και είναι μέσα στον χρόνο και τον χώρο που ενεργήθηκε αυτή η πρόοδος.
          Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού στην Π.Δ., πάντοτε μέσω τών αποκαλύψεων τών Θεολόγων ο λαός αποκτά πρόσβαση στην επιστήμη τών πραγμάτων τών Θείων και αφού στην Κ.Δ. η τελειότης αυτής τής επιστήμης προέρχεται από μία παρέμβαση χρονική τού Θεού, την ενσάρκωση; Έτσι λοιπόν παραμένει η αλήθεια ότι το αντικείμενο τής Ιεραρχικής επιστήμης είναι ουσιωδώς οικοδομημένο από τον Θεό και από τις Θείες πραγματικότητες. Αλλά πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτές οι Θείες πραγματικότητες έχουν μία οικονομία χρονική, ότι αποκαλύφθηκαν προοδευτικώς και μάς μεταμορφώνουν αποκαλυπτόμενες σε μάς σύμφωνα με τον ρυθμό της θεώσεώς μας και τής συμμετοχής μας στα μυστήρια. Από αυτή την είσοδο τού αιωνίου στον χρόνο προέρχεται μία σημαντική τροποποίηση τής ιδέας τής επιστήμης. Οφείλει να επεκταθεί σ’αυτούς τούς τυχαίους και περαστικούς τρόπους σύμφωνα με τους οποίους το Θείο μάς καθίσταται προσβάσιμο. Επομένως η ζωή τού Χριστού, η ζωή και τα παραδείγματα τών αγίων που έζησαν συμμορφούμενοι σ’Αυτόν, τα μυστήρια, η λειτουργία, όλο αυτό που εισάγει το Θείο στον χρόνο, γίνονται το αντικείμενο μίας αυθεντικής επιστήμης. Σ’αυτό το σημείο λοιπόν επι πλέον η πλατωνική επιστήμη προσλαμβάνεται με μία Χριστιανική σημασία. Η επιστήμη πρέπει να κατέλθει στον χρόνο. Στο πεδίο τού γίγνεσθαι. Κάτι που την αντιθέτει όχι τόσο στον Πλάτωνα, όσο στον Πλωτίνο και τον Πορφύριο. 
Αλλά δεν τελειώσαμε: Η Αρεοπαγίτικη επιστήμη έχει για αντικείμενο έναν προσωπικό Θεό ο οποίος αποκαλύπτεται μέσω τού Λόγου του. Το ΙΙο κεφάλαιο των Θείων ονομάτων §V και VI ιδιαιτέρως (το οποίο στρέφεται στην ενότητα και τις διακρίσεις στον Θεό) εκθέτει το Χριστιανικό δόγμα τής Τριάδος και στην γνώση αυτού τού Θεού Μονάδος εν Τριάδι που πρέπει να εφαρμοσθεί η προσπάθεια τών νόων. Αυτοί δεν θα μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν ούτε σαν αφαίρεση ούτε σαν ένα αντικείμενο, καθότι πρόκειται εδώ γιά ένα αληθινό υποκείμενο και ακριβέστερα για ένα τριπλό υποκείμενο. Είναι λοιπόν διά τού τρόπου τών σχέσεων ανάμεσα σε πρόσωπα πού μία παρόμοια γνώση θα γίνει εφικτή, με αυτή την επιφύλαξη όμως: ότι ο όρος και η έννοια υποκείμενο, στο Θεό, ξεπερνά απείρως αυτό που μπορούμε να συλλάβουμε ή ξεφεύγει από τις φυσικές μας δυνάμεις. Υπάρχει ανάγκη λοιπόν μίας Θείας πρωτοβουλίας η οποία θα μας προτείνει μία γνώση στο μέτρο μας ή θα μας διευρύνει τούς νόες μας στις υπερανθρώπινες δυνατότητες τής αλήθειας που μάς προτείνει! Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ιεραρχική Επιστήμη οφείλει να συλληφθεί σύμφωνα μ’έναν  τρόπο κυρίως προσωπικών σχέσεων ανάμεσα σ’έναν Θεό ο οποίος αποκαλύπτεται και τους Θεόμορφους νόες οι οποίοι τον ακούνε.
Μία τέτοια γνώση δεν διαχωρίζεται από την αγάπη και είναι πράγματι η αγάπη η οποία τήν καθιστά δυνατή και τήν πραγματοποιεί (Θ. ονομ. 713 A/D). Αυτή η αγάπη υποχρεώνει το Θεό να αποκαλυφθεί στους νόες τών ανθρώπων, κατ’ αρχάς μέσω τών Θεολόγων τής Π.Δ. και στην συνέχεια και πάνω απ’όλα μέσω τού ενσαρκωμένου Λόγου. Προσλαμβάνοντας την φύση μας, το δεύτερο πρόσωπο τής Θεότητος, έγινε ένας από εμάς, για να μας οδηγήσει όλους μαζί στην αληθινή επιστήμη και στην θέωση. Και γι’αυτό ο Διονύσιος τού ζητά να είναι ο οδηγός του και ο δάσκαλός του στις Θεολογικές εκθέσεις πού αναλαμβάνει (ουρ. Ιερ. 145 Β). Αυτές είναι οι συνθήκες τής επιστήμης τού Αρεοπαγίτη: τείνει στην γνώση τής Τριάδος, την οποία όμως μας αποκαλύπτει ο ενσαρκωθείς Λόγος, εισάγοντας τούς κτιστούς νόες στον κύκλο τής αγάπης ο οποίος ξεκινά από τον Θεό και επαναφέρει το πάν σ’ Αυτόν.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: