Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Γιαννάκοπουλος Κ. - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1)


Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΣΙΣ 1258-1282

ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1274)

Οἱ Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι εἰς τὴν σύνοδον τῆς Λυών, ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὸν Κεράτιον Κόλπον τὸν Μάρτιον τοῦ 1274. (Σκοπὸς τῆς συνόδου δὲν ἦτο μόνον ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν. Ο πάπας Γρηγόριος ἐπρότεινε νὰ ληφθοῦν ὑπὸ τῆς συνόδου ἀποφάσεις γενικώτεραι ἀφορῶσαι εἰς τὰ ἤθη τοῦ κλήρου καὶ πρὸ πάντων εἰς τὴν προπαρασκευὴν τῆς σχεδιαζομένης σταυροφορίας. Άξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι ὁ Μιχαὴλ δὲν μετέβη αὐτοπροσώπως εἰς τὴν Λυών, ἂν καὶ μεταγενέστεροι συγγραφείς, του 15ου και 16ου αἰῶνος, βεβαιώνουν ὅτι προσκληθεὶς ὑπὸ τοῦ πάπα παρέστη εἰς τὴν σύνοδον). Ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχεν ἐπιλέξει ὡς ἀντιπροσώπους του δύο ἐκ τοῦ κλήρου, τον πρώην πατριάρχην Γερμανὸν καὶ τὸν μητροπολίτην Νικαίας Θεοφάνην, μετὰ τριῶν αὐτοκρατορικῶν ἀξιωματούχων, τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Ακροπολίτου (τὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ σημερινὸν τοῦ πρωθυπουργοῦ καὶ ὑπουργοῦ τῶν ἐξωτερικῶν), τοῦ Προκαθημένου τοῦ Βεστιαρίου Νικολάου Παναρέτου (ἐπὶκεφαλῆς τῶν οἰκονομικῶν ὑπηρεσιῶν) καὶ τοῦ Μεγάλου Διερμηνευτοῦ Γεωργίου Βερροιώτη (ἐπὶκεφαλῆς τῶν διερμηνέων). Οἱ ἀπεσταλμένοι ἔφερον πλούσια δώρα διὰ τὴν παρουσίασίν των εἰς τὸν Πάπαν, περιλαμβάνοντα χρυσᾶς εἰκόνας, ἐπιτραχήλια, θυμιατήρια, ἀκόμη καὶ ὑπέροχα καλύμματα τῆς ῾Αγίας Τραπέζης πεποικιλμένα μὲ χρυσὸν καὶ μαργαρίτας, ληφθέντα ἐκ τοῦ ναοῦ τῆς ῾Αγίας Σοφίας.

Το Βυζάντιο επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου ( 1261-1282)

Δυστυχῶς, τὸ ταξίδιον τῶν ἀντιπροσώπων, ἀναληφθὲν εἰς ἐποχὴν ἀκατάλληλον, κατέληξεν εἰς συμφοράν. Εἰς τὸ ἀκρωτήριον Μαλέας τῶν νοτίων παραλίων τῆς Ἑλλάδος, τὰ δύο πλοῖα συνήντησαν σφοδρὰν θύελλαν, καὶ τὸ ἕν, τὸ φέρον δύο ἐκ τῶν εὐγενῶν καὶ ὅλα τὰ δῶρα, ἀπωλέσθη. Τὸ ἕτερον, ἐν τούτοις, μετὰ τῶν ᾿Ακροπολίτου, Γερμανοῦ καὶ Θεοφάνους, τοῦ Φραγκισκανοῦ Ἰωάννου Παράστρων καὶ τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων Ἱερωνύμου τοῦ ᾿Ασκολι καὶ τοῦ Μποναγκράτια, κατώρθωσε νὰ φθάση εἰς τὸν λιμένα τῆς Μεθώνης, τῆς δυτικῆς Πελοποννήσου. Ὅταν ἔφθασαν ἀκολούθως εἰς τὴν νῆσον Λευκάδα, οἱ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι ἀπέστειλαν γράμματα εἰς τὸν Πάπαν, πληροφοροῦντες αὐτὸν περὶ τῆς ἐπιτεύξεως τῆς ἑνώσεως καὶ τῆς προσεχούς ἀφίξεως τῶν Ἑλλήνων ἀντιπροσώπων. Ἐκεῖθεν, οἱ ἀπεσταλμένοι ἔπλευσαν εἰς Ἰταλίαν, διὰ τῆς ὁποίας, ἐφωδιασμένοι μὲ παπικὰ διαβατήρια και συνοδευόμενοι προσωπικῶς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου Βερνάρδου τοῦ Μοντεκασσίνο, ἐσυνέχισαν τὸ ταξίδιον εἰς Λυών.

Ἐν τῷ μεταξύ, εἰς τὸν καθεδρικὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐν Λυών, ἡ σύνοδος συνεδρίαζεν ἤδη. Μία λαμπρὰ καὶ μεγάλη συγκέντρωσις, περιλαμβάνουσα ἀντιπροσώπους τῶν Δυτικῶν μοναρχῶν καθὼς καὶ καρδιναλίους, τὸν τελευταῖον τιτουλάριον Λατῖνον Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πανταλεόνε Τζουστινιάνι, καὶ πολυαρίθμους κατωτέρους κληρικούς. Εἰς βασιλεύς, ὁ Ἰάκωβος Α΄ τῆς ᾿Αραγῶνος, μετέσχε προσωπικῶς. ᾿Αλλὰ ἔλαμπε διὰ τῆς ἀπουσίας του ὁ παπικὸς ὑποτελὴς Κάρολος τῆς ᾿Ανδεγαυίας, ἂν καὶ μόλις προσφάτως εἶχε συναντηθῆ μετὰ τοῦ Γρηγορίου ἐν Φλωρεντία, ὅπου ὁ τελευταῖος οὗτος εἶχε σταθμεύσει, ὁδεύων πρὸς Λυών.

Ιδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος, ὡς πρὸς τὰς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς μετὰ τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ δευτέρα συνεδρίασις τῆς συνόδου. Τότε ἐλήφθη καὶ ἀνεγνώσθη πρὸ τῆς συνελεύσεως ἡ ἐπιστολὴ τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων ἡ ἀναγγέλουσα ὅτι ἤρχοντο οἱ Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι. Την 24ην Ἰουνίου ἐνεφανίσθησαν οἱ Ἕλληνες ἀντιπρόσωποι, συνοδευόμενοι επισήμως ὑφ᾽ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τῶν ἐκκλησιαστικῶν τοῦ παπικοῦ παλατίου, ὅπου ὁ Γρηγόριος καὶ οἱ καρδινάλιοι ἔδωσαν εἰς αὐτοὺς τὸν ἀσπασμὸν τῆς εἰρήνης. Οἱ ἀπεσταλμένοι παρουσίασαν εἰς τὸν Πάπαν ἐπιστολὴν τοῦ Αὐτοκράτορος, ἐσφραγισμένην μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴν χρυσὴν «βούλλαν», καὶ δύο ἄλλας ἐπιστολάς, τοῦ υἱοῦ του Ανδρονίκου καὶ τοῦ Βυζαντινοῦ κλήρου. Δέον να σημειωθῆ ὅτι πέντε ἡμέρας ὑστερώτερον, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐπισήμου συζητήσεως τῶν ἐπιμάχων δογματικῶν καὶ λειτουργικῶν σημείων, ἤρχισαν προκαταρκτικαὶ τελεταὶ διὰ τὴν πρᾶξιν τῆς ἑνώσεως. Αὐτὸς οὗτος ὁ Γρηγόριος ἐτέλεσεν τὴν λειτουργίαν ἐνώπιον συνάξεως 1500 περίπου προσώπων, ἀνεγνώσθησαν ὁ ᾿Απόστολος καὶ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πρῶτον Λατινιστί, κατόπιν Ἑλληνιστί ὑπὸ διακόνου ἐνδεδυμένου μὲ ἄμφια τῆς ᾿Ανατολικῆς Ἐκκλησίας. Κατόπιν, ὁ διάσημος καρδινάλιος Μποναβεντούρα, (το γόητρον καὶ ἡ μάθησις τοῦ ὁποίου ἐκράτουν αὐτόν, πιθανόν, εἰς συχνοτάτην ἐπαφὴν μετὰ τῶν ῾Ελλήνων ἀπεσταλμένων), ἐκήρυξεν ἀπὸ ἄμβωνος ἐξαίρων τὴν Ενωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν. (Σημειωτέον ὅτι ὁ πάπας εἶχεν ἀναθέσει εἰς τὸν Μέγαν δομινικανὸν Θεολόγον Θωμᾶν ᾿Ακινάτον τὴν συγγραφὴν εἰδικοῦ ἔργου διαλαμβάνοντος τὰ περὶ τῶν πλανῶν τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας. Βλ. Dondaine, Contra Graecos, 387 κέ. Ο Θωμᾶς ὅμως ἀπέθανε μεταβαίνων εἰς Λυών. Ο Βοναβεντούρα ἀπέθανεν ἐπίσης κατὰ τὴν τελευταίαν συνεδρίαν τῆς συνόδου). 

Η σύνοδος της Λυών (1274). Ο Καρδινάλιος Μποναβεντούρα, που υποστήριζε την αναγκαιότητα της ένωσης των δύο εκκλησιών, υποδέχεται τους απεσταλμένους του Βυζαντίου και συνομιλεί μαζί τους (ελαιογραφία, Παρίσι, Λούβρο).

Μετὰ τοῦτο ἀπηγγέλθη τὸ σύμβολον τῆς πίστεως Λατινιστί ὑπὸ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων, εἶτα ἐκ νέου Ἑλληνιστὶ ὑπὸ τοῦ πρώην πατριάρχου Γερμανοῦ (Ὁ Γερμανὸς εἶχεν ἐξωσθῆ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, διότι εἶχεν ἀρνηθῇ νὰ ἀνακαλέσῃ τὸν ἐξ αἰτίας τῆς τυφλώσεως τοῦ νεαροῦ Ἰωάννου Λασκάρεως ἐπιβληθέντα εἰς τὸν Μιχαὴλ ἀφορισμόν) ὁμοῦ μετὰ τῶν Ἑλλήνων ἀρχιερέων τῆς Καλαβρίας καὶ δύο ὁμιλούντων τὰ Ἑλληνικὰ παπικῶν ἐξομολογητῶν. Οὗτοι ἦσαν ὁ Κωνσταντινουπολίτης Φραγκισκανὸς Ἰωάννης Παράστρων, προφανῶς ἀρχιδιερμηνευτής τῆς συνόδου, καὶ ὁ δομινικανός Γουλιέλμος Μέρμπεκε, ὅστις ὡς ἐπίσκοπος τῆς Κορίνθου θὰ ἐγίνετο ἀργότερον γνωστὸς διὰ τὴν ὑπ' αὐτοῦ μετάφρασιν τοῦ ᾿Αριστοτέλους. Τρὶς ἐπανελήφθη τὸ filioque (καὶ τοῦ Υἱοῦ), μετὰ τὸ ὁποῖον οἱ Βυζαντινοὶ ἀπεσταλμένοι ἔψαλαν Ἑλληνιστὶ τὸ ἐγκώμιον τοῦ Γρηγορίου, καὶ ὁ Πάπας περάτωσε τὴν λειτουργίαν. Σημειωτέον ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Bari (1098) εἶχεν ἐπιτρέψει εἰς τοὺς Ἕλληνας τῆς Κάτω Ιταλίας νὰ τηροῦν τὸ ὀρθόδοξον τυπικόν, ἀρκεῖ νὰ ὡμολόγουν τὸ filioque.

Μόνον κατὰ τὴν τετάρτην συνεδρίαν, δηλ. την 6ην Ἰουλίου, ἐτελέσθη ἡ ἐπίσημος πρᾶξις τῆς ἑνώσεως. Ἡ σχετική εθιμοταξία τῆς συνόδου, ἐτοποθέτει τοὺς Ἕλληνας ἀπεσταλμένους (ὅπως καὶ εἰς τὴν περίφημον σύνοδον τῆς Φλωρεντίας, μετὰ δύο αἰῶνας) εἰς τὰ δεξιά, ἀλλὰ ὄπισθεν τῶν καρδιναλίων. Μετὰ μίαν ὁμιλίαν τοῦ καρδιναλίου - ἐπισκόπου τῆς Ὄστιας (ἀργότερον Πάπα Ιννοκεντίου Ε΄), ὁ Γρηγόριος εξέφρασε τὴν χαράν του διὰ τὴν «ἐπιστροφὴν τῶν Ελλήνων εἰς τὴν ὑποταγὴν τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας», πρᾶξιν, εἶπε, «συντελεσθεῖσαν ἐθελουσίως καὶ ἄνευ ἐγκοσμίου ἀντισταθμίσματος». Κατόπιν ἀνεγνώσθη λατινική μετάφρασις τῶν τριῶν ἐπιστολῶν τὰς ὁποίας εἶχον φέρει οἱ Ελληνες ἀπεσταλμένοι. Εἰς τὴν πρώτην, ὁ Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐπανελάμβανε τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, τὸ προσδιορισθέν ὑπὸ τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ΄(περιλαμβανομένου του filioque), διεδήλουν τὴν ἀποδοχὴν τῆς Ρωμαϊκῆς πίστεως καὶ τῶν Ρωμαϊκῶν πρωτείων. Προέτεινεν, ἐν τούτοις, ὅπως ἐπιτραπῆ εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν νὰ διατηρήση τὸ ἰδικόν της σύμβολον πίστεως ὡς ἀπηγγέλλετο πρὸ τοῦ σχίσματος, καθὼς καὶ τοὺς ἰδικούς της ἐκκλησιαστικούς τύπους, «ὑπὸ τὸν ὅρον ὅτι δὲν συνεκρούοντο πρὸς τὰς οἰκουμενικὰς συνόδους καὶ τὰς γραφὰς τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας τὰς ἀναγνωριζομένας ὑπὸ τῶν συνόδων» (Ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε συμβουλεύσει τοὺς ἀντιπροσώπους του νὰ προβοῦν εἰς τὰς δηλώσεις ταύτας δημοσία πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς συνόδου).

Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ᾿Ανδρονίκου, πιθανῶς συντεταγμένης κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον μὲ τὴν τοῦ πατρός του, ἀνεγνώσθη ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου. Οἱ Ἕλληνες ἐπίσκοποι, ἐπιμαρτυροῦντες τὰς αὐτοκρατορικὰς προσπαθείας διὰ τὸν προσεταιρισμὸν τῶν ἀντι - ἑνωτικῶν 15, διεδήλουν τὴν προσχώρησίν των εἰς τὴν ἕνωσιν καὶ ἐπληροφόρουν τον Πάπαν ὅτι ἂν ἡ παροῦσα σύνοδος ἀπέβαινεν επιτυχής, ὁ νῦν κατέχων τὸν τίτλον Πατριάρχης Ιωσήφ, θὰ παρητεῖτο τοῦ ἀξιώματός του. Ἡ ἐπιστολὴ ἐτελείωνε μὲ τὴν δήλωσιν ὅτι μὲ τὴν παπικὴν ἔγκρισιν τῶν δηλώσεων τῶν Ἑλλήνων ἀπεσταλμένων, οἱ ἐπίσκοποι θὰ ἐχορήγουν εἰς τὴν ῾Αγίαν Ἕδραν «ἅπαντα τὰ δικαιώματα τὰ ὁποῖα εἶχε πρὸ τοῦ σχίσματος» — μία μᾶλλον ἀμφίβολος παραχώρησις, δεδομένου ὅτι αἱ παπικαὶ ἀξιώσεις εἶχον κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκδηλωθῆ μόνον μετὰ τὴν σύγ κρουσιν τοῦ 1054, μεταξὺ τοῦ Πάπα Λέοντος Θ΄ καὶ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου.

Τέλος, ἡ ὑπερτάτη στιγμὴ ἔφθασεν. Ὁ Γεώργιος Ακροπολίτης, ὡς αὐτοκρατορικὸς πληρεξούσιος, ὡρκίσθη ἐν ὀνόματι τοῦ Αὐτοκράτορος ὅτι ἀπαρνεῖται τὸ σχίσμα, ὁμολογεῖ τὴν ἀληθῆ, ἁγίαν καὶ ὀρθόδοξον πίστιν ὡς ἐκφράζεται ἐν τῇ αὐτοκρατορικῇ ἐπιστολῇ, καὶ τελευταῖον, ὅτι ἀναγνωρίζει τὸ πρωτεῖον τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας «εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπέστρεψεν αὐτοβούλως».

᾿Αφοῦ συνετελέσθη ἡ ἐπίσημος αὕτη πρᾶξις, ὁ Πάπας ἔψαλε τὸ Te Deum, καὶ ὡμίλησεν ἐκφράζων τὴν ἀγαλλίασίν του διὰ τὸ γεγονός, καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁλόκληρος ἡ συνάθροισις ἀπήγγειλε τὸ σύμβολον τῆς πίστεως Λατινιστί. Τὸ σύμβολον ἐπανελήφθη ἀμέσως Ἑλληνιστί μετὰ τοῦ «καὶ τοῦ υἱοῦ» ὑπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Αὐτοκράτορος, ὁμοῦ μετὰ τῶν Ἑλλήνων ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων τοῦ Βασιλείου τῆς Σικελίας, οἵτινες ἂν καὶ ἀκολουθοῦντες τὸ Ἑλληνικὸν τυπικόν, εἶχον ἑνωθῆ μετὰ τῆς Ρώμης ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς συνόδου τοῦ Μπάρι (1098). Μὲ τὴν κανονικὴν ἀπαγγελίαν τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως ἔληξεν ἡ ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἕνωσιν συνεδρία. Ητο μία ιστορική τελετή, δεδομένου ὅτι διὰ πρώτην φοράν μετὰ δύο καὶ πλέον αἰῶνας, οἱ μεγάλοι κλάδοι τῆς Χριστιανοσύνης, Ανατολικὸς καὶ Δυτικός, ἦσαν καὶ πάλιν εἰς θρησκευτικὴν κοινωνίαν. Εν τούτοις, ἡ ἐπιτευχθεῖσα συμφωνία ἐν Λυών, ἦτο μᾶλλον φαινομενικὴ παρὰ πραγματική, ἐπειδή, ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχεν ὑποταγῆ προσωπικῶς εἰς τὴν Ρώμην, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός του δὲν εἶχον ὑποταγῇ, καὶ οὕτω ἡ σημασία τῆς συνόδου θὰ ἔμενεν ἐπὶ αἰῶνας ἀντικείμενον βιαίων ἀντεγκλήσεων. Οἱ Λατίνοι, θεωροῦντες τὴν σύνοδον ταύτην ὡς οἰκουμενικήν, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ συνομολογηθεῖσα ένωσις ἐδέσμευε τοὺς Ἕλληνας. Διὰ τοὺς Ἕλληνας ὅμως αὕτη ἦτο μία «ληστρική σύνοδος», διότι μόνον ἀντιπρόσωποι τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ὄχι τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχείων ἔλαβον μέρος. Περὶ τῆς ἀρνήσεως τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος τῆς συνόδου ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων βλ. τὴν ἐπιστολὴν τοῦ πάπα Βενεδίκτου ΙΒ΄ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νεαπόλεως Ροβέρτον ἐν Raynaldus, ἔτ. 1339, παραγρ. 21, καὶ ἰδίως μίαν ἐπιστολὴν τοῦ Βαρλαὰμ πρὸς τὸν πάπαν (του 1339).

Ολίγας ἡμέρας μετὰ τὴν τελετήν τῆς ἑνώσεως, οἱ Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι ἀνεχώρησαν ἐκ Λυών, λαβόντες ὡς δῶρα τιάρας, μίτρας καὶ δακτυλίους, «τὰ συνήθη στολίσματα τῶν Λατίνων ἀρχιερέων», ὡς πληροφορούμεθα μᾶλλον εἰρωνικῶς ἀπὸ τὸν Παχυμέρην. Οἱ ἀπεσταλμένοι, συμφώνως πρὸς τὸν αὐτὸν συγγραφέα, δὲν ἐπέστρεψαν ἀμέσως εἰς τὴν ᾿Ανατολήν, ἀλλὰ διῆλθον τὸ θέρος μετὰ τοῦ Πάπα, πιθανῶς ἐν Ρώμῃ, ἢ εἰς τὸ παπικὸν παλάτιον τοῦ Βιτέρβο. Μόνον κατὰ τὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1274, ὁμοῦ μετὰ τῶν παπικῶν νουντσίων, ἔφθασαν καὶ πάλιν εἰς Κωνσταντινούπολιν, μὲ νέας ἐπιστολὰς τοῦ Πάπα ἀπευθυνομένας πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα, τὸν υἱόν του, καὶ τὸν Βυζαντινὸν κλῆρον. Τί ὑποδοχὴ τοὺς ἐπεφυλάσσετο, ἐν τούτοις, ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ τῆς πρωτευούσης, θὰ τὸ ἴδωμεν περαιτέρω.

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ  ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ, ΜΟΝΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΑΝΕΡΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΟΣΜΙΟΥ ΔΟΞΗΣ.
 ΚΑΙ ΤΟΤΕ Ο ΜΑΛΕΑΣ ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΙΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗΣ ΣΥΚΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: