Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021
Η φωτιά τής ελευθερίας
Η σωτηρία τής φιλοσοφίας στα σκοτεινά χρόνια
I. Σπίθες ζ
Η ξένη
Στη γειτονιά τής Ayn Rand στο Manhattan, βλέπει και η Hannah Arendt, πως ήρθε ο καιρός για ένα θεμελιώδη αναπροσανατολισμό. Με
πολύ μικρότερη αγωνιστική διάθεση όμως. «Πολύ λίγα άτομα», γράφει η 36-χρονη
φιλόσοφος σε ένα άρθρο τον Ιανουάριο του 1943, «φέρουν τη δύναμη να διατηρήσουν
την ακεραιότητα τους, ενώ η κοινωνική, πολιτική και νομική τους κατάσταση είναι
εντελώς συγκεχυμένη»33. Ακριβώς δέκα χρόνια μετά την εκδίωξη της από
την χιτλερική Γερμανία, κοιτάζοντας στον καθρέφτη, η Arendt δεν είναι ακόμα σίγουρη,
αν μπορεί να βρει την αναγκαία ενέργεια. Ποτέ άλλοτε στη ζωή της δεν αισθάνθηκε
τόσο απομονωμένη, τόσο εντελώς κενή και χωρίς νόημα, όσο τις περασμένες
εβδομάδες: «Χάσαμε το σπίτι μας, και με αυτό την οικειότητα της
καθημερινότητας. Χάσαμε τη δουλειά μας, και με αυτή την εμπιστοσύνη, πως χρησιμεύουμε
σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, και με αυτήν την φυσικότητα των
αντιδράσεων μας, την απλότητα των χειρονομιών μας και την αβίαστη έκφραση των
συναισθημάτων μας. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο, οι καλύτεροι
φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και αυτό σημαίνει την κατάρρευση
του ιδιωτικού μας κόσμου…όταν μας σώζουν αισθανόμαστε ταπεινωμένοι, και όταν
μας βοηθούν αισθανόμαστε υποτιμημένοι. Σαν τρελοί αγωνιζόμαστε για μια ιδιωτική
ύπαρξη με ατομική μοίρα»34.
Η περιγραφή που δίνει η Arendt για την διάθεση της, είναι κατάλληλη ως εντυπωσιακό
παράδειγμα για εκείνα τα βάσανα της ψυχής, που η Simone Weil περιγράφει ως αναγκαία συνέπεια του υπαρξιακού
«ξεριζώματος». Μόνο που η Arendt, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ούτε ζει σε μια
κατεχόμενη χώρα, ούτε είναι θύμα μαζικού εκτοπισμού. Η παράγραφος αυτή του
δοκιμίου της «Εμείς οι πρόσφυγες» περιγράφει τήν εκτεταμένη απώλεια, την οποία είχαν
να αντιμετωπίσουν οι Γερμανο-Εβραίοι πρόσφυγες στον νέο κόσμο, κατά την αλλαγή
του έτους 1942/1943. Για εβδομάδες, αυτή και ο άνδρας της, περνούσαν τις μέρες
τους κοιτάζοντας το γκρίζο τίποτα του χειμερινού ουρανού της Νέας Υόρκης. Καπνίζοντας.
Σιωπώντας. Σαν να ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στη γη.
Χωρίς κιγκλίδωμα
Από φυσικού της χαρούμενος
χαρακτήρας, η Arendt είχε αποδεχτεί την κατάσταση της τα τελευταία δέκα χρόνια
με τρόπο σκληροτράχηλο και ευφάνταστο. Αν το απαιτούσε η κατάσταση, έβρισκε
αρκετή φωτιά μέσα της, για να φτιάξει δρόμο προς την καινούργια ζωή. Από το
Βερολίνο στο Παρίσι, από το Παρίσι στη Μασσαλία, και τέλος στη Νέα Υόρκη. Πάντα
με τον στόχο «να φτιάξει το δρόμο της χωρίς φτηνά κόλπα προσαρμογής και
αφομοίωσης»35.
Το μέρος όμως της
δομής-σκελετού της ιδιωτικής της ύπαρξης, που έβλεπε πως είχε σωθεί, την Άνοιξη
του 1943, ήταν ο «Monsieur» Heinrich της, με τον οποίο
μοιραζόταν ένα άθλιο επιπλωμένο δωμάτιο σε κάποια πολυκατοικία στη 95η
Λεωφόρο. Της είχε επίσης απομείνει-στον ίδιο όροφο-το ίδιο αβοήθητη στον νέο
κόσμο, και αρρωστιάρα μητέρα της, η Martha Beerwald. Όλα αυτά ήταν φυσικά πολύ περισσότερα από αυτά που
μπόρεσαν να διασώσουν άλλα «displaced persons» στην προσφυγιά. Παρόλα αυτά, δεν άξιζε να ονομαστεί η
κατάσταση αυτή μοίρα την οποία η ίδια καθόριζε.
Αλλοτινή μαθήτρια-πρότυπο του
Karl Jaspers και του Martin Heidegger, το ιδιαίτερο ένστικτό της, να τοποθετείται με ακρίβεια ανάμεσα
σε όλες τις καρέκλες δεν την είχε εγκαταλείψει ούτε στα χρόνια της εξορίας. Στα
δάκτυλα ενός χεριού μπορούσαν να μετρηθούν οι άνθρωποι τους οποίους μπορούσε να
εμπιστευθεί: ο Kurt Blumenfeld, μέντοράς της στη
Νέα Υόρκη, και ο ειδικός στον ιουδαϊκό μυστικισμό Gershom Scholem στην Ιερουσαλήμ. Ο
πρώην σύζυγος της Günther Stern στην Καλιφόρνια και ο
θεολόγος Paul Tillich στη Νέα Υόρκη. Το αν
η οικογένεια Jaspers ακόμα ζούσε, και αν ναι, που-αυτό ήταν αδύνατο να το
μάθει. Από το τελευταίο γράμμα είχε περάσει ήδη μια δεκαετία. Ούτε η ίδια
γνώριζε γιατί η επαφή τους διακόπηκε τόσο νωρίς. Ο Jaspers ήταν ο μοναδικός
πραγματικός δάσκαλος τον οποίο είχε στη ζωή της. Η θυελλώδης σχέση της με τον Heidegger είχε σβήσει το 1933
για εντελώς διαφορετικούς λόγους, όταν αυτός έγινε μέλος του NSDAP, και όταν σε ένα συμπληρωματικό στην εναρκτήρια ομιλία
του ως πρύτανης έγγραφο, ανακοίνωνε στους φοιτητές: «Ο Führer, αυτός
και μόνο αυτός, είναι η σημερινή και η μελλοντική γερμανική πραγματικότητα και
ο νόμος της»36. Δεν είχε ακόμα το θάρρος να χτυπήσει την πόρτα του Cassirer, ο οποίος δίδασκε πια στο Yale και γνώριζε την μοίρα των κοινών του με την Arendt φίλων.
Το σχίσμα
Μετά την είσοδο των ΗΠΑ
στον πόλεμο είχε γίνει ακόμα πιο δύσκολο να πληροφορηθεί κανείς την μοίρα των γνωστών
και συγγενών που είχαν παραμείνει στην Ευρώπη-πόσω μάλλον να τους βοηθήσει να
διαφύγουν. Το χτύπημα για την Arendt είναι σκληρό, όταν
στις 18. Δεκεμβρίου του 1942, στη γερμανόφωνη εφημερίδα των εξόριστων «Der Aufbau», στην οποία και η ίδια είχε εδώ και ένα χρόνο μια
στήλη, δημοσιεύτηκε μια αναφορά για την ημέρα της εκτόπισης στο στρατόπεδο περιορισμού
της πόλης Gurs στη νότιο Γαλλία, και το άρθρο ακολουθούσε μια μακρά
λίστα των εκτοπισμένων37. Και η Arendt ήταν εκεί το 1940,
και αναγνώρισε μερικά από τα ονόματα.
Το άρθρο στην «Aufbau» εκείνο τον Χειμώνα, ήταν μόνο μια από τις πολλές
δημοσιεύσεις, που μιλούσαν για μια νέα φάση συμπεριφοράς των ναζί προς τα
εκατομμύρια των Εβραίων της Ευρώπης που ήταν έγκλειστοι στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Προφανώς είχαν πια αποφασίσει, όπως ανακοίνωσαν ο Hitler και ο Goebbels, να προωθήσουν «την τελειωτική λύση του ζητήματος των
Εβραίων» (Endlösung der Judenfrage), σκοτώνοντας τους ανθρώπους αυτούς σε ειδικά διαμορφωμένα,
βιομηχανικά, στρατόπεδα εξόντωσης-με τη χρήση αερίων. Ούτε η Arendt ούτε ο άνδρας της
έτρεφαν αμφιβολίες για το απροϋπόθετο μίσος των ναζί κατά των Εβραίων-ούτε για
την βιαιότητα στην εκτέλεση των ανακοινωμένων σκοπών. Όμως και αυτοί
δυσκολεύονται στην αρχή να πιστέψουν αυτές τις αναφορές. Υπερβολικά κτηνώδης η
διαδικασία, υπερβολικά ανόητο το μέτρο. Και από λογικής και στρατηγικής
απόψεως. Μάλιστα τώρα που ο στρατός του Χίτλερ εισέπραττε το ένα κτύπημα μετά
το άλλο. Μόνο στη Σοβιετική Ένωση είχε χάσει τον Χειμώνα εκείνο ένα εκατομμύριο
στρατιώτες.
Προφανώς όμως ίσχυε. Πολυάριθμες
οι αναφορές, ποικίλες οι πηγές. Η απώλεια του κόσμου την οποία η Arendt αισθανόταν στις
εβδομάδες που ακολούθησαν, ξεπερνούσε κάθε μέτρο που της ήταν γνωστό. Δεν
αφορούσε κάποια ομάδα ή κοινότητα, κάποιο τόπο ή χρονική περίοδο, αλλά την
ύπαρξη της ως άνθρωπος. Την είχε καταλάβει μια μεταφυσική αποξένωση. Σαν μέσα
στον κόσμο αυτό, μέσα στον ίδιο τον εαυτό της, να είχε ανοίξει μια άβυσσος, που
φαινόταν πως κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να γεφυρώσει.
Τι ακριβώς δεν ήθελε να
πιστέψει; Τι θεωρούσε αδύνατο; Το να ανακηρύξει κανείς ως θανάσιμο εχθρό ένα
ολόκληρο λαό-κι ας είναι σκορπισμένος σε ολόκληρο τον κόσμο-δεν ήταν κάτι ξένο
για τον άνθρωπο. Ούτε καν αυτός ο πόλεμος και οι κτηνώδεις σφαγές του ήταν. Η
ιστορία τα γνώριζε, μάλιστα δεν αποτελείται και από πολύ διαφορετικά πράγματα. Αλλά
αυτό… Τίποτα δεν έκανε την Arendt να βιώνει πιο
ξεκάθαρα την αδυναμία της, από την διαρκή ανικανότητα της να περιγράψει τα
γεγονότα με δικές της λέξεις38.
Με παρουσία
Ευχαρίστως θα ξεχνούσε τον
παλιό της εαυτό. Να έκανε έτσι, σαν να ήταν εντελώς ελεύθερη να αποφασίσει ποια
είναι, και πως θέλει να ζήσει στον κόσμο από εδώ και στο εξής: υπήρχαν
άνθρωποι, μάλιστα φιλόσοφοι, που το θεωρούσαν εφικτό. Για τέτοιες ψευδαισθήσεις
όμως δεν υπήρξε ποτέ αρκετά νέα. Στ’ αλήθεια όμως γνώριζε, πως η δημιουργία
«μιας νέας προσωπικότητας παρέμενε το ίδιο δύσκολη και απέλπιδα όσο και η εκ
νέου δημιουργία του κόσμου»39.
Κανένας άνθρωπος δεν άρχισε ποτέ απολύτως εκ νέου. Κανένας δεν ήταν τόσο
ελεύθερος ή αποδεσμευμένος. Όσο και να το επιθυμεί ή φαντάζεται κανείς-από
μεγαλομανία ή βαθύτατη απελπισία.
Αν το στοχαζόταν σωστά
κανείς, αυτός ήταν ένας τρόπος να δοθεί εξήγηση, για το πως μπόρεσε να συμβεί
αυτό το θέαμα της κόλασης. Στην αρχή αυτού του θεάματος βρισκόταν η μεγαλομανής
ιδέα ενός ανθρώπου, που ήθελε να δώσει σε ολόκληρο τον κόσμο μια νέα μορφή
σύμφωνα με την βούληση του, ήθελε δηλαδή κυριολεκτικά να δημιουργήσει εκ νέου
τον κόσμο: από ένα μοναδικό και κοινό μέταλλο. Ήταν ένα παρανοϊκό όραμα ενός
κόσμου που από εδώ και στο εξής θα καθοριζόταν από μια και μόνο μορφή. Όραμα
ενός κόσμου, ο οποίος δεν χρειαζόταν κανένα άλλο άνθρωπο, καμιά ζωντανή αντίσταση,
για να διατηρηθεί σε μια διαρκή διαδικασία νέας δημιουργίας: ο πολιτικός
εφιάλτης απόλυτης εξουσίας.
Αν όμως κάτι είναι
εφιάλτης, τουλάχιστο αυτό είχε παραμείνει αληθινό σε αυτή την σκοτεινή εποχή,
σημαίνει πως μπορεί να ξυπνήσει κανείς από αυτόν. Έπρεπε απλώς να βρει το
θάρρος να ανοίξει τα μάτια-να τα κρατήσει ανοικτά-ώστε με ξύπνιο πνεύμα να
αντιληφθεί τις αβύσσους του παρόντος στο οποίο ζει. Να πει την αλήθεια ακόμα
και αν είναι αποκρουστική»40. Για να μαρτυρήσει έτσι από ποια βάθη
του κόσμου προήλθαν. Ώστε να μην πέσει θύμα ούτε του παρελθόντος ούτε του μελλοντικού.
Να μην ακολουθήσει τυφλά ούτε τη δική του κρίση, ούτε αυτή των άλλων. Να βρει
το θάρρος, να χρησιμοποιήσει τη δική του νοημοσύνη. Να προσανατολιστεί ελεύθερα
μέσα στη σκέψη.
Ακριβώς τώρα, αυτή τη στιγμή-η Arendt μάζευε νέες δυνάμεις-ας επερχόταν η κατάσταση, «να είναι εντελώς παρούσα»41. Με άλλα λόγια: να φιλοσοφεί.
Τέλος κεφαλαίου Ι.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου