Hannah Arendt
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: KIERKEGAARD
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ.
Με τον Κίρκεγκαρντ ξεκινά ουσιαστικά η μοντέρνα φιλοσοφία της υπάρξεως. Δεν υπάρχει ούτε ένας φιλόσοφος της υπάρξεως στον οποίο να μην είναι εμφανής η επιρροή του! Είναι γνωστό πως ξεκινά απο μια κριτική στον Hegel (και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, από την σιωπή του για τον Σέλλινγκ, του οποίου γνώριζε την ύστερη φιλοσοφία μέσα από τα μαθήματά του). Στο Εγελιανό σύστημα που απαιτούσε να συλλάβει και να εξηγήσει το «Όλον», αντιθέτει τον «μοναδικό», το ανθρώπινο άτομο που δεν έβρισκε ούτε θέση ούτε νόημα στο όλον, που βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πνεύματος του κόσμου. Με άλλους όρους, ο Κίρκεγκαρντ ξεκινά από την συνθήκη της αλλοτριώσεως του ατόμου σ’ έναν κόσμο τόσο ξεκαθαρισμένο από την νόηση. Σε σχέση μ’ έναν κόσμο τόσο φωτισμένο η μοναδικότης βρίσκεται σε συνεχή αντίφαση, καθώς η υπαρξίς της – δηλαδή το απλό γεγονός της τυχαίας της υπάρξεως (το γεγονός πώς ακριβώς εγώ, και όχι ένας άλλος, είμαι και ακριβώς εγώ είμαι αντί να μην υπάρχω) – δεν μπορεί να προβλεφθεί απο την νόηση ούτε μπορεί να μειωθεί σε κάτι που απλώς σκεπτόμαστε.
Έτσι, το μόνο πράγμα για το οποίο μπορώ να είμαι σίγουρος μ’ έναν αναμφίβολο τρόπο είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη που είμαι σε κάθε στιγμή και την οποία δεν μπορώ να κατανοήσω νοητικώς. Το καθήκον του ανθρώπου λοιπόν είναι να «γίνει υποκειμενικός», να γίνει ένα όν που υπάρχει συνειδητά και το οποίο συλλαμβάνει σταθερά τις παράδοξες συνέπειες που έχει η ζωή του στον κόσμο. Όλα τα βασικά προβλήματα της φιλοσοφίας, π.χ. της αθανασίας της ψυχής, της ελευθερίας του ανθρώπου, της ενότητος του κόσμου, όλες δηλαδή οι απορίες, των οποίων ο Kant είχε αποδείξει τον αντινομικό τους χαρακτήρα στις αντινομίες του Καθαρού λόγου, μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνον σαν «υποκειμενικές αλήθειες», δεν μπορούν όμως να γίνουν κατανοητές από μια αντικειμενική οπτική γωνία.
Ο Σωκράτης γίνεται το πρωτότυπο του «υπαρξιακού» φιλοσόφου με εκείνον τον λόγο «εάν υπάρχει μια αθανασία.....». «Μήπως αμφιβάλει και αυτός;» συνεχίζει ο Κίρκεγκαρντ, σε μια από τις πιο μεγάλες ερμηνείες που υπάρχουν μέσα στο έργο του, τόσο γεμάτο από τέτοιες στιγμές.
«Καθόλου, πάνω σ’αυτό το "εάν" αφιέρωσε όλη του τη ζωή, αντιμετώπισε τον θάνατο. Η Σωκρατική αγνωσία ήταν μ’ αυτόν τον τρόπο η έκφραση του γεγονότος πως η αιώνια αλήθεια σχετίζεται με κάποιον υπαρκτό και πρέπει να γίνει γι’ αυτόν τον λόγο, γι’αυτόν, το παράδοξο όλης του της ζωης όσο αυτή διαρκεί».
Γι’ αυτό η καθολικότης, η οποία είχε απασχολήσει την φιλοσοφία μέσα στα πλαίσια της καθαρής γνώσεως, πρέπει να έλθει σε πραγματική σχέση με τον άνθρωπο. Αυτή η σχέση θα παραμείνει πάντοτε μια μοναδικότης. Μέσα στο εσωτερικό αυτού του παραδόξου το άτομο μπορεί να συλλάβει το καθόλου, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο της υπάρξεώς του και να ζήσει γι’ αυτό μια παράδοξη ύπαρξη, όπως ακριβώς ο Κίρκεγκαρντ μας περιγράφει τον εαυτό του. Στην παράδοξη ύπαρξη ο άνθρωπος φτάνει να πραγματοποιήσει πρακτικώς την αντίφαση σύμφωνα με την οποία, εάν η καθολικότης θέλει να γίνει πραγματικότης και γι’ αυτό να απαιτήσει σημασία για τον άνθρωπο, τότε τοποθετείται σαν μοναδικότης. Στην συνέχεια ο Κίρκεγκαρντ ερμήνευσε μια τέτοια ύπαρξη μέσα από την κατηγορία της «Εξαιρέσεως», η εξαίρεσις δηλαδή σε σύγκριση με την γενική μεσαία καθημερινή ύπαρξη, στην οποία ο άνθρωπος πραγματοποιείται μόνον επειδή ο θεός τον κάλεσε για να φανερώσει σ’ αυτόν το παράδειγμα της παράδοξης ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο!
Στην εξαίρεση ο άνθρωπος, καθότι Μοναδικότης, πραγματοποιεί τις καθολικές δομές της υπάρξεως. Είναι χαρακτηριστικό όλης της φιλοσοφίας της υπάρξεως πως με τον όρο «υπαρκτικό» (existentiell) περιλαμβάνει κατά βάθος αυτό που ο Κίρκεγκαρντ εννοούσε με την κατηγορία της εξαιρέσεως. Στην υπαρκτική στάση το πρόβλημα είναι η πραγματοποίηση (σε αντίθεση με τον απλό στοχασμό) των καθολικών δομών της ζωής.
Το πάθος της υποκειμενικότητος ανάβει στο Κίρκεγκαρντ με την αγωνία απέναντι στον θάνατο, απέναντι σ`ένα γεγονός στο οποίο είμαι στα σίγουρα μόνος, μια μοναδικότης χωρισμένη από την μεσαία καθημερινή ζωή. Η σκέψη του θανάτου γίνεται «πράξη», διότι σ' αυτή ο άνθρωπος γίνεται υποκειμενικός, χωρίζει από τον κόσμο και την καθημερινή ζωή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Από μια ψυχολογική οπτική γωνία ετούτη η εσωτερική στοχαστική τεχνική βασίζεται απλώς στην προϋπόθεση ότι, μαζί με την σκέψη πως μια μέρα δεν θα υπάρχω πλέον, θα σβύσει και το ενδιαφέρον γι' αυτό που υπάρχει. Είναι ένα χαρακτηριστικό της μοντέρνας φιλοσοφίας πως αυτή η προϋπόθεση έγινε αποδεκτή χωρίς καμία εξέταση, από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πάνω σ' αυτή την προϋπόθεση δεν βασίζεται μόνον η μοντέρνα «εσωτερικότης» αλλά και εκείνος ο λίγο φανατικός τρόπος -ο οποίος ξεκινά και αυτός από τον Κίρκεγκαρντ- να ληφθεί στα σοβαρά η «στιγμή» και να θεωρηθή σαν η μοναδική βεβαίωση της υπάρξεως, δηλ. της πραγματικότητος.
Αυτή η καινούρια σοβαρότης απέναντι στη ζωή με αφετηρία της τον θάνατο δεν εμπλέκει αναγκαίως ένα Ναί στη ζωή ή στην ύπαρξη τού ανθρώπου σαν ανθρώπου. Μόνον ο Νίτσε και μετά απ' αυτόν ο Γιάσπερς βάσισαν ξεκάθαρα την φιλοσοφία τους πάνω σ' ένα τέτοιο Ναί. Αυτός δε είναι και ο λόγος για τον οποίο, ξεκινώντας από τους φιλοσοφικούς τους στοχασμούς, υπάρχει η δυνατότης μιας θετικής προόδου πρός την φιλοσοφία. Ο Κίρκεγκαρντ και ακολουθώντας την γραμμή του ο Χάϊντεγκερ, ερμήνευσαν πάντοτε τον θάνατο σαν την αυθεντική «αντίρρηση» προς το είναι του ανθρώπου, σαν την απόδειξη του «μηδενισμού» του- ιδιαιτέρως εκεί όπου η Χαϊντεγκεριανή ανάλυση του θανάτου και όλων των πλευρών της ανθρώπινης ζωής που συνδέονται μαζί του υπερέχει της αντιστοίχου αναλύσεως τού Κίρκεγκαρντ.
Είναι ξεκάθαρο όμως πως η χαρακτηριστική εσωτερική πράξη του Κίρκεγκαρντ, το ότι «γίνεται υποκειμενικός», οδηγεί κατευθείαν έξω από την φιλοσοφία. Αυτή η πράξη αφορά την φιλοσοφία μόνον στο μέτρο που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους φιλοσοφικούς λόγους της επαναστάσεως του φιλοσόφου εναντίον της φιλοσοφίας. Παρομοίως, παρότι ανήκει στο άλλο άκρο, είναι και η περίπτωση του Μάρξ, ο οποίος περιορίζει με την σειρά του τις φιλοσοφικές του θέσεις στην ομολογία πως ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και επομένως πρέπει να σταματήσει να τον ερμηνεύει. Και οι δυό τους έχουν κοινή την επιθυμία να περάσουν κατευθείαν στην πράξη και το ότι δεν συνέλαβαν ποτέ τους την ιδέα, αφού ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για την σκοπιμότητα του στοχασμού και να απελπίζονται γύρω από την δυνατότητα κάθε γνώσεως καθαρά στοχαστικής, να ξαναρχίσουν την φιλοσοφία από νέες βάσεις. Σαν αποτέλεσμα ο Κίρκεγκαρντ κατέφυγε στην ψυχολογία με τον σκοπό να περιγράψει την εσωτερική πράξη και ο Μάρξ σε μια πολιτική επιστήμη σχετική με την εξωτερική πράξη. Όμως μέ αυτή τη διαφορά. Ότι ο Μάρξ δέχθηκε τελικώς την σιγουριά της Εγελιανής φιλοσοφίας, τροποποιώντας την πολύ λιγότερο από ότι νομίζουμε για να την «επαναφέρει με το κεφάλι ψηλά». Ότι ο Μαρξ αντάλλαξε την Εγελιανή αρχή τού πνεύματος με την Μαρξιστική αρχή της ύλης, υπήρξε πολύ λιγότερο σημαντικό για την φιλοσοφία από το γεγονός πως ξανασιγούρεψε την ενότητα του κόσμου και του ανθρώπου με δογματικό τρόπο, καθαρά υποθετικό και γι' αυτό καθόλου πειστικό για τους μοντέρνους ανθρώπους.
Ο Κίρκεγκαρντ είναι πιό σημαντικός από τον Μαρξ για την εξέλιξη και τη συνέχεια της φιλοσοφίας διότι δεν σταμάτησε να απελπίζεται με την φιλοσοφία. Από αυτόν προήλθαν όλα τα καινούρια περιεχόμενα, τα οποία είναι συγκεκριμένα: ο θάνατος, καθώς εξασφαλίζει την αρχή της εξατομικεύσεως (principium inviduationis), καθώς ο θάνατος παρότι είναι ότι πιό καθολικό υπάρχει με συναντά αναπόφευκτα μόνο. Η τύχη, καθώς εξασφαλίζει την πραγματικότητα σαν απλό δεδομένο, η οποία με νικά και με πείθει μέσα από το απρόβλεπτο γεγονός της και την αδυναμία της σκέψης να την συλλάβει . Η ενοχή, καθώς είναι κατηγορία κάθε ανθρώπινης πράξεως και η οποία πράξη είναι αόριστη όχι λόγω τού κόσμου, αλλά από μόνη της, καθότι αναλαμβάνω πάντοτε ευθύνες πού ξεπερνούν τον ορίζοντά μου και έτσι αποφασίζοντας, είμαι πάντοτε αναγκασμένος να εγκαταλείπω κάτι. Η ενοχή λοιπόν είναι ο τρόπος μέσω τού οποίου εγώ ο ίδιος γίνομαι πραγματικός, μέσω του οποίου σχετίζομαι με την πραγματικότητα.
Τα νέα περιεχόμενα της φιλοσοφίας αναδύονται ξεκάθαρα για πρώτη φορά με τον Γιάσπερς στην «ψυχολογία των οραμάτων του κόσμου» και με την μορφή των «οριακών – καταστάσεων», καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος βρίσκεται λόγω της αντινομικής δομής της υπάρξεώς του και οι οποίες μπορούν να δώσουν αυθεντικές ωθήσεις στην φιλοσοφική του δραστηριότητα. Από αυτό του το έργο ήδη, με το οποίο πρωτοεμφανίζεται φιλοσοφικά, ο Γιάσπερς προσπαθεί να βασίσει σ' αυτές τις καταστάσεις έναν νέο τύπο φιλοσοφίας, και στά περιεχόμενα που προέρχονται από τον Κίρκεγκαρντ, προσθέτει ένα άλλο, το οποίο μερικές φορές ονομάζει πάλη, μερικές αγάπη, και το οποίο θα γίνει γι' αυτόν στη συνέχεια, στην θεωρία της «επικοινωνίας», η νέα μορφή επικοινωνίας της φιλοσοφίας. Αντιτιθέμενος στον Γιάσπερς και χρησιμοποιώντας αυτά τα νέα περιεχόμενα, ο Χάϊντεγκερ προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή στην συστηματική φιλοσοφία, ακριβώς δε με το παραδοσιακό της νόημα.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου