ΠΕΡΙ ΣΚΕΨΕΩΣ
Martin Heidegger
Ερευνητής (Ε)
Μορφωμένος (Μ)
Διδάσκαλος (Δ)
Ε: Τελευταίως είχατε ισχυριστεί, πως το ερώτημα περί της ουσίας του ανθρώπου δεν είναι ερώτημα περί του ανθρώπου.
Δ: Απλώς είχα πει, πως θα είναι αναπόφευκτη η σκέψη, μήπως τα πράγματα με το ερώτημα για την ουσία είναι όντως έτσι.
Ε: Για μένα πάντως είναι ακατανόητο, πως μπορεί ποτέ να βρεθεί η ουσία του ανθρώπου, απομακρύνοντας το βλέμμα από τον άνθρωπο.
Δ: Και για μένα είναι ακατανόητο. Γι' αυτό προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, κατά πόσον αυτό είναι δυνατόν ή και αναγκαίο (να βρεθεί η ουσία).
Ε: Να δει κανείς την ουσία του ανθρώπου χωρίς να κοιτάζει τον άνθρωπο!
Δ: Ναι. Αν η σκέψη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, τότε το ουσιώδες αυτής της ουσίας, δηλαδή η ουσία της σκέψης, μπορεί μόνο να ιδωθεί, με το να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από την σκέψη.
Μ: Η σκέψη όμως, που στην παράδοση κατανοείται ως αναπαράσταση, είναι θέληση (Wollen). Και ο Καντ κατανοεί την σκέψη έτσι, όταν την χαρακτηρίζει αυθορμητισμό. Η σκέψη είναι θέληση και η θέληση σκέψη.
Ε: Ο ισχυρισμός, πως η ουσία της σκέψης είναι κάτι διαφορετικό από την σκέψη, λέει πάντως, πως η σκέψη είναι κάτι διαφορετικό από την θέληση.
Δ: Γι' αυτό σας απαντώ στο ερώτημα, τι ακριβώς θέλω με τον στοχασμό μας πάνω στην ουσία της σκέψης, θέλω αυτό: εγώ θέλω την μη-θέληση.
Ε: Αυτή η έκφραση μας έχει αποκαλυφθεί ως δίσημη.
Μ: Η μη-θέληση σημαίνει μια θέληση, τέτοια όμως, όπου ένα μη διοικεί, με την έννοια ενός μη που προσανατολίζεται στην θέληση και την αρνείται (ή της αρνείται κάτι). Σύμφωνα με αυτά, η μη-θέληση σημαίνει θεληματική άρνηση της θελήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η μη-θέληση σημαίνει εκείνο που μένει έξω από κάθε είδος θέλησης(βούλησης).
Ε: Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί μια θέληση να το θέληση και δεν μπορεί μέσω μιας θέλησης να επιτευχθεί.
Δ: Ίσως όμως την πλησιάζουμε με μια θέληση της ήδη αναφερθείσας μη-θέλησης.
Μ: Βλέπετε λοιπόν μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της μιας και της άλλης μη-θέλησης.
Δ: Δεν βλέπω απλά αυτή την σχέση. Αν μου επιτρέπεται να το ομολογήσω, η σχέση αυτή μου απευθύνεται, αν δεν με καλεί κιόλας, από τότε που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά που κινούν την συνομιλία μας.
Ε: Σκέφτομαι ορθώς όταν προσπαθώ να προσδιορίσω την σχέση των δυο μη-θελήσεων ως εξής; Θέλετε μια μη-θέληση με την έννοια μιας άρνησης στην θέληση(όχι της θέλησης), ώστε μέσω αυτής της μη-θέλησης να μπορούμε να ασχοληθούμε με την αναζητούμενη ουσία της σκέψης, η οποία (σκέψη) δεν είναι θέληση, ή τουλάχιστο να προετοιμασθούμε για την ενασχόληση αυτή.
Δ: Δεν σκέφτεστε απλά ορθώς, αλλά, μα τους θεούς, θα έλεγα εάν δεν είχαν φύγει μακριά από μας, έχετε βρει κάτι ουσιαστικό.
Μ: Αν ανήκε σε κάποιον από μας να μοιράζει επαίνους, και αν αυτό δεν ήταν ενάντια στο στιλ των συνομιλιών μας, θα είχα τον πειρασμό να πω, πως με την έκθεση της διπλής σημασίας του λόγου περί της μη-θελήσεως, έχετε υπερβεί και εμάς και εσάς τον ίδιο.
Ε: Το ότι το πέτυχα αυτό δεν οφείλεται σε μένα, αλλά στην νύχτα που στο μεταξύ έχει ξεπροβάλει, και αναγκάζει στην περισυλλογή, χωρίς να εξασκεί βία.
Μ: Μας αφήνει χρόνο να ξανασκεφτούμε, με το να επιβραδύνει το βήμα.
Δ: Για τον λόγο αυτό είμαστε ακόμα μακριά από την κατοικία των ανθρώπων.
Ε: Όλο και πιο ελεύθερα εμπιστεύομαι τον αόρατο συνοδό, που στην συνομιλία αυτή μας παίρνει από το χέρι, ή ορθότερα από την λέξη.
Μ: Χρειαζόμαστε αυτόν τον συνοδό, γιατί η συνομιλία γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Δ: Αν με το δύσκολο εννοείτε το ασυνήθιστο, που συνίσταται στο ότι απογαλακτιζόμαστε από την βούληση.
Μ: Λέτε την βούληση, όχι την θέληση...
Ε: Και εκφράζετε μια συνταρακτική υπόθεση με ηρεμία (gelassen).
Δ: Και αν είχα την σωστή ηρεμία (εγκατάλειψη, Gelassenheit), θα ήμουν σύντομα πέρα από τον αναφερθέντα απογαλακτισμό.
Μ: Με το ότι όμως μπορούμε να απογαλακτιστούμε από την θέληση τουλάχιστον, βοηθούμε το ξύπνημα της εγκατάλειψης.
Δ: Μάλλον βοηθούμε να διατηρηθεί η εγκατάλειψη ξύπνια.
Μ: Γιατί όχι το ξύπνημα;
Δ: Επειδή την εγκατάλειψη δεν την ξυπνούμε εμείς εντός μας.
Ε: Δρά λοιπόν από κάπου αλλού.
Δ: Δεν δρά, της επιτρέπεται να έρθει.
Μ: Δεν ξέρω ακόμα βέβαια, τι εννοεί η λέξη εγκατάλειψη. Υποπτεύομαι όμως πως ξυπνά, όταν στην ουσία μας επιτρέπεται(zugelassen) να αφεθεί(einzulassen)(να καταπιαστεί με) με εκείνο που δεν είναι θέληση.
Ε: Μιλάτε συνεχώς για ένα άφημα (Lassen), ώστε δημιουργείται η εντύπωση, πως πρόκειται για ένα είδος παθητικότητας. Παράλληλα πιστεύω πως γνωρίζω, πως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα ανίσχυρο άφημα των πραγμάτων να γλιστρούν και να κινούνται παθητικά(treiben).
Μ: Ίσως κρύβεται στην εγκατάλειψη μια δράση ανώτερη από όλες τις πράξεις του κόσμου και όλα τα έργα των ανθρωποτήτων...
Δ: Και η οποία ανώτερη πράξη (δράση) δεν είναι δράση (ενέργεια).
Ε: Σύμφωνα με αυτά, η εγκατάλειψη βρίσκεται (liegen, ξαπλώνω, ή σε οριζόντια θέση), αν μπορεί να μιλήσει κανείς εδώ για Liegen, έξω από την διάκριση ενεργητικότητας και παθητικότητας...
Μ: Γιατί η εγκατάλειψη δεν ανήκει στον χώρο της βούλησης.
Ε: Η μετάβαση από την θέληση στην εγκατάλειψη μου φαίνεται πως είναι το δύσκολο.
Δ: Μάλιστα τότε, όταν η ουσία της εγκατάλειψης μας είναι κρυμμένη.
Μ: Και αυτό προπάντων γιατί και εντός του χώρου της βουλήσεως μπορεί να σκεφτεί κανείς την εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει στους παλιότερους δασκάλους (Meister) της σκέψης, για παράδειγμα στον Meister Έκαρτ.
Δ: Από τον οποίο επίσης έχουμε πολλά καλά να μάθουμε.
Μ: Σίγουρα. Αλλά η εγκατάλειψη που ονομάσαμε προφανώς δεν εννοεί την απόρριψη αμαρτωλής φιλαυτίας και την απόθεση του ιδίου θελήματος χάριν του θείου.
Δ: Αυτό όχι.
Ε: Τι δεν σημαίνει η λέξη εγκατάλειψη για μάς μού είναι από πολλές απόψεις ξεκάθαρο. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζω όλο και λιγότερο για ποιο πράγμα μιλάμε. Προσπαθούμε πάντως να προσδιορίσουμε την ουσία της σκέψης. Τι σχέση έχει η εγκατάλειψη με την σκέψη;
Δ: Τίποτα, αν κατανοούμε την σκέψη σύμφωνα με την μέχρι τώρα έννοια, ως αναπαράσταση. Ίσως όμως η ουσία της σκέψης την οποία αναζητούμε, να είναι βυθισμένη (eingelassen) στην εγκατάλειψη.
Ε: Και με την καλύτερη θέληση, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή την ουσία της σκέψης.
Δ: Γιατί ακριβώς αυτή η καλύτερη θέληση και το είδος της σκέψης σας ως φαντασίας (αναπαράστασης) σας εμποδίζουν.
Ε: Και τί στο καλό πρέπει να κάνω;
Μ: Και εγώ αυτό διερωτώμαι.
Δ: Τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε αλλά να περιμένουμε.
(Συνεχίζεται)
Mετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Martin Heidegger
Ερευνητής (Ε)
Μορφωμένος (Μ)
Διδάσκαλος (Δ)
Ε: Τελευταίως είχατε ισχυριστεί, πως το ερώτημα περί της ουσίας του ανθρώπου δεν είναι ερώτημα περί του ανθρώπου.
Δ: Απλώς είχα πει, πως θα είναι αναπόφευκτη η σκέψη, μήπως τα πράγματα με το ερώτημα για την ουσία είναι όντως έτσι.
Ε: Για μένα πάντως είναι ακατανόητο, πως μπορεί ποτέ να βρεθεί η ουσία του ανθρώπου, απομακρύνοντας το βλέμμα από τον άνθρωπο.
Δ: Και για μένα είναι ακατανόητο. Γι' αυτό προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, κατά πόσον αυτό είναι δυνατόν ή και αναγκαίο (να βρεθεί η ουσία).
Ε: Να δει κανείς την ουσία του ανθρώπου χωρίς να κοιτάζει τον άνθρωπο!
Δ: Ναι. Αν η σκέψη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουσίας του ανθρώπου, τότε το ουσιώδες αυτής της ουσίας, δηλαδή η ουσία της σκέψης, μπορεί μόνο να ιδωθεί, με το να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από την σκέψη.
Μ: Η σκέψη όμως, που στην παράδοση κατανοείται ως αναπαράσταση, είναι θέληση (Wollen). Και ο Καντ κατανοεί την σκέψη έτσι, όταν την χαρακτηρίζει αυθορμητισμό. Η σκέψη είναι θέληση και η θέληση σκέψη.
Ε: Ο ισχυρισμός, πως η ουσία της σκέψης είναι κάτι διαφορετικό από την σκέψη, λέει πάντως, πως η σκέψη είναι κάτι διαφορετικό από την θέληση.
Δ: Γι' αυτό σας απαντώ στο ερώτημα, τι ακριβώς θέλω με τον στοχασμό μας πάνω στην ουσία της σκέψης, θέλω αυτό: εγώ θέλω την μη-θέληση.
Ε: Αυτή η έκφραση μας έχει αποκαλυφθεί ως δίσημη.
Μ: Η μη-θέληση σημαίνει μια θέληση, τέτοια όμως, όπου ένα μη διοικεί, με την έννοια ενός μη που προσανατολίζεται στην θέληση και την αρνείται (ή της αρνείται κάτι). Σύμφωνα με αυτά, η μη-θέληση σημαίνει θεληματική άρνηση της θελήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η μη-θέληση σημαίνει εκείνο που μένει έξω από κάθε είδος θέλησης(βούλησης).
Ε: Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί μια θέληση να το θέληση και δεν μπορεί μέσω μιας θέλησης να επιτευχθεί.
Δ: Ίσως όμως την πλησιάζουμε με μια θέληση της ήδη αναφερθείσας μη-θέλησης.
Μ: Βλέπετε λοιπόν μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της μιας και της άλλης μη-θέλησης.
Δ: Δεν βλέπω απλά αυτή την σχέση. Αν μου επιτρέπεται να το ομολογήσω, η σχέση αυτή μου απευθύνεται, αν δεν με καλεί κιόλας, από τότε που προσπαθώ να σκεφτώ αυτά που κινούν την συνομιλία μας.
Ε: Σκέφτομαι ορθώς όταν προσπαθώ να προσδιορίσω την σχέση των δυο μη-θελήσεων ως εξής; Θέλετε μια μη-θέληση με την έννοια μιας άρνησης στην θέληση(όχι της θέλησης), ώστε μέσω αυτής της μη-θέλησης να μπορούμε να ασχοληθούμε με την αναζητούμενη ουσία της σκέψης, η οποία (σκέψη) δεν είναι θέληση, ή τουλάχιστο να προετοιμασθούμε για την ενασχόληση αυτή.
Δ: Δεν σκέφτεστε απλά ορθώς, αλλά, μα τους θεούς, θα έλεγα εάν δεν είχαν φύγει μακριά από μας, έχετε βρει κάτι ουσιαστικό.
Μ: Αν ανήκε σε κάποιον από μας να μοιράζει επαίνους, και αν αυτό δεν ήταν ενάντια στο στιλ των συνομιλιών μας, θα είχα τον πειρασμό να πω, πως με την έκθεση της διπλής σημασίας του λόγου περί της μη-θελήσεως, έχετε υπερβεί και εμάς και εσάς τον ίδιο.
Ε: Το ότι το πέτυχα αυτό δεν οφείλεται σε μένα, αλλά στην νύχτα που στο μεταξύ έχει ξεπροβάλει, και αναγκάζει στην περισυλλογή, χωρίς να εξασκεί βία.
Μ: Μας αφήνει χρόνο να ξανασκεφτούμε, με το να επιβραδύνει το βήμα.
Δ: Για τον λόγο αυτό είμαστε ακόμα μακριά από την κατοικία των ανθρώπων.
Ε: Όλο και πιο ελεύθερα εμπιστεύομαι τον αόρατο συνοδό, που στην συνομιλία αυτή μας παίρνει από το χέρι, ή ορθότερα από την λέξη.
Μ: Χρειαζόμαστε αυτόν τον συνοδό, γιατί η συνομιλία γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Δ: Αν με το δύσκολο εννοείτε το ασυνήθιστο, που συνίσταται στο ότι απογαλακτιζόμαστε από την βούληση.
Μ: Λέτε την βούληση, όχι την θέληση...
Ε: Και εκφράζετε μια συνταρακτική υπόθεση με ηρεμία (gelassen).
Δ: Και αν είχα την σωστή ηρεμία (εγκατάλειψη, Gelassenheit), θα ήμουν σύντομα πέρα από τον αναφερθέντα απογαλακτισμό.
Μ: Με το ότι όμως μπορούμε να απογαλακτιστούμε από την θέληση τουλάχιστον, βοηθούμε το ξύπνημα της εγκατάλειψης.
Δ: Μάλλον βοηθούμε να διατηρηθεί η εγκατάλειψη ξύπνια.
Μ: Γιατί όχι το ξύπνημα;
Δ: Επειδή την εγκατάλειψη δεν την ξυπνούμε εμείς εντός μας.
Ε: Δρά λοιπόν από κάπου αλλού.
Δ: Δεν δρά, της επιτρέπεται να έρθει.
Μ: Δεν ξέρω ακόμα βέβαια, τι εννοεί η λέξη εγκατάλειψη. Υποπτεύομαι όμως πως ξυπνά, όταν στην ουσία μας επιτρέπεται(zugelassen) να αφεθεί(einzulassen)(να καταπιαστεί με) με εκείνο που δεν είναι θέληση.
Ε: Μιλάτε συνεχώς για ένα άφημα (Lassen), ώστε δημιουργείται η εντύπωση, πως πρόκειται για ένα είδος παθητικότητας. Παράλληλα πιστεύω πως γνωρίζω, πως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα ανίσχυρο άφημα των πραγμάτων να γλιστρούν και να κινούνται παθητικά(treiben).
Μ: Ίσως κρύβεται στην εγκατάλειψη μια δράση ανώτερη από όλες τις πράξεις του κόσμου και όλα τα έργα των ανθρωποτήτων...
Δ: Και η οποία ανώτερη πράξη (δράση) δεν είναι δράση (ενέργεια).
Ε: Σύμφωνα με αυτά, η εγκατάλειψη βρίσκεται (liegen, ξαπλώνω, ή σε οριζόντια θέση), αν μπορεί να μιλήσει κανείς εδώ για Liegen, έξω από την διάκριση ενεργητικότητας και παθητικότητας...
Μ: Γιατί η εγκατάλειψη δεν ανήκει στον χώρο της βούλησης.
Ε: Η μετάβαση από την θέληση στην εγκατάλειψη μου φαίνεται πως είναι το δύσκολο.
Δ: Μάλιστα τότε, όταν η ουσία της εγκατάλειψης μας είναι κρυμμένη.
Μ: Και αυτό προπάντων γιατί και εντός του χώρου της βουλήσεως μπορεί να σκεφτεί κανείς την εγκατάλειψη, όπως συμβαίνει στους παλιότερους δασκάλους (Meister) της σκέψης, για παράδειγμα στον Meister Έκαρτ.
Δ: Από τον οποίο επίσης έχουμε πολλά καλά να μάθουμε.
Μ: Σίγουρα. Αλλά η εγκατάλειψη που ονομάσαμε προφανώς δεν εννοεί την απόρριψη αμαρτωλής φιλαυτίας και την απόθεση του ιδίου θελήματος χάριν του θείου.
Δ: Αυτό όχι.
Ε: Τι δεν σημαίνει η λέξη εγκατάλειψη για μάς μού είναι από πολλές απόψεις ξεκάθαρο. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζω όλο και λιγότερο για ποιο πράγμα μιλάμε. Προσπαθούμε πάντως να προσδιορίσουμε την ουσία της σκέψης. Τι σχέση έχει η εγκατάλειψη με την σκέψη;
Δ: Τίποτα, αν κατανοούμε την σκέψη σύμφωνα με την μέχρι τώρα έννοια, ως αναπαράσταση. Ίσως όμως η ουσία της σκέψης την οποία αναζητούμε, να είναι βυθισμένη (eingelassen) στην εγκατάλειψη.
Ε: Και με την καλύτερη θέληση, δεν μπορώ να φανταστώ αυτή την ουσία της σκέψης.
Δ: Γιατί ακριβώς αυτή η καλύτερη θέληση και το είδος της σκέψης σας ως φαντασίας (αναπαράστασης) σας εμποδίζουν.
Ε: Και τί στο καλό πρέπει να κάνω;
Μ: Και εγώ αυτό διερωτώμαι.
Δ: Τίποτα δεν πρέπει να κάνουμε αλλά να περιμένουμε.
(Συνεχίζεται)
Mετάφραση: Πέτρος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου