Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Μία επανεξέταση της Νεο-πατερικής σύνθεσης; Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER (3)

  Συνέχεια από:Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

του αιδεσιμώτατου Δρ. Μπράντον Γκάλαχερ

I. Το υπόδειγμα του Φλωρόφσκυ: το πολεμικό πλαίσιο κατά του Bulgakov

Είναι στη βάση αυτή της σύγκρουσης που αφορούσε στην Ορθοδοξία και στην αυθεντία της διδασκαλίας στην οποία γράφτηκε η ukaz (δήλωση) τού Μητροπολίτη Σεργίου (η οποία δεν έγινε αποδεκτή από τη Σύνοδο) και η οποία διακήρυττε ότι η διδασκαλία του Bulgakov για την Σοφία ήταν «μία νέα και αυθαίρετη (σοφιανική) ερμηνεία, η οποία συχνά διαστρεβλώνει τα δόγματα της ορθόδοξης πίστης ενώ σε πολλά σημεία ανοικτά επαναλαμβάνει εσφαλμένες διδασκαλίες οι οποίες ήδη έχουν καταδικαστεί από τη Συνοδική Εκκλησία, και επίσης στις δυνατότητες που προκύπτουν από τις λογικές συνέπειές της μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για την πνευματική ζωή, η διδασκαλία κρίνεται ως ξένη προς (chuzhdym) την Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία, και εφιστά την προσοχή σε όλα τα πιστά μέλη της απέναντι στον ενθουσιασμό για τη διδασκαλία αύτή»24. Η Αδελφότητα (στην περίπτωση αυτή εκείνα από τα μέλη της που παρέμειναν στο Παρίσι) ενημερώθηκαν για την ukaz από τούς συναδέλφους τους στη Λιθουανία. Μόλις παρέλαβαν ένα αντίγραφο απευθείας από την Μόσχα, η Αδελφότητα έγραψε στον Μητροπολίτη Ελευθέριο για να διαμαρτυρηθεί, δεδομένου ότι γίνεται αναφορά στην Αδελφότητα στο προοίμιο της ukaz ως τη βάση για την καταδίκη, τώρα βρίσκονταν σε πολύ άσχημη θέση στο Παρίσι, καθώς η ukaz επικυρώθηκε χωρίς η Αδελφότητα να έχει υποβάλλει κάποιο επίσημο έγγραφο στην Μόσχα, ενώ περαιτέρω επεσήμανε στον επίσκοπό της τις «επιπολαιότητες» της ukaz. Αυτό οδήγησε τον Μητροπολίτη Ελευθέριο να αναβάλλει την έκδοση της ukaz και να γράψει στην Μόσχα γι’ αυτό το σκοπό, αλλά στο μεταξύ η ζημιά είχε ήδη γίνει, καθώς η Μόσχα είχε ήδη αποστείλει την ukaz στους προκαθημένους των διαφόρων αδελφών Εκκλησιών25. Τέσσερις μήνες αργότερα μετά την πρώτη ukaz, ένα δεύτερο ψήφισμα της 27ης Δεκεμβρίου 1935 υπογράφηκε από τον Μητροπολίτη Σέργιο με το οποίο κατηγορούσε τον Bulgakov για χριστολογική αίρεση, και συγκεκριμένα για Απολλιναρισμό26.

Επομένως, η ukaz του Μητροπολίτη Σεργίου ήταν ταυτόχρονα πολιτική επίθεση μίας δικαιοδοσίας εναντίον κάποιας άλλης (από τη στιγμή που ο Bulgakov ήταν η ηγετική θεολογική φυσιογνωμία της Εξαρχίας) και επίσης η κατάληξη μιας μακράς πολεμικής αντιπαράθεσης των περισσότερων νεώτερων μελών της Αδελφότητας του άγιου Φωτίου εναντίον του Bulgakov και επίσης των βασικών παλαιότερων θεολόγων στον Άγιο Σέργιο (επρόκειτο δηλ. για μία διαμάχη γενεών). Ο Bulgakov υπερασπίστηκε τον εαυτό του απέναντι στις αιτιάσεις της Μόσχας και επιτέθηκε ενάντια σε ό,τι θεωρούσε ως ανίδεη πολεμική τού Μητροπολίτη Σεργίου σε ένα φυλλάδιο τού 1935 με τον τίτλο ‘O Sofii Premudrosti Bozhiei’ (Concerning Sophia the Wisdom of God). Την επόμενη χρονιά το 1936, σε αντίδραση προς τον Bulgakov και υπερασπιζόμενος την ukaz της Μόσχας, ο Lossky έγραψε το κείμενο του Spor o Sofii (The Controversy Concerning Sophia), το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις της Αδελφότητας του άγιου Φωτίου, όπου αποδομούσε την σοφιολογία του Bulgakov, κατηγορώντας την για πολλές παραμορφώσεις της παραδοσιακής διδασκαλίας και ιδιαίτερα θεωρώντας ότι ο Bulgakov επιδιώκει μη κανονικούς θεολογικούς στοχασμούς, πού βρίσκονταν σε αντίθεση προς την υπηρεσία του, καθώς ήταν ένας υπάκουος ιερέας και διδάσκαλος σε ένα Ορθόδοξο ίδρυμα το οποίο ώφειλε να απολογηθεί στην εκκλησιαστική εξουσία27. 

Σε κάθε περίπτωση το κείμενο αυτό μας λέει αρκετά πράγματα για το πως ο Lossky αντιλαμβάνεται τη θεολογία ως βασισμένη στους Πατέρες, με επίκεντρο τον αποφατισμό και τη θέωση, μία θεολογία όπου η μεταφυσική θεώρηση περιέχεται στην και βρίσκεται περιχαρακωμένη από την δογματική θεολογία και συμπλέει πάντοτε προς την διδασκαλία της Κανονικής Εκκλησίας, ενώ το κείμενο βρίθει σημαντικών κριτικών σκέψεων για το θεολογικό σύστημα του Bulgakov.

Την ukaz του 1935 από το Πατριαρχείο Μόσχας ακολούθησε άμεσα η καταδίκη της σοφιολογίας του Bulgakov ως «αιρετικής» από την ROCOR τον Οκτώβριο28. Και η νέα αυτή καταδίκη έχει μία σημαντική προϊστορία την οποία και θα παρουσιάσουμε με συντομία. Μέχρι το 1927, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος υπήρξε μέλος, αν και κάπως άβολα, της Υπερόριας Συνόδου ή της Συνόδου Karlovtsi (που πήρε το όνομά της από την πόλη Strmski-Karlovtsi στη Σερβία, όπου και ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922)29. Διορίστηκε ως Πατριαρχικός Έξαρχος για τη Δυτική Ευρώπη το 1921 από τον Πατριάρχη (νυν αγιο) Tikhon (Bellavin) της Μόσχας (1865-1925), που φυλακίστηκε στη συνέχεια τον Απρίλιο του 1922 και κρατήθηκε για περισσότερο από ένα χρόνο και στη συνέχεια καθαιρέθηκε και εκδιώχθηκε, πεθαίνοντας μετά από ασθένεια τον Απρίλιο του 1925. Έτσι μέσα στο κλίμα της αβεβαιότητας που επικρατούσε η Ρωσική Εκκλησία έπρεπε να ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση και η Υπερόρια Σύνοδος θεωρήθηκε ως ένα πρόσκαιρο μέτρο για την διασφάλιση της εκκλησιαστικής τάξης εν οψει της χαοτικής κατάστασης. Γνωρίζοντας ότι ή κατάσταση μετα το θάνατό του δεν θα ευνοούσε μία πρέπουσα εκλογή, ο Πατριάρχης Tikhon ονομάτισε στη Διαθήκη του τρεις υποψηφίους, προκειμένου να αναλάβουν την ηγεσία της ’Εκκλησίας. Τον Απρίλιο του 1925, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη, ο Μητροπολίτης Krutitsy και Kolomna Πέτρος (1862-1937) εξελέγη Πατριαρχικος τοποτηρητής. Ωστόσο, πολύ σύντομα κι αυτός εκδιώχτηκε από τις αρχές με αποτέλεσμα να ετοιμάσει μία λίστα με τρεις υποψηφίους που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ενεργοί Πατριαρχικοί τοποτηρητές. Τον Δεκέμβριο του 1925, ο Πέτρος φυλακίστηκε και έτσι ο κλήρος έπεσε στον Μητροπολίτη Σέργιο. Ο Μητροπολίτης Σέργιος παρέμεινε ελεύθερος για λιγότερο από ένα έτος, ώσπου τον Νοέμβριο του 1926 οδηγήθηκε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση του από τη φυλακή τον Μάρτιο του 1927, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος επιβεβαίωσε εκ νέου την υποταγή του στον Μετροπολίτη Σέργιο, ως ενεργός επιτηρητής τον Σεπτέμβριο του 1927, αν και αρνήθηκε να υπογράψει την Διακήρυξη Νομιμοφροσύνης προς τους Σοβιετικούς, λέγοντας ότι η Εκκλησία στην Εξορία είναι ουδέτερη πολιτικά και δεν ζει πλέον κάτω από την σοβιετική κυβέρνηση και δεν υποχρεούται, επομένως, να δείχνει αφοσίωση σε μία ξένη κυβέρνηση30. Ο Σέργιος αποδέχθηκε τον συμβιβασμό του Ευλογίου, ωστόσο η δειλή εκ νέου προσέγγισή του προς τον Σέργιο απλώς και μόνο επισφράγισε το ήδη προϋπάρχον παλαιότερο χάσμα με τη Σύνοδο. Ο Ευλόγιος είχε προηγουμένως διακόψει τις σχέσεις του με τη Σύνοδο τον Ιούνιο 1926 εξαιτίας μίας διαμάχης σε σχέση με τις ενορίες στη Γερμανία και η Σύνοδος τον απομάκρυνε από την επισκοπή του τον Ιανουάριο του 1927. Η Σύνοδος αρνήθηκε εξάπαντος να αναγνωρίσει τον Σέργιο και καταδίκασε την Διακήρυξη Νομιμοφροσύνης και το αίτημά του οι εμιγκρέδες κληρικοί να είναι αφοσιωμένοι στους Σοβιετικούς. 

Η σχέση μεταξύ του Ευλογίου και της Συνόδου ήταν από πολύ καιρό ταραγμένη, καθώς νωρίτερα το 1924, ο Μητροπολίτης Αντώνιος, στο έντυπο των εμιγκρέδων Novoe Vremia (NA 1005, 4 Σεπτεμβρίου 1924) είχε επιτεθεί στον Bulgakov, ο οποίος και ήταν η ηγετική θεολογική φυσιογνωμία της Εκκλησίας του Ευλογίου, όπως επίσης και στον Florenskyδιότι δίδασκε την αίρεση για την «τέταρτη υπόσταση» στην Τριάδα31. Πολύ σύντομα, σε λίγους μήνες, εμφανίστηκε να έχει μεταβάλλει τη θέση του σε ένα άλλο έντυπο των εμιγκρέδων, το Vechernee Vremia (No. 170, 13 Νοεμβ. 1924), λέγοντας ότι δεν διέθετε επαρκή επιχειρήματα για να μην εμπιστεύεται τον Bulgakov και επομένως «του ευχόταν κάθε επιτυχία στα διδακτικά και ποιμαντικά του καθήκοντα». Ωστόσο αργότερα και πάλι το 1927, ο Μητροπολίτης Αντώνιος ανέκρουσε πρύμνην σε μία επίσημη επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Ευλόγιο, υπογεγραμμένη από έξι ακόμη επισκόπους από την Υπερόρια Ρωσική Εκκλησία, διαμαρτυρόμενος για τον «μοντερνισμό» του Θεολογικού Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και ιδιαίτερα του Bulgakov32. Απαντώντας στην επιστολή αυτή, ο Bulgakov έγραψε μία αναφορά προς τον Ευλόγιο υπερασπιζόμενος τον εαυτόν του. Έτσι όταν η ROCOR κατηγόρησε επίσημα τον Bulgakov για «αίρεση» στις 17 Οκτωβρίου 1935, αυτό ήταν, όπως και στην περίπτωση της Μόσχας, το αποκορύφωμα μίας μακράς πολιτικό-θεολογικής διαμάχης για εξουσία και δύναμη στην εξόριστη Ρωσική Εκκλησία33.

Σε απάντηση των επιθέσεων εναντίον του Bulgakov τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1935 από την Μόσχα και την ROCOR, και ιδιαίτερα απέναντι στην επί «αιρέσει» κατηγορία από την ROCOR, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος συνέστησε προς το τέλος του ίδιου έτους μία θεολογική επιτροπή, προκειμένου να εξετάσει τις κατηγορίες εναντίον του Bulgakov, επιτροπή στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο Φλωρόφσκυ. Η επιτροπή αύτη, η οποία συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1936, μέχρι τον Ιούνιο του ίδιου έτους, την περίοδο δηλαδή που ήταν έτοιμη να συντάξει την αναφορά της είχε διασπαστεί σε δύο στρατόπεδα34. Το πρώτο στρατόπεδο, το οποίο περιλάμβανε προσωπικότητες όπως ο φιλόσοφος π. Βασίλειος Zenkovsky (1881-1962) και ο ιστορικός Anton Kartashev (1875-1960), εξέδωσε μία «πλειοψηφική» αναφορά (χωρίς ημερομηνία, αλλά πιθανώς γύρω στα τέλη Ιουνίου), η οποία, αν και είχε ίσως υπερβολικά προσεκτικό και ειρηνικό ύφος, αρνήθηκε την κατηγορία της αίρεσης, αλλά άσκησε κριτική σε ορισμένα θεμελιώδη σημεία της σοφιολογίας του Bulgakov, τα οποία εθεωρούντο στην καλύτερη περίπτωση ως αμφισβητήσιμα, ενώ στην χειρότερη, ως αντίθετα προς την εκκλησιαστική παράδοση. Η δεύτερη ομάδα, που αποτελείτο από τον π. Σέργιο Chetverikov (1867-1947) και τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ παρουσίασε μία “μειοψηφική” αναφορά, με ημερομηνία την 6η Ιουλίου 1936, η οποία ήταν καυστική ως προς την κριτική της έναντι της σοφιολογίας του Bulgakov εξαιτίας της ασάφειας της και της έκτροπής της από την εκκλησιαστική παράδοση35. Η σοφιολογία του, όπως ισχυρίστηκε η δεύτερη ομάδα, είχε ενθαρρύνει συζητήσεις γύρω από δόγματα της πίστης, οι οποίες είχαν οδηγήσει στην αποσύνθεση της Ορθόδοξης συνείδησης. Η ομάδα αυτή, όμως, επεφύλαξε ακόμη σκληρότερη κριτική στα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, επειδή αγνόησαν ολόκληρες περιοχές της θεολογίας του Bulgakov, οι οποίες ήταν προβληματικές (π.χ. Απολλιναρισμός) και υπερασπίστηκαν το δικαίωμα ενός θεολόγου να διατηρεί προσωπικές θεολογικές απόψεις (όπως είχε ισχυριστεί ο Bulgakov, η διδασκαλία του άνηκε στα «θεολογούμενα»), και όταν αυτές έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την εκκλησιαστική διδασκαλία. Η αναφορά της μειοψηφίας, η οποία συνοδεύτηκε από μία μακρά περίληψη των σφαλμάτων του Bulgakov που ουσιαστικά επαναλάμβανε τις κατηγορίες της ROCOR και επίσης επέκρινε, όπως η Μόσχα, την άγνοιά του για την ορθά θεσπισμένη διδακτική αυθεντία, δεν προχώρησε στο σημείο να διακηρύξει απερίφραστα ότι η διδασκαλία του Bulgakov συνιστούσε αίρεση. Δήλωνε ότι η Μόσχα και η ROCOR τον είχαν καταδικάσει πρόωρα και βεβιασμένα, χωρίς προσεκτική εξέταση και χωρίς να ακούσουν πρώτα την υπεράσπισή του, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική πρακτική. Παρ’ όλα αυτά, η απροθυμία αυτή της επιτροπής να καταδικάσει απερίφραστα τον Bulgakov σχετίζεται περισσότερο με την επιθυμία της να εξεταστεί ενδελεχέστερα η σοφιολογία του στο πλαίσιο της προετοιμασίας έκδοσης μίας αυθεντικής εκκλησιαστικής διακήρυξης, και λιγότερο με οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η διδασκαλία του είχε αιρετικό χαρακτήρα36. Κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Φλωρόφσκυ επιχείρησε, όχι με τόση επιτυχία, να αντιταχθεί στον Bulgakov, υιοθετώντας μεθόδους μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πράγματι, ήταν ο Chetverikov που εκπόνησε το προσχέδιο της μειοψηφικής αναφοράς, ενώ ο Φλωρόφσκυ επιχείρησε να αποφύγει την ανάμειξη του με τις εργασίες της επιτροπής, αν και αποδεχόταν την αναφορά, που ήταν άλλωστε σύμφωνη και με τη δική του κριτική στον Bulgakov. Τελικά υπέγραψε την αναφορά απρόθυμα τον Ιούλιο του 1936, ύστερα από την έντονη πίεση του Chetverikov. Φαίνεται ότι αυτό που επιθυμούσε ως ιδανικό ο Φλωρόφκσυ ήταν η αποφυγή της πολιτικής και προσωπικής διαμάχης37. Ωστόσο, ο Φλωρόφσκυ πολλές φορές ενέδωσε στην οξύτατη κριτική. Ως αποτέλεσμα, ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1937, στο δεύτερο συνέδριο της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» στο Εδιμβούργο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μητροπολίτη Ευλογίου, διατύπωσε σαρκαστικά σχόλια, επιτιθέμενος δημόσια στον Bulgakov, μετά από μία ομιλία, στην οποία ο τελευταίος είχε υποστηρίξει ότι οι εκκλησίες δεν θα έπρεπε να επιτρέπουν σε δευτερεύοντα δογματικά θέματα να τις κρατούν σε διάσταση38. Ο Μητροπολίτης Ευλόγιος, όπως και άλλοι με παρόμοιους ισχυρισμούς39, είχε την άποψη ότι ο Φλωρόφσκυ είχε αναμειχθεί σε μία μηχανορραφία εναντίον του Bulgakov, με τη συμμετοχή διακεκριμένων Αγγλικανών, οι οποίοι θαύμαζαν τη σκληρή θεολογική κριτική που άσκουσε στον Bulgakov40. 

Η εντύπωση αυτή επιβεβαιώθηκε για κάποιους, όταν στο τέλος του συνεδρίου ο Φλωρόφσκυ εξελέγη μέλος της «Επιτροπής των Δεκατεσσάρων», η οποία θα είχε την ευθύνη της διοργάνωσης του μελλοντικού Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών41. Ο Bulgakov τελικά απαλλάχθηκε από την κατηγορία της αίρεσης, τη σοβαρότερη από τις εναντίον του κατηγορίες, από μία σύνοδο των επισκόπων της Εκκλησίας στην οποία άνηκε τον Νοέμβριο του 1937. Στην αναφορά της, όμως, η σύνοδος αυτή άσκησε δριμεία κριτική για σοβαρές δογματικές αδυναμίες στη σοφιολογία του42. Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα αδιαμφισβήτητα θεολογικά προβλήματα της σοφιολογίας43, παραμένει δεδομένο ότι η διδασκαλία του Bulgakov καταδικάστηκε από δύο αντίπαλες ρωσικές δικαιοδοσίες που είχαν συμφέρον να αμαυρώσουν το όνομα της σχολής του Αγίου Σεργίου44. Ως αποτέλεσμα της όλης αυτής κατάστασης, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες, τότε και τώρα, τείνουν να επισκιάσουν τη νηφάλια αξιολόγηση της θεολογίας του.

Οικοδομώντας το πορτραίτο μας για τον Φλωρόφσκυ ως άνθρωπο που είχε μία βαθειά προβληματική σχέση με τον Bulgakov, σε μία ταραγμένη θεολογικά και πολιτικά περίοδο, ο Ιωάννης Meyendorff γράφει ότι ο Φλωρόφσκυ συχνά υποστήριζε στα μαθήματά του στον Άγιο Σέργιο, ότι οι Πατέρες θεολογούσαν κατά των αιρετικών: «Οι Πατέρες της Εκκλησίας, έλεγε [ο Φλωρόφσκυ], κατά κύριο λόγο θεολογούσαν για την αναίρεση των αιρετικών. Με αφορμή την “άπιστη” έκφραση του χριστιανικού Ευαγγελίου, ανακάλυψαν “πιστές” λέξεις, όχι “δημιουργώντας”, με τον τρόπο αυτό, την Αλήθεια, η οποία είναι πραγματική εξαιτίας της θείας φύσης της αλλά εκφράζοντας και εξηγώντας την»45. Η πατερική αυτή προσέγγιση στη θεολογία αποτελούσε την «θεμελιώδη ψυχολογική μέθοδο για τον Φλωρόφσκυ στην κριτική του έναντι του ρωσικού πολιτισμού». Πιο συγκεκριμένα, η «ψυχολογική ώθηση, η οποία ενέπνευσε τον Φλωρόφσκυ, κατά τη συγγραφή των βιβλίων του, ήταν η αναίρεση της αποκαλουμένης “σοφιολογίας” σε όλες τις μορφές της», ειδικά στο έργο των κύριων εκφραστών της, Solov’evBulgakov και Florensky
Ο Φλωρόφσκυ πίστευε ότι η σοφιολογία, «αποτελούσε μία ανάμιξη γερμανικού ιδεαλισμού, ενός ιδιόμορφου Γνωστικισμού καί γενικά μίας αθέμιτης χρήσης της φιλοσοφίας για τη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων»46. Ο Φλωρόφσκυ αντιτάχθηκε στις τάσεις εκείνες της σοφιολογίας του Bulgakov, τις οποίες θεωρούσε ως εκκλησιαστικά παγκοσμιοποιητικές και πανθεϊστικές. Ο ίδιος πίστευε ότι οι τάσεις αυτές που οδήγησαν τη σκέψη του Bulgakov σε μία διάχυτη αιτιοκρατία και μονισμό, ήταν αποτέλεσμα μίας ανεπαρκούς χριστοκεντρικής θεολογικής προοπτικής47. Σε αυτό αντέταξε έναν στιβαρό χριστοκεντρισμό, μία μαξιμαλιστική επιμονή  στη διατήρηση των στοιχείων που θεωρούσε ότι αποτελούσαν τα παραδοσιακά, δογματικά και εκκλησιαστικά όρια (π.χ. η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η μόνη αληθινή Εκκλησία αν και μεμονωμένοι χριστιανοί υπήρχαν και έκτος των ορίων της), μία ριζική διάκριση κτιστού και Ακτίστου, μία έντονη έμφαση πάνω στην θεία και ανθρώπινη ελευθερία, μέχρι του σημείου της απροσδιοριστίας και τον κατά θεία πρόνοια ελληνιστικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής παράδοσης, που βρίσκεται ενσωματωμένη στη Λειτουργία και στο corpus των Πατέρων της Ανατολής. Όχι μονάχα τα βασικά γνωρίσματα της θεολογίας του Φλωρόφσκυ διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της αντίδρασης προς τη σοφιολογία, αλλά κι αυτό το ιδιαίτερα χαρακτηριστικό «πατερικό» ενδιαφέρον, όπως ισχυρίζεται ο Meyendorff, αναδύθηκε από την επιθυμία του Φλωρόφσκυ να αναιρέσει τον ισχυρισμό των σοφιολόγων ότι τόσο η σκέψη τους όσο και η χρήση της φιλοσοφίας που έκαναν, είχε πατερικό (βλ. παραδοσιακό) προηγούμενο (ιδιαίτερα στο έργο του άγιου Γρηγορίου Παλαμά)48. Ο Φλωρόφσκυ υποστήριζε ότι μόνο στο όραμα των Πατέρων, που ερμήνευε ως χριστιανικό Ελληνισμό ή μία νέα αναβαπτισμένη χριστιανική φιλοσοφία, μπορούσε να βρεθεί το ακριβές «κλειδί» για τη σχέση μεταξύ της θύραθεν φιλοσοφίας και της θεολογίας, που απουσίαζε εντελώς από τη σοφιολογία όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του Ωριγένη. Ο Φλωρόφσκυ, όπως ισχυρίζεται ο Bulgakov, ποτέ δεν ενεπλάκη σε ανοικτή πολεμική με τον γηραιότερο και ιδιαίτερα σεβαστό του συνεργάτη, τον Bulgakov. Ωστόσο, όπως και πάλι υποστηρίζει ο Meyendorff, σχεδόν σε κάθε σημείο της θεολογίας του, ο Φλωρόφσκυ σιωπηρά απαντά στη σοφιολογία του Bulgakov, ως τον πλέον γνωστό σοφιολόγο49.

Παρ’ όλα αυτά, η σχέση του Φλωρόφσκυ με τον Bulgakov απείχε πολύ από το επίπεδο της άκομψης αντιπαράθεσης, καθώς ο τελευταίος όχι μόνο ήταν ακαδημαϊκά ανώτερος του πρώτου στον Άγιο Σέργιο, αλλά τον προώθησε ενεργά στην σταδιοδρομία του, εξασφαλίζοντάς του την έδρα της Πατρολογίας στο νέο ινστιτούτο, (αν και όχι χωρίς προβλήματα)50. Ο ίδιος ο Φλωρόφσκυ παραδέχεται ότι ο Bulgakov ήταν εκείνος που αρχικά τον ώθησε να στραφεί προς τους Πατέρες51. Όταν διαγνώσθηκε ότι ο Bulgakov έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα στις αρχές του 1939, μετά από δική του σύσταση, ο Φλωρόφσκυ πήρε τη θέση του στην επιτροπή «Πίστις και Τάξις»52. Επιπλέον, για μία τουλάχιστον μικρή περίοδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στην Πράγα, ο Bulgakov ήταν πνευματικός πατέρας του Φλωρόφσκυ53. Ωστόσο, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου, όταν ο Bulgakov τον καθοδηγούσε ενεργά, ο Φλωρόφσκυ άρχισε να καταφέρεται εναντίον τού γηραιότερου θεολόγου. Το 1924, ο Φλωρόφσκυ ίδρυσε στην Πράγα ένα Θρησκευτικο και Φιλοσοφικο Κύκλο αφοσιωμένο στους Πατέρες, τους οποίους άρχισε να βλέπει ως ανεξάντλητη πηγή για την Ορθοδοξία. Αυτή ή ομάδα μελέτης είχε δημιουργηθεί σε αντιδιαστολή προς την Αδελφότητα της Αγίας Σοφίας στην οποία ο Φλωρόφσκυ είχε ενταχθεί από νωρίς, ενώ, πολύ σύντομα σε λίγους μήνες εξέφρασε την επιθυμία να την εγκαταλείψει, διαμαρτυρόμενος για τη συμπάθειά της προς τη σοφιολογία54, αναγκάζοντας τον Bulgakov να τον ρωτήσει με αγανάκτηση: «Γιατί έχεις μία τέτοια ακούσια ανάγκη να προκαλείς σύγκρουση εξαιτίας της διαφορετικότητας, και εχθρότητα από την έλλειψη στενής σχέσης;»55. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, ο Φλωρόφσκυ είχε συναισθηματικά σημαδευτεί βαθιά από τη σύγκρουσή του με τον Bulgakov56. Αν και διατήρησε καλές προσωπικές σχέσεις μαζί του μέχρι τον θάνατό του το 1944(57), πολλοί στον Αγιο Σέργιο τον κατηγορούσαν αδικαιολόγητα για την κακή φήμη πού περιέβαλλε τον Bulgakov στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την αντιπαράθεση για τη σοφιολογία. Αυτό οδήγησε στην προοδευτική περιθωριποίησή του από το ινστιτούτο από το 1935 μέχρι τον πόλεμο. Άρχισε να διδάσκει ξανά σε αυτό μόλις το 1946 και μέσα σε δύο χρόνια έφυγε για την Αμερική για να ηγηθεί του Θεολογικού Σεμιναρίου του Αγίου Βλαδιμήρου στη Νέα Ύόρκη58. Σε μία διάλεξή του το 1968, διακρίνει κανείς ένα μέρος από τις αντιφατικές παρορμήσεις που βίωνε σε αυτή τη σχέση-κλειδί, όταν άναφέρει ότι αν και σεβόταν και εκτιμούσε και με τα δικά του λόγια, «θα έλεγα ακόμη και ότι αγαπούσα» τον Florensky και τον Bulgakov, ωστόσο ώφειλε να αναγνωρίσει ότι και πάλι με τα δικά του λόγια «... διαφωνώ μαζί τους και νομίζω ότι σφάλλουν. [Η Ρωσική Θρησκευτική Αναγέννηση] είναι ένα αδιέξοδο μονοπάτι ή ίσως ακόμη και “κακή κλίνη”»59. Επομένως, η θεολογία του Φλωρόφσκυ, η νεοπατερική σύνθεση, γίνεται καλύτερα κατανοητή ως μία θετική επιβεβαίωση της Ορθόδοξης ταυτότητας, μέσα από μία αρνητική πολεμική κατά της ετεροδοξίας.

Σημειώσεις


24. ‘Ukaz Moskovskoi Patriarkhii Preosviashchennomu Mitropolitu Litovskomu i Vilenskomu Elevferiiu’ in O Sofii Premudrosti Bozhiei 18-19 [5-19] (‘Declaration concerning Professor S. N. Bulgakov’ found in Church of England, Council on Foreign Relations Documents O.C. 29, Lambeth Palace Library).

25. Βλ. PAUL ANDERSON, ‘Memorandum on Ukaz concerning the Rev. Sergius Bulgakoff [30 October 1935]’, an anonymous document [written by Nicolas Zernov?] beginning ‘The censure imposed upon Fr. Bulgakov’s teaching’, Oxford Archive of The Fellowship of St Alban and St Sergius in folder entitled ‘Anglo-Russ. Conference in Paris 1936 and S. Bulgakovs Affair’ and Letters of Paul Anderson to John Douglas, 26 and 29 October 1935. Douglas Papers 44: σσ. 135-136.

26. ARJAKOVSKY, La generation des penseurs religieux de l’emigration Russe, σ. 434.

27. LOSSKY, Spor o Sofii: Dokladnaia Zapiska prot. S. Bulgakova i smysl ukaza Moskovskoi Patriarkhii. (Paris: Brotherhood of St Photius, 1936).

28. Βλ. Eneeva, Spor o sofiologii, σσ. 90-111 (μετάφραση: “Decision of the Council of Bishops”, trans. Isaac Lambertsen, Living Orthodoxy, 17.1 (Jan.-Feb. 1995), σσ. 23-34). Για την απάντηση του Bulgakov: Dokladnaia Zapiska Mitropolitu Evlogiiu prof. prot. Sergiia Bulgakova po povodu opredeleniia Arkhiereiskago sobora v Karlovtsakh otnositelno ucheniia o Sophii Premudrosti Bozhiei (Paris: YMCA Press, 1936).

29. Βλ. Metropolitan Euloge, Le Chemin de Ma Vie, σσ. 499 κ.εξ.

30. Βλ. DIMITRY POSPIELOVSKY, The Russian Church under the Soviet Regime 1917-1982 (Crestwood, NY: SVS Press, 1984), 2 vols, 1: σσ. 133 κ.έξ., εδώ σ. 139 και Metropolitan EULOGE, Le Chemin de Ma Vie, σ. 513.

31. Βλ. GFSC, σσ. 82-83.

32. Όπ.π., σ. 82.

33. Βλ. ‘Decision of the Council of Bishops of the Russian Orthodox Church Outside of Russia, Dated 17/30 October 1935, On the New Doctrine of Archpriest Sergius Bulgakov Concerning Sophia, The Wisdom of God’, trans. ISAAC LAMBERTSEN, Living Orthodoxy, #97, 17. 1 (Jan.-Feb. 1995): σσ. 23-34. Το πρωτότυπο κείμενο είναι διαθέσιμο στο LIUDMILA PEREPELKINA’S Ekumenism-Put vedushchii k pogibeli (Jordanville: Holy Trinity Monastery, 1992), σσ. 61-81 καί ‘Concerning The False Teaching of Archpriest Sergius Bulgakov By Count Paul M. Grabbe. A Report to the Second Pan-Diaspora Council of the Russian Orthodox Church Abroad, which met in Sremski-Karlovtsi, Yugoslavia, 1/14-11/24 August 1938’, trans. JOACHIM WERTZ and Ed. ISAAC LAMBERTSEN, Living Orthodoxy, #96, 16.6 (Nov.-Dec. 1994): σσ. 15-28. Η απόφαση της Υπερόριας Εκκλησίας το 1935, βασίστηκε στο κείμενο του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (Sobolev) του Boguchar. Novoe uchenie o Sofii (Sofia: Tipografiia Rakhvira, 1935). Ο Bulgakov απάντησε στην κατηγορία επί αιρέσει στο έργο του Dokladnaia zapiska (Paris, 1936). Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αντέκρουσε στη συνέχεια τον Bulgakov στο έργο του Zashchita sofianskoi eresi protoiereem S. Bulgakovym pred litsom Arkhiereiskogo Sobora Russkoi Zarubezhnoi Tserkvi (Sofia: Tipografiia Rakhvira, 1937).

34. Βλ. GFSC, σσ. 87 κ.εξ. καί GEFFERT, “Charges of Heresy”, σσ. 48 κ.εξ.

35. Βλ. όπ.π., σσ. 56-62.

36. Βλ. όπ.π., σσ. 62-66 (Τα πρωτότυπα ρωσικά κείμενα βρίσκονται στο αρχείο του Florovsky στο Πανεπιστήμιο Princeton: GFSC, s. 89) καί βλ. δπ.π., σ. 91.

37. Βλ. οπ.π., σσ. 85 κ.έξ.

38. Βλ. Leonard Hodgson, ed., The Second World Conference on Faith and Order (New York, NY: Macmillan Company, 1938), σσ. 74-75.

39. Βλ. GFSC, σ. 86.

40. Βλ. EULOGE, Chemin de Ma Vie, σσ. 489-490 καί GFSC, σ. 95.

41. Όπ.π., σ. 95 καί GF, σσ. 74, 76-77.

42. Βλ. GFSC, σσ. 93-94 καί GEFFERT, “Charges of Heresy”, σσ. 52-54 (ρωσικό ανακοινωθέν: Delo prot. Sergiia Bulgakova: istoricheskaia kanva spora o Sofii, ed. Igumen Genadii (San Francisco: Globus Pub., 1980), σσ. 33-35).

43. Βλ. BRANDON GALLAHER, «Graced Creatureliness: Ontological Tension in the Uncreated/Created Distinction in the Sophiologies of Solovev, Bulgakov and Milbank», Logos: A Journal of Eastern Christian Studies, Vol. 47 no. 1-2 (2006), σσ. 163-190, “The Christological Focus of Vladimir Solovev’s Sophiology”, Modern Theology, Vol. 25 no. 4 (October, 2009), σσ. 617-646; Review of Bulgakov’s The Lamb of God (Grand Rapids, MI: Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 2008), Logos, Vol. 50 no. 3-4 (December, 2009), σσ. 543-548 και Freedom and Necessity in Modern Trinitarian Theology (υπο έκδοση Oxford University Press 2013), Part Ι [βασίζεται στήν διδακτορική διατριβή του γράφοντος, University of Oxford, 2011, κεφάλαια 4-6].

44. Βλ. EULOGE, Le Chemin de Ma Vie, σ. 528.

45. JOHN MEYENDORFF, Predislovie στο P, σσ. v-x έδω σ. vi.

46. Οπ.π, σσ. vi-vii.

47. Βλ. FLOROVSKY, “Renewal”, σσ. 5 κ.έξ. καί GFSC, σσ. 72 κ.εξ. καί 96 κ.εξ.

48. See MEYENDORFF, σ. vii; βλ. JOOST VAN ROSSUM, “Palamisme et Sophiologie”, Contacts, Revue francaise de L’Orthodoxe, Vol. No. 222 (2008), σσ. 133-145 καί ROMAN ZAVIYSKYY, Shaping Modern Russian Orthodox Trinitarian Theology: A Critical Study of Sergii Bulgakov with Reference to Vladimir Lossky and Georgii Florovsky, D. Phil. Thesis, University of Oxford, 2011, ειδικά τα κεφ. 2-4. Ο Florensky επιδεικνύει συνεκτική γνώση του Παλαμισμού (Stolp i utverzhdenie istiny: opytpravoslavnoi theoditsei v dvenadtsatipismakh (Moscow: Put. Επανέκδοση στην Μόσχα by Lepta, 2002 [1914]), n. 127, σσ. 660-661 [The Pillar and Ground of the Truth, trans. Boris Jakim (Princeton: Princeton UP, 1997), n. 128, σσ. 468-469) (οπως επίσης και από την εμπλοκή του στην Αθωνική άντιπαράθεση περί του δοξασμού του ονόματος) (imiaslavskie spori) (1910-1918)). Ο Bulgakov είχε επίσης επίγνωση του Παλαμισμού από πολύ νωρίς μέσω της Αθωνικής αντιπαράθεσης αλλά και της φιλικής του σχέσης με τον Florensky. Μία αποσπασματική λίστα των αναφορών του Bulgakov στον Παλαμά περιλαμβάνει τα: Svet Nevechernii in Sergii Bulgakov: Pervoobraz i Obraz: Sochineniia v Dvukh Tomakh (Moscow/St Petersburg: Iskusstvo/Inapress, 1999), Vol. 1: σσ. 122-124 [μετάφραση από τον T. Allan Smith είναι υπό έκδοση από τον εκδ. Οίκο Eerdmans]; “Ipostas i Ipostasnost” in SERGII BULGAKOV: Pervoobrazi Obraz, Vol. 2: 6, σ. 316 [άναθεωρημένη μτφρ. Brandon Gallaher and Irina Kukota, «Hypostasis and Hypostaticity: Scholia to the Unfading Light», SVTQ, 49: 1-2 (2005), σσ. 5-46, έδω 23-25]; Kupina neopalimaia: opyt dogmaticheskago istolkovaniia nekotorykh chert v pravoslavnom pochitanii Bogomateri (Paris: YMCA-Press, 1927), σσ. 212, 249-50, 254-5n, 288 [The Burning Bush: On the Orthodox Veneration of the Mother of God, trans. Thomas Allan Smith (Grand Rapids, MI: Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 2009), σσ. 117-8, 138, 179-80 n.16, 156]; Ikona i Ikonopochitanie in Sergii Bulgakov: Pervoobrazi Obraz, Vol. 2: p. 264 [μετάφραση από τον Boris Jakim είναι υπό έκδοση από τον εκδ. Οίκο Eerdmans]; Agnets Bozhii (Paris: YMCA Press, 1933), σσ. 139-140, 144n [The Lamb of God, trans. and abridged by Boris Jakim (Grand Rapids, MI: Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 2008), σσ. 116, 122ύπ.]; O Sofii Premudrosti Bozhiei, σσ. 32-33 καί 36, 58-9; Dokladnaia Zapiska, σσ. 8-10; Sophia, The Wisdom of God: An Outline of Sophiology, trans. revised by Christopher Bamford from that of Patrick Thompson, O. Fielding Clarke and Xenia Braikevitch (Hudson, NY: Lindisfarne Press, [1937] 1993), σ. 33n και Nevesta Agntsa (Paris: YMCA Press, 1945), σσ. 23-24, 71ύπ., 72 καί 335 [The Bride of the Lamb, trans. and abridged by Boris Jakim (Grand Rapids: Eerdmans, 2002), σσ. 18-19, 61 ύπ., 63 και 309]. Υπάρχει επιπλέον απόδειξη ότι ο ίδιος ο Solovev γνώριζε το έργο του Παλαμά: “Mistika—Mistitsizm”, Stat’i iz Entsiklopedicheskago Slovaria, Sobranie sochinenii Vladimira Sergeevicha Solov’eva [=SSVSS], eds. S. M. Solovev and E. L. Radlov, 12 vols. (Bruxelles: Zhizn s Bogom, 1966-1970), Vol. 10: σ. 245 and RGALI, Fond 446, opis’ no. 1, ed. khr. no. 42: Vladimir Sergeevich Solov’ev, Zapisnaia knizhka, vol. 1, 1880-e gody, 70 ll, σ. 8. (Τα σημειωματάρια του Solov’ev στα Κρατικά Αρχεία της Μόσχας. Ευχαριστώ τόν Δρ Oliver Smith για την παραπομπή αύτη).

49. MEYENDORFF, σ. vii (See GFSC, σσ. 76ff., MIGUEL DE SALIS AMARAL, Dos visiones ortodoxas de la Iglesia: Bulgakov y Florovsky, Coleccion teologica 111 (Pamplona: Ediciones Universidad de Navarra, 2003), ROSS J. SAUVE, Georges V. Florovsky and Vladimir N Lossky: An Exploration, Comparison and Demonstration of their Unique Approaches to the Neo- patristic Synthesis, PhD Thesis, (Durham University, 2010) καί PAUL LADOUCEUR, «Aimons- nous les uns les autres: Serge Bulgakov et Georges Florovsky», Contacts 237 (Janvier-Mars, 2012), σσ. 56-87.

50. VASILI ZENKOVSKY, “Moi vstrechi s vydaiushchimisia liudmi”, [3-52] “Otets Georgii Florovskii” [50-2], Transactions of the Association of Russian-American Scholars in the U.S.A., No. 27 (1995), σ. 51 καί BULGAKOV, “Pis’ma k G. V. Florovskomu” (1923-38), Letter of 18/31 August 1924, ed. EKATERINA EVTUKHOVA, Issledovaniia po istorii russkoi mysli, Ezhegodnik 2001/2002, ed. M. A. Kolerov (Moscow: Tri Kvadrata, 2002), σσ. 175-226, έδω σ. 197.

51. GF, σσ. 49 και 182.

52. Οπ.π.., σ. 68.

53. Ο Bulgakov σημειώνει στο ημερολόγιο του στις 29 Σεπτεμβρίου τού 1923: «Έχω στην διάθεση μου μία μεγάλη (γραπτή) ομολογία τού Γ. Φ(λωρόφσκυ). Τον αποδέχομαι μέσα στην καρδιά μου ως πνευματικός πατέρας. Δόξα τω Θεώ!». (ALEKSEI KOZYREV and NATAL’IA GOLUBKOVA, “Prot. S. Bulgakov. Iz pamiati serdtsa. Praga (1923-1924)”, Issledovaniia po istorii russkoi mysli. Ezhegodnik za 1998 (Moscow: O. G. I., 1998), σ. 156).

54. ZENKOVSKY, σ. 51 και GFSC, σ. 71

55. BULGAKOV, Pis’ma k G. V. Florovskomu (1923-38), Letter of 18/31 August 1924, IPIRM, σ. 197.

56. GF, σσ. 60, 112.

57. Όπ,π, σσ. 61, 68 και GFSC, σσ. 98-99.

58. GF, σσ. 67-68, 77, 81-82, 85.

59. FLOROVSKY, “Renewal”, p. 4.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο ΛΟΣΚΥ, ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ ΣΥΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Μ. ΦΑΡΑΝΤΟ ΚΑΡΜΙΡΗ ΉΤΑΝ ΑΥΤΟΊ ΟΙ ΟΠΟΊΟΙ ΔΊΔΑΞΑΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΕ ΓΕΝΙΕΣ ΚΑΛΩΣ Ή ΚΑΚΩΣ ΜΕΤΆ ΤΟ. 60.

BM είπε...

ΔΙΔΑΞΑΝ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΓΝΟΟΥΣΑΝ ΦΙΛΕ.