«Μαγική εκκλησιαστικότητα.
Α΄. Μια αυτοαναίρεση»
Το νέο τεύχος της «Σύναξής» μας (αρ. 167).
Παραθέτω το ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ και στη συνέχεια τα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
(το εξώφυλλο το κοσμεί έργο του π. Ιωάννη Τακαχάσι (John Takahashi).
…………………………………………………
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ ΟΜαγική εκκλησιαστικότητα: μια αυτοαναίρεση.
Ο τίτλος αυτός συνοψίζει την βασική θέση του αφιερώματός μας. Η έννοια «μαγική εκκλησιαστικότητα» αποτελεί καθ’ αυτήν αντίφαση. Η εκκλησιαστικότητα δεν μπορεί να υπάρξει με μαγικό τρόπο. Εκκλησιαστικότητα είναι ο αντίποδας της μαγείας. Η μαγεία ακυρώνει την εκκλησιαστικότητα. Η Εκκλησία που αποδέχεται την μαγεία αυτoαναιρείται. Τελεία.
Εξηγούμε αυτή τη βασική θέση λακωνικά και εισαγωγικά (τα κείμενα του αφιερώματος την διαυγάζουν προσεγγίζοντας συγκεκριμένα ζητήματα), δίνοντας το νόημα που αναγνωρίζουμε στους δύο κρίσιμους όρους: την εκκλησιαστικότητα και τη μαγεία.
Εκκλησιαστικότητα είναι το να ζεις τη ζωή της κοινότητας εκείνης η οποία λογαριάζει στα σοβαρά τον ζωντανό Θεό ως ζωντανό Θεό. Εκκλησιαστικότητα είναι να πασχίζεις να ανταποκριθείς στο κάλεσμά του, πώς; Με την ελευθερία, την ευθύνη και την διακινδύνευση που εμπεριέχονται στο (και ορίζουν το) πάλεμα μιας σχέσης μεταξύ ζωντανών και ελεύθερων υποκειμένων.
Μαγεία είναι η εμπιστοσύνη στο ξόρκι. Είναι η προσάραξη σε βεβαιότητες τις οποίες εγγυάται (στην οπτική αυτή) η ακριβής εκτέλεση μιας συνταγής. Είτε γίνεται είτε δεν γίνεται κουβέντα για θεό, στη μαγική νοοτροπία η ουσία βρίσκεται στην τελετή, στο αντικείμενο, στην κίνηση. Το αποτέλεσμα επέρχεται αναπόδραστα, όπως κι αν ζεις, ό,τι κι αν φρονείς, ουσιαστικά.
Η αντιφατική διατύπωση λοιπόν «μαγική εκκλησιαστικότητα» δεν είναι λεκτικό παιχνίδι. Αποτυπώνει μια χρόνια, πραγματική πραγματικότητα, μια αδιανόητη μίξη η οποία αποτελεί καθημερινότητα, μια τραγική αυτοαναίρεση η οποία αυτοπροβάλλεται ως κανονικότητα. Η μαγεία δεν πέφτει στον εκκλησιαστικό μας βίο σαν μετεωρίτης, δεν σκάει μύτη περιστασιακά σαν κάτι έκτακτο, όπως ένα ατύχημα. Παράγεται, αναπαράγεται και στηρίζεται από τον εκκλησιαστικό χώρο, έχει ρίζες βαθιές, είναι καθεστώς ισχυρό και προσοδοφόρο.
Πριν από 25 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1998, η «Σύναξη» είχε εκδώσει το αφιέρωμα «Η μαγεία εντός των τειχών: Στρεβλώσεις της εκκλησιαστικής συνείδησης». Ήταν το τεύχος 67. Με τον τίτλο εκείνο τότε εκφράζαμε την ίδια αίσθηση με αυτήν που εκφράζουμε και τώρα. Γράφαμε τότε στο Προλογικό:
«... Αυτό [...] που μας απασχολεί εδώ, δεν είναι η μαγεία ως θρησκευτική επιλογή ξέχωρη από τον Χριστιανισμό ή ως βασική παράμετρος διαφόρων θρησκειών ξέχωρων από τον Χριστιανισμό. Μας απασχολεί το ότι διδαχές, δρώμενα και δρόμοι της Εκκλησίας εισπράττονται, βιώνονται και τελούνται από τα ίδια της τα μέλη με τρόπο που προσιδιάζει στη μαγεία και είναι όχι απλώς διαφορετικός, αλλά αντίθετος προς τα εκκλησιαστικά κριτήρια [...].
Η πάλη της προσωπικής συνάντησης Θεού και ανθρώπου ξεθωριάζει και υποκαθίσταται από αυτοματισμούς. Πράξεις, αντικείμενα, τόποι, λόγια, στιγμές θεωρείται πλέον ότι κουβαλούν μέσα τους (χάρη, δηλαδή, σε δικές τους ιδιότητες) μεταφυσικές δυνάμεις, από τις οποίες ο άνθρωπος προσδοκά την επέλευση κάποιου αποτελέσματος, χωρίς όμως ο ίδιος να μεταβάλλει ριζικά τον προσανατολισμό του, χωρίς να μετα-νοεί. Και μόνο η κατοχή του τάδε ιερού αντικειμένου ή η τέλεση των δείνα ιερών κινήσεων κλπ, πιστεύεται ότι τίκτουν αναπόδραστα συγκεκριμένα αποτελέσματα μέσω μιας μεταφυσικής χημείας, όποια κι αν είναι η βούληση και η καρδιά του κατόχου, του χρήστη τους ή των τρίτων, για το “καλό” των οποίων επιδιώκεται το αποτέλεσμα. Και ο Θεός, μέσα σ’ αυτό το μαγικό πλαίσιο, δεν εκλαμβάνεται ως το κατ’ εξοχήν ελεύθερο και απρόβλεπτο Πρόσωπο, αλλά ως μια ύπαρξη (είτε προσωπική είτε απρόσωπη) που υπόκειται κι αυτή σε ύψιστους μεταφυσικούς νόμους κι έτσι δεσμεύεται, μέσω της ενέργειας μαγικών πράξεων ή αντικειμένων, να ενεργήσει καθ’ υπαγόρευσιν και νομοτελειακά. Η μαγεία συνήθως θεωρείται ως ένας ιδιαίτερα μυστηριακός χώρος, στην πραγματικότητα όμως είναι η κατάργηση του μυστηρίου.
Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι οι αντιλήψεις που προαναφέραμε δεν συνοδεύονται από ρητή απόρριψη της Εκκλησίας, των αντικειμένων και των πράξεών της. Ο θιασώτης τους, π.χ., δεν επιδιώκει να αντικαταστήσει τον αγιασμό με ένα παγανιστικό ματζούνι, τον αντιμετωπίζει όμως ακριβώς σαν τέτοιο. Ούτε επιθυμεί την κατάργηση της θείας λειτουργίας˙ ίσα-ίσα, μπορεί να δηλώνει και εξαιρετικά φιλακόλουθος. [...] Εξαιρετικά δύσκολο είναι το θέμα και για έναν άλλο λόγο. Αυτό που δεν σπανίζει στον χώρο της Εκκλησίας σήμερα είναι η τάση άκριτης αποδοχής κάθε ήδη υφιστάμενου και παγιωμένου. Κι όταν λέμε “άκριτης” εννοούμε την έλλειψη των κριτηρίων της Εκκλησίας, εκείνων με υα οποία είναι χρεωμένα τα μέλη της προκειμένου να είναι Χριστιανοί και όχι κάτι άλλο. Συχνά λοιπόν και μόνο η διατύπωση του ερωτήματος για μαγικές και άλλες στρεβλώσεις της εκκλησιαστικής ζωής στιγματίζεται ως υπονόμευση της παράδοσης, αντί να οδηγήσει σε συζήτηση, οδηγεί σε επίθεση εναντίον εκείνων που έθεσαν το ερώτημα. Έτσι, νοσηροί νεωτερισμοί, όθνια στοιχεία που η Εκκλησία είχε καταπολεμήσει, όχι μόνο νομιμοποιούνται στο κορμί της, αλλά και κατηγορούνται ως νεωτεριστές όσοι αμφισβητήσουν τη δεσποτεία τους [...]».
Αυτά γράφονταν στο τεύχος 67 (πριν από το οποίο φυσικά πλήθος δασκάλων θεολόγων είχε καταδείξει λαγαρά το πρόβλημα). Τώρα λοιπόν βρισκόμαστε στο τεύχος 167, καθόσον η μαγεία καλά κρατεί! Και επανερχόμαστε στο πρόβλημα, ακριβώς επειδή και συνεχίζει και θεριεύει. Κάθε τόσο χρειάζεται να επανερχόμαστε σε καίρια θέματα που έχουμε εξετάσει παλαιότερα, ώστε να τα δούμε στις σημερινές τους διαστάσεις και με την συσσωρευμένη εμπειρία. Το της μαγείας μέγα κράτος είναι ένα από αυτά. Και θα μας απασχολήσει σε δύο συνεχόμενα τεύχη: σε ετούτο εδώ, και στο επόμενο (τ. 168, Δεκεμβρίου 2023) συν Θεώ.
Στο παρόν τεύχος έχουμε τις εξής συμβολές, οι οποίες πασχίζουν να βαθύνουν και να πλατύνουν τον προβληματισμό:
Ο π. Αντώνιος Πινακούλας εξηγεί ποιο είναι σήμερα το επίδικο ζήτημα, εξετάζοντας την αναμέτρηση της Εκκλησίας με την μαγεία κατά την ύστερη αρχαιότητα (την εποχή δηλαδή της συνάντησης της Εκκλησίας με τον μεγάλο κόσμο). Από την άλλη, ο Στρατής Ψάλτου παρουσιάζει πώς προσεγγίζει τη μαγεία η Κοινωνική Ανθρωπολογία, ένα πεδίο που διαπλέκεται εξαιρετικά με την θεολογία και την διαπολιτισμική εμπειρία της Εκκλησίας. Ο δε Θανάσης Παπαθανασίου ανιχνεύει τον παραλογισμό του γεγονότος ότι η μαγική νοοτροπία έχει βαθιές ρίζες στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή.
Κατόπιν ο π. Βασίλειος Θερμός σκιαγραφεί το προσκύνημα, αφ’ ενός στον κοσμικό και αφ’ ετέρου στον εκκλησιαστικό χώρο, και εντοπίζει το ειδικό βάρος του καθενός και τις συνοδούς στρεβλώσεις. Ο Γιώργος Κόρδης καταδεικνύει τις βαθιές αλλοιώσεις που έχει υποστεί, στο όνομα της ευσέβειας, η θεολογία, η δημιουργία και η χρήση των εικόνων. Παράλληλα, ο Διονύσης Σκλήρης μελετά, επίσης σε σχέση με τις εικόνες, την ρήξη με την μαγική κατανόηση, ρήξη την οποία οφείλει να κομίζει και να διακονεί η Εκκλησία.
Το άνοιγμα της θεματικής βεντάλιας συνεχίζεται: Ο Παντελής Λεβάκος εξετάζει πώς προέκυψε και επιβλήθηκε, με συμφραζόμενα ενός μαγικού αυτοματισμού, η συγχωρητική ευχή η οποία διαβάζεται σε κηδείες αποκλειστικά από αρχιερείς και όχι και από πρεσβύτερους. Ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου πιάνει άλλο ιδιαίτερο νήμα, την παρουσία του μαγικού και την εννόηση του θαύματος στον κόσμο του κινηματογράφου – και στην συνείδηση που εκφράζει ή καλλιεργεί αυτός. Ο π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος επικεντρώνει στις παραμορφώσεις που επιφέρει το «Άγιο Φως», το οποίο παραλαμβάνεται από τα Ιεροσόλυμα (το κείμενο αποτελεί και μια μαρτυρία ότι οι παραμορφώσεις αυτές επισημαίνονται από την νήφουσα εκκλησιαστική συνείδηση από καιρό). Στη συνέχεια ο Δημήτρης Γιαμαλής εκθέτει βιωματικά πώς η πεποίθηση περί ιερότητας της εν χρήσει λειτουργικής γλώσσας ολισθαίνει σε μαγική αντίληψη. Τέλος ο π. Γεώργιος Μπασιούδης συνοψίζει την προσφορά του μακαριστού π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στο όλο ζήτημα, καθώς μάλιστα φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την εκδημία του (13-2-1983).
Αυτά, προσώρας. Στο επόμενο τεύχος θα έχουμε τη συνέχεια της «Μαγικής εκκλησιαστικότητας» με μελετήματα για το θαύμα, την γυναικεία «ακαθαρσία», τον αγιασμό, τις ευχές κατά της μαγείας, την ψυχολογία του μαγικώς θρησκεύοντος, την ορθή τιμή προς τα λείψανα, την πεποίθηση ότι αρκεί καθαυτήν η ανάγνωση των ευχών της θείας λειτουργίας ανεξάρτητα από την λογική σειρά και θέση τους κλπ.
«Εν μέρει εθνικός, κι εν μέρει χριστιανίζων».
Ταιριάζει σε πολλούς σημερινούς (παραδοσιακούς κατά δήλωσή τους, μεταμοντέρνους στον τρόπο τους), αυτή η σκιαγράφηση του αλαζονικού Μυρτία στα μέσα του 4ου αι., δια ποιητικής ενοράσεως Κωνσταντίνου Καβάφη. Από τον 4ον αιώνα μέχρι τον 21ο, μιας μαγγανείας δρόμος! Και δείτε! Σε τούτη την άμικτη μίξη, ο «εθνικός» μένει «εθνικός», ενώ αυτό που απομένει από τον χριστιανό είναι ένας «χριστιανίζων». Όπως ακριβώς στην άμικτη μίξη μαγείας και εκκλησιαστικότητας: ηττάται το δεύτερο συνθετικό.
Μα, το σπουδαιότερο: Όλα αυτά, όχι προς μεμψιμοιρία! Όλως αντιθέτως, για λαχτάρα καθάριου αγέρα από τον ζωντανό Θεό, τον απελευθερωτή από κάθε δουλεία – είτε «βέβηλη», είτε «ιερή».
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
«μαγική εκκλησιαστικότητα» Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ.
4 σχόλια:
Βρε νεομανεις ορθολογιστές αφήστε και λίγο μύθο και λίγη μαγεία να υπάρχει και στην Εκκλησία...ακόμη και αν είναι υπερβολική απέναντι στην καθαρότητα σας που τη φυλάτε ως κόρη οφθαλμού και τη διατυμπανιζετε κιόλας..
Και//τί//σημαίνει://"Δούλοι,''Κύριον"...
Ο επίσκοπος Τρωάδος λειτούργησε χθες στην ενορία του Freiburg (εκεί διαμένει και λειτουργεί). Μετά το "Δι' ευχών" είπε δυο λόγια για την ευαγγελική περικοπή. Στο τέλος υπενθίμισε ότι έχει καφέ και είπε: "Ο καφές είναι η Εκκλησία μετά την Εκκλησία".
Η χαμένη μετα-φυσική, η κάθετη διάσταση τής σωτηρίας καί τής μετα-νοίας, η κoiνωνία τών προσώπων. Τό ορθόδοξο facebook. Oι σύγχρονες αγάπες.
Δημοσίευση σχολίου