Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από Σάββατο, 9 Μαΐου 2020
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
1. Το συγγραφικό έργο του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (5ος αι.).
Η αξία των Αρεοπαγιτικών Συγγραφών θεωρείται ιδιαιτέρως
σημαντική, αφού μεταφράστηκαν και στη συριακή γλώσσα από τον Αβά Ιλδουΐνο21. Ο τελευταίος αποτελεί και αιτία να γίνει η εσφαλμένη ταύτιση του Διονυσίου επισκόπου Αθηνών22 με τον Διονύσιο ιδρυτή της Εκκλησίας των Παρισίων23.
Δύο, όμως ερωτήματα συνεχίζουν να ταλανίζουν πολλούς μελετητές των Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων. Το ένα είναι ο χρόνος της συγγραφής τους και το άλλο είναι το ποιός πραγματικά ήταν ο συγγραφέας τους. Και στα δύο ερωτήματα έγινε μία ευσύνοπτη αναφορά ανωτέρω. Σχετικά με τη συγγραφή τους, αναφέρθηκε ότι μάλλον συνετάχθησαν μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451). Μάλιστα άλλοι υποστηρίζουν ότι είδαν το φως της δημοσιότητος το πρώτο τέταρτο του έκτου αιώνα. Τα συγγράμματα δεν αναφέρονται σε έργα άλλων ιστορικών, θεολόγων η γενικότερα εκκλησιαστικών συγγραφέων που δραστηριοποιήθηκαν πριν το 533. Στις αρχές του 6ου αι. τα χρησιμοποιεί ο Οικουμένιος στο Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἀποκάλυψιν24, και ο Ανδρέας Καισαρείας στο Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου25.
Πρώτη επίσημη προφορική αναφορά στα εν λόγω συγγράμματα γίνεται το 533 ή το 513/514 κατά άλλους, στη Σύνοδο της Τύρου26. Η μαρτυρία υπάρχει στην έκθεση που έχει συνταχθεί από τον Επίσκοπο Ιννοκέντιο της Μαρωνείας27. Εκεί, σημειώνεται ότι σε μία συγκεκριμένη θεολογική διαμάχη μεταξύ επτά Μονοφυσιτών, οπαδών του Σεβήρου και επτά χριστιανών, η οποία έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αναφέρθηκαν για πρώτη φορά τα συγγράμματα του Ψευδο-Διονυσίου28.
Οι οπαδοί, λοιπόν, του Σεβήρου, προς υποστήριξη των απόψεών τους, μεταχειρίστηκαν χωρία αυτών των συγγραμμάτων θεωρώντας ως πραγματικό συγγραφέα τον ίδιο το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Η
αντίδραση στα όσα υποστήριζαν ήλθε άμεσα από τον επίσκοπο Εφέσου Υπάτιο, ο οποίος χαρακτήρισε τα λεγόμενα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα» ως νόθα και ψευδεπίγραφα. Υπεστήριξε ότι, εάν είχαν συνταχθεί τον 1ο μ.Χ., τότε αναντιλέκτως θα ήταν γνωστά στους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θα είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο από τον Αθανάσιο όσο και από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας29. Ο Υπάτιος, επίσης, πολέμησε σφόδρα την αναφορά των Σεβηριανών στη μία φύση του Ιησού Χριστού, φοβούμενος ότι υποθάλπουν την απολιναρική κακοδοξία30.
Επιπροσθέτως, ένα άλλο στοιχείο που βοηθά στην χρονολόγηση των έργων είναι η αναφορά στην απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως στην θεία Λειτουργία, που βρίσκεται στην Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας πραγματεία, η οποία έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεο Ι΄ το 515 περίπου31.
Κατά την ιστορική εξέλιξη οι αμφιβολίες για τον χρόνο συγγραφής των πραγματειών αλλά και σχετικά με την αυθεντικότητα του ονόματος του συγγραφέα έπαψαν να υφίστανται32. Ο Μάξιμος ο
Ομολογητής υπερασπίστηκε με σθένος ότι είναι γνήσια πονήματα του Διονυσίου. Παράλληλα, τα χρησιμοποιεί ο Λεόντιος Βυζάντιος33. Ένας άλλος Πατήρ, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, χρησιμοποιεί στα έργα του ευρέως τις πραγματείες του Διονυσίου, δίδοντάς τους έτσι την αποδοχή τους στον χώρο της χριστιανικής θεολογίας και της Εκκλησίας34.
Στο πλαίσιο λοιπόν της πορείας του Χριστιανισμού στην ιστορία, οι όποιες αμφισβητήσεις σχετικά με τη γνησιότητα των Αρεοπαγιτικών έργων λησμονήθηκαν τελείως και, όπως ήταν αναπόφευκτο, συνέχισαν αυτά να διαδίδονται σε Ανατολή και Δύση με ταχύ ρυθμό, αφού μέσω του περιεχομένου τους συνεδέετο η παλαιότερη αρχαία φιλοσοφία με τη νεότερη χριστιανική. Στη διάδοσή τους συνέβαλε, όπως προαναφέρθηκε, και το ότι ο Μάξιμος ο Ομολογητής τα ερμήνευσε και υποστήριξε την γνησιότητά τους35. Ο δε Ιωάννης ο Σκυθοπολίτης (6ος αι.) συνέταξε σχόλια επί του περιεχομένου τους36, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (8ος-9ος αι.) τα χρησιμοποίησε αποκαλώντας μάλιστα το Διονύσιο, «θείον»37, «θεοφάντορα»38, «πάνσοφον»39, ο Μ. Φώτιος (9ος αι) υπερασπίστηκε την γνησιότητά τους40, ο Γεώργιος Παχυμέρης (13ος αι.) τα παράφρασε41, ενώ
πλείστοι άλλοι συγγραφείς στην Ανατολή και στη Δύση τα χρησιμοποιούν.
Σημειωτέον ότι, παρόλη την αποδοχή που γνωρίζουν, στον 9ο αι. και 10ο αι., στην Ανατολή διετυπώθησαν εκ νέου ορισμένες αμφιβολίες για τη γνησιότητά των αεροπαγιτικών συγγραφών. Ένας από τους διανοητές που διετύπωσε σοβαρές αμφιβολίες για το περιεχόμενο και το συγγραφέα των εν λόγω συγγραμμάτων υπήρξε ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας42.
Από την άλλη πλευρά, στη Δύση, τον 6ο αι. το όνομα του Διονυσίου καθιστά εμφανή την παρουσία του μέσω των ίδιων των έργων του αλλά και των έργων Γρηγορίου του Μεγάλου43. Μνεία του ονόματος του Διονυσίου αλλά και των πραγματειών του γίνεται στη Σύνοδο του Λατερανού (649)44 και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)45. Στη συνέχεια, ο Β΄ κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787) επικαλείται τα αεροπαγιτικά πονήματα ως αναμφισβήτητη μαρτυρία για την γνώση της Αγίας Γραφής ως απαραίτητο εφόδιο του προσώπου εκείνου το οποίο προτίθεται να γίνει επίσκοπος46.
Στη Δύση οι κυριότεροι εκφραστές αμφισβητήσεως της ταυτότητας του Διονυσίου ως του γνωστού μαθητή του Παύλου υπήρξαν ο Valla (1457) και ο Έρασμος (1504)47. Τέλος, υπήρξαν πολλοί Έλληνες Διαφωτιστές και θεολόγοι επιστήμονες, οι οποίοι απέρριψαν τή γνησιότητα των συγγραμμάτων αυτών48.
(Συνεχίζεται)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
21. M. R. A. Henrion, Storia Universale Della Chiesa Dalla Predicazione Degli Apostoli Fino al Pontificato Di Gregorio XVI, Volume Terzo, pub. Tipografia Della Minerva Ticinese Milano 1839, p. 394: «Ilduino, abute di san Dionigi, verso l' 842. Egli è autore degli Aeropagiti, prima sorgente dell' errore che fece tra noi confondere san Dionigi d' Atene con san Dionigi di Parigi». Ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ σημειώνει ότι, πριν τη μετάφραση του Ιλδουΐνου τον 8ο αιώνα, τα κείμενα είχαν μεταφραστεί στα συριακά ήδη τον 6ο αιώνα: «Ο Σέργιος της Resaina, που πέθανε περί το 536, μετέφρασε τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα στα Συριακά. Αυτή η μετάφραση είχε ευρεία κυκλοφορία, ιδιαίτερα σε Μονοφυσιτικούς κύκλους, αν και ο ίδιος ο Σέργιος - που ήταν στην αρχή Μονοφυσίτης Πρεσβύτερος και συγχρόνως γιατρός - κρατούσε μία μάλλον αμφίβολη στάση στις δογματικές έριδες, και πλησίαζε ακόμα προς τους Νεστοριανούς». Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες, μτφρ. Π. Κ. Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 339. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 396.
22. Ευσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Δ΄, G. Bardy, Histoire Ecclésiastique, I - IV, SC 31, 4.23.3.4 - 4.23.4.1 (=PG 20, 385Α): «δηλοῖ δ᾽ ἐπὶ τούτοις ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ τὰ ἐν ταῖς Πράξεσιν δεδηλωμένα, πρῶτος τῆς Ἀθήνησι παροικίας τὴν ἐπισκοπὴν ἐγκεχείριστο».
23. Α. Γ. Θεοδωρόπουλου, «Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης - Ο εν Αθήναις δια πυρός τελειωθείς πάνσοφος ιεράρχης και πολιούχος άγιος των Αθηνών», 3/10/2013, www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=9958:eikonakai-eikonomaxoi-eikonoklastes&Itemid=170: «Η εσφαλμένη ταύτιση και αυθαίρετη αυτή δοξασία δημιουργήθηκε τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τον αββά Ιλδουίνο της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου των Παρισίων, ο οποίος στον συγγραφέντα υπό αυτού βίο του Αγίου εξέφρασε τη λανθασμένη άποψη ότι ο ιδρυτής της Εκκλησίας των Παρισίων είναι ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης». Συναφώς Μ. Ι. Γαλανού, Οι βίοι των Αγίων, Αθήναι 1951, σ. 23: «από του 17ου αιώνος Γάλλοι κριτικοί, θέτοντες υπέρ τους θρύλους και τους αυθαιρέτους ισχυρισμούς την ιστορικήν αλήθειαν, προέβησαν εις αμερόληπτον έρευναν περί του ζητήματος... από την παραπάνω έρευνα εβεβαιώθη ότι υπό Διονυσίου μεν ιδρύθη η Εκκλησία Παρισίων, Διονυσίου όμως άλλου, ακμάσαντος κατά τον γ μ.Χ. αιώνα». Εξάλλου, ο τιμώμενος στις 9 Οκτωβρίου Άγιος Διονύσιος των Παρισίων, ο οποίος είναι ο απόστολος των Γάλλων και ο πρώτος επίσκοπος των Παρισίων, εστάλθη στη Γαλλία από τον επίσκοπο της Ρώμης Φαβιανό για να κηρύξει τον χριστιανισμό από κοινού με τους δύο μαθητές του, τον Ελευθέριο και τον Ρουστικό. Το 250 μ.Χ. έγινε ο πρώτος επίσκοπος της πόλεως των Παρισίων και εκεί μαρτύρησε δι' ἀποκεφαλισμοῦ από κοινού με τους δύο συνεργάτες του το 272 η το 280 μ.Χ. κατά τον διωγμό του Ουαλεριανού ή του Δεκίου. Το λείψανό του ετάφη στον λόφο της Μονμάρτης ή σύμφωνα με άλλη παράδοση στο χωριό Κατουλίακο, το οποίο βρίσκεται πλησίον στο Παρίσι και σήμερα φέρει το όνομα Άγιος Διονύσιος (St. Denis). Εκεί το 626 μ.Χ. κτίσθηκε η περίφημη Μονή του Αγίου Διονυσίου, όπου και εναποτέθηκαν τα λείψανά του. Βλ. σχετικά Gregory of Tours, History of the Franks, Ι 30, Online Reference Book for Medieval Studies, https://legacy.fordham.edu/halsall/basis/gregory-hist.asp. A. Louth, Greek East and Latin West: The Church, AD 681-1071, series The Church in History, vol. III, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 2007, p. 131.
24. Κ. Μπελέζου, Η «ερμηνεία» του Οικουμενίου του Σχολαστικού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, Αθήναι 1999, σ. 31-61.
25. J. Schmid, (ed), Studien zur Geschitchte des griechischen Apokalypse – Texte: I Der Apokalypse – Kommentar des Andreas von Kaisareia: Text, Munich 1955, p. 275.
26. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 386. Συναφώς βλ. Ιω. Νικολοπούλου, Σεβήρος και ο όρος της Χαλκηδόνας, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2002, σ. 28.
27. D. Briggs, The Purification Papers: (New Preface, Glossary of Terms and Afterword) Paperback – Teacher's Edition, Mandala Books, LLC, January 13, 2012, p.37, ref. 12.
28. Jean Hardouin, Acta conciliorum, et epistolae decretales ac constitutiones summorum pontificum, Paris, 1726, vol. II, II, 1159E-1164D: «Collatio Catholicorum cum Severianis, habita Constantinopoli, anno Domini DXXXΓ,tempore Fusliniani Imperatoris. Domino amabili Thomati presbytero, Innocentius episcopus Maroniae civitatisin, Domino salutem. Scipsit mihi tua Deo amailis caritas, eo quod Susceptis humilitatis nostrae litteris una cum exemplaribus piissimi atque amatoris Dei principis nostri, et fanctissimi archiepiscopi litterarum, praecipientium me ... Hypatio Ephesinae ... Contradicentes dixerunt: Secundum utraque: beato enim Cyrillo et beato Athanasio Alexandrinae civitatis episcopis, Felice... et Dionysio Areopagita, unam naturam Dei Verbi decernetibus post unitionem, hos omnes transgressi illi, post unitionem praesumpserunt duas naturas praedicare...Episcopus: ... scripta ad Dionysium; illam autem quam sancti Gregorii mirabilium Factoris dicitis testisicationem, suadete Severo et his qui ea quae illi sapiunt confiteri, quia incorruptum carnis ipse decrevit: et tunc vobis credendum est, quoniam et ea quae de una naturadieta funt ipsius sunt, Quod autem prius dici debuit, hoc in ultimo dicimus. Illa enim testimonia quae vos Dionysii Areopagitae dicitis, unde potestis oftendere vera esse sicut suspicamini? ...»
29. Αυτόθι. Mansi VΙΙΙ,817. ACO IV, 2, p. 169-174.
30. J. Hardouin, Acta conciliorum, et epistolae decretales ac constitutiones summorum pontificum, Paris, 1726, vol. II, II, 1161Β. Σχετικά με την Απολιναριστική κακοδοξία βλ. Ε. Αρτέμη, «Μία φύσις του Θεού λόγου σεσαρκωμένη. α). Απολιναρική ανάγνωση, β) Κυρίλλειος ανάγνωση», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΔ (2003), 293 – 304. Ε. Αρτέμη, «Η αίρεση του Απολιναρίου και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος», στο http://www.impantokratoros.gr/eirhnh-artemi-apollinarios.el.aspx. (2011).
31. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 385, υποσ. 6.
32. A. Louth, The origins of the Christian Mystical Tradition from Plato to Denys, Claderon Press, Oxford 1981, p. 161.
33. Λεόντιου Βυζάντιου, Κατά Νεστοριανῶν καί Εὐτυχιανιστῶν, Α΄, PG 86, 1288C, 1304D. Βλ. D. Evans, «Leontius of Byzantium and Dionysius Areopagite», Byzantine Studies 7 (1980) 1-34.
34. Αναστασίου Σιναῒτη, Ὁδηγός, ΚΔ: Τοῦ ἁγίου ἀποστολικοῦ διδασκάλου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ἐκ τοῦ κεφαλαίου περί ἡνωμένης καί διακεκριμένης θεολογίας, K-H. Uthemann, Anastasii Sinaite, Sermones duo in Constitutionem Hominis Secundum Imaginem Dei, Corpus Christianorum, Series Graeca 12, Leuven University Press, Leuven 1985, p. 115-123 (=PG 89, 305-312). Αναστασίου Σιναῒτη, Περί τῆς θεανδρικῆς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας Διονυσίου, K-H. Uthemann, Anastasii Sinaite, p. 125-134 (=PG 89, 312-329).
35. Μαξίμου Ομολογητοῦ, Σχόλια εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 29-431.
36. «Ο Ιωάννης ο Σκυθοπολίτης († 550) κατηγορεί τα συγκεκριμένα συγγράμματα ως αιρετικά, υπεραμυνόμενος του προσώπου του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Την ένσταση αυτή του Ιωάννου Σκυθοπολίτου διασώζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πρόλογος εἰς τά τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 20ΑΒ)», Γ. Ν. Φίλια, «Τα Ερμηνευτικά Υπομνήματα στη Νεκρώσιμη Ακολουθία», Θ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο, Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ermineia_nekrosimi.html. Συναφώς P. Rorem, J. C. Lamoreaux, John of Scythopolis and the Dionysian Corpus. Annotating the Areopagite, Oxford 1998. R. Roques, L’univers Dionysien. Structure hierarchique du monde selon le Pseudo-Denys, Paris 1954, p. 305. J. Jones, «The Status of the Trinity in Dionysian Thought», The Journal of Religion, 80.4 (2000), 645-657. D. Prassas, «John of Scythopolis and the Dionysian Corpus: Annotating the Areopagite», The Journal of Religion 81 (2001), 113-114.
37. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολές, G. Fatouros, Theodori Studitae, Epistulae, W. de Grypter & Co, Berlin 1991, p. 7211.
38. Αυτόθι, p. 64532-33.
39. Αυτόθι, p. 64652.
40. Φωτίου Κωνσταντινοπόλεως, Βιβλιοθήκη, R. Henry, Photius Bibliothèque, t. I, Les Belles Lettres, Paris 1959, p. 189b.
41. Στο έργο του Παχυμέρη συμπεριλαμβάνεται επίσης ο σχολιασμός και η Παράφραση λόγων και επιστολών του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μάλλον με υπόδειξη του πατριάρχη και πάπα Αλεξανδρείας Αθανασίου, προς τον οποίο σώζεται και μία επιστολή. Codex Paris. gr. 996, 275-76. Ο ίδιος ο Παχυμέρης σχετικά με Ψευδό-Αρεοπαγιτικά συγγράμματα σημειώνει ότι δεν είναι ούτε ερμηνευτής ούτε παραφράζει τα κείμενα. Απλώς είναι ένας αναγνώστης τους. PG 3, 112B.
42. J. Matula, Arethas of Caesarea, in: Encyclopedia of Medieval Philosophy. Philosophy between 500 and 1500, vol. I, ed. H. Lagerlund, Heidelberg – London – New York 2011, 97-99: «Arethas, bishop of Caesarea, can be thought as the representative of the first Byzantine Renaissance and a major figure in the traditional period of Byzantine intellectual history in the ninth and tenth centuries. He commented on ancient philosophical works and recognized the importance of philosophical learning. He provided a transcription of a complete copy of Plato’s works to which he added
marginal notes. He is the author of a collection of scholia on Aristotle's texts. His importance as a student of Aristotle’s works consists in his adoption of late Alexandrian Neoplatonism and his dependence on Porphyry’s ontology. Arethas promoted encyclopedic curiosity and encouraged the copying of ancient manuscripts. Much of our knowledge of Greek antiquity is the direct result of his
work. Arethas of Caesarea was a scholar and a politician of 10th century (902-932 or 944). He became archbishop of Caesarea. He was preoccupied with the compilation of lexicons and the preservation of classical works. He copied, commented, and lectured on the texts of Aristotle and Porphyry and played an important role in transmission of the philosophical traditions of antiquity in Byzantium. Apart from the preservation of the ancient texts, Arethas dealt with various philosophical issues as metaphysics and anthropology. He is usually viewed as a Platonizing thinker, mainly because of the considerable editing and his extensive scholia on the Platonic dialogues. From the philosophical point of view, Arethas revived interest in Byzantine thought. His attitude to Aristotle's work and logic is not very clear. He is a critic of Aristotle on doctrinal issues that are considered fundamental to Christian thought (the theory of soul, substance)».
43. Gregorius Magnus, XL Homiliarum in Evangelia, 2, 34, PL 76, 1254B: «Dionysius autem dicit, quod ex minoribus Angelorum agminibus ad explendum ministerium vel visibiliter vel invisibiliter mittuntur: nam superiora illa agmina usum exteriorisministerii nequaquam habent».
44. ACO I, 1. 1, p. 144, 146, 328, 330.
45. ACO II, 2. 1, p. 370, 374, 506.
46 Β΄ Κανόνας τῆς ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ´ Συνόδου: «Ἀνακρίνεσθαι δέ ἀσφαλῶς ὑπό τοῦ μητροπολίτου, εἰ προθύμως ἔχει ἀναγινώσκειν ἐρευνητικῶς, καί οὐ παροδευτικῶς, τούς τε ἱερούς κανόνας, καί τό ἅγιον Εὐαγγέλιον, τήν τε τοῦ θείου Ἀποστόλου βίβλον, καί πᾶσαν τήν θείαν Γραφήν· καί κατά τά θεῖα ἐντάλματα ἀναστρέφεσθαι, καί διδάσκειν τόν κατ᾿ αὐτόν λαόν. Οὐσία γάρ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστί τά θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινή ἐπιστήμη, καθὼς ὁ μέγας ἀπεφήνατο Διονύσιος», Mansi, ΧΙΙΙ, 420A. Πρβλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικής Ἱεραρχίας, Ι, Δ, PG 3, 376ΒC: «Οὐσία γάρ τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας, λέγει, ἐστί τά θεοπαράδοτα λόγια σεπτότατα δέ λόγια ταῦτα φαμέν, ὅσα πρός τῶν ἐνθέων ἡμῶν ἱεροτελεστιῶν ἐν ἁγιογράφοις ἡμῖν καί θεολογικοῖς δεδώρηται δελτοῖς καί μήν ὅσα πρός τῶν αὐτῶν ἱερῶν ἀνδρῶν αὐλοτέρα, μυήσει καί γείτονι πώς ἤδη τῆς αἰωνίου ἱεραρχίας ἐκ νοός εἰς νοῦν διά μέσου λόγου, σωματικοῦ μέν, ἀϋλοτέρου δέ ὅμως γραφῆς ἐκτός, οἱ καθηγεμόνες ἡμῶν, ἐμυήθησαν».
47. Βλ. Α. Ο. Πολυχρονιάδη, «Εἰσαγωγή», στό Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: Περί Θείων Ὀνομάτων. Περί Μυστικῆς Θεολογίας, έκδ. Ζήτρος 2008, σ. 24.
48. «εκ των ημετέρων δεν αποδέχονται την γνησιότητα θεωρούντες τὰ συγγράμματα ταύτα ως έργα μεταγενέστερα του ε ὴ στ ́ αιώνος ο Μελέτιος Τυπάλδος, ο Γεώργιος Βενδότης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νικόλαος Λογάδης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Φιλάρετος Βαφείδης, ο Ρώσος Φιλάρετος Drozdov, πατριάρχης Μόσχας ... Αν. Δ. Κυριακός (1843-1923), ο Γεώργιος Δέρβος (1854-1925), ο Βασίλειος Στεφανίδης (1878-1958) και ο Δ. Μπαλάνος (1878-1959)», Δ. Πάλλη, «Νεότερη ελληνική θεολογία και το έργο των Πατέρων: Η περίπτωση του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη», Αντίφωνο, 22/2/2014, www.antifono.gr.
Η αξία των Αρεοπαγιτικών Συγγραφών θεωρείται ιδιαιτέρως
σημαντική, αφού μεταφράστηκαν και στη συριακή γλώσσα από τον Αβά Ιλδουΐνο21. Ο τελευταίος αποτελεί και αιτία να γίνει η εσφαλμένη ταύτιση του Διονυσίου επισκόπου Αθηνών22 με τον Διονύσιο ιδρυτή της Εκκλησίας των Παρισίων23.
Δύο, όμως ερωτήματα συνεχίζουν να ταλανίζουν πολλούς μελετητές των Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων. Το ένα είναι ο χρόνος της συγγραφής τους και το άλλο είναι το ποιός πραγματικά ήταν ο συγγραφέας τους. Και στα δύο ερωτήματα έγινε μία ευσύνοπτη αναφορά ανωτέρω. Σχετικά με τη συγγραφή τους, αναφέρθηκε ότι μάλλον συνετάχθησαν μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451). Μάλιστα άλλοι υποστηρίζουν ότι είδαν το φως της δημοσιότητος το πρώτο τέταρτο του έκτου αιώνα. Τα συγγράμματα δεν αναφέρονται σε έργα άλλων ιστορικών, θεολόγων η γενικότερα εκκλησιαστικών συγγραφέων που δραστηριοποιήθηκαν πριν το 533. Στις αρχές του 6ου αι. τα χρησιμοποιεί ο Οικουμένιος στο Ὑπόμνημα εἰς τήν Ἀποκάλυψιν24, και ο Ανδρέας Καισαρείας στο Ἑρμηνεία εἰς τήν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου25.
Πρώτη επίσημη προφορική αναφορά στα εν λόγω συγγράμματα γίνεται το 533 ή το 513/514 κατά άλλους, στη Σύνοδο της Τύρου26. Η μαρτυρία υπάρχει στην έκθεση που έχει συνταχθεί από τον Επίσκοπο Ιννοκέντιο της Μαρωνείας27. Εκεί, σημειώνεται ότι σε μία συγκεκριμένη θεολογική διαμάχη μεταξύ επτά Μονοφυσιτών, οπαδών του Σεβήρου και επτά χριστιανών, η οποία έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αναφέρθηκαν για πρώτη φορά τα συγγράμματα του Ψευδο-Διονυσίου28.
Οι οπαδοί, λοιπόν, του Σεβήρου, προς υποστήριξη των απόψεών τους, μεταχειρίστηκαν χωρία αυτών των συγγραμμάτων θεωρώντας ως πραγματικό συγγραφέα τον ίδιο το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Η
αντίδραση στα όσα υποστήριζαν ήλθε άμεσα από τον επίσκοπο Εφέσου Υπάτιο, ο οποίος χαρακτήρισε τα λεγόμενα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα» ως νόθα και ψευδεπίγραφα. Υπεστήριξε ότι, εάν είχαν συνταχθεί τον 1ο μ.Χ., τότε αναντιλέκτως θα ήταν γνωστά στους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θα είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο από τον Αθανάσιο όσο και από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας29. Ο Υπάτιος, επίσης, πολέμησε σφόδρα την αναφορά των Σεβηριανών στη μία φύση του Ιησού Χριστού, φοβούμενος ότι υποθάλπουν την απολιναρική κακοδοξία30.
Επιπροσθέτως, ένα άλλο στοιχείο που βοηθά στην χρονολόγηση των έργων είναι η αναφορά στην απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως στην θεία Λειτουργία, που βρίσκεται στην Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας πραγματεία, η οποία έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεο Ι΄ το 515 περίπου31.
Κατά την ιστορική εξέλιξη οι αμφιβολίες για τον χρόνο συγγραφής των πραγματειών αλλά και σχετικά με την αυθεντικότητα του ονόματος του συγγραφέα έπαψαν να υφίστανται32. Ο Μάξιμος ο
Ομολογητής υπερασπίστηκε με σθένος ότι είναι γνήσια πονήματα του Διονυσίου. Παράλληλα, τα χρησιμοποιεί ο Λεόντιος Βυζάντιος33. Ένας άλλος Πατήρ, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, χρησιμοποιεί στα έργα του ευρέως τις πραγματείες του Διονυσίου, δίδοντάς τους έτσι την αποδοχή τους στον χώρο της χριστιανικής θεολογίας και της Εκκλησίας34.
Στο πλαίσιο λοιπόν της πορείας του Χριστιανισμού στην ιστορία, οι όποιες αμφισβητήσεις σχετικά με τη γνησιότητα των Αρεοπαγιτικών έργων λησμονήθηκαν τελείως και, όπως ήταν αναπόφευκτο, συνέχισαν αυτά να διαδίδονται σε Ανατολή και Δύση με ταχύ ρυθμό, αφού μέσω του περιεχομένου τους συνεδέετο η παλαιότερη αρχαία φιλοσοφία με τη νεότερη χριστιανική. Στη διάδοσή τους συνέβαλε, όπως προαναφέρθηκε, και το ότι ο Μάξιμος ο Ομολογητής τα ερμήνευσε και υποστήριξε την γνησιότητά τους35. Ο δε Ιωάννης ο Σκυθοπολίτης (6ος αι.) συνέταξε σχόλια επί του περιεχομένου τους36, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (8ος-9ος αι.) τα χρησιμοποίησε αποκαλώντας μάλιστα το Διονύσιο, «θείον»37, «θεοφάντορα»38, «πάνσοφον»39, ο Μ. Φώτιος (9ος αι) υπερασπίστηκε την γνησιότητά τους40, ο Γεώργιος Παχυμέρης (13ος αι.) τα παράφρασε41, ενώ
πλείστοι άλλοι συγγραφείς στην Ανατολή και στη Δύση τα χρησιμοποιούν.
Σημειωτέον ότι, παρόλη την αποδοχή που γνωρίζουν, στον 9ο αι. και 10ο αι., στην Ανατολή διετυπώθησαν εκ νέου ορισμένες αμφιβολίες για τη γνησιότητά των αεροπαγιτικών συγγραφών. Ένας από τους διανοητές που διετύπωσε σοβαρές αμφιβολίες για το περιεχόμενο και το συγγραφέα των εν λόγω συγγραμμάτων υπήρξε ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας42.
Από την άλλη πλευρά, στη Δύση, τον 6ο αι. το όνομα του Διονυσίου καθιστά εμφανή την παρουσία του μέσω των ίδιων των έργων του αλλά και των έργων Γρηγορίου του Μεγάλου43. Μνεία του ονόματος του Διονυσίου αλλά και των πραγματειών του γίνεται στη Σύνοδο του Λατερανού (649)44 και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)45. Στη συνέχεια, ο Β΄ κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787) επικαλείται τα αεροπαγιτικά πονήματα ως αναμφισβήτητη μαρτυρία για την γνώση της Αγίας Γραφής ως απαραίτητο εφόδιο του προσώπου εκείνου το οποίο προτίθεται να γίνει επίσκοπος46.
Στη Δύση οι κυριότεροι εκφραστές αμφισβητήσεως της ταυτότητας του Διονυσίου ως του γνωστού μαθητή του Παύλου υπήρξαν ο Valla (1457) και ο Έρασμος (1504)47. Τέλος, υπήρξαν πολλοί Έλληνες Διαφωτιστές και θεολόγοι επιστήμονες, οι οποίοι απέρριψαν τή γνησιότητα των συγγραμμάτων αυτών48.
(Συνεχίζεται)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
21. M. R. A. Henrion, Storia Universale Della Chiesa Dalla Predicazione Degli Apostoli Fino al Pontificato Di Gregorio XVI, Volume Terzo, pub. Tipografia Della Minerva Ticinese Milano 1839, p. 394: «Ilduino, abute di san Dionigi, verso l' 842. Egli è autore degli Aeropagiti, prima sorgente dell' errore che fece tra noi confondere san Dionigi d' Atene con san Dionigi di Parigi». Ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ σημειώνει ότι, πριν τη μετάφραση του Ιλδουΐνου τον 8ο αιώνα, τα κείμενα είχαν μεταφραστεί στα συριακά ήδη τον 6ο αιώνα: «Ο Σέργιος της Resaina, που πέθανε περί το 536, μετέφρασε τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα στα Συριακά. Αυτή η μετάφραση είχε ευρεία κυκλοφορία, ιδιαίτερα σε Μονοφυσιτικούς κύκλους, αν και ο ίδιος ο Σέργιος - που ήταν στην αρχή Μονοφυσίτης Πρεσβύτερος και συγχρόνως γιατρός - κρατούσε μία μάλλον αμφίβολη στάση στις δογματικές έριδες, και πλησίαζε ακόμα προς τους Νεστοριανούς». Γ. Φλωρόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες, μτφρ. Π. Κ. Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 339. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 396.
22. Ευσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Δ΄, G. Bardy, Histoire Ecclésiastique, I - IV, SC 31, 4.23.3.4 - 4.23.4.1 (=PG 20, 385Α): «δηλοῖ δ᾽ ἐπὶ τούτοις ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ τὰ ἐν ταῖς Πράξεσιν δεδηλωμένα, πρῶτος τῆς Ἀθήνησι παροικίας τὴν ἐπισκοπὴν ἐγκεχείριστο».
23. Α. Γ. Θεοδωρόπουλου, «Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης - Ο εν Αθήναις δια πυρός τελειωθείς πάνσοφος ιεράρχης και πολιούχος άγιος των Αθηνών», 3/10/2013, www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=9958:eikonakai-eikonomaxoi-eikonoklastes&Itemid=170: «Η εσφαλμένη ταύτιση και αυθαίρετη αυτή δοξασία δημιουργήθηκε τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τον αββά Ιλδουίνο της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου των Παρισίων, ο οποίος στον συγγραφέντα υπό αυτού βίο του Αγίου εξέφρασε τη λανθασμένη άποψη ότι ο ιδρυτής της Εκκλησίας των Παρισίων είναι ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης». Συναφώς Μ. Ι. Γαλανού, Οι βίοι των Αγίων, Αθήναι 1951, σ. 23: «από του 17ου αιώνος Γάλλοι κριτικοί, θέτοντες υπέρ τους θρύλους και τους αυθαιρέτους ισχυρισμούς την ιστορικήν αλήθειαν, προέβησαν εις αμερόληπτον έρευναν περί του ζητήματος... από την παραπάνω έρευνα εβεβαιώθη ότι υπό Διονυσίου μεν ιδρύθη η Εκκλησία Παρισίων, Διονυσίου όμως άλλου, ακμάσαντος κατά τον γ μ.Χ. αιώνα». Εξάλλου, ο τιμώμενος στις 9 Οκτωβρίου Άγιος Διονύσιος των Παρισίων, ο οποίος είναι ο απόστολος των Γάλλων και ο πρώτος επίσκοπος των Παρισίων, εστάλθη στη Γαλλία από τον επίσκοπο της Ρώμης Φαβιανό για να κηρύξει τον χριστιανισμό από κοινού με τους δύο μαθητές του, τον Ελευθέριο και τον Ρουστικό. Το 250 μ.Χ. έγινε ο πρώτος επίσκοπος της πόλεως των Παρισίων και εκεί μαρτύρησε δι' ἀποκεφαλισμοῦ από κοινού με τους δύο συνεργάτες του το 272 η το 280 μ.Χ. κατά τον διωγμό του Ουαλεριανού ή του Δεκίου. Το λείψανό του ετάφη στον λόφο της Μονμάρτης ή σύμφωνα με άλλη παράδοση στο χωριό Κατουλίακο, το οποίο βρίσκεται πλησίον στο Παρίσι και σήμερα φέρει το όνομα Άγιος Διονύσιος (St. Denis). Εκεί το 626 μ.Χ. κτίσθηκε η περίφημη Μονή του Αγίου Διονυσίου, όπου και εναποτέθηκαν τα λείψανά του. Βλ. σχετικά Gregory of Tours, History of the Franks, Ι 30, Online Reference Book for Medieval Studies, https://legacy.fordham.edu/halsall/basis/gregory-hist.asp. A. Louth, Greek East and Latin West: The Church, AD 681-1071, series The Church in History, vol. III, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 2007, p. 131.
24. Κ. Μπελέζου, Η «ερμηνεία» του Οικουμενίου του Σχολαστικού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, Αθήναι 1999, σ. 31-61.
25. J. Schmid, (ed), Studien zur Geschitchte des griechischen Apokalypse – Texte: I Der Apokalypse – Kommentar des Andreas von Kaisareia: Text, Munich 1955, p. 275.
26. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 386. Συναφώς βλ. Ιω. Νικολοπούλου, Σεβήρος και ο όρος της Χαλκηδόνας, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2002, σ. 28.
27. D. Briggs, The Purification Papers: (New Preface, Glossary of Terms and Afterword) Paperback – Teacher's Edition, Mandala Books, LLC, January 13, 2012, p.37, ref. 12.
28. Jean Hardouin, Acta conciliorum, et epistolae decretales ac constitutiones summorum pontificum, Paris, 1726, vol. II, II, 1159E-1164D: «Collatio Catholicorum cum Severianis, habita Constantinopoli, anno Domini DXXXΓ,tempore Fusliniani Imperatoris. Domino amabili Thomati presbytero, Innocentius episcopus Maroniae civitatisin, Domino salutem. Scipsit mihi tua Deo amailis caritas, eo quod Susceptis humilitatis nostrae litteris una cum exemplaribus piissimi atque amatoris Dei principis nostri, et fanctissimi archiepiscopi litterarum, praecipientium me ... Hypatio Ephesinae ... Contradicentes dixerunt: Secundum utraque: beato enim Cyrillo et beato Athanasio Alexandrinae civitatis episcopis, Felice... et Dionysio Areopagita, unam naturam Dei Verbi decernetibus post unitionem, hos omnes transgressi illi, post unitionem praesumpserunt duas naturas praedicare...Episcopus: ... scripta ad Dionysium; illam autem quam sancti Gregorii mirabilium Factoris dicitis testisicationem, suadete Severo et his qui ea quae illi sapiunt confiteri, quia incorruptum carnis ipse decrevit: et tunc vobis credendum est, quoniam et ea quae de una naturadieta funt ipsius sunt, Quod autem prius dici debuit, hoc in ultimo dicimus. Illa enim testimonia quae vos Dionysii Areopagitae dicitis, unde potestis oftendere vera esse sicut suspicamini? ...»
29. Αυτόθι. Mansi VΙΙΙ,817. ACO IV, 2, p. 169-174.
30. J. Hardouin, Acta conciliorum, et epistolae decretales ac constitutiones summorum pontificum, Paris, 1726, vol. II, II, 1161Β. Σχετικά με την Απολιναριστική κακοδοξία βλ. Ε. Αρτέμη, «Μία φύσις του Θεού λόγου σεσαρκωμένη. α). Απολιναρική ανάγνωση, β) Κυρίλλειος ανάγνωση», Εκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΔ (2003), 293 – 304. Ε. Αρτέμη, «Η αίρεση του Απολιναρίου και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος», στο http://www.impantokratoros.gr/eirhnh-artemi-apollinarios.el.aspx. (2011).
31. Π. Τσορμπατζόγλου, «Η χρήση των Αρεοπαγιτικών έργων στη Σύνοδο του Λατερανού (649) και στην ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (681)» Θεολογία 79.2 (2008), σ. 385, υποσ. 6.
32. A. Louth, The origins of the Christian Mystical Tradition from Plato to Denys, Claderon Press, Oxford 1981, p. 161.
33. Λεόντιου Βυζάντιου, Κατά Νεστοριανῶν καί Εὐτυχιανιστῶν, Α΄, PG 86, 1288C, 1304D. Βλ. D. Evans, «Leontius of Byzantium and Dionysius Areopagite», Byzantine Studies 7 (1980) 1-34.
34. Αναστασίου Σιναῒτη, Ὁδηγός, ΚΔ: Τοῦ ἁγίου ἀποστολικοῦ διδασκάλου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ἐκ τοῦ κεφαλαίου περί ἡνωμένης καί διακεκριμένης θεολογίας, K-H. Uthemann, Anastasii Sinaite, Sermones duo in Constitutionem Hominis Secundum Imaginem Dei, Corpus Christianorum, Series Graeca 12, Leuven University Press, Leuven 1985, p. 115-123 (=PG 89, 305-312). Αναστασίου Σιναῒτη, Περί τῆς θεανδρικῆς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας Διονυσίου, K-H. Uthemann, Anastasii Sinaite, p. 125-134 (=PG 89, 312-329).
35. Μαξίμου Ομολογητοῦ, Σχόλια εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 29-431.
36. «Ο Ιωάννης ο Σκυθοπολίτης († 550) κατηγορεί τα συγκεκριμένα συγγράμματα ως αιρετικά, υπεραμυνόμενος του προσώπου του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Την ένσταση αυτή του Ιωάννου Σκυθοπολίτου διασώζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πρόλογος εἰς τά τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 20ΑΒ)», Γ. Ν. Φίλια, «Τα Ερμηνευτικά Υπομνήματα στη Νεκρώσιμη Ακολουθία», Θ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο, Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ermineia_nekrosimi.html. Συναφώς P. Rorem, J. C. Lamoreaux, John of Scythopolis and the Dionysian Corpus. Annotating the Areopagite, Oxford 1998. R. Roques, L’univers Dionysien. Structure hierarchique du monde selon le Pseudo-Denys, Paris 1954, p. 305. J. Jones, «The Status of the Trinity in Dionysian Thought», The Journal of Religion, 80.4 (2000), 645-657. D. Prassas, «John of Scythopolis and the Dionysian Corpus: Annotating the Areopagite», The Journal of Religion 81 (2001), 113-114.
37. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολές, G. Fatouros, Theodori Studitae, Epistulae, W. de Grypter & Co, Berlin 1991, p. 7211.
38. Αυτόθι, p. 64532-33.
39. Αυτόθι, p. 64652.
40. Φωτίου Κωνσταντινοπόλεως, Βιβλιοθήκη, R. Henry, Photius Bibliothèque, t. I, Les Belles Lettres, Paris 1959, p. 189b.
41. Στο έργο του Παχυμέρη συμπεριλαμβάνεται επίσης ο σχολιασμός και η Παράφραση λόγων και επιστολών του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μάλλον με υπόδειξη του πατριάρχη και πάπα Αλεξανδρείας Αθανασίου, προς τον οποίο σώζεται και μία επιστολή. Codex Paris. gr. 996, 275-76. Ο ίδιος ο Παχυμέρης σχετικά με Ψευδό-Αρεοπαγιτικά συγγράμματα σημειώνει ότι δεν είναι ούτε ερμηνευτής ούτε παραφράζει τα κείμενα. Απλώς είναι ένας αναγνώστης τους. PG 3, 112B.
42. J. Matula, Arethas of Caesarea, in: Encyclopedia of Medieval Philosophy. Philosophy between 500 and 1500, vol. I, ed. H. Lagerlund, Heidelberg – London – New York 2011, 97-99: «Arethas, bishop of Caesarea, can be thought as the representative of the first Byzantine Renaissance and a major figure in the traditional period of Byzantine intellectual history in the ninth and tenth centuries. He commented on ancient philosophical works and recognized the importance of philosophical learning. He provided a transcription of a complete copy of Plato’s works to which he added
marginal notes. He is the author of a collection of scholia on Aristotle's texts. His importance as a student of Aristotle’s works consists in his adoption of late Alexandrian Neoplatonism and his dependence on Porphyry’s ontology. Arethas promoted encyclopedic curiosity and encouraged the copying of ancient manuscripts. Much of our knowledge of Greek antiquity is the direct result of his
work. Arethas of Caesarea was a scholar and a politician of 10th century (902-932 or 944). He became archbishop of Caesarea. He was preoccupied with the compilation of lexicons and the preservation of classical works. He copied, commented, and lectured on the texts of Aristotle and Porphyry and played an important role in transmission of the philosophical traditions of antiquity in Byzantium. Apart from the preservation of the ancient texts, Arethas dealt with various philosophical issues as metaphysics and anthropology. He is usually viewed as a Platonizing thinker, mainly because of the considerable editing and his extensive scholia on the Platonic dialogues. From the philosophical point of view, Arethas revived interest in Byzantine thought. His attitude to Aristotle's work and logic is not very clear. He is a critic of Aristotle on doctrinal issues that are considered fundamental to Christian thought (the theory of soul, substance)».
43. Gregorius Magnus, XL Homiliarum in Evangelia, 2, 34, PL 76, 1254B: «Dionysius autem dicit, quod ex minoribus Angelorum agminibus ad explendum ministerium vel visibiliter vel invisibiliter mittuntur: nam superiora illa agmina usum exteriorisministerii nequaquam habent».
44. ACO I, 1. 1, p. 144, 146, 328, 330.
45. ACO II, 2. 1, p. 370, 374, 506.
46 Β΄ Κανόνας τῆς ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ´ Συνόδου: «Ἀνακρίνεσθαι δέ ἀσφαλῶς ὑπό τοῦ μητροπολίτου, εἰ προθύμως ἔχει ἀναγινώσκειν ἐρευνητικῶς, καί οὐ παροδευτικῶς, τούς τε ἱερούς κανόνας, καί τό ἅγιον Εὐαγγέλιον, τήν τε τοῦ θείου Ἀποστόλου βίβλον, καί πᾶσαν τήν θείαν Γραφήν· καί κατά τά θεῖα ἐντάλματα ἀναστρέφεσθαι, καί διδάσκειν τόν κατ᾿ αὐτόν λαόν. Οὐσία γάρ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστί τά θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινή ἐπιστήμη, καθὼς ὁ μέγας ἀπεφήνατο Διονύσιος», Mansi, ΧΙΙΙ, 420A. Πρβλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικής Ἱεραρχίας, Ι, Δ, PG 3, 376ΒC: «Οὐσία γάρ τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας, λέγει, ἐστί τά θεοπαράδοτα λόγια σεπτότατα δέ λόγια ταῦτα φαμέν, ὅσα πρός τῶν ἐνθέων ἡμῶν ἱεροτελεστιῶν ἐν ἁγιογράφοις ἡμῖν καί θεολογικοῖς δεδώρηται δελτοῖς καί μήν ὅσα πρός τῶν αὐτῶν ἱερῶν ἀνδρῶν αὐλοτέρα, μυήσει καί γείτονι πώς ἤδη τῆς αἰωνίου ἱεραρχίας ἐκ νοός εἰς νοῦν διά μέσου λόγου, σωματικοῦ μέν, ἀϋλοτέρου δέ ὅμως γραφῆς ἐκτός, οἱ καθηγεμόνες ἡμῶν, ἐμυήθησαν».
47. Βλ. Α. Ο. Πολυχρονιάδη, «Εἰσαγωγή», στό Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: Περί Θείων Ὀνομάτων. Περί Μυστικῆς Θεολογίας, έκδ. Ζήτρος 2008, σ. 24.
48. «εκ των ημετέρων δεν αποδέχονται την γνησιότητα θεωρούντες τὰ συγγράμματα ταύτα ως έργα μεταγενέστερα του ε ὴ στ ́ αιώνος ο Μελέτιος Τυπάλδος, ο Γεώργιος Βενδότης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νικόλαος Λογάδης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Φιλάρετος Βαφείδης, ο Ρώσος Φιλάρετος Drozdov, πατριάρχης Μόσχας ... Αν. Δ. Κυριακός (1843-1923), ο Γεώργιος Δέρβος (1854-1925), ο Βασίλειος Στεφανίδης (1878-1958) και ο Δ. Μπαλάνος (1878-1959)», Δ. Πάλλη, «Νεότερη ελληνική θεολογία και το έργο των Πατέρων: Η περίπτωση του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη», Αντίφωνο, 22/2/2014, www.antifono.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου