Συνέχεια από: Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΣΙΣ 1258-1282
ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1274)
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ, ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΥ
Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἑνώσεως ἦτο, ὡς ἔχει ἤδη τονισθή, πρωτίστως ἀποτέλεσμα τῆς πεποιθήσεως τοῦ Μιχαὴλ ὅτι μόνον μέσω μιας τοιαύτης συναινέσεως ἠδύνατο νὰ ἀποσοβηθῆ εἰσβολὴ τοῦ Καρόλου τῆς ᾿Ανδεγαυίας εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν. Ο Παχυμέρης καὶ ὁ Γρηγορᾶς, λέγουν σαφῶς ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπεζήτει τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν διὰ πολιτικούς λόγους, καὶ δὴ διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἐπέμβασιν τοῦ πάπα ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἀποτραπῇ ἡ ἐκστρατεία του Καρόλου κατὰ τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Αὐτοκράτωρ δὲν ἐπεχείρησε νὰ ἀποκρύψη ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν ἀνώτερον κλῆρον τὴν ἰδέαν τῆς πολιτικής σκοπιμότητας. Πράγματι, τὴν ἐναργεστέραν ἔκφρασιν τῶν ἀπόψεών του ἀνευρίσκομεν εἰς ἕνα λόγον του προς μίαν ἐκκλησιαστικὴν συνέλευσιν, συγκληθεῖσαν εἰς τὸ αὐτοκρατορικὸν παλάτιον ὀλίγον πρὸ τῆς συνόδου τῆς Λυών. Εἰς τὴν συνέλευσιν ἐκείνην, ὡς μᾶς πληροφορεῖ ὁ Παχυμέρης, ὁ Μιχαὴλ ἐτόνισεν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς του ὅτι αἱ προσπάθειαί του διὰ τὴν ἐπίτευξιν ἑνώσεως ὠφείλοντο «μόνον εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του ὅπως ἀπαλλάξη τοὺς Ελληνας τῶν τρομερῶν πολέμων καὶ τῆς αἱματοχυσίας, ἅτινα ήπείλουν τὴν Αὐτοκρατορίαν». Ἡ ἔνωσις, ἐδήλωσεν, «απήτει παραχωρήσεις εἰς τρία μόνον σημεία : 1) ἀναγνώρισιν τῶν Ρωμαϊκῶν πρωτείων, 2) τὴν ἀποδοχὴν τοῦ ἐκκλήτου, καὶ 3) μνημόνευσιν τοῦ Πάπα εἰς τὰς δημοσίας προσευχὰς (δίπτυχα). Οὐδὲν τούτων, ἐπέμεινε, εἶχε πραγματικήν τινα σημασίαν. «Επειδή», ἐσυνέχισε, «πότε θὰ ἐνεφανίζετο ὁ Πάπας ἐν Κωνσταντινουπόλει, διὰ νὰ προκαθίση τῶν Ἑλλήνων ἐπισκόπων, ἢ πότε θὰ διέσχιζε τις τὸν ἀτέρμονα πόντον ὅπως προσφύγη εἰς τὴν Ρώμην; Τί τὸ ἀντίθετον πρὸς τὴν ἁγνότητα τῆς πίστεως ὑπάρχει εἰς τὴν μνημόνευσιν τοῦ Πάπα ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου λειτουργοῦντος;». Ἐσυνέχισε διὰ νὰ καταδείξη ὅτι κατὰ τὸ παρελθὸν εἶχε χρησιμοποιηθῆ ἡ οἰκονομία (δηλ. διὰ νὰ οἰκονομηθῆ ἡ περίστασις) ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἐπίτευξιν τῶν σκοπῶν των.
«Μακρὰν τοῦ νὰ εἴμεθα ἄξιοι μομφῆς διὰ τὴν ἐπιτηδείαν ἀποτροπὴν τοῦ κινδύνου ὅστις μᾶς ἠπείλει... θέλομεν ἐπαινεθῆ, ἀντιθέτως, ὑπὸ ὅλων τῶν φρονίμων καὶ συνετῶν ἀνθρώπων. Μόνον ἓν πρᾶγμα μὲ ἀναγκάζει νὰ ἐπιζητῶ τὴν ἕνωσιν, καὶ τοῦτο εἶναι ἡ ἀπόλυτος ἀνάγκη ἀποτροπῆς τοῦ κινδύνου ὅστις μᾶς ἀπειλεῖ... Ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ὁ κίνδυνος οὗτος, ποτὲ δὲν θὰ εἶχον ἀρχίσει τὴν ὑπόθεσιν ταύτην». Όσον αφορά τὴν ἐφαρμογὴν τῆς ἀρχῆς τῆς οἰκονομίας, ὑπῆρχαν δύο ἀντιτιθέμεναι ἀπόψεις τῶν ὑπὲρ αὐστηρῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν ὅτι ἡ ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κράτους, καὶ τῶν φιλελευθέρων, οἱ ὁποῖοι ἔκριναν ὅτι ἡ ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ὑποχωρῇ ὅταν ὕψιστοι κρατικοί λόγοι τὸ ἐπέβαλλον.
Αν καὶ εἶναι ἐμφανὴς ὁ σκοπός τοῦ Παλαιολόγου ὅπως σώση τὴν αὐτοκρατορίαν μέσῳ τῆς ἑνώσεως, ἡ τακτικὴ τὴν ὁποίαν ἠκολούθησε φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσυνεπής. Πράγματι, ἠκολούθησε δύο συγκεκριμένας γραμμὰς ἐνεργείας : μίαν εἰς τὰς σχέσεις του μὲ τὴν παποσύνην καὶ μίαν ἄλλην μὲ τοὺς Ιεράρχας του. Αφ᾿ ἑνὸς ἐτόνιζε τὴν σπουδαιότητα τῆς θρησκευτικῆς ἑνώσεως, ἐπιχειρῶν τιμίως νὰ ἐκπληρώση πᾶσαν ἀπαίτησιν τῶν παπικῶν πληρεξουσίων (Διὰ τούτου ἐπεζήτει ἰδίως νὰ ἀποστομώση τοὺς ἀνδεγαυικοὺς ἀντιπάλους του ἐν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρουν δι' ἀνειλικρίνειαν). Αφ' ἑτέρου επεζήτει να σμικρύνη εἰς τὸ ἐλάχιστον πρὸς τὸν κλῆρον του τὴν σημασίαν τῆς ἑνώσεως, κατευνάζων αὐτὸν διὰ τῆς ἐπιμονῆς ὅτι ἡ ἕνωσις οὐδεμίαν ἀλλαγὴν ἤθελεν ἐπιφέρει εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, ἀλλὰ μόνον ἐλάσσονας παραχωρήσεις ἀσημάντου φύσεως. Επομένως, ἐνῶ πρὸς τὴν παποσύνην ἐξῆρε θρησκευτικάς σκέψεις, εἰς τὸν κλῆρον καὶ τὸνλαόν του τόνιζε πολιτικά οφέλη.
Η δίπλευρος πολιτικὴ τοῦ Μιχαὴλ ἀπέναντι τῆς παποσύνης καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου, καθίστατο δυνατὴ κατὰ μέγα μέρος ὡς ἐκ τῆς εἰλικρινούς καὶ συγκαταβατικῆς στάσεως τοῦ Πάπα Γρηγορίου, καθὼς καὶ ἐκ τῆς ἀποστάσεως καὶ τῶν δυσκόλων συγκοινωνιών μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης. Η σχετικῶς ὄχι συχνὴ ἀνταλλαγὴ ἀποστολῶν μεταξὺ τῆς ῾Αγίας Έδρας καὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς (γενικῶς ἀπητοῦντο τρεῖς ἕως τέσσαρες μῆνες διὰ τὸ ταξίδιον), καὶ ὁ ἄκρος σεβασμὸς καὶ ἡ θερμὴ γλῶσσα μετὰ τῶν ὁποίων ἔγραφεν ὁ Παλαιολόγος πρὸς τὴν Κουρίαν περὶ τοῦ ζήλου δι᾿ ἕνωσιν, φαίνονται, τουλάχιστον ἐπί τι διάστημα, νὰ εἶχον περιορίσει τὴν ἀντίληψιν τοῦ Πάπα περὶ τῶν πραγματικῶν κινήτρων τοῦ Μιχαήλ. Και, ὅπως θὰ ἴδωμεν, μόνον κατὰ τὸ 1279, ἐπὶ τοῦ ποντίφηκάτου τοῦ περισσότερον ρεαλιστοῦ Πάπα Νικολάου Γ΄, ἠπειλήθη νὰ καταρρεύση ή πολιτική τοῦ Μιχαήλ.
Πρὸ τῆς συντελέσεως τῆς ἑνώσεως ἐν Λυών, ὁ Μιχαὴλ εἶχεν ἀκολουθήσει ἠπίαν πολιτικὴν ἀπέναντι τοῦ κλήρου του, προσπαθῶν ὅπως τὸν προετοιμάση βαθμηδόν εἰς τὴν ἰδέαν τῆς ἑνώσεως. Διὰ νὰ προξενήση εἰς τοὺς κληρικοὺς τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς φόβος ὑπῆρχεν ἐκ μιᾶς θρησκευτικῆς συμφωνίας (καὶ εἰδικῶς ὅτι θὰ διετηροῦντο τὸ Ἑλληνικὸν σύμβολον πίστεως καὶ αἱ ἱεροτελεστίαι), ἐνεθάρρυνε τὴν ἀπὸ κοινοῦ τέλεσιν τῆς θείας λειτουργίας ὑπὸ Ἑλλήνων καὶ Λατίνων ἱερέων. Ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτοι εἰς τὴν πρωτεύουσαν ἦσαν οἱ Λατῖνοι μοναχοί, συμπεριλαμβανομένων Ελλήνων τῆς νοτίου Ἰταλίας ἀκολουθούντων τὸ Λατινικὸν δόγμα. Κατὰ τὸν Παχυμέρην, ὁ Αὐτοκράτωρ ἐπεζήτει :«νὰ ἐγκαταστήση καὶ προεξασφαλίση τὴν ἕνωσιν, ἥτις ἦτο ἀκόμη εἰς τὸ στάδιον τῶν διαπραγματεύσεων, δεχόμενος καὶ ἀποστέλλων εἰς τοὺς ἐπισκόπους καὶ εἰς τὸν πατριάρχην, εἰς τὴν ᾿Αγίαν Σοφίαν, πολλοὺς Λατίνους μοναχούς, πρὸς τὸν σκοπὸν ὅπως συμμετέχουν μετὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου εἰς τοὺς ψαλμούς, εἰς τὴν εἴσοδον ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς στάσεις, λαμβάνοντες ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἀντίδωρον, καὶ πραγματικῶς εἰς ὅλας τὰς ἄλλας Ελληνικάς συνηθείας ἐκτὸς τῆς Αγίας Κοινωνίας (τὴν ὁποίαν δὲν ἐζήτουν)».
Μεταξὺ τοῦ ἑλληνολατινικοῦ κλήρου ὅστις ἦλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἦτο καὶ ὁ ὁμιλῶν καὶ τὰς δύο γλώσσας ἐπίσκοπος Κρότωνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ Μιχαήλ, ἐδιδάχθη τὰ στοιχεῖα τῆς Λατινικῆς πίστεως. Τοῦ ἐπετράπη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου νὰ ἐνδύεται κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου, καὶ εἶχε συμφωνηθῆ μάλιστα νὰ τοῦ παραχωρηθῆ μία ἐκκλησία. Σημαντικώτερος ἦτο ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει γεννηθείς Φραγκισκανός, Ιωάννης Παράστρων, ὅστις εἶχε σταλῆ εἰς τὸν Αὐτοκράτορα ὡς παπικός λεγάτος. 'Ητο ἔνθερμος συνήγορος τῆς ἑνώσεως, καὶ ὠφείλετο, οὐχὶ εἰς μικρόν βαθμόν, εἰς τὰς προσπαθείας αὐτοῦ, τὸ ὅτι ἡ ἕνωσις εκηρύχθη τελικῶς ἐν Λυών. Ο Παράστρων, εὐνοῶν τὰ Ἑλληνικὰ δόγματα, περιώρισεν εἰς τὸ ἐλάχιστον τὴν ἀντιγνωμίαν περὶ τῆς διπλῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Εσυνήθιζε νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ ἱερὸν τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησιῶν, καὶ ἱστάμενος παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ελλήνων ἱερουργούντων ἐλάμβανε μέρος εἰς τὰς ἱεροτελεστίας. Ταπεινὸς τοὺς τρόπους καὶ συνδιαλλακτικὸς τὴν στάσιν, ἦτο ἀγαπητὸς μεταξὺ τοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου, ὅστις, ὅταν ἀπέθανεν ὀλίγον μετὰ τὴν Σύνοδον τῆς Λυών, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Πάπαν τὴν κατάταξιν αὐτοῦ μεταξὺ τῶν ῾Αγίων. Ἡ ἀνεκτικότης του καὶ ἡ κατανόησίς του τῆς ῾Ελληνικής νοοτροπίας, ἔπαιξαν σημαντικόν ρόλον εἰς τὸ νὰ πεισθοῦν ὡρισμένοι ἐκ τοῦ ῾Ελληνικού κλήρου ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ρώμην δὲν ἦτο ἀξιοκατάκριτος, καὶ ἠδύνατο μάλιστα νὰ εἶναι εὐεργετική.
Παρὰ τὰς εἰλικρινεῖς ἐκκλήσεις τοῦ Αὐτοκράτορος, μόνον ἓν μέρος τοῦ ἀνωτέρου κλήρου ἐπείσθη ὅτι ἡ πολιτική κατάστασις ἐπέβαλλε ἕνωσιν μετὰ τῆς Ρώμης. Οἱ ὑπόλοιποι ἱεράρχαι, καὶ σχεδὸν ὅλος ὁ κατώτερος κλῆρος, οἱ μοναχοί, καὶ ἡ μεγάλη πλειονότης τοῦ λαοῦ, ἔμειναν σταθεροί εἰς τὴν ἀντίθεσίν των, πιστεύοντες ὅτι ἡ ἕνωσις, ὄχι μόνον θὰ ἐπέβαλλε τὸ μισητὸν «καὶ τοῦ υἱοῦ», ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποδοχὴν Λατινικῶν ἐθίμων.
Φαίνεται σχεδόν βέβαιον, ἐὰν κρίνωμεν ἀπὸ τὰς εἰδήσεις τῶν συγχρόνων ἱστορικῶν, ὅτι, ἐὰν ὁ Πάπας εἶχεν ἐπιτρέψει εἰς τὸν Κάρολον τῆς ᾿Ανδεγαυίας νὰ ἐξαπολύση ἐπίθεσιν εἰς μεγάλην κλίμακα, ἡ Κωνσταντινούπολις θα ἐκυριεύετο. Πῶς ἐξηγεῖται λοιπόν ἡ ἀδιαλλαξία τοῦ ἀνθενωτικοῦ Ἑλληνικοῦ κλήρου, τοῦ λαοῦ, ἀκόμη καὶ πολλῶν κρατικῶν ἀξιωματούχων στάσις προδήλως ἐπιλήσμων τῆς πολιτικῆς πραγματικότητος;
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου