Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Μέρος τελευταίο
Φαίνεται πως σε ότι αφορά το πιο πάνω εκτεθέν πρόβλημα της ταυτότητας, είμαστε προ-επιβαρυμένοι από την μέχρι τώρα ιστορία της ανθρώπινης συνείδησης. Θα προσπαθούμε πάντα, ασχολούμενοι με το ερώτημα για την σχέση ταυτότητας μεταξύ του νεογέννητου και του ενήλικα, να πλέξουμε τα νήματα της σχέσης αυτής όσο πιο στενά γίνεται. Για τον λόγο αυτό δείχνουν οι βιογραφίες ή οι αυτοβιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων, πως ο βιογράφος ή ο αυτοβιογράφος κάνει μεγάλο κόπο να ιχνηλατήσει τις απαρχές(της εν λόγω προσωπικότητος) στην ζωή των γονιών, των παππούδων και μερικές φορές και στο μακρύτερο παρελθόν. Έχει κανείς την αίσθηση πως δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Όσον αφορά όμως το θέμα, ξεχνιέται εύκολα, πως μέσα στην συνείδηση, βρίσκεται επί τω έργω μια αντίθετη λειτουργία, λιγότερο επιθετική, αλλά με βαθύτερη επίδραση, η οποία θέλει να απορρίψει το συμβεβηκώς από την αίσθηση της ιδίας ταυτότητος, όσο το δυνατόν πιο σύντομα και πιο γρήγορα. Σε σύγκριση με αυτή την εξάρτηση από το μέλλον, έχει ο τύπος του όχι-ακόμη, πάνω στον οποίο βασίζεται το έργο του Ernst Bloch ΄΄Ελπίδα”, σε μεγάλο βαθμό χαρακτήρα αναδρομής-ανάληψης(τεχνικός όρος της λογοτεχνίας). Το “ακόμη” δεν θέλει να αφήσει την συνείδηση να φύγει από το παρελθόν της. Κάθε εξάρτηση από το Είναι-είτε ασχολείται με την απόκρυψη είτε με την αποκάλυψη-αισθάνεται θαυμασμό βλέποντας το παρελθόν. Και κάθε παρόν, όσο απομακρυσμένο και να φαίνεται στο μέλλον μπροστά στα μάτια μας, ισχύει πάντα ως ένα όχι-ακόμη για την στιγμή που ακόμη δεν έφτασε. Μέσα στην αδυναμία να φτάσει κανείς στο όχι-ακόμη, επιβεβαιώνει μια μεγάλη ιστορική εποχή την ταυτότητα της. Με αυτή την έννοια αναφέρει ο Heidegger την πρόταση του Παρμενίδη: το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι.
Για την λέξη κλειδί αυτής της πρότασης, το αυτό, λέει ο Heidegger στο “Identität und Differenz“, πως μένει στο σκοτάδι. “Το αφήνουμε στο σκοτάδι”( Identität, 19). Μετά από μερικούς στοχασμούς πάνω στο νόημα της πρότασης αυτής, ο Heidegger διαπιστώνει: Η διδασκαλία της μεταφυσικής τοποθετεί την ταυτότητα ως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Είναι. Τώρα δείχνεται: το Είναι ανήκει μαζί με την σκέψη σε μια ταυτότητα, η ουσία της οποίας προέρχεται από το “γεγονός πως τα αφήνει(ή βάζει) κανείς να ανήκουν μαζί”, το οποίο ονομάζουμε συμβεβηκώς. Η ουσία της ταυτότητας είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς.
Αυτή η πρόταση από το μικρό έργο που εκδόθηκε το 1957, ανήκει στις διατυπώσεις από τις οποίες μπορούν να βγουν τα περισσότερα συμπεράσματα, στα πλαίσια σκέψης του Heidegger για την ιστορία. Ολόκληρο όμως το βεληνεκές της θα αποκαλυφθεί, όταν την συνδυάσουμε με ένα κομμάτι από το τελευταίο δοκίμιο του έργου “Holzwege”. Εκεί καλεί ο Heidegger με ιδιαίτερη έμφαση: “Και πως θα ήταν αν το πρώιμο ξεπερνούσε το ύστερο, και μάλιστα το πιο πρώιμο απ' όλα ξεπερνούσε το πιο ύστερο απ' όλα; Αυτό που κάποτε ήταν το πρώιμο της μοίρας, θα γινόταν το έσχατον, δηλ ως αποχαιρετιστήριο τής μέχρι τώρα κρυμμένης μοίρας τού Είναι. Το Είναι τού υπαρκτού συμμαζεύεται(λέγεσθαι, λόγος) στα έσχατα της μοίρας του. Η μέχρι εκείνη την στιγμή ουσία του Είναι πάει κάτω από την ακόμα κρυμμένη αλήθεια της. Η ιστορία του Είναι μαζεύεται σε αυτό τον αποχαιρετισμό. Το συμμάζεμα(συγκρότηση, σύνοδος) σε αυτόν τον αποχαιρετισμό ως συμμάζεμα(λόγος) του εξώτερου(έσχατου) της μέχρι εκείνη την στιγμή ουσίας του είναι η εσχατολογία του Είναι. Το Είναι καθ' εαυτό ως μοιραίο είναι εσχατολογικό”.(Anaximander, 301).
Αν τοποθετήσουμε αυτόν τον πρώτο στοχασμό, πως η ταυτότητα του Είναι και Νοείν είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς, μαζί με τους άλλους, ότι δηλαδή το πιο πρώιμο υπερβαίνει το έσχατο, τότε φαίνεται πως από αυτά προκύπτει η θέση, πως απόλυτη ιστορία δεν είναι κάτι που παίζεται εντός του χώρου του Είναι, αλλά αντίθετα το Είναι και η μοίρα που έχει στον χώρο, είναι ένα μεγάλο επεισόδιο εντός της ιστορίας του απόλυτου.
Αν όμως η ουσία της ταυτότητας είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς και δεν ισχύει το αντίθετο, δηλ ο χώρος του συμβεβηκότος να είναι ένα δευτερεύον προϊόν της σχέσης ταυτότητος μεταξύ νοείν και Είναι, τότε δεν είναι κατανοητό γιατί ο χώρος των συμβεβηκότων της ιστορίας να μην κατέχει και άλλα θεμελιώδη χαρακτηριστικά(ή στοιχεία που της ανήκουν), που θα απωθούσαν τα στοιχεία που βρίσκονταν πρώτα στην κατοχή του(χώρου αυτού), γιατί μέσα του δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να το θυμηθεί κανείς. Η φιλοσοφία του Heidegger όμως δεν προσφέρει καμιά διέξοδο σε τέτοιες δυνατότητες, γιατί είναι άρρηκτα δεμένη με την εμφάνιση ενός γλωσσικού φαινομένου, που το χαρακτηρίσαμε ως θετική γλώσσα.
Ένα νοείν που δεν μπορεί να εκφράσει κάτι άλλο παρά μόνο την καθολική αλήθεια του Είναι, μπορεί να μιλά μόνο με την θετική γλώσσα, γιατί δεν είναι κάτι άλλο παρά η δεύτερη όψη του Είναι, που επαναλαμβάνεται.
Όταν στην φιλοσοφία του Heidegger γίνεται λόγος για το τίποτα, τότε σύμφωνα με την κλασσική άρνηση, που συμπεριφέρεται αυστηρώς συμμετρικά ενώπιον της θετικότητας, και των εκφράσεων της σχηματίζει ένα ισόμορφο σύστημα μαζί με την πεποίθηση(σιγουριά), μπορεί να γίνει μόνο λόγος για ένα τίποτα, που μέσα του φέρει ένα εντελώς απορρηφθέν Είναι -και τίποτε άλλο! Η ιδέα μιας θεμελιώδους, “μεταφυσικής” διαβάθμισης ισχύος μεταξύ θετικότητας και αρνητικότητας, είναι ξένη για την φιλοσοφία του Heidegger. Έτσι όπως τοποθετείται η σκέψη του Heidegger, πρέπει το καθόλου Είναι και το καθόλου τίποτα, να ανήκουν στην ίδια οντολογική τάξη μεγέθους. Δηλαδή όταν η γλώσσα του Είναι σιγήσει, τότε από το τίποτα έρχεται μόνο η σιωπή. Και τα δυο πρέπει να χρησιμοποιούν την ίδια μεταφυσική μορφή γλώσσας, που ακόμα και στην άρνηση μιλά για το Είναι, και αυτό ακριβώς είναι η θετική γλώσσα. Μέσα στο τίποτα δεν βρίσκεται, όταν σκεφτόμαστε κλασσικά, καμιά ανώτερη δύναμη άρνησης, από αυτήν που προσφέρει η αλήθεια περί του Είναι.
Αυτή είναι η πνευματική βάση στην οποία στηρίζεται ολόκληρη η εποχή των τοπικών ανώτερων πολιτισμών, συμπεριλαμβανομένου και τού φαουστικού-δυτικού. Και γι' αυτόν που σκέφτεται ακόμα με αυτές τις μεταφυσικές προϋποθέσεις, το βλέμμα προς το μέλλον είναι αποκλεισμένο. Καμιά ιστορική εποχή δεν μπορεί με τα δικά της μέσα, να δει πέρα από τα τελευταία της όρια.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η έννοια δεν έχει την αλήθεια της μόνο μέσα της, αλλά ριζώνει(η αλήθεια) και στην απουσία έννοιας του αριθμού. Αυτή η παραδοχή είναι η πρώτη προϋπόθεση για μια αρνητική γλώσσα. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η γνώση τής ανώτερης δύναμης τού αρνητικού εναντίον του θετικού. Και από αυτή την οπτική γωνία, προσλαμβάνει και η ιστορική μορφή της τεχνολογίας ένα βαθύτερο νόημα.
Η διπλή σημασία της σήμανσης του θετικού από την αρνητικότητα δείχνει, πως υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα στον κόσμο των ιδεών. Από την αρχή υπάρχει μια “πρώτη” ιδέα πριν από τον αριθμό, και μετά αναπτύσσεται μια “δεύτερη” από και μετά τον αριθμό. Αυτό σημαίνει πως ο κόσμος των αριθμών σχηματίζει ένα χωρίς έννοιες, “παθητικό” διάκενο μεταξύ της “πρώτης”, κλασσικής και της “δεύτερης”, υπέρ-κλασσικής ιδέας.
Αυτή είναι μια πλευρά του προβλήματος, και λόγω έλλειψης χώρου πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά, γιατί ο στόχος του κειμένου αυτού είναι να επισημάνει την ελλειπή ενσωμάτωση του αριθμού στην φιλοσοφία του Heidegger. Αυτή η έλλειψη δημιουργεί ένα αδιέξοδο προς το μέλλον.
Στο κύριο ανθρωπολογικό έργο του, “Ο άνθρωπος”, ο Gehlen υποδεικνύει την ελαφρυντική λειτουργία της γλώσσας. Λέει λοιπόν: “Είναι... οι χωρίς επιθυμία μακρινές προθέσεις, που εμφανίζονται στην γλώσσα, και που εκδηλώνονται ως μοναδικές(που γίνονται μια φορά) επικοινωνιακές κινήσεις: κάθε επικοινωνιακή συμπεριφορά, είναι ήδη μια ανθρώπινη, ξαλαφρωμένη αναβίωση ενός κόσμου που έχει ήδη βιωθεί και κατά κάποιο τρόπο “χρησιμοποιηθεί”. Η συνέχιση αυτού του ξαλαφρώματος αποτελεί ακριβώς τότε τον εσωτερικό νόμο ανάπτυξης της γλώσσας: όταν δηλαδή η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει το εποπτικό περιεχόμενο που βγαίνει από αυτήν, και επεκτείνεται βαθμιαία στις συμβολικές σχέσεις μέσα στον εαυτό της”.
Αυτό που ο Gehlen περιγράφει εδώ χωρίς να το υποψιάζεται, είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της αρνητικής γλώσσας. Επειδή κάθε μια από τις "λέξεις" της παριστάνει ένα κύκλο που επιστρέφει στον εαυτό του, η αρχική εξωτερική πρόθεση της γλώσσας χάνει βαθμιαία το σημαντικό της βάρος. Ο "πραγματικός" κόσμος, που είναι το θετικό Είναι, διώχνεται από τον κόσμο των ιδεών ο οποίος μπορεί να αναπτύξει την δική του αρνητική γλώσσα, λόγω ακριβώς της αρνητικότητας του.
Με όλες όμως τις μέχρι τώρα σκέψεις, δεν αγγίξαμε το παρακάτω φιλοσοφικό ερώτημα: γιατί το ερώτημα για το μέλλον μας αναγκάζει να αναζητήσουμε θεμελιωδώς νέες μεθόδους σκέψης; Το ότι μια φιλοσοφία η οποία βασίζεται εξολοκλήρου στην ανάμνηση, δεν είναι ικανή να ασχοληθεί με κανένα ερώτημα που αφορά το μέλλον, είναι βασικά μια κοινοτοπία. Όμως ακόμα δεν διαθέτουμε καμιά βέβαιη φιλοσοφική δικαιολογία για τα βήματα τα οποία εισηγηθήκαμε. Για να προσφέρουμε μαι τέτοια θεμελίωση, πρέπει ακόμα να θυμηθούμε, πως η μέχρι τώρα ιστορία του πνεύματος, μας έχει προσφέρει μια θεωρία της σκέψης, αλλά τίποτα, ούτε καν στο περίπου, επαρκές, όσον αφορά την βούληση και την πράξη.
Είναι αναγκαίο να θέσουμε το θεμέλιο αυτό. Το βρίσκουμε μέσα στην ελλειπή κατανόηση της σημασίας τής κατηγορικής προσταγής του Kant. Η σημασία της κατηγορικής προσταγής για την περαιτέρω ανάπτυξη της φιλοσοφίας είναι πως "η ανάγκη για δράση-πράξη φτάνει πιο μακριά από την ανάγκη για γνώση"(Η διατύπωση αυτή είναι από το έργο του Arnold Gehlen, "Ο άνθρωπος"). Η ιστορία του κόσμου ριζώνει στην ανάγκη για δράση. Η πρόγονος δράση-πράξη- μυθολογικά μιλώντας- είναι η δημιουργία. Και μόνο εφόσον ένα Είναι έχει δημιουργηθεί έχει η σκέψη(νοείν) τη δυνατότητα να το (ανα)γνωρίσει. Η σκέψη του Είναι και η διαδικασία για να αποκτηθεί η γνώση του, είναι η αναδρομή μας σε ένα προσωρινό επεισόδιο εντός της ιστορίας. Με αυτή την έννοια μπορούμε να μιλούμε για μια εποχή του Είναι μέσα στον μεγάλο χώρο της παγκόσμιας ιστορίας. Η παγκόσμια ιστορία καθ' εαυτήν, που περιλαμβάνει την βούληση και την σκέψη, ιδωμένη από την πλευρά της γενικής της θεματολογίας, είναι μια παγκόσμια ιστορία του τίποτα. Η ελευθερία της βουλήσεως πηγάζει από το τίποτα και ποτέ από το Είναι, γιατί το τελευταίο είναι μια ελευθερία που ήταν(του παρελθόντος). Είναι δηλαδή απώλεια της απόφασης, όπως ήδη το επεσημάναμε.
Από την πλευρά της σκέψης ιδωμένο, ο υπερβατικός χώρος κάθε πράξης είναι πάντα ο ελεύθερος χώρος του τίποτα. Γι' αυτό και πιο πάνω αναφέραμε πως το τίποτα είναι πιο παλιό από την ιστορία, και πρέπει να το αναζητήσουμε στην φύση, αν όχι και πιο πριν. Δηλαδή πριν από αυτό που είναι για τον Heidegger η ιστορικότητα του Είναι. Αν τα θέματα του Είναι γεμίζουν απλά μια παροδική εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, τότε με την πάροδο της πρέπει να ανακτήσει το τίποτα πάλι τα παγκόσμια ιστορικά δίκαια του. Για τον λόγο αυτό είναι η προέλευση του μηδενισμού απροσδιόριστη για τον Heidegger. Τον συναντούμε στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Στο παρελθόν ήταν το τίποτα κάτι άδειο, το οποίο γέμισε, και μέσα σε αυτήν την διαδικασία έγινε προσβάσιμο στην γνώση. Στο μελλοντικό πρέπει να δράσουμε (με κατεύθυνση προς). Συναντούμε δηλ πάλι ένα τίποτα που πρέπει να γεμίσει και να πληρωθεί. Αυτό το πρέπει, όπως το εννοεί η κατηγορική προσταγή, πρέπει να φτάνει πιο πέρα από οποιαδήποτε μέχρι τότε δυνατή γνώση.
Από αυτά προκύπτει για την αρνητική γλώσσα το παρακάτω συμπέρασμα: Η ίδια δεν είναι μια γλώσσα που μας μεταφέρει γνώσεις, με την οικεία σε μας έννοια, που σχετίζονται με κάποιο δεδομένο Είναι. Είναι μάλλον κώδικας για την εκτέλεση πράξεων-δράσεων. Όταν έχουμε τις εξισώσεις p=N1.2.1.2.1.2 p ή p=N2.1.2.1.2.1 p, τότε δεν πρόκειται per se για πράγματα ή καταστάσεις που μπορούν να διαπιστωθούν και που μας λένε τι ακριβώς είναι το "p", αλλά πρόκειται για μια απαίτηση, να αποφασισθεί με μια πράξη επιλογής, μέσω ποιας ακολουθίας αρνήσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί πως το p είναι μια με τον εαυτό του ταυτόσημη αντικειμενικότητα. Οι δυο ακολουθίες αρνήσεων είναι ισάξιες και δεν υπάρχει κανένας θεωρητικός λόγος να προτιμηθεί η μια της άλλης. Και στις δυο εξισώσεις πρόκειται για μια σχέση άρνησης που επιστρέφει στην εαυτό της. Πρόκειται δηλ για ένα κύκλο, που όπως όλοι οι κύκλοι μπορεί να έχει διπλή κατεύθυνση. Και δεν υπάρχει στο σύμπαν καμιά θεωρητική συνθήκη, που μπορεί να μας πει ποια κατεύθυνση πρέπει να προτιμηθεί Από την άλλη όμως, η ταυτότητα του p μπορεί να διαπιστωθεί μόνο τότε, όταν έχει αποφασισθεί ότι το p πρέπει να ερμηνευθεί με την πρώτη ή την δεύτερη εξίσωση. Κάθε ιδιότητα, θεωρητική και προσβάσιμη στην μετέπειτα σκέψη, θεμελιώνεται πάνω στην εκτέλεση μιας πράξης η οποία προηγείται και είναι εντελώς α-θεωρητική. Αυτό το γνωρίζουμε με βεβαιότητα από τον καιρό του υπερβατικού ιδεαλισμού.
Στην θρησκευτική ιδέα της δημιουργίας, συμπεριελήφθη στην υπόσταση ενός και μόνο παντοδύναμου προσώπου, η έννοια όλων των δυνατών α-θεωρητικών αποφάσεων. Στην αρνητική γλώσσα, μπαίνει στην θέση της παντοδυναμίας η γνώση πως δεν είναι είναι δυνατόν να υπάρξει ο μεγαλύτερος κύκλος άρνησης. Η επαναληψιμότητα του αρνητικού είναι απύθμενη.
Εφόσον όμως η αρνητική γλώσσα μας προσφέρει ένα κώδικα για την εκτέλεση πράξεων, πήγαμε μαζί της στον χώρο της τεχνολογίας. Η μετατροπή μιας σκέψης σε μηχανή(δηλ η σκέψη να γίνει, να κατασκευασθεί βάση της σκέψης μια μηχανή) προϋποθέτει πράξεις βουλήσεως. Για τον λόγο αυτόν, το τι είναι η τεχνολογία, μπορεί να γίνει επαρκώς(και αυτό στο περίπου) κατανοητό μόνο με την αρνητική γλώσσα. Επειδή όμως η αρνητική γλώσσα, χάρη στην επέκταση της σε ένα υπερκλασσικό τίποτα, είναι απύθμενη, έτσι και η τεχνολογία που χρησιμοποιεί μια τέτοια γλώσσα, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στην τελειότητα(δηλ πάντα θα βρίσκεται μπροστά της το πιο τέλειο). Δεν υπάρχει καμιά τεχνολογική επίδοση, η οποία δεν μπορεί να ξεπερασθεί από μια πιο δυνατή, ακόμα και αν το κόστος είναι μια θεμελιώδης αλλαγή της δομής της παγκόσμιας ιστορίας.
Μόνο επειδή σήμερα γίνονται ακόμα προσπάθειες να αναλυθεί η ουσία της τεχνολογίας σε ένα ερμηνευτικό χώρο, ο οποίος σύμφωνα με τον Peirce έχει το ανώτατο όριο του στην τριαδικότητα, δηλ σε ένα σύστημα τρίτου βαθμού, μπορεί να δει κανείς το τέλος της τεχνολογίας και μαζί με τον Spengler να πει πως, “ο αγώνας μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, ο οποίος με την ιστορική του ύπαρξη τής εναντιώθηκε, έχει πρακτικά οδηγηθεί στο τέλος”. Εδώ κατανοείται η τεχνολογία στη βάση μιας θετικής γλώσσας. Και επειδή και η φιλοσοφία του Heidegger επίσης-παρόλη την προσπάθεια περιστασιακών αποδράσεων- δεν ξεφεύγει μέσα στις συνήθειες της σκέψης της από το να μιλά στον χώρο του θετικού, της λείπει η κατανόηση για το γεγονός πως εντός της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα μια βαθμιαία κατάκτηση του τίποτα. Όπου όμως αυτό συνέβη, έλαβε χώρα μια μεταμόρφωση. Το αρνητικό έχει μετατραπεί σε θετικό. Γιατί εκείνη η ελευθερία, να ερμηνεύεις ένα δεδομένο έτσι ή αλλιώς, που κατοικεί(ελευθερία) στην αρνητικότητα, έχει εξαφανιστεί μέσω της πράξης της βουλήσεως, που α-θεωρητικά αποφάσισε να προτιμήσει μια ερμηνεία, και στη θέση της μπήκε “η παρελθούσα ελευθερία”. Η παρελθούσα ελευθερία όμως είναι, όπως μόνο μαζί με τον Schelling μπορούμε να επαναλάβουμε, Είναι, δηλ αντικειμενικότητα. Η οποία όμως δεν είναι πια factum brutum(ανεπεξέργαστη), αλλά εξωτερικευμένη υποκειμενικότητα.
Όταν τώρα γίνεται λόγος για το Είναι, δεν πρόκειται πια για την κλασσική έννοια-γιατί αναφερόταν μόνο σε εκείνο το Είναι που η υποκειμενικότητα δεν είχε ακόμη γνωρίσει-αλλά για μια υποκειμενικότητα, η οποία χρησιμοποιεί το αντικειμενικό υποταγμένο μέσο για την αυτοέκφραση της.
Αυτό σημαίνει όμως πως με τον ερχομό της τεχνολογίας, η φιλοσοφία δεν είναι καν κοντά στο τέλος της. Γιατί η τεχνολογική δραστηριότητα παράγει, με το ότι επεκτείνει ασταμάτητα την διάσταση της παρελθούσας ελευθερίας, νέα αντικείμενα του φιλοσοφικού στοχασμού, ακόμη ανύπαρκτα και ασύλληπτα.
Η παγκόσμια ιστορία προχωράει, γιατί είναι κάτι περισσότερο από την ιστορία του Είναι. Το Είναι έχει πάντα ένα εφήμερο και για κάθε ιστορική φάση πεπερασμένο χαρακτήρα. Η παγκόσμια ιστορία είναι μάλλον το πρωτόγονο γίγνεσθαι μέσα στο τίποτα. Μόνο μέσα σε αυτό το τίποτα μπορεί η βούληση να δράσει ελεύθερα, και από αυτό να δημιουργεί πάντα νέες, αλλά προκαταρκτικές μορφές του Είναι. Στον χώρο του factum brutum, έχει η σκέψη το πρωτείο της, ένα πρωτείο πάντα τότε χάνεται, όταν η βούληση μέσα στο τίποτα κινεί την ιστορία.
Μετάφραση Πέτρος Χαραλάμπους
ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ
Αμέθυστος
Μέρος τελευταίο
Φαίνεται πως σε ότι αφορά το πιο πάνω εκτεθέν πρόβλημα της ταυτότητας, είμαστε προ-επιβαρυμένοι από την μέχρι τώρα ιστορία της ανθρώπινης συνείδησης. Θα προσπαθούμε πάντα, ασχολούμενοι με το ερώτημα για την σχέση ταυτότητας μεταξύ του νεογέννητου και του ενήλικα, να πλέξουμε τα νήματα της σχέσης αυτής όσο πιο στενά γίνεται. Για τον λόγο αυτό δείχνουν οι βιογραφίες ή οι αυτοβιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων, πως ο βιογράφος ή ο αυτοβιογράφος κάνει μεγάλο κόπο να ιχνηλατήσει τις απαρχές(της εν λόγω προσωπικότητος) στην ζωή των γονιών, των παππούδων και μερικές φορές και στο μακρύτερο παρελθόν. Έχει κανείς την αίσθηση πως δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Όσον αφορά όμως το θέμα, ξεχνιέται εύκολα, πως μέσα στην συνείδηση, βρίσκεται επί τω έργω μια αντίθετη λειτουργία, λιγότερο επιθετική, αλλά με βαθύτερη επίδραση, η οποία θέλει να απορρίψει το συμβεβηκώς από την αίσθηση της ιδίας ταυτότητος, όσο το δυνατόν πιο σύντομα και πιο γρήγορα. Σε σύγκριση με αυτή την εξάρτηση από το μέλλον, έχει ο τύπος του όχι-ακόμη, πάνω στον οποίο βασίζεται το έργο του Ernst Bloch ΄΄Ελπίδα”, σε μεγάλο βαθμό χαρακτήρα αναδρομής-ανάληψης(τεχνικός όρος της λογοτεχνίας). Το “ακόμη” δεν θέλει να αφήσει την συνείδηση να φύγει από το παρελθόν της. Κάθε εξάρτηση από το Είναι-είτε ασχολείται με την απόκρυψη είτε με την αποκάλυψη-αισθάνεται θαυμασμό βλέποντας το παρελθόν. Και κάθε παρόν, όσο απομακρυσμένο και να φαίνεται στο μέλλον μπροστά στα μάτια μας, ισχύει πάντα ως ένα όχι-ακόμη για την στιγμή που ακόμη δεν έφτασε. Μέσα στην αδυναμία να φτάσει κανείς στο όχι-ακόμη, επιβεβαιώνει μια μεγάλη ιστορική εποχή την ταυτότητα της. Με αυτή την έννοια αναφέρει ο Heidegger την πρόταση του Παρμενίδη: το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι.
Για την λέξη κλειδί αυτής της πρότασης, το αυτό, λέει ο Heidegger στο “Identität und Differenz“, πως μένει στο σκοτάδι. “Το αφήνουμε στο σκοτάδι”( Identität, 19). Μετά από μερικούς στοχασμούς πάνω στο νόημα της πρότασης αυτής, ο Heidegger διαπιστώνει: Η διδασκαλία της μεταφυσικής τοποθετεί την ταυτότητα ως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Είναι. Τώρα δείχνεται: το Είναι ανήκει μαζί με την σκέψη σε μια ταυτότητα, η ουσία της οποίας προέρχεται από το “γεγονός πως τα αφήνει(ή βάζει) κανείς να ανήκουν μαζί”, το οποίο ονομάζουμε συμβεβηκώς. Η ουσία της ταυτότητας είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς.
Αυτή η πρόταση από το μικρό έργο που εκδόθηκε το 1957, ανήκει στις διατυπώσεις από τις οποίες μπορούν να βγουν τα περισσότερα συμπεράσματα, στα πλαίσια σκέψης του Heidegger για την ιστορία. Ολόκληρο όμως το βεληνεκές της θα αποκαλυφθεί, όταν την συνδυάσουμε με ένα κομμάτι από το τελευταίο δοκίμιο του έργου “Holzwege”. Εκεί καλεί ο Heidegger με ιδιαίτερη έμφαση: “Και πως θα ήταν αν το πρώιμο ξεπερνούσε το ύστερο, και μάλιστα το πιο πρώιμο απ' όλα ξεπερνούσε το πιο ύστερο απ' όλα; Αυτό που κάποτε ήταν το πρώιμο της μοίρας, θα γινόταν το έσχατον, δηλ ως αποχαιρετιστήριο τής μέχρι τώρα κρυμμένης μοίρας τού Είναι. Το Είναι τού υπαρκτού συμμαζεύεται(λέγεσθαι, λόγος) στα έσχατα της μοίρας του. Η μέχρι εκείνη την στιγμή ουσία του Είναι πάει κάτω από την ακόμα κρυμμένη αλήθεια της. Η ιστορία του Είναι μαζεύεται σε αυτό τον αποχαιρετισμό. Το συμμάζεμα(συγκρότηση, σύνοδος) σε αυτόν τον αποχαιρετισμό ως συμμάζεμα(λόγος) του εξώτερου(έσχατου) της μέχρι εκείνη την στιγμή ουσίας του είναι η εσχατολογία του Είναι. Το Είναι καθ' εαυτό ως μοιραίο είναι εσχατολογικό”.(Anaximander, 301).
Αν τοποθετήσουμε αυτόν τον πρώτο στοχασμό, πως η ταυτότητα του Είναι και Νοείν είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς, μαζί με τους άλλους, ότι δηλαδή το πιο πρώιμο υπερβαίνει το έσχατο, τότε φαίνεται πως από αυτά προκύπτει η θέση, πως απόλυτη ιστορία δεν είναι κάτι που παίζεται εντός του χώρου του Είναι, αλλά αντίθετα το Είναι και η μοίρα που έχει στον χώρο, είναι ένα μεγάλο επεισόδιο εντός της ιστορίας του απόλυτου.
Αν όμως η ουσία της ταυτότητας είναι κάτι που ανήκει στο συμβεβηκώς και δεν ισχύει το αντίθετο, δηλ ο χώρος του συμβεβηκότος να είναι ένα δευτερεύον προϊόν της σχέσης ταυτότητος μεταξύ νοείν και Είναι, τότε δεν είναι κατανοητό γιατί ο χώρος των συμβεβηκότων της ιστορίας να μην κατέχει και άλλα θεμελιώδη χαρακτηριστικά(ή στοιχεία που της ανήκουν), που θα απωθούσαν τα στοιχεία που βρίσκονταν πρώτα στην κατοχή του(χώρου αυτού), γιατί μέσα του δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να το θυμηθεί κανείς. Η φιλοσοφία του Heidegger όμως δεν προσφέρει καμιά διέξοδο σε τέτοιες δυνατότητες, γιατί είναι άρρηκτα δεμένη με την εμφάνιση ενός γλωσσικού φαινομένου, που το χαρακτηρίσαμε ως θετική γλώσσα.
Ένα νοείν που δεν μπορεί να εκφράσει κάτι άλλο παρά μόνο την καθολική αλήθεια του Είναι, μπορεί να μιλά μόνο με την θετική γλώσσα, γιατί δεν είναι κάτι άλλο παρά η δεύτερη όψη του Είναι, που επαναλαμβάνεται.
Όταν στην φιλοσοφία του Heidegger γίνεται λόγος για το τίποτα, τότε σύμφωνα με την κλασσική άρνηση, που συμπεριφέρεται αυστηρώς συμμετρικά ενώπιον της θετικότητας, και των εκφράσεων της σχηματίζει ένα ισόμορφο σύστημα μαζί με την πεποίθηση(σιγουριά), μπορεί να γίνει μόνο λόγος για ένα τίποτα, που μέσα του φέρει ένα εντελώς απορρηφθέν Είναι -και τίποτε άλλο! Η ιδέα μιας θεμελιώδους, “μεταφυσικής” διαβάθμισης ισχύος μεταξύ θετικότητας και αρνητικότητας, είναι ξένη για την φιλοσοφία του Heidegger. Έτσι όπως τοποθετείται η σκέψη του Heidegger, πρέπει το καθόλου Είναι και το καθόλου τίποτα, να ανήκουν στην ίδια οντολογική τάξη μεγέθους. Δηλαδή όταν η γλώσσα του Είναι σιγήσει, τότε από το τίποτα έρχεται μόνο η σιωπή. Και τα δυο πρέπει να χρησιμοποιούν την ίδια μεταφυσική μορφή γλώσσας, που ακόμα και στην άρνηση μιλά για το Είναι, και αυτό ακριβώς είναι η θετική γλώσσα. Μέσα στο τίποτα δεν βρίσκεται, όταν σκεφτόμαστε κλασσικά, καμιά ανώτερη δύναμη άρνησης, από αυτήν που προσφέρει η αλήθεια περί του Είναι.
Αυτή είναι η πνευματική βάση στην οποία στηρίζεται ολόκληρη η εποχή των τοπικών ανώτερων πολιτισμών, συμπεριλαμβανομένου και τού φαουστικού-δυτικού. Και γι' αυτόν που σκέφτεται ακόμα με αυτές τις μεταφυσικές προϋποθέσεις, το βλέμμα προς το μέλλον είναι αποκλεισμένο. Καμιά ιστορική εποχή δεν μπορεί με τα δικά της μέσα, να δει πέρα από τα τελευταία της όρια.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η έννοια δεν έχει την αλήθεια της μόνο μέσα της, αλλά ριζώνει(η αλήθεια) και στην απουσία έννοιας του αριθμού. Αυτή η παραδοχή είναι η πρώτη προϋπόθεση για μια αρνητική γλώσσα. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η γνώση τής ανώτερης δύναμης τού αρνητικού εναντίον του θετικού. Και από αυτή την οπτική γωνία, προσλαμβάνει και η ιστορική μορφή της τεχνολογίας ένα βαθύτερο νόημα.
Η διπλή σημασία της σήμανσης του θετικού από την αρνητικότητα δείχνει, πως υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα στον κόσμο των ιδεών. Από την αρχή υπάρχει μια “πρώτη” ιδέα πριν από τον αριθμό, και μετά αναπτύσσεται μια “δεύτερη” από και μετά τον αριθμό. Αυτό σημαίνει πως ο κόσμος των αριθμών σχηματίζει ένα χωρίς έννοιες, “παθητικό” διάκενο μεταξύ της “πρώτης”, κλασσικής και της “δεύτερης”, υπέρ-κλασσικής ιδέας.
Αυτή είναι μια πλευρά του προβλήματος, και λόγω έλλειψης χώρου πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά, γιατί ο στόχος του κειμένου αυτού είναι να επισημάνει την ελλειπή ενσωμάτωση του αριθμού στην φιλοσοφία του Heidegger. Αυτή η έλλειψη δημιουργεί ένα αδιέξοδο προς το μέλλον.
Στο κύριο ανθρωπολογικό έργο του, “Ο άνθρωπος”, ο Gehlen υποδεικνύει την ελαφρυντική λειτουργία της γλώσσας. Λέει λοιπόν: “Είναι... οι χωρίς επιθυμία μακρινές προθέσεις, που εμφανίζονται στην γλώσσα, και που εκδηλώνονται ως μοναδικές(που γίνονται μια φορά) επικοινωνιακές κινήσεις: κάθε επικοινωνιακή συμπεριφορά, είναι ήδη μια ανθρώπινη, ξαλαφρωμένη αναβίωση ενός κόσμου που έχει ήδη βιωθεί και κατά κάποιο τρόπο “χρησιμοποιηθεί”. Η συνέχιση αυτού του ξαλαφρώματος αποτελεί ακριβώς τότε τον εσωτερικό νόμο ανάπτυξης της γλώσσας: όταν δηλαδή η γλώσσα όλο και πιο πολύ χάνει το εποπτικό περιεχόμενο που βγαίνει από αυτήν, και επεκτείνεται βαθμιαία στις συμβολικές σχέσεις μέσα στον εαυτό της”.
Αυτό που ο Gehlen περιγράφει εδώ χωρίς να το υποψιάζεται, είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της αρνητικής γλώσσας. Επειδή κάθε μια από τις "λέξεις" της παριστάνει ένα κύκλο που επιστρέφει στον εαυτό του, η αρχική εξωτερική πρόθεση της γλώσσας χάνει βαθμιαία το σημαντικό της βάρος. Ο "πραγματικός" κόσμος, που είναι το θετικό Είναι, διώχνεται από τον κόσμο των ιδεών ο οποίος μπορεί να αναπτύξει την δική του αρνητική γλώσσα, λόγω ακριβώς της αρνητικότητας του.
Με όλες όμως τις μέχρι τώρα σκέψεις, δεν αγγίξαμε το παρακάτω φιλοσοφικό ερώτημα: γιατί το ερώτημα για το μέλλον μας αναγκάζει να αναζητήσουμε θεμελιωδώς νέες μεθόδους σκέψης; Το ότι μια φιλοσοφία η οποία βασίζεται εξολοκλήρου στην ανάμνηση, δεν είναι ικανή να ασχοληθεί με κανένα ερώτημα που αφορά το μέλλον, είναι βασικά μια κοινοτοπία. Όμως ακόμα δεν διαθέτουμε καμιά βέβαιη φιλοσοφική δικαιολογία για τα βήματα τα οποία εισηγηθήκαμε. Για να προσφέρουμε μαι τέτοια θεμελίωση, πρέπει ακόμα να θυμηθούμε, πως η μέχρι τώρα ιστορία του πνεύματος, μας έχει προσφέρει μια θεωρία της σκέψης, αλλά τίποτα, ούτε καν στο περίπου, επαρκές, όσον αφορά την βούληση και την πράξη.
Είναι αναγκαίο να θέσουμε το θεμέλιο αυτό. Το βρίσκουμε μέσα στην ελλειπή κατανόηση της σημασίας τής κατηγορικής προσταγής του Kant. Η σημασία της κατηγορικής προσταγής για την περαιτέρω ανάπτυξη της φιλοσοφίας είναι πως "η ανάγκη για δράση-πράξη φτάνει πιο μακριά από την ανάγκη για γνώση"(Η διατύπωση αυτή είναι από το έργο του Arnold Gehlen, "Ο άνθρωπος"). Η ιστορία του κόσμου ριζώνει στην ανάγκη για δράση. Η πρόγονος δράση-πράξη- μυθολογικά μιλώντας- είναι η δημιουργία. Και μόνο εφόσον ένα Είναι έχει δημιουργηθεί έχει η σκέψη(νοείν) τη δυνατότητα να το (ανα)γνωρίσει. Η σκέψη του Είναι και η διαδικασία για να αποκτηθεί η γνώση του, είναι η αναδρομή μας σε ένα προσωρινό επεισόδιο εντός της ιστορίας. Με αυτή την έννοια μπορούμε να μιλούμε για μια εποχή του Είναι μέσα στον μεγάλο χώρο της παγκόσμιας ιστορίας. Η παγκόσμια ιστορία καθ' εαυτήν, που περιλαμβάνει την βούληση και την σκέψη, ιδωμένη από την πλευρά της γενικής της θεματολογίας, είναι μια παγκόσμια ιστορία του τίποτα. Η ελευθερία της βουλήσεως πηγάζει από το τίποτα και ποτέ από το Είναι, γιατί το τελευταίο είναι μια ελευθερία που ήταν(του παρελθόντος). Είναι δηλαδή απώλεια της απόφασης, όπως ήδη το επεσημάναμε.
Από την πλευρά της σκέψης ιδωμένο, ο υπερβατικός χώρος κάθε πράξης είναι πάντα ο ελεύθερος χώρος του τίποτα. Γι' αυτό και πιο πάνω αναφέραμε πως το τίποτα είναι πιο παλιό από την ιστορία, και πρέπει να το αναζητήσουμε στην φύση, αν όχι και πιο πριν. Δηλαδή πριν από αυτό που είναι για τον Heidegger η ιστορικότητα του Είναι. Αν τα θέματα του Είναι γεμίζουν απλά μια παροδική εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, τότε με την πάροδο της πρέπει να ανακτήσει το τίποτα πάλι τα παγκόσμια ιστορικά δίκαια του. Για τον λόγο αυτό είναι η προέλευση του μηδενισμού απροσδιόριστη για τον Heidegger. Τον συναντούμε στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Στο παρελθόν ήταν το τίποτα κάτι άδειο, το οποίο γέμισε, και μέσα σε αυτήν την διαδικασία έγινε προσβάσιμο στην γνώση. Στο μελλοντικό πρέπει να δράσουμε (με κατεύθυνση προς). Συναντούμε δηλ πάλι ένα τίποτα που πρέπει να γεμίσει και να πληρωθεί. Αυτό το πρέπει, όπως το εννοεί η κατηγορική προσταγή, πρέπει να φτάνει πιο πέρα από οποιαδήποτε μέχρι τότε δυνατή γνώση.
Από αυτά προκύπτει για την αρνητική γλώσσα το παρακάτω συμπέρασμα: Η ίδια δεν είναι μια γλώσσα που μας μεταφέρει γνώσεις, με την οικεία σε μας έννοια, που σχετίζονται με κάποιο δεδομένο Είναι. Είναι μάλλον κώδικας για την εκτέλεση πράξεων-δράσεων. Όταν έχουμε τις εξισώσεις p=N1.2.1.2.1.2 p ή p=N2.1.2.1.2.1 p, τότε δεν πρόκειται per se για πράγματα ή καταστάσεις που μπορούν να διαπιστωθούν και που μας λένε τι ακριβώς είναι το "p", αλλά πρόκειται για μια απαίτηση, να αποφασισθεί με μια πράξη επιλογής, μέσω ποιας ακολουθίας αρνήσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί πως το p είναι μια με τον εαυτό του ταυτόσημη αντικειμενικότητα. Οι δυο ακολουθίες αρνήσεων είναι ισάξιες και δεν υπάρχει κανένας θεωρητικός λόγος να προτιμηθεί η μια της άλλης. Και στις δυο εξισώσεις πρόκειται για μια σχέση άρνησης που επιστρέφει στην εαυτό της. Πρόκειται δηλ για ένα κύκλο, που όπως όλοι οι κύκλοι μπορεί να έχει διπλή κατεύθυνση. Και δεν υπάρχει στο σύμπαν καμιά θεωρητική συνθήκη, που μπορεί να μας πει ποια κατεύθυνση πρέπει να προτιμηθεί Από την άλλη όμως, η ταυτότητα του p μπορεί να διαπιστωθεί μόνο τότε, όταν έχει αποφασισθεί ότι το p πρέπει να ερμηνευθεί με την πρώτη ή την δεύτερη εξίσωση. Κάθε ιδιότητα, θεωρητική και προσβάσιμη στην μετέπειτα σκέψη, θεμελιώνεται πάνω στην εκτέλεση μιας πράξης η οποία προηγείται και είναι εντελώς α-θεωρητική. Αυτό το γνωρίζουμε με βεβαιότητα από τον καιρό του υπερβατικού ιδεαλισμού.
Στην θρησκευτική ιδέα της δημιουργίας, συμπεριελήφθη στην υπόσταση ενός και μόνο παντοδύναμου προσώπου, η έννοια όλων των δυνατών α-θεωρητικών αποφάσεων. Στην αρνητική γλώσσα, μπαίνει στην θέση της παντοδυναμίας η γνώση πως δεν είναι είναι δυνατόν να υπάρξει ο μεγαλύτερος κύκλος άρνησης. Η επαναληψιμότητα του αρνητικού είναι απύθμενη.
Εφόσον όμως η αρνητική γλώσσα μας προσφέρει ένα κώδικα για την εκτέλεση πράξεων, πήγαμε μαζί της στον χώρο της τεχνολογίας. Η μετατροπή μιας σκέψης σε μηχανή(δηλ η σκέψη να γίνει, να κατασκευασθεί βάση της σκέψης μια μηχανή) προϋποθέτει πράξεις βουλήσεως. Για τον λόγο αυτόν, το τι είναι η τεχνολογία, μπορεί να γίνει επαρκώς(και αυτό στο περίπου) κατανοητό μόνο με την αρνητική γλώσσα. Επειδή όμως η αρνητική γλώσσα, χάρη στην επέκταση της σε ένα υπερκλασσικό τίποτα, είναι απύθμενη, έτσι και η τεχνολογία που χρησιμοποιεί μια τέτοια γλώσσα, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στην τελειότητα(δηλ πάντα θα βρίσκεται μπροστά της το πιο τέλειο). Δεν υπάρχει καμιά τεχνολογική επίδοση, η οποία δεν μπορεί να ξεπερασθεί από μια πιο δυνατή, ακόμα και αν το κόστος είναι μια θεμελιώδης αλλαγή της δομής της παγκόσμιας ιστορίας.
Μόνο επειδή σήμερα γίνονται ακόμα προσπάθειες να αναλυθεί η ουσία της τεχνολογίας σε ένα ερμηνευτικό χώρο, ο οποίος σύμφωνα με τον Peirce έχει το ανώτατο όριο του στην τριαδικότητα, δηλ σε ένα σύστημα τρίτου βαθμού, μπορεί να δει κανείς το τέλος της τεχνολογίας και μαζί με τον Spengler να πει πως, “ο αγώνας μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου, ο οποίος με την ιστορική του ύπαρξη τής εναντιώθηκε, έχει πρακτικά οδηγηθεί στο τέλος”. Εδώ κατανοείται η τεχνολογία στη βάση μιας θετικής γλώσσας. Και επειδή και η φιλοσοφία του Heidegger επίσης-παρόλη την προσπάθεια περιστασιακών αποδράσεων- δεν ξεφεύγει μέσα στις συνήθειες της σκέψης της από το να μιλά στον χώρο του θετικού, της λείπει η κατανόηση για το γεγονός πως εντός της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα μια βαθμιαία κατάκτηση του τίποτα. Όπου όμως αυτό συνέβη, έλαβε χώρα μια μεταμόρφωση. Το αρνητικό έχει μετατραπεί σε θετικό. Γιατί εκείνη η ελευθερία, να ερμηνεύεις ένα δεδομένο έτσι ή αλλιώς, που κατοικεί(ελευθερία) στην αρνητικότητα, έχει εξαφανιστεί μέσω της πράξης της βουλήσεως, που α-θεωρητικά αποφάσισε να προτιμήσει μια ερμηνεία, και στη θέση της μπήκε “η παρελθούσα ελευθερία”. Η παρελθούσα ελευθερία όμως είναι, όπως μόνο μαζί με τον Schelling μπορούμε να επαναλάβουμε, Είναι, δηλ αντικειμενικότητα. Η οποία όμως δεν είναι πια factum brutum(ανεπεξέργαστη), αλλά εξωτερικευμένη υποκειμενικότητα.
Όταν τώρα γίνεται λόγος για το Είναι, δεν πρόκειται πια για την κλασσική έννοια-γιατί αναφερόταν μόνο σε εκείνο το Είναι που η υποκειμενικότητα δεν είχε ακόμη γνωρίσει-αλλά για μια υποκειμενικότητα, η οποία χρησιμοποιεί το αντικειμενικό υποταγμένο μέσο για την αυτοέκφραση της.
Αυτό σημαίνει όμως πως με τον ερχομό της τεχνολογίας, η φιλοσοφία δεν είναι καν κοντά στο τέλος της. Γιατί η τεχνολογική δραστηριότητα παράγει, με το ότι επεκτείνει ασταμάτητα την διάσταση της παρελθούσας ελευθερίας, νέα αντικείμενα του φιλοσοφικού στοχασμού, ακόμη ανύπαρκτα και ασύλληπτα.
Η παγκόσμια ιστορία προχωράει, γιατί είναι κάτι περισσότερο από την ιστορία του Είναι. Το Είναι έχει πάντα ένα εφήμερο και για κάθε ιστορική φάση πεπερασμένο χαρακτήρα. Η παγκόσμια ιστορία είναι μάλλον το πρωτόγονο γίγνεσθαι μέσα στο τίποτα. Μόνο μέσα σε αυτό το τίποτα μπορεί η βούληση να δράσει ελεύθερα, και από αυτό να δημιουργεί πάντα νέες, αλλά προκαταρκτικές μορφές του Είναι. Στον χώρο του factum brutum, έχει η σκέψη το πρωτείο της, ένα πρωτείο πάντα τότε χάνεται, όταν η βούληση μέσα στο τίποτα κινεί την ιστορία.
Μετάφραση Πέτρος Χαραλάμπους
ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου