Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (17)

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ

Συνέχεια από : Σάββατο, 31 Ιουλίου 2010

Το μητρικό σύμπλεγμα

Κεφάλαιο 9ο

Ο γάιδαρος στην υπηρεσία περισσοτέρων κυρίων


Ο γάιδαρος οδηγείται τώρα στην αγορά και πουλιέται σ’ έναν ηλικιωμένον ομοφυλόφιλον άντρα, τον βασικόν ιερέα μιας περιπλανώμενης ομάδας, που τριγυρίζει με μιαν απεικόνιση της συριακής θεάς Κυβέλης. Ο ηλικιωμένος άντρας, ο Φίληβος, είναι ένας εραστής νεαρών αντρών. Αυτή η ομάδα ανθρώπων συμπεριφέρεται όπως ορισμένοι δερβίσηδες που χορεύουν σήμερα στην Ανατολή˙ στο τέλος των χορών τους πέφτουν στο έδαφος, αυτοτραυματίζονται και συγκεντρώνουν μετά χρήματα απ’ τους θεατές. Απολαμβάνουν όμως πέραν τούτου εδώ ομοφυλοφιλικές και σοδομιστικές απολαύσεις. Αυτοί οι άνθρωποι αγοράζουν τον γάιδαρο, κι ο Λούκιος πρέπει να κουβαλά την εικόνα της θεάς καθώς και μερικά απ’ τα πράγματά τους. Ο Απουλήιος περιγράφει το πώς χορεύουν και πώς ένας απ’ αυτούς προσποιείται με βαθειούς αναστεναγμούς ξαφνικά, πως έχει πληρωθή απ’ την ουράνια πνοή της θεάς, και εκστομίζει σε μιαν κατάσταση έκστασης προφητείες. Ακολουθεί μετά μια φράση, που φανερώνει, γιατί έχει παρεμβάλει αυτό το επεισόδιο ο Απουλήιος. Λέει, πως ο χορευτής προφασίζονταν, πως βρίσκεται σε μια μανική κατάσταση, έτσι «σαν να είχαν γίνει αδύναμες και ασθενείς με την παρουσία των θεών κι όχι καλύτερες απ’ ό,τι ήταν πριν οι ανθρώπινες υπάρξεις.». Τονίζει εδώ, ότι, όταν δεν έχη κανένα θεραπευτικό αποτέλεσμα η σχέση με το θεϊκό, πρόκειται για μιαν αρρωστημένη θρησκευτικότητα.

Αν πιστεύη κανείς, πως ο Απουλήιος έχει παρεμβάλει συνειδητά αυτήν την αφήγηση, θα μπορούσε να εξηγήση την περιγραφή της μεγάλης θεάς Κυβέλης ως μια θαυμαστήν αντίθεση στο μυστήριο της Ίσιδας στο τέλος του βιβλίου: έχουμε κατ’ αρχάς την έκσταση και τη θρησκευτική εμπειρία στην καταστρεπτική της όψη μπροστά μας, κι ο άντρας έχει υποστή κατοχή απ’ τη θεά, επειδή δεν την υ π η ρ ε τ ε ί . Ακολουθεί μετά επιπλέον στο τέλος η θετική αντίθετη εικόνα.

Όταν πιέζη ένα αρχέτυπο να πραγματοποιηθή, μπορεί αυτό να συμβή με θετικόν ή αρνητικόν τρόπο. Αν είναι έτοιμος να το αποδεχτή και αφιερωμένος ο άνθρωπος, γίνεται αυτό μια θεραπευτική εμπειρία, όταν διαφεύγη όμως κανείς απ’ το αρχέτυπο, αυτό γίνεται αρνητικό και γεννά κατοχή, και περιέρχεται κανείς στα νύχια της «Μεγάλης Μητέρας». Ο ομοφυλόφιλος ηλικιωμένος άντρας είναι κατειλημμένος απ’ το μητρικό αρχέτυπο, κι έχει γι’ αυτό μιαν ψευδοθρησκευτική μόνον εμπειρία. Πολλοί ομοφυλόφιλοι μοιάζουν να έχουν μιαν πλούσια, εσωτερικά ψυχική ζωή, μιαν καλλιτεχνική και θρησκευτική πλευρά, αν κοιτάξη όμως κανείς από πιο κοντά, λείπει συχνά κάτι. Παρ’ όλο που είναι αξιοθαύμαστη αυτή η πλευρά και δίνει ένα ορισμένο βάθος και μεγαλείο στην ζωή, αισθάνεται κανείς μερικές φορές, πως δεν είναι εντελώς γνήσια και δεν έχει αρκετήν ουσία. Δεν είναι εντελώς πειστική, και κάπου μη πραγματική. Φυσικά δεν ισχύει αυτό για όλους τους ομοφυλόφιλους.

Υπάρχει και μια άλλη όψη στην περιγραφή, που συνιστά και στην εποχή μας ένα μεγάλο πρόβλημα: το Beat και άλλοι άγριοι χοροί, που καταλαμβάνουν σήμερα τη θέση του παραδοσιακού χορού. Μοιάζει σε τόσα πολλά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η κατάστασή μας! Αυτό που προσφέρεται σήμερα από θρησκευτικής πλευράς στα παιδιά, είναι συχνά ανεπαρκές και δεν αγγίζει πια τα συναισθηματικά βάθη. Έχουν έτσι κατά φυσικόν τρόπο μιαν επιθυμία, να συγκινηθούν εκστατικά και να ζήσουν στιγμές, στις οποίες απαλλάσσεται κανείς απ’ την ίδιαν του την άθλιαν ύπαρξη. Επειδή δεν αποκτούν το κρασί του Αγίου Πνεύματος, πίνουν αντί γι’ αυτό το βρώμικο νερό του δρόμου. Στρέφονται προς την άγρια μουσική και τους χορούς, αναζητούν τα ναρκωτικά και γίνονται μάλιστα εγκληματικοί. Ακόμα κι οι πολιτικές μαζικές διαδηλώσεις δεν σημαίνουν για πολλούς νέους πολιτική δραστηριότητα, αλλά προέρχονται συχνά περισσότερο απ’ την επιθυμία για εκστατικήν εμπειρία. Μόνον επειδή δεν ζουν την έκσταση στο θρησκευτικό πεδίο, προσκολλώνται σε πολιτικές μαζικές κινήσεις, που προσφέρουν μια νοσηρή, ψευδοθρησκευτικήν εμπειρία. Αυτό φανερώνει έναν εκφυλισμό της θρησκευτικής λειτουργίας˙ όσο περισσότερο παραβλέπεται το θρησκευτικό πρόβλημα, τόσο περισσότερο υπάρχουν τέτοια συμψηφιστικά φαινόμενα υποκατάστασης.

Ο γάιδαρος περιέρχεται τώρα σ’ έναν περαιτέρω κίνδυνο: η ομάδα διανυκτερεύει κοντά σ’ ένα πλουσιόσπιτο, που απ’ την κουζίνα του έχει κλέψει και καταβροχθίσει ένας σκύλος ένα παχύ μπούτι ελαφιού, που έπρεπε να ψηθή για το δείπνο. Ο μάγειρας είναι απελπισμένος και έτοιμος να απαγχονιστή, όταν τον εμποδίζει απ’ αυτό η γυναίκα του και τον συμβουλεύει, να σκοτώση κρυφά τον ξένο γάιδαρο, και να χρησιμοποιήση σε αντικατάσταση ένα απ’ τα δικά του μπούτια. Κανείς δεν θα προσέξη τη διαφορά, αν ψηθή και σερβιριστή με μιαν καλή σάλτσα. Ο φτωχός γάιδαρος ξεσκίζει στον θανάσιμο φόβο του το καπίστρι του και χυμάει σ’ ένα δωμάτιο, όπου αναστατώνει όλη τη συντροφιά, ρίχνοντας όλα τα φαγητά και τα ποτά απ’ το τραπέζι στο πάτωμα. Ο κύριος του σπιτιού διατάζει να τον φυλακίσουν. Τη στιγμή εκείνη φτάνει ένα αγόρι με το μήνυμα, πως υπάρχει ένα λυσσασμένο σκυλί στην πόλη, που έχει δαγκώσει πολλούς ανθρώπους και ζώα, και τρομάζουν όλοι έτσι, ώστε θα είχαν σκοτώσει αμέσως τον γάιδαρο, αν δεν είχε ο ίδιος σωθή διαφεύγοντας στο υπνοδωμάτιο του κυρίου. Κλειδώνεται εκεί, πέφτει στο κρεβάτι, κοιμάται ολόκληρη τη νύχτα σε ανθρώπινο περιβάλλον και ξυπνάει αναψυγμένος. Οι άνθρωποι τον παρατηρούν μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα, κι όταν τον βλέπουν ήσυχο και ειρηνικό, συζητούν, τί θά ’πρεπε να κάνουν. Κάποιος προτείνει, να του δώσουν νερό, για να εξετάσουν, αν είναι λυσσασμένος, όμως ο γάιδαρος επιβεβαιώνει την υγεία του, πίνοντας άπληστα το νερό, και φορτώνεται γι’ αυτό ξανά με το άγαλμα της συριακής θεάς και κάθε είδους ράκη και εκδιώκεται. Έχοντας διαφύγει απ’ τη μοίρα τού να φαγωθή, συνεχίζει τον δρόμο του με τους χορευτές ιερείς της θεάς.

Αρχίζει σ’ αυτήν την τελευταία ιστορία να γίνεται ξανά πιο ανθρώπινος ο γάιδαρος. Συμπεριφέρεται για λίγον χρόνο όπως μια ανθρώπινη ύπαρξη. Και είναι ενδιαφέρον, ότι ερμηνεύουν οι άνθρωποι τριγύρω του ακριβώς την ανθρωπινότητά του ως λύσσα. Υπάρχει ένας παραλληλισμός σ’ αυτό στην αναλυτική πράξη, γιατί όταν αρχίζη να γίνεται υγιέστερος ένας ασθενής, τον θεωρούν μερικές φορές οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του ως πιο τρελλό από κάθε άλλη φορά και κάνουν όλα όσα μπορούν, για να τον εξαναγκάσουν πίσω στην ασθένεια. Η επιστροφή στο φυσιολογικό επενεργεί σοκαριστικά στο περιβάλλον. Το να πρέπη να ανακαλέσης στον εαυτό σου την προβολή της ασθένειας, που έρριχνες προηγουμένως επάνω στον «άλλον», επιδρά πάντα παραλυτικά σε μια συνηθισμένη ομάδα. Όταν γίνεται φυσιολογικό το άλλο πρόσωπο, έχει διαταραχθή η ισορροπία. Υφίσταται γι’ αυτό μια ασυνείδητη τάση στην ομάδα, να εμποδίση τη λειτουργία της εξέλιξης στον άρρωστο.

Είχα κάποτε μια θλιβερή εμπειρία, όταν επισκεπτόμουν ένα μεγάλο νοσοκομείο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένας αναλυτής της ομάδας μας είχε εκλέξει μερικούς ασθενείς και τους είχε πάρει σε προσωπική ανάλυση. Είχε εκλέξει ανάμεσα σε άλλους κι ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, που είχε κακοποιηθή απ’ τον πατέρα του, έναν μέθυσο˙ το είχαν φέρει στο νοσοκομείο και είχε διαγνωστή ως σχιζοφρενές. Ήταν κατατονικό. Ο αναλυτής το κούραρε, κι η κατάστασή του καλυτέρευε αισθητά. Κάποια στιγμή, όπου το κορίτσι αισθανόταν πολύ καλύτερα, πήγε στην κουζίνα κι έκλεψε μια μεγάλη σοκολατένια τούρτα. Δεν την καταβρόχθισε το ίδιο, αλλά την έφερε στο παιδικό τμήμα και τη διένειμε˙ αυτό απέφερε μια θαυμάσια γιορτή, και τα κρεβάτια πασαλείφτηκαν ολόκληρα με σοκολάτα. Η προϊσταμένη αδελφή εμφανίστηκε με φλογερή αγανάκτηση και είπε, πως το κορίτσι έπρεπε πάλι να κλειδωθή, πως ήταν εντελώς φρενοβλαβές κι ο ψυχοθεραπευτής επρόκειτο να του προξενήση μεγάλη ζημιά, πως έπρεπε να το μεταχειριστούν πάλι με τη θεραπεία τού σοκ κ.τ.λ.! Ήταν το επιδεικτικό παράδειγμα ενός αποδεσμευμένου animus. Ο θεράπων γιατρός είπε: «Δεν βλέπετε, πως αυτό είναι μια ουσιαστική βελτίωση, ότι έχει ένα αίσθημα για τα άλλα παιδιά κι ανέλαβε επαφή μαζί τους;». Όμως ο προϋπολογισμός είχε επιβαρυνθή, και γι’ αυτό νόμιζε η αδελφή, πως το κορίτσι έπρεπε να είναι άρρωστο και να υποστή πάλι το σοκ. Όταν αρχίζουν να γίνονται φυσιολογικοί οι άνθρωποι, περιέρχονται συχνά σ’ ένα μεταβατικό στάδιο, όπου και συνιστούν μιαν ενόχληση για την κοινότητα, γιατί δεν είναι πια άρρωστοι, αλλά δεν έχουν προσαρμοστή και εντελώς φυσιολογικά. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός τους γίνονται τότε εκτός εαυτού, γιατί δεν το εκτιμούν, όταν τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ γίνεται ένας γάιδαρος λιγάκι ανθρώπινος, κι αυτό ερμηνεύεται αμέσως ως «λύσσα».

Ακολουθεί μετά η ιστορία με τον έμπορο, που επιστρέφει ένα πρωΐ απρόσμενα στο σπίτι, όταν είναι παρών ο εραστής της γυναίκας του. Η γυναίκα τον κρύβει κάτω από ένα βαρέλι και τσακώνεται με τον σύζυγό της, ότι τριγυρίζει άσκοπα εδώ κι εκεί, ενώ εκείνη πρέπει να εργάζεται τόσο σκληρά. Εκείνος όμως απαντά, πως ήταν αντίθετα πολύ δραστήριος και επιτυχής, και είχε πουλήσει το βαρέλι, που βρίσκονταν τώρα άχρηστο εκεί, για κάποια χρήματα. Η γυναίκα απαντά σ’ αυτό, πως εκείνη το είχε κάνει ακόμα καλύτερα και είχε πουλήσει το βαρέλι για περισσότερα. Και πως ο άντρας, που ήταν διατεθειμένος να το αγοράση, το επιθεωρούσε ακριβώς τώρα. Εμφανίζεται τότε ο ίδιος ο εραστής και φρονεί, πως το βαρέλι είναι βρώμικο, έτσι ώστε δεν μπορεί να δη, αν έχη ρωγμές ή όχι, και πως πρέπει να φέρη ο άντρας ένα φως. Ο ανύποπτος σύζυγος φέρνει μια λάμπα και προτείνει, να καθαρίση ο ίδιος το βαρέλι, το οποίο και κάνει κατόπιν, ενώ συνεχίζουν να χαριεντίζονται, κρυμμένοι πίσω απ’ το βαρέλι, οι άλλοι δυό.

Το ανέκδοτο δεν περιέχει ούτε μαγικά ούτε υπερφυσικά στοιχεία, αλλά είναι μια εντελώς συνηθισμένη ιστορία μοιχείας. Ενώ οι ιστορίες πάνω απ’ την οριζόντια γραμμή του συνειδητού επιπέδου του διαγράμματός μας ήταν προηγουμένως ρεαλιστικές και εκείνες κάτω απ’ τη γραμμή σημαντικές (numinos), είναι τώρα αυτές οι τελευταίες τετριμμένες, και εμφανίζεται γι’ αυτό στη συνειδητή ζωή του Λούκιου ένα πλαστό είδος της έκστασης. Αυτό είναι τυπικό, όταν υφίσταται μια πλαστή σχέση με το θρησκευτικό στοιχείο. Το Εγώ μεθάει σε μιαν ψεύτικη έκσταση, ενώ το ασυνείδητο γίνεται όλο και πιο τετριμμένο. Η anima, που έπρεπε να είναι ο μεσολαβητής προς τα βαθύτερα ψυχικά στρώματα, δεν εκπληρώνει πια τη λειτουργία της. Ο γάμος αποτυγχάνει, κι αυτή η μοιχεία δεν είναι τίποτα παρά καθαρά σεξουαλική διασκέδαση (διασκορπισμός) χωρίς αίσθημα ή αγάπη. Η anima έχει βυθιστή σε μιαν αδιαφοροποίητη, ανήθικη κατάσταση.

Οι ιερείς της συριακής θεότητας συλλαμβάνονται αργότερα και κατηγορούνται για κλοπή. Ο γάιδαρος ξαναπουλιέται άλλη μια φορά, σ’ έναν φούρναρη τώρα, του οποίου πρέπει να γυρίζη τον μύλο. Αυτό ρίχνει ένα φως στην κοινωνική κατάσταση της εποχής. Ο Λούκιος βλέπει εκεί τους φτωχούς σκλάβους να κουβαλούν σακκιά, σε ελεεινή κατάσταση, κι άλλους, σημαδεμένους απ’ τα σίδερα, που είχαν κάψει τα κεφάλια τους. Τα πρόσωπα μερικών ήταν μαυρισμένα απ’ την καπνιά κι εκείνα άλλων γεμάτα πληγές. Ακόμα και τα άλογα ήταν ηλικιωμένα και αδύναμα και σκεπασμένα με ουλές. Έβηχαν αδιάκοπα, οι πλευρές τους ήταν γυμνές και τριμμένες απ’ την ιπποσκευή και τα πλευρά τους σπασμένα από χτυπήματα. Ένα τρομαχτικό θέαμα, κι ο Λούκιος αναλογίζεται περίλυπος την ίδια του τη συμπεριφορά ως ανθρώπου. Η μοναδική του παρηγοριά στην παρούσα άσχημη κατάσταση είναι, το ότι μπορεί να ακούη και να καταλαβαίνη ό,τι συμβαίνει τριγύρω του, αφού κανείς δεν τον φοβάται ή τον υποπτεύεται. Θυμάται, πως «ήταν ένας σοφός άνθρωπος», όπως γράφει ο Όμηρος, «που περιερχόταν πολλές χώρες και πόλεις», κι ευχαριστεί τη γαϊδουρινή μορφή του γι’ αυτές τις εμπειρίες.

Όταν θαυμάζη κανείς τα μνημεία στην Ελλάδα και τη Ρώμη και διηγείται ο ξεναγός, πόσο ψηλά στεκόταν ο τότε πολιτισμός, είναι καιρός να θυμηθούμε, πως αυτές οι κουλτούρες είχαν ανθίσει στον βούρκο. Υπάρχει μια μυστική αναλογία προς τον δικό μας πολιτισμό, στον οποίον είναι διαφοροποιημένη διανοητικά και ηθικά μια ορισμένη ομάδα, η μάζα όμως μένει αδιαφοροποίητη. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα εξαλείφεται αυτό που είχε κτισθή, από εκείνο που έμεινε αδιαφοροποίητο. Έχουμε να κάνουμε εδώ με το πρόβλημα της επονομαζόμενης κατώτερης λειτουργίας (σ.σ.: Το συνειδητό Εγώ διαθέτει τέσσερις λειτουργίες κατά τον Γιουνγκ: σκέψη και αίσθηση, συναίσθηση και διαίσθηση, ανά δυό η μια απέναντι στην άλλη. Ως κατώτερη λειτουργία χαρακτηρίζεται η μη διαφοροποιημένη). Αν, αντί να διαφοροποιούν υπερβολικά ισχυρά τη συνειδητή τους βασική λειτουργία, εργάζονταν στα άλλα τους μέρη τα ξεχωριστά άτομα και τα έφερναν σε ένα ορισμένο τουλάχιστον επίπεδο, δεν θα συνέβαινε – ατομικά όπως και στο συλλογικό – μια τέτοια διάσπαση. Είμαστε σε αντιπαράσταση με την ίδια διάσπαση στην εποχή μας, εσωτερικά όπως και εξωτερικά. Εμφανίζεται μπροστά απ’ το τρομαχτικό βάθος κοινωνικού εγωϊσμού, που απειλεί την κουλτούρα μας.

Υπήρχαν φυσικά και κάποιες εξαιρέσεις στην αρχαιότητα, όπως ο Σενέκας, ο στωϊκός φιλόσοφος, όμως οι πιο πολλοί άλλοι έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στο γεγονός, ότι έπρεπε να ζουν πολλοί άνθρωποι ως σκλάβοι κάτω από φοβερές συνθήκες. Ο Σενέκας δίδασκε, πως έπρεπε να μεταχειρίζεται κανείς τους σκλάβους όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα, για το ίδιο του το καλό, γιατί δεν μπορούσε βέβαια να απολαμβάνη κανείς το φαγητό, σερβιρισμένο από έναν δυστυχισμένο σκλάβο! Τέτοιες απόψεις δεν άγγιζαν όμως τους περισσότερους Ρωμαίους, και γι’ αυτό ήταν γεμάτη – όπως τόνιζε ο Γιουνγκ – η ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από μιαν παράξενη μελαγχολία, απ’ την επιθυμία των σκλάβων να απελευθερωθούν. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις ήταν βαθειά θλιμμένες, δεν γνώριζαν όμως, όπως π.χ. ο Οράτιος κι ο φίλος του Μαικήνας, την αιτία. Μόνον η χριστιανική θρησκεία φαινόταν να δίνη ένα «καινούργιο» νόημα-σημασία στην ζωή. Βρισκόμαστε κι εμείς ακόμα περισσότερο στην ίδιαν κατάσταση όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και θά ’πρεπε να παραιτηθούμε γι’ αυτό από κάποιες διανοητικές και τεχνικές κατακτήσεις μας, για να θεραπεύσουμε την ψυχική διάλυση, που απειλεί να μας καταστρέψη, γιατί θα ξαναπάρη αλλιώς μαζί του το σκοτεινό τέλμα τα άνθη, που αναπτύχθηκαν απ’ αυτό.

Στον μύλο ακούει ο γάιδαρος μερικές ακόμα ιστορίες μοιχείας, που έχουν παραληφθή από ένα προηγούμενο μυθιστόρημα. Ο Απουλήιος-Λούκιος διηγείται, πως ο φούρναρης ήταν ένας έντιμος και λογικός άνθρωπος, η γυναίκα του όμως το πιο απεχθές θηλυκό πάνω σ’ όλη τη γη. Παραδίδονταν εξακολουθητικά στην πορνεία. Ένα ηλικιωμένο θηλυκό, μια «πρέσβειρα της συμφοράς», που επισκέπτεται καθημερινά το σπίτι της, διηγείται τώρα στη γυναίκα την εξής ιστορία:

Ο Βάρβαρος, ένας συγκλητικός της πόλης, που τον ονόμαζαν οι άνθρωποι για τον οξύ του τρόπο και Σκορπιό, άφηνε τη γυναίκα του– έτσι όπως ήταν ζηλιάρης και με την επιθυμία να περιφρουρήση την αγνότητα της – στην προστασία του σκλάβου Μέρμηγκα. Τον απειλούσε με θάνατο, αν έστω και θα άγγιζε οποιοσδήποτε άντρας με το δάχτυλό του τη γυναίκα του στο πέρασμά της. Ο Μέρμηγκας δεν της επέτρεπε γι’ αυτό να εξέρχεται, και κάθονταν μάλιστα κοντά της, όταν εκείνη έγνεθε, και τη συνόδευε προσωπικά στο δημόσιο λουτρό. Ένας όμως κάποιος Philesiterus, τον οποίον και συνιστά (τώρα) το ηλικιωμένο θηλυκό ως εραστή για τη γυναίκα του φούρναρη, είναι ερωτευμένος μαζί της και δωροδοκεί τον Μέρμηγκα με χρήματα, απ’ τα οποία ένα μέρος θα ήταν για τον ίδιον κι ένα μέρος για τη γυναίκα. Αποκρούει κατ’ αρχάς ο Μέρμηγκας το αίτημα, ρωτάει όμως μετά τη γυναίκα, κι εκείνη συναινεί από φιλαργυρία. Οπότε φέρνει μεταμφιεσμένο τον Φιλεζίτερους στην κυρία του. Γύρω στα μεσάνυχτα επιστρέφει απρόσμενα ο σύζυγος. Ο Μέρμηγκας χασομερά στο άνοιγμα της εξώπορτας, έτσι ώστε να μπορή να διαφύγη ο Φιλεζίτερους, που ξεχνά ωστόσο τα παπούτσια του, τα οποία και βρίσκει το επόμενο πρωΐ ο σύζυγος. Ενοχοποιεί τον Μέρμηγκα, τον οδηγεί δεμένο στο δικαστήριο, και καθώς διασχίζουν την αγορά συναντούν τον Φιλεζίτερους. Φοβούμενος, πως θα μπορούσε να αποκαλυφθή ολόκληρη η ιστορία, χτυπάει αυτός τον Μέρμηγκα στο κεφάλι και τον κατηγορεί, πως του είχε κλέψει την προηγούμενη νύχτα τα παπούτσια του στο λουτρό. Κι έτσι σώζονται κι οι δυό.

Η ιστορία δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις. Έχει εκπέσει στο επίπεδο ανθρώπων, που φέρουν ονόματα εντόμων και δεν δείχνουν παρά απάνθρωπες, ενστικτώδεις ζωϊκές αντιδράσεις. Πρόκειται στα έντομα για αντιδράσεις τού συμπαθητικού νευρικού συστήματος με όλη την ψυχρότητά του, την κτηνωδία και την αισθησιακή ευχαρίστηση. Δεν έχει απομείνει τίποτα το ανθρώπινο πια εκεί. Θυμόμαστε ωστόσο επίσης, πως το μυρμήγκι είναι ένα σύμβολο του πρωτόγονου (αρχέγονου) ανθρώπου. Και νικά τον Σκορπιό, που θα μπορούσε να ερμηνευτή ως προσωποποίηση του κακού. Μπορεί να σημειωθή λοιπόν και μια μικρή πρόοδος: ο αυτόχθονος γνήσιος άνθρωπος σώζεται και ο πραγματικά κακός υπερβάλλεται σε πανουργία.

Αμέθυστος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Απορίες από το δύσκολο αυτό κείμενο που αναρτήσατε. Ποιός είναι ο βούρκος για την συγγραφέα, όπου άνθισε η ελληνική κουλτούρα; δεν μας εξηγεί.Την γνωρίζει την ελληνική κουλτούρα; εννοεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό; την μυθολογία; Και ποιά άραγε είναι η γνήσια θρησκευτικότητα για την συγγραφέα; ή, κατά τον Γιούγκ ,ποιά ήταν η γνήσια θρησκευτικότητα;

amethystos είπε...

Ο βούρκος είναι η φτώχεια και η βαρβαρότης τού όχλου και η σκλαβιά. Συγκεκριμένα μιλάει γιά την Ρωμαϊκή εποχή. Αυτή η σχολή τού Γιούγκ πού άνθησε γιά σύντομο χρονικό διάστημα στήν Ευρώπη γνώριζε αρκετά καλά τόν Ελληνικό πολιτισμό καί τήν Μυθολογία όπως ερμηνεύτηκε από τούς Γερμανούς.
Σάν γνήσια θρησκευτικότητα εννοεί να ανήκεις και να υπηρετείς τόν Θεό και όχι να τόν λατρεύεις μόνο, γιά δικά σου οφέλη,όπως συμβαίνει και σήμερα.