Συνέχεια από: Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΣΙΣ 1258-1282
ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1274)
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ, ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΥ (συνέχεια)
Εἶναι δυνατόν, φυσικά, νὰ ἐφαίνετο ὁ κίνδυνος ἀπειλητικώτερος εἰς τὸν Παλαιολόγον παρὰ εἴς τινας ἐκ τῶν ὑπηκόων του, οἱ ὁποῖοι ἴσως νὰ μὴ εἶχον σαφῆ ἀντίληψιν τῆς πολιτικῆς καταστάσεως. Ἐπὶ πλέον, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ νεαροῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Δ´ Λασκάρεως, ἐνδιεφέροντο ευνοήτως ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ δι' ἐνδεχομένην ἀπώλειαν τοῦ θρόνου τοῦ τελευταίου τούτου.. ᾿Αλλὰ αἱ παρατηρήσεις αὐταὶ μόνον εἰς μικρὰν μειονότητα Ελλήνων θὰ ἠδύναντο νὰ ἐφαρμοσθοῦν· ἡ εὐρέως διαδεδομένη ἀντίθεσις πρὸς τὴν ἕνωσιν, ἦτο ριζωμένη μᾶλλον εἰς ὡρισμένας βασικὰς στάσεις καὶ φόβους τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
᾿Απὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Βυζαντινοῦ κλήρου, ἡ ἀντίθεσις ἐβασίζετο κυρίως ἐπὶ τῆς συγκρούσεως μεταξύ δύο βασικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐκκλησίας. Εἰς τὰς μοναρχικὰς ἀπαιτήσεις τῆς παποσύνης ἀντετίθετο ἡ Βυζαντινὴ ἀντίληψις τῆς πενταρχίας, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν οἱ ᾿Ανατολικοὶ πατριάρχαι, ἐνῶ ἀνεγνώριζον τὸ τιμητικὸν πρωτεῖον τῆν Ρώμης, ἀπέρριπτον τὰς παπικὰς ἀξιώσεις περὶ παγκοσμίου πειθαρχικῆς δικαιοδοσίας, αἱ ὁποῖαι θὰ εἶχον καταστήσει τοὺς ᾿Ανατολικοὺς ἐπισκόπους ἁπλοὺς δορυφόρους τῆς ῾Αγίας Έδρας. Ἐνῶ διὰ τὴν Δύσιν, συμφώνως πρὸς τὴν Λατινικήν κανονιστικὴν ἑρμηνείαν, μόνον ὁ Πάπας ἦτο περιβεβλημένος μὲ τὴν ὑπερτάτην ἐκκλησιαστικὴν δικαιοδοσίαν, διὰ τὰς ᾿Ανατολικὰς Ἐκκλησίας ἡ ἀνωτάτη θρησκευτικὴ ἐξουσία ἀνῆκε εἰς τὰς οἰκουμενικὰς συνόδους αἱ ὁποῖαι ἀντιπροσωπεύουν ὅλους τοὺς πατριάρχας. Ἐκεῖνο ποὺ περιέπλεκε τὴν κατάστασιν ἀπὸ βυζαντινῆς πλευρᾶς ἦτο ἡ ἐκ παραδόσεως αὐθεντία τοῦ αὐτοκράτορος ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ οὕτω καλούμενος Καισαροπαπισμός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ αὐτοκράτωρ εἰς περιόδους πολιτικῆς κρίσεως (ὅπως εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν) ἠδύνατο νὰ ἐπεμβαίνῃ καὶ προσαρμόζῃ τὴν ἑλληνικὴν ἐκκλησίαν εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ κράτους. Περὶ τοῦ ρόλου τοῦ Καισαροπαπισμού (ὅρου ὄχι ἀπολύτως ικανοποιητικοῦ), ὑπάρχει ἐξεῖα διαφωνία: π.χ. ὁ ρωμαιοκαθολικός M. Jugie, Le schisme byzantin, 3-9, 10, πιστεύει ὅτι ὁ Καισαροπαπισμὸς ἦτο ἡ κυρία αἰτία ποὺ προεκάλεσε τὸ σχίσμα, ἐνῶ, ἀπὸ τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ἡ συνήθης ἄποψις τῶν Ἑλλήνων ἱστορικῶν (ὡς ὁ Χρ. Παπαδόπουλος, Περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, 207 κέ.) εἶναι ὅτι ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ σχίσματος ἦτο ἡ προσπάθεια τῶν παπῶν νὰ ἐπιβάλουν τὴν ἐκ τῆς ἀρχῆς τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἀπορρέουσαν δικαιοδοσίαν των ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Σχετικῶς πρὸς τὸν Καισαροπαπισμὸν ἀξιοσημείωτον εἶναι καὶ τοῦτο· ὅτι οἱ πάπαι γενικῶς ἐπίστευον ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχεν ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐδέχοντο ὡς δικαιολογίας τὰς διαβεβαιώσεις του ὅτι συνήντα δυσκολίας εἰς τὸ νὰ πείσῃ τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τοῦ Βυζαντίου νὰ δεχθῇ τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν.
Ὅσον διὰ τὴν στάσιν τοῦ Βυζαντινοῦ λαοῦ, οὗτος, ὅπως καὶ ἄλλοι λαοὶ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εἶχε μυστικιστικὴν ἀντίληψιν τῆς Αὐτοκρατορίας του. Ἐπίστευεν ὅτι τὰ ἐδάφη της ἦσαν συνδεδεμένα μὲ τὸ πρόσωπον τοῦ Αὐτοκράτορος, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότης τοῦ λειτουργήματός του, ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὴν προσήλωσίν του εἰς τὴν καθαρότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἦτο τὸ ζωντανὸν σύμβολον τῆς συνεχείας καὶ τῆς τύχης τῆς Αὐτοκρατορίας, καί, διὰ τὴν Ἑλληνικὴν νοοτροπίαν, μία ἐπίθεσις κατὰ τῆς πίστεως, ἦτο, ὡς ἐκ τούτου, ἐπίθεσις κατὰ τῆς τύχης αὐτῆς ταύτης τῆς Αὐτοκρατορίας.
᾿Απὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς πρωτευούσης, οἱ Βυζαντινοὶ ἐπίστευον ὅτι ἡ πόλις εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Παρθένου. Πράγματι, ἡ προστασία Της είχε συχνὰ διασώσει τὴν πόλιν εἰς τὸ παρελθόν. Ἡ ΚΠολις εἶχε πέσει εἰς χεῖρας τῶν Λατίνων τὸ 1204, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, ὅπως βεβαιοῦν ἐπανειλημμένως οἱ Έλληνες ἱστορικοί, ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπώλειαν τῆς Θείας χάριτος λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Συμφώνως μὲ τὸ αὐτό τεκμήριον, ἡ ἀνάκτησις τῆς πρωτευούσης το 1261 ὑπὸ τοῦ Μιχαήλ Παλαιολόγου ὠφείλετο εἰς τὴν ἀνάκτησιν τῆς Θείας εὐνοίας. Επομένως, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε καταλήξει εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία ἀσφαλῶς θὰ κατέρρεε ἐὰν ἡ καθαρότης τῆς πίστεως ἠλλοιώνετο διὰ τῆς ἀποδοχῆς τῆς Λατινικῆς ὁμολογίας. Διὰ τὴν μεγάλην μᾶζαν τοῦ λαοῦ, ἡ οἰκονομία [σκοπιμότης] δὲν εἶχε τὴν θέσιν της ὅταν ἐπρόκειτο διὰ τὴν ΚΠολιν, τὴν «θεοφύλακτον πόλιν». Η θεία δύναμις θὰ ἔσωζε τὴν πόλιν, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ᾿Ανδεγαυικὸν κίνδυνον. Τοῦτο, φαίνεται, εἶναι τὸ νόημα τῆς ἀπαντήσεως ἑνὸς ἱεράρχου πρὸς τὸν Μιχαὴλ εἰς μίαν σύνοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπεκαλέσθη πολιτικούς λόγους : «Ἐὰν ἐπικρέμαται κίνδυνος, μοναδικὸν καθῆκον τοῦ ἀρχιερέως εἶναι νὰ προσεύχεται· ἔργον τοῦ Αὐτοκράτορος εἶναι νὰ ἐξεύρη τρόπον πρὸς ἀπώθησιν τοῦ ἐχθροῦ».
Πιθανωτέρα έρμηνεία διὰ τὴν ἀντίστασιν κατὰ τῆς ἑνώσεως, ἦτο ἡ λαϊκή ἀντίληψις ὅτι αὕτη ἀπετέλει τὸ προανάκρουσμα τοῦ ἐκλατινισμοῦ τῆς Ἑλληνικῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. [Βλ. τὸν σπουδαῖον λόγον τοῦ Μιχαὴλ ἐν Γρηγορά, 127, στ. 1-7, διὰ τοῦ ὁποίου προειδοποιεῖ τοὺς ὑπηκόους του ὅτι κατάκτησις τῆς Κων/πόλεως ὑπὸ τοῦ Καρόλου θὰ ἐσήμαινε πλήρη ἐκλατινισμόν. Το ζήτημα τοῦτο τοῦ φόβου τῶν Ἑλλήνων μήπως ἐκλατινισθοῦν διαπραγματεύομαι ἐκτενῶς εἰς τὸ ἄρθρον μου, The Council of Florence, 10-12]. Αν καὶ ἡ ὕπαρξις ἑλληνικῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως, κατ' ἐκείνην τὴν ἐποχήν, ἴσως νὰ μὴ ἦτο πάντοτε σαφής, εἶναι αναντίρρητον ὅτι οἱ Ἕλληνες ὡς λαός, έθεώρουν ἑαυτοὺς πολύ διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς Δυτικούς. Γενικώς, οἱ Λατῖνοι ἐθεωροῦντο ὄχι μόνον αἱρετικοί, ἀλλὰ καὶ ὑπερφίαλοι καὶ κατώτεροι εἰς μόρφωσιν (Βλ. Dmitrievskij, Τυπικὸν μονῆς Μιχαήλ, 771, ὅπου ὁ Μιχαὴλ ὁμιλεῖ περὶ τῶν Λατίνων ὡς ἡμιβαρβάρων ἀνθρώπων). Ἡ ἀντιπάθεια αὕτη ἐγένετο βαθυτέρα ἐξ αἰτίας τῶν σταυροφοριῶν καί, κυρίως, συνεπείᾳ τῆς ἐπὶ πεντήκοντα ἔτη ὑποταγῆς εἰς τὴν Λατινικὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῆς καταναγκαστικῆς ἑνώσεως μετ᾿ αὐτῆς, ὡς ἄμεσον ἀποτέλεσμα τῆς τετάρτης σταυροφορίας. Δέν εἶναι περίεργον, λοιπόν, ὅτι κάθε Έλλην ὑποστηρικτής τῆς ἑνώσεως, ἐθεωρεῖτο μετὰ φρίκης ὡς προδότης. Τὰ αἰσθήματα ταῦτα ἀποδίδονται κατὰ παραστατικὸν τρόπον εἰς τὸν ἐκτοξευθέντα χλευασμὸν πρὸς τὸν Αὐτοκρατορικὸν ἀπεσταλμένον, τὸν ἀρχιδιάκονον Γεώργιον Μετοχίτην, ὑποστηρικτὴν τῆς ἑνώσεως : Φράγκος καθέστηκας!» (Διὰ τοὺς Ἕλληνας ὁ ὅρος «Φράγκος» ἦτο συνώνυμος τοῦ «Λατίνος». Πρβλ. τὸ νεοελληνικὸν ρήμα «φραγκεύω» = γίνομαι Φράγκος, δηλ. καθολικός). Ὑπὸ τὸ κλῆμα τοῦτο, ἔγραψεν ὁ ἑνωτικός πατριάρχης Βέκκος : «Ανδρες, γυναῖκες, γέροντες καὶ νέοι... θεωροῦν τὴν εἰρήνην πόλεμον καὶ τὴν ἕνωσιν χωρισμόν».
Ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐξηγήσεως αὐτῆς, θὰ ἐφαίνετο ὅτι τὸ θέμα του filioque, τὸ ὁποῖον τόσον πικρῶς ἔθιγε τοὺς Ἕλληνας, εἰς τὴν πραγματικότητα ἐκάλυπτε τὸ ὑφιστάμενον ζωτικόν πρόβλημα τῆς ἐχθρότητος μεταξύ Ελλήνων καὶ Λατίνων. Οὕτω, διὰ τὴν ἀντι-ἑνωτικὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ ἕνωσις, μὲ ὑποταγὴν εἰς τὴν παπικὴν ἐξουσίαν, ἐσήμαινεν ὄχι μόνον ἐκκλησιαστικὴν ἀποστασίαν, ἀλλὰ προδοσίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ αἰσθήματος ἐθνικῆς ὑπερηφανείας.
Τὰ ἰσχυρὰ αὐτὰ ἀντιλατινικὰ αἰσθήματα διεδίδοντο μεταξὺ τοῦ λαοῦ ὑπὸ μοναχῶν, διαπύρων πάντοτε ὑποστηρικτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας - πυρὴν τῶν ὁποίων ἦσαν οἱ ᾿Αρσενιάται, οπαδοὶ τοῦ παυθέντος πατριάρχου Αρσενίου, ὅστις εἶχεν ἐξ ἀρχῆς ἀντιταχθῆ εἰς τὸν ὑπὸ τοῦ Μιχαὴλ σφετερισμὸν τοῦ θρόνου. Ο ᾿Αρσένιος καθηρέθη ὑπὸ Συνόδου τὸ 1267, ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἠπείλησεν ὅτι θὰ ἀποταθῇ εἰς τὸν πάπαν προκειμένου νὰ ἀρθῇ ὁ ἀφορισμὸς ποὺ τοῦ εἶχεν ἐπιβληθῆ διὰ τὴν ὑπ' αὐτοῦ τύφλωσιν τοῦ νεαρού Ἰωάννου Λασκάρεως. Καὶ ὡς πρὸς τὸν λαόν, ὅστις δὲν ἔλησμόνει εὐκόλως τὰς ἡμέρας τῆς Λατινικῆς κατοχῆς, οἱ λόγοι τῶν μοναχῶν ἔπιπτον εἰς γόνιμον ἔδαφος.
Ὁ Παλαιολόγος ἀπεκαλεῖτο περιφρονητικώς «Λατινόφρων» ὑπὸ Ἑλλήνων συγγραφέων. Αἱ σχέσεις του μετὰ τῶν Λατίνων ἦσαν ἀσφαλῶς στενώτεραι ἀπὸ τὰς τῶν προκατόχων του· ἐν τούτοις, εἰς κάθε περίπτωσιν, αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ εἶχε φανῆ εἰς ἀντιλατίνους Ἕλληνας συγχρόνους του, καὶ εἰς μεταγενεστέρους ὀρθοδόξους μελετητάς, ὡς ἐλαστικότης πρὸς τὸν μισητὸν ἐχθρόν, τώρα ἐμφανίζεται μᾶλλον ὡς μέρος μιᾶς μετὰ διορατικότητος ὑπολογισθείσης πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων πολιτικῆς, ἡ ὁποία δὲν δύναται ὀρθῶς, ἢ τουλάχιστον ἄνευ ἐπιφυλάξεως, νὰ ἀποκληθῆ λατινόφρων. Ακόμη καὶ ἐνώπιον τῶν αὐστηρῶν ποινῶν τὰς ὁποίας ἐπέβαλεν ὁ Παλαιολόγος εἰς ἀνθενωτικούς Έλληνας ἱεράρχας καὶ μοναχοὺς πρὸς ἐπιβολὴν τῆς ἑνώσεως, θὰ ἐφαίνετο ἀδικαιολόγητον νὰ λεχθῆ ὅτι ἐμερολήπτει περισσότερον πρὸς τὴν Λατινικὴν πίστιν παρὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικήν. Δογματικά ζητήματα τὸν ἐνδιέφερον ὀλιγώτερον ἀπὸ τὴν ἐπιβίωσιν τῆς Αὐτοκρατορίας.
Φαίνεται ἀπίθανον ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὑπετίμησε τὴν λαϊκὴν Ἑλληνικὴν ἀντιπάθειαν πρὸς τοὺς Λατίνους. Αὐτοκράτωρ, ὅστις εἶχε φθάσει εἰς τὸν θρόνον κυρίως διὰ δημαγωγίας καὶ μέσῳ ἐντέχνου χειρισμοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, τῶν εὐγενῶν, καὶ τοῦ λαοῦ, καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ κλήρου, δὲν θὰ ἔχανε τὴν ἐπαφὴν μὲ τὸ δημόσιον αἴσθημα τόσον, ὥστε νὰ ὑπολογίση κακῶς τὴν ἀντίδρασιν εἰς ἓν τόσον σημαντικὸν ζήτημα. Διαπραγματεύσεις, αἵτινες παρ᾽ ὀλίγον νὰ καταλήξουν εἰς ἕνωσιν, εἶχον διεξαχθῆ ὀλίγα ἔτη ἐνωρίτερον ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Γ΄ Βατάτζη, καὶ ὁ Μιχαὴλ εἶχε τότε ὅλην τὴν εὐκαιρίαν νὰ παρατηρήση τὸ λαϊκὸν αἴσθημα. Εἶναι πολὺ πιθανώτερον ὅτι ἡ πολιτικὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦτο εἰς ὑπολογισμένος κίνδυνος, τὰς δυσκολίας τοῦ ὁποίου, τόσον μὲ τὴν παποσύνην ὅσον καὶ μὲ τὸν ἰδικόν του κλῆρον καὶ λαόν, ἔκρινεν ὅτι θὰ ἠδύνατο νὰ ὑπερνικήση δι᾿ ἐπιδεξίας διπλωματίας. ᾿Απὸ τῆς ἀπόψεως ταύτης, ἑπομένως, ἴσως νὰ ἐθεώρησε τὸ ἑνωτικόν του πρόγραμμα ὡς μίαν ἐπέκτασιν, ἐπὶ τοῦ θρησκευτικοῦ πεδίου, τῆς διπλωματικῆς γραμμής του ἔναντι τῶν Λατίνων, διὰ τὴν διατήρησιν τοῦ θρόνου του καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου