Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (97)

Συνέχεια από Δευτέρα, 7 Αυγούστου2023

HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987

4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ


ε) Μαρτυρία ζωής

Μιλήσαμε ήδη για τη μαρτυρία, με αφορμή τα γνωρίσματα του Αγίου Πνεύματος, την «αναγγελία» στις αντικειμενικά πνευματικές «όψεις» τής Εκκλησίας. Και επισημάναμε ότι η χριστιανική μαρτυρία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια «πληροφορία», μια «απαίτηση» δηλ. ολόκληρης της πιστεύουσας ύπαρξης. Και καθώς αυτή η μαρτυρία δεν έχει να μαρτυρήση για τίποτα άλλο, μαζί με το Πνεύμα, παρά για τη μαρτυρούμενη στον Χριστό αγάπη τού Θεού, δεν μπορεί και η «αξιοπιστία» αυτής τής ύπαρξης να συνίσταται σε τίποτα άλλο τελικά παρά στην εκκλησιαστική αγάπη. Ανταποκρινόμενη έτσι και στην παράκληση του Υιού προς τον Πατέρα: «να είναι κι αυτοί πλήρως ενωμένοι, και να γνωρίση έτσι ο κόσμος, ότι εσύ με απέστειλες και τους έχεις αγαπήσει, όπως αγάπησες εμένα» (Ιωάν. 17, 23). Το Πνεύμα μαρτυρά την αγάπη τού Πατρός στον Υιό μόνον ως την προσωπική τους αγάπη (( !!! )) , κι όταν καλούνται οι ανθρώπινοι (( sic. )) μάρτυρες του Χριστού να μαρτυρήσουν μαζί με το Πνεύμα (Ιωάν. 15, 26 κ.ε.), η μαρτυρία τους δεν μπορεί να έχη δύναμη και κέντρο παρά μόνο να είναι βασισμένη σε μιαν αγάπη ως παράδοση της ζωής τους (Α’ Ιωάν. 3, 16). Αυτό το τελευταίο τώρα τμήμα τού κεφαλαίου «Πνεύμα και Εκκλησία» δεν μπορεί βέβαια να αναφέρεται σε μιαν εξαντλητική ανάλυση της έννοιας της μαρτυρίας, παρά μόνο στην ουσιαστική σχέση και συνάρτηση ανάμεσα στη μαρτυρία και στο Άγιο Πνεύμα.

Ο όρος μαρτυρία «αναβιβάζεται», στην ειδική θεολογική του έννοια, από ένα συνοπτικό, κοινό αγαθό στον Παύλο, στον Λουκά, που τον περιορίζει σε μια συγκεκριμένη λειτουργία ως προς το διπλό του έργο, μέχρι να λάβη την ευρύτατη ανάπτυξή του στον Ιωάννη (συμπεριλαμβανομένης τής Αποκαλύψεως): γι’ αυτήν κυρίως την ανάπτυξη θα μιλήσουμε κι εμείς τώρα εδώ.

Ως προς τη συνοπτική του σημασία μπορούμε να αναφερθούμε στον ήδη διαπραγματευθέντα λόγο τού Ιησού, ότι οι Μαθητές μπορούν να αφεθούν μπροστά σ’ ένα δικαστήριο (σε μιαν απειλητική άρα για την ίδια τους την ζωή κατάσταση) ως μάρτυρες στο Άγιο Πνεύμα που «μιλά» εντός τους (Ματθ. 10, 20), κι ότι ένα τέτοιο γεγονός θα συνιστά μαρτυρία μπροστά στους δικαστές – Ιουδαίους ή ειδωλολάτρες (το ίδιο λέγεται και απ’ τον Μάρκο, 13, 9-11, ενώ στον Λουκά δεν αποτελεί μόνον αντικειμενική, αλλά και προσωπική μαρτυρία τών Μαθητών: 21, 13) (( Λουκ. 21, 12 κ.ε.: «…πρό δέ τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ’ υμάς τάς χείρας αυτών καί διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς καί φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς καί ηγεμόνας ένεκεν τού ονόματός μου· αποβήσεται δέ υμίν εις μαρτύριον. θέσθε ούν εις τάς καρδίας υμών μή προμελετάν απολογηθήναι· εγώ γάρ δώσω υμίν στόμα καί σοφίαν, ή ού δυνήσονται αντιπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν…» )) .Παρόμοια θα αποβούν και οι θεραπείες, που επενεργεί ο Ιησούς εν Αγίω Πνεύματι (( ! )) , «μαρτυρία» για τους Ιουδαίους, αποδεικνύοντας την πνευματική δύναμη του Ιησού (Μάρκ. 1, 44 – Ματθ. 8, 4 – Λουκ. 5, 14) (( Ματθ. 8, 1 κ.ε.: «Καταβάντι δέ αυτώ από τού όρους ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί. Καί ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων· Κύριε, εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι. καί εκτείνας τήν χείρα ήψατο αυτού ο Ιησούς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καί ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα. καί λέγει αυτώ ο Ιησούς· όρα μηδενί είπης, αλλά ύπαγε σεαυτόν δείξον τώ ιερεί καί προσένεγκε τό δώρον ό προσέταξε Μωσής εις μαρτύριον αυτοίς» … )) .

Ο Παύλος μιλά για την κατάθεση μαρτυρίας ως προς την Ανάσταση του Χριστού (Α’ Κορ. 15, 15), χαρακτηρίζει ωστόσο και το ίδιο το Ευαγγέλιο ως μια μαρτυρία (του Θεού – Α’ Κορ, 2, 1 – Β’ Θεσσ. 1, 10), που μαρτυρείται μέσω τού Αποστόλου. Η δε ελλειπτική, «σχεδόν ακατανόητη» αποστροφή τής Α’ προς Τιμόθεον επιστολής 2, 6 («ο δούς εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων, το μαρτύριον καιροίς ιδίοις») θα μπορούσε να αναφέρεται, σε συνάρτηση προς τη μαρτυρία τού Θεού που παρέχει ο Απόστολος, στο ότι ο Απόστολος θέλει να «εξασφαλίση» σε όλους τούς ανθρώπους, στον κατάλληλο για τον καθέναν καιρό, τη σωτηρία μέσα απ’ τον θάνατο του Χριστού. Στον δε Λουκά, μάρτυρες είναι, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, οι πρώτοι Απόστολοι (στους οποίους προστίθενται ο Ματθίας και, ιδιαιτέρως, ο Παύλος), που μαρτυρούν ως αυτόπτες μάρτυρες την Ανάσταση του Χριστού σε όλον τον κόσμο. Ενώ η ενότητα της μαρτυρίας τού Πνεύματος και των Αποστόλων αναδεικνύεται και τονίζεται, εκτός απ’ την Πεντηκοστή, και στις Πράξεις τών Αποστόλων, 5, 32: «καί ημείς εσμεν αυτού μάρτυρες τών ρημάτων τούτων, καί τό Πνεύμα δέ τό Άγιον (( ό έδωκεν ο Θεός τοίς πειθαρχούσιν αυτώ )) ». Εξαιρετικά συγκαταλέγεται δε και ο μάρτυς αίματος Στέφανος (που είδε, πεθαίνοντας στο μαρτύριο, τον Κύριο) στην επιλεγμένη ομάδα τών μαρτύρων.
                                           
Στον Ιωάννη βρίσκεται στο κέντρο τών μαρτυρούντων ο ίδιος ο Ιησούς, αποκαλούμενος «πιστός μάρτυς» (Αποκ. 1, 5 – 3, 14). Στο δε Ευαγγέλιο ο Χριστός μαρτυρά συνεχώς, πως αυτός είναι η αλήθεια, ή απλώς πως «αυτός είναι». Το μαρτυρά με όλη την ύπαρξή του, καθώς αυτή ταυτίζεται με τη μαρτυρία του ότι αυτός είναι η αλήθεια και το πλήρωμα του Πατρός, και γι’ αυτό μπορεί εξίσου επακριβώς να λέη, πως δίνει, μιλώντας για τον εαυτό του, επαρκή μαρτυρία (Ιωάν. 8, 14), επειδή γνωρίζει από πού έρχεται και πού πηγαίνει, το οποίο και «καταθέτουν» δύο μάρτυρες σ’ αυτόν, ο Πατήρ και ο ίδιος (5, 13 κ.ε.), γιατί και οι δύο είναι ένα (10, 30). Είναι ωστόσο ουσιαστικό να μη λησμονήσουμε, ότι και ο Ιησούς καταθέτει τη μαρτυρία για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή εν Αγίω Πνεύματι, πιστοποιώντας πως, επειδή είδε «το Πνεύμα να κατεβαίνη σαν ένα περιστέρι απ’ τον ουρανό και να μένη επάνω Του», «θα βαπτίζη» κι αυτός «εν Αγίω Πνεύματι» (1, 32 κ.ε.).

Και καθώς ο Βαπτιστής αναγνωρίζει ήδη ταυτόχρονα στον Ιησού τον «αμνό τού Θεού», «που σηκώνει τις αμαρτίες τού κόσμου», αναγνωρίζεται ήδη στην πληρότητά της η ερχόμενη μαρτυρία τού Ιησού: μαρτυρία μέσω ενός αντιπροσωπευτικού θανάτου με την «κένωση» της καρδιάς (( ! )) , την οποία (μαρτυρία…) θα βεβαιώση «πανηγυρικά» ο άλλος Ιωάννης: «αυτός που το έχη δη αυτό, το βεβαιώνει, και η μαρτυρία του είναι αληθινή, και γνωρίζει ότι εξιστορεί την αλήθεια» (Ιωάν. 19, 35). Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό «βεβαιώσεις» υπεισέρχεται η αυτο-μαρτυρία τού Ιησού, που «διαθέτει δίχως μέτρο το Πνεύμα» (3, 34) και γι’ αυτό μπορεί να μαρτυρήση αυτό που έχει «δη και ακούσει» και «γνωρίζει» από τον Πατέρα (παρά τού Πατρός…) (3, 32 – 3, 10 – 7, 29 – 8, 14). Είναι αυτός που θα μπορέση κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, κατά την κένωση της καρδιάς του, να παραδώση, ταυτόχρονα με το νερό και το αίμα, και το Πνεύμα στον κόσμο έτσι, ώστε και τα τρία, νερό και αίμα και πνεύμα, να καταστούν μια κοινή μαρτυρία από αυτόν και γι’ αυτόν (Α’ Ιωάν. 5, 7 κ.ε.): αυτή θα είναι και η μαρτυρία τού Θεού (ό.π. 9). Και μπορεί έτσι ο Ιησούς να χαρακτηρίση εκ των προτέρων το σώμα του ως μια πηγή, απ’ την οποία θα μπορή να πίνη κανείς το Πνεύμα (Ιωάν. 7, 39), μια πόση «ζωντανού ύδατος», που δεν ζωογονεί μόνον αυτόν που πίνει, αλλά τον μεταβάλλει και τον ίδιον σε μια πηγή για την αιώνια ζωή (4, 14). Όμως αυτό δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά η συμπερίληψή του στην αναβλύζουσα φύση (ουσία!...) του Θεού, που μπορεί να χαρακτηρισθή εξίσου ως «γέννηση εκ Θεού» (Ιωάν. 1, 13) και ως «γέννηση από το Πνεύμα» (3, 8). Το πόσο αβυσσαλέα δε «μυστηριώδες» είναι κάτι τέτοιο, αυτό το δείχνει η εικόνα τού ασύλληπτου Πνεύματος-ανέμου (3, 8), στo οποίο και «ανακτάται» ο «αναγεννημένος»: «Το γεγεννημένο εκ Πνεύματος, είναι (κι αυτό…) Πνεύμα» (3, 6). Κι όταν λέη ο Ιησούς στη γυναίκα (τη Σαμαρείτιδα…), πως «Ο Θεός είναι πνεύμα» (4, 24) (( «…πνεύμα ο Θεός, και τούς προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν…» - Το «πνεύμα» με μικρό «π»· δεν πρόκειται σαφώς για την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, όπως εντελώς λανθασμένα το παραχαράσσουν αιώνες τώρα, μέχρι και σήμερα, για τους δικούς τους «λόγους» και σκοπούς, οι αποσχισθέντες Λατίνοι… )) , δεν πρόκειται, όπως το έχουμε ήδη πη, για κάποιο φιλοσοφικό ορισμό, αλλά για μιαν έκφραση που δηλώνει ότι ο Θεός παρίσταται για εμάς ως «πνευματικό μυστικό», αποκαλυπτόμενο στην ενότητα του Ιησού με το Άγιο Πνεύμα. Κι όταν ακούμε ότι «ο Πατήρ ζητά τέτοιους προσκυνητές, που να τον προσκυνούν, ως αληθινοί προσκυνητές, εν πνεύματι και αληθεία» (4, 22), εδώ πρόκειται για μια τριαδική διατύπωση, καθώς το «πνεύμα» αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα και η «αλήθεια» στον Υιό. Το ότι όμως ο Ιησούς και Λόγος είναι «Πνεύμα», αυτό το λέει ο ίδιος (6, 63) (( Ιωάν. 6, 63: «…τό πνεύμά εστι τό ζωοποιούν, η σάρξ ουκ ωφελεί ουδέν· τά ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι καί ζωή εστιν…» )) · κι αυτό είναι και το (Π)πνεύμα, το οποίο εμφυσά (ο Χριστός…) το Πάσχα στην Εκκλησία (20, 22).

( συνεχίζεται )

Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙ ΕΔΩ Ο ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ.

 “Ο Henri de Lubac είχε ορίσει κάποτε τον Μπαλτάσαρ σαν έναν φλογερό μαθητή του Λογιόλα. Και πράγματι αυτό είναι το κλειδί για την κατανόησή του στο σύνολό τής Θεολογίας του.

          Το καλοκαίρι του 1927, φοιτητής ακόμη ακολούθησε στην Βασιλεία, κάτω από την καθοδήγηση του Fr. Kronseder S.J. τα πρακτικά μαθήματα των ασκήσεων για 30 ημέρες. Στην συνέχεια εισέρχεται στις τάξεις τής Συντροφιάς του Ιησού, ομολογώντας ότι αυτές οι ασκήσεις του 1927 καθόρισαν την αποφασιστική στροφή στην ζωή του. Αναγνώρισε και κατενόησε το θέλημα τού Θεού με την σημασία τής μόνιμης επιλογής του. Η επιλογή (η κλήση) είναι ακριβώς το κεντρικό σημείο τών Ασκήσεων. Από το Ινστιτούτο αποχώρησε το 1950 για να θεμελιώσει μαζί με την Adrienne Von Speyr τήν “κοινότητα τού Ιωάννη”. Αυτό που ο Ιγνάτιος θέλησε στην εποχή του σήμαινε καθαρά για μένα έκτοτε “κοινότητα στον κόσμο” και η σκληρή θυσία την οποία απαιτούσε αυτό το πέρασμα συνοδευόταν από την βεβαιότητα ότι υπηρέτησα ακριβώς την ίδια ιδέα”. Και το 1965 δήλωνε: “Κήρυξα τις ασκήσεις κάπου εκατό φορές: εάν υπήρξε σε κάποιο μέρος κάποτε η Χριστιανική χαρά, αυτή είναι εδώ. Εδώ κατανοείται, εάν κατανοείται, ότι αυτή είναι η Χριστιανική ύπαρξη, ο καταγωγικός πίδακας : η υπακοή στον λόγο που καλεί και η ελευθερία προς την αναμενόμενη απάντηση”!

          Τρείς είναι οι έννοιες γύρω από τις οποίες γυρίζει η Θεολογία των Ασκήσεων: η επιλογή (κλήση;;;), η αδιαφορία, και η υπακοή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: