Συνέχεια από Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2010
Κεφάλαιο 10ο
Ο Λούκιος ξαναβρίσκει τον εαυτό του
Μετά από αργήν κατ’ αρχάς κάθοδο οδηγεί η τελευταία ιστορία σε μιαν αρνητικήν κορύφωση: Ο Λούκιος έπρεπε να ενωθή δημόσια σεξουαλικά με μιαν κατώτερη, εγκληματική και χυδαία γυναίκα. Είχε φονεύσει αρκετούς ανθρώπους με δηλητήριο και παριστάνει το αισχρότερο πλάσμα σ’ ολόκληρο το μυθιστόρημα Ο Λούκιος αισθάνεται ακραία απώθηση, να συνουσιαστή σε πλήρη δημοσιότητα με μιαν τέτοια γυναίκα. Αρνείται εδώ για πρώτη φορά αποφασισμένος, να μην επιτρέψη να πιαστή στους βρόχους του αρνητικού θηλυκού. Μένει στον εαυτό του και επιμένει στη δική του ηθική στάση. Και σε μια στιγμή γενικής σύγχυσης διαφεύγει απ’ το τσίρκο στους δρόμους της πόλης. Τροχάζει κατά μήκος της ακτής προς τις Κεχρεές, ένα περίφημο λιμάνι, και πιο πέρα, περικυκλωμένος απ’ το ανθρώπινο πλήθος, προς «μιαν απόμερη τοποθεσία στην ακροθαλασσιά», όπου και πλαγιάζει εξαντλημένος και πέφτει σε βαθύν ύπνο.
Το γεγονός, ότι πηγαίνει στην ακροθαλασσιά και, αποφεύγοντας τους ανθρώπους, σ’ ένα μοναχικό μέρος, είναι σημαντικό. Αντιστοιχεί στο διάγραμμα που εκθέσαμε προηγουμένως στο πιο βαθύ σημείο: έχει φτάσει στον πυθμένα της αθλιότητάς του. Έχει πορευθή στις πικρές του εμπειρίες μέσα από προσωπική τραγωδία και έχει φτάσει τώρα κοντά στη θάλασσα, στο κατώφλι προς το συλλογικό ασυνείδητο. Για πρώτη φορά ψάχνει ο Λούκιος να είναι αυτός ο ίδιος, να υπομείνη την ίδια του την αθλιότητα και τη μοναξιά του, και σ’ αυτήν την κατάσταση της εξάντλησης αποκοιμιέται.
Ο Απουλήιος αφήνει τον Λούκιο να διηγηθή: «Περίπου στην πρώτη φρουρά της νύχτας σηκώθηκα από έναν απότομον τρόμο απ’ τον ύπνο». Οι σκέψεις του στρέφονται προς τη Μητέρα-θεά Ceres-Δήμητρα και τη συνδέουν με τη σελήνη, γιατί στον καιρό της πανσέληνου έχει αυτή η θεά τη μεγαλύτερή της ισχύ. Αποδέχονταν τότε, πως ολόκληρη η φυτική και ζωϊκή ζωή εξαρτάται απ’ τη σελήνη, ακριβώς όπως κι ολόκληρος ο ρυθμός της φύσης, ο θάνατος κι η ζωή.
«Το μεγαλείο της υπέροχης ύπαρξης με γέμισε με βαθύτατο σεβασμό, και πεπεισμένος, πως όλα τα ανθρώπινα πράγματα διοικούνται με την παντοδυναμία της, πεπεισμένος, ότι όχι μόνον όλα τα είδη των ήμερων και άγριων ζώων, αλλά και τα άψυχα πλάσματα εξακολουθούν να υπάρχουν με την ακατάληπτη επιρροή του φωτός της, ότι μάλιστα, ακόμα κι όλα τα σώματα πάνω στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα ελαττώνονται και αυξάνουν σε απόλυτη συμφωνία μ’ αυτό, χρησιμοποίησα έτσι τη γιορταστική σιωπή της νύχτας, για να εκτελέσω την προσευχή μου στη χαριτόβρυτη εικόνα αυτής της φιλάνθρωπης (αρωγού) θεότητας˙ και τόσο περισσότερο, καθώς η μοίρα, χορτασμένη απ’ τα τόσο μεγάλα και μακροχρόνια βάσανά μου, μου έδινε επιτέλους προαισθήματα της λύτρωσής μου.
Αποτίναξα πάραυτα κάθε υπόλοιπο νωθρότητας, σηκώθηκα ζωηρά, πλύθηκα, για να καθαριστώ, στη θάλασσα, κι αφού βύθισα επτά φορές το κεφάλι μου κάτω απ’ τα κύματα, το οποίο είναι ο αριθμός, που προσφέρει ως τον πλέον προσήκοντα για λειτουργικές εκτελέσεις ο θεϊκός Πυθαγόρας, προσευχήθηκα με χαρούμενη και ζωηρή καρδιά, με πρόσωπο γεμάτο ωστόσο δάκρυα έτσι προς την ιερή θεά: “Βασίλισσα του ουρανού! Είσαι τώρα η παντοτρόφος Ceres (Δήμητρα), η πρώτη εφευρέτρια των σιτηρών, η οποία μέσα στη χαρά της καρδιάς της για την επανευρεθείσα κόρη έχει δώσει στον άνθρωπο, που τρέφονταν όμοια με τα άγρια ζώα με βελανίδια, μιαν ηπιώτερη τροφή και κατοικεί στα ελευσίνεια πεδία, ή μπορεί να είσαι η ουράνια Αφροδίτη, η οποία έχει ζευγαρώσει στην πρώτη αρχή όλων των πραγμάτων, με το παντοδύναμο παιδί της, τον Έρωτα, τα πιο διαφορετικά γένη και αναπαρήγαγε έτσι το ανθρώπινο γένος, απ’ το οποίο και τιμάται στην Πάφο στο περιρρεόμενο απ’ τη θάλασσα ιερό, ή η αδελφή του Φοίβου, η οποία έχει αναθρέψει με τη φιλάνθρωπη αρωγή της, την οποίαν παρέχει στις μητέρες, τόσο μεγάλα έθνη και λατρεύεται στον μεγαλοπρεπή ναό στην Έφεσο. Ή μπορεί να είσαι τελικά η τρίμορφη Prosperina (Περσεφόνη), που την επικαλούνται τη νύχτα με απάνθρωπο ουρλιαχτό, που διατάζει τα μαινόμενα φαντάσματα και ασφαλίζει τα μάνταλα της γης, ενώ σαστίζει απομακρυσμένα άλση, όπου της αφιερώνεται μια πολυσχιδής υπηρεσία: θεά, που φωτίζεις με γυναικεία λάμψη όλες τις περιοχές, που δίνεις με την υγρή σου αχτίδα τροφή και ευδοκίμηση στην εύθυμη σπορά και κατανέμεις σύμφωνα με την περιστροφή του ήλιου το μεταβαλλόμενο φως σου˙ με όποιες συνήθειες (έθιμα), με όποια μορφή κι αν σου είναι πιο ευχάριστη απ’ όλα η επίκληση, βοήθησέ με στην απώτατή μου αθλιότητα. Γίνε παραστάτης μου, να μην καταστραφώ ολοσχερώς˙ μετά από τόσην πολλή, και τόσο δυσβάσταχτη δυστυχία, χορήγησέ μου τελικά μια φορά ησυχία και ειρήνη. Είναι αρκετός ο θρήνος, αρκετοί οι κίνδυνοι. Πάρε μακριά από μένα την επονείδιστη μορφή του ζώου. Άφησέ με να γίνω ξανά, αυτό που ήμουν: άφησέ με να γίνω ο Λούκιος, και δώσε μου πάλι τον εαυτό μου. Ή έχω προσβάλει απόλυτα μιαν αδιάλλακτη θεότητα: αχ, ας μου επιτραπή λοιπόν καλύτερα να πεθάνω, απ’ το να ζω έτσι, ω θεά!” Αφού είχα προσευχηθή έτσι και διεκτραγωδήση τον πόνο μου, επέστρεψα στο προηγούμενό μου αναπαυτήριο, κι ένας γλυκός ύπνος κατέλαβε εκ νέου τις αισθήσεις μου.»
Ο Λούκιος ικετεύει τη μεγάλη θεά στις τέσσερις μορφές της Δήμητρας, της Αφροδίτης, της Αρτέμιδας και της θεάς του κάτω κόσμου Περσεφόνης˙ τρεις όψεις φωτός της μεγάλης κοσμικής θεάς και μια τέταρτη, σκοτεινή όψη. Έχει κλείσει τώρα γι’ αυτόν ολόκληρη η περιστροφή, έχει γνωρίσει όλες τις απόψεις αυτού του μεγάλου, αρχετυπικού οράματος, και το ότι μπορεί να το επικαλείται με τετραπλόν τρόπο σημαίνει, πως έχει συνειδητοποιήσει πλήρως τις ουσιαστικές, παράδοξες όψεις αυτής της μεγάλης, άγνωστης δύναμης, που έχει κυβερνήσει την ζωή του. Γνωρίζει, πως η δυστυχία που τον έχει καταδιώξει, είναι το έργο αυτής της θεάς με την όψη της τής Νέμεσης, και πως μόνον αυτή, που ήταν η αιτία όλης της κακοτυχίας του, είναι ικανή και να τη μεταβάλη. Παρακαλεί κατ’ αρχάς, να μην του επιτραπή καν να ζήση. Είναι αηδιασμένος απ’ την ζωή, και δεν του είναι σημαντικό, αν θα του χορηγήση η θεά περαιτέρω ζωή ή θα τον λυτρώση με τον θάνατο. Το μοναδικό, το οποίο εξιλεώνει, είναι να θελήση να του δώση πίσω τον εαυτόν του. Αυτή η στάση είναι το ουσιαστικό στην εξατομίκευση (Individuation), πρέπει να καταλάβη το Εγώ, όταν θα αντιπαρατεθή αυτό με τη μοίρα: όχι να επιθυμή αυτό κι εκείνο˙ να εγκαταλείψη τη θέληση (βούληση) του Εγώ, να θέλη το ένα ή το άλλο˙ να μην έχη ούτε την επιθυμία, να ζήση ή να πεθάνη ή να μην υποφέρη άλλο πια. Ο Λούκιος είναι τόσο εξαντλημένος απ’ τον αγώνα, και του έχει γίνει σαφές, ότι τίποτα άλλο δεν είναι πια σημαντικό, απ’ το να του επιτραπή να είναι πάλι αυτός ο ίδιος.
Εδώ στρέφεται για πρώτη φορά ο Λούκιος άμεσα προς το ασυνείδητό του. Το οποίο είναι τόσο απέραντα απλό κι ωστόσο η δυσκολώτατη πράξη στην ψυχολογική καθημερινή κατάσταση: το να στρέψης καλύτερα, όταν καταδιώκεσαι από κάτι, σ’ αυτό την προσοχή σου απ’ το να σε αρπάξη αυτό σε ενέδρα. Αυτή η στροφή, που θα μπορούσε να την ονομάση κανείς και ανάκλαση, για την οποία χρειάζεσαι εσωτερικήν ησυχία, να μείνης σιωπηλός, να σταθής και να κοιτάξης την κατάσταση, στην οποίαν είχες εξωθηθή, ώστε να μπορέσης να αναρωτηθής, τί σε έχει ωθήσει, τί βρίσκεται από πίσω, αυτό είναι απέραντα απλό κι απέραντα δύσκολο ταυτόχρονα. Αφού έχει όμως περάσει ο Λούκιος μέσα από τόση δυστυχία, έχει φτάσει τελικά σ’ αυτό το στάδιο. Και τότε πλένεται στη θάλασσα.
Κι ακολουθεί τώρα η περίφημη προσευχή, που ξεκινά με τα λόγια: «Regina coeli, ω βασίλισσα του ουρανού». Το ποίημα έχει παραληφθή εν μέρει απ’ την Εκκλησία στη λατρεία της Μαρίας κι έχει χρησιμεύσει ως πρότυπο και έμπνευση για πολλές προσευχές και λιτανείες προς τη Μαντόνα. Μετά απ’ αυτά τα εισαγωγικά λόγια ακολουθεί κάτι, που μπορεί να φανή λιγάκι επιτηδευμένο, μια μνεία διαφόρων θεών-γυναικών, πρέπει όμως να θυμηθούμε εδώ, πως είναι η εποχή της ύστερης αρχαιότητας, στην οποίαν ήταν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι εντυπωσιασμένοι απ’ το γεγονός, ότι όλοι οι διάφοροι λαοί λάτρευαν ομοειδείς τύπους θεών και είχαν αρχίσει, να ανακαλύπτουν το αρχέτυπο πίσω απ’ αυτά τα διάφορα ονόματα. Ο Λούκιος πιστεύει, πως υπάρχει μόνον μ ι ά μεγάλη μητέρα-θεά κι ότι διάφοροι άνθρωποι την επικαλούνται με διαφορετικά ονόματα και την τιμούν με διαφόρων ειδών τρόπους. Απευθύνεται στο απόλυτο είναι πίσω απ’ αυτές τις τοπικές θεές. Προσαγορεύει το ίδιο το αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας. Θα λέγαμε, πως αναγνωρίζει μια μεταφυσική δύναμη πίσω απ’ όλες αυτές τις διάφορες θεές. Γι’ αυτό και λέει: «Είσαι τώρα (λοιπόν) η παντοτρόφος Δήμητρα, η πρώτη εφευρέτρια των σιτηρών, η οποία μέσα στη χαρά της καρδιάς της για την επανευρεθείσα κόρη έχει δώσει στον άνθρωπο, που τρέφονταν όμοια με τα ζώα με βελανίδια, μιαν ηπιώτερη τροφή και κατοικούσε στα ελευσίνεια πεδία». Παραπέμπει εδώ στα ελευσίνεια μυστήρια, στα οποία βασίζεται η μυστική λατρεία στην ιδέα, πως η Περσεφόνη, η κόρη της Δήμητρας, είχε αναζητηθή απ’ αυτήν και γεννήθηκε απ’ αυτό η μεγάλη λατρεία μιας επανεύρεσης της κόρης. Ο Λούκιος υπαινίσσεται εν κρυπτώ τα μυστήρια, κι όταν λέη: «…ή θα είσαι η ουράνια Αφροδίτη, η οποία στην πρώτην αρχή όλων των πραγμάτων έχει ζευγαρώσει με το παντοδύναμο παιδί της, τον Έρωτα, τα πιο διάφορα γένη και έχει αναπαραγάγει συνεπώς το ανθρώπινο γένος.» Επικαλείται τη θεά ως τη μητέρα του Έρωτα, «…όπως τιμάται στην Πάφο στο θαλασσόβρεχτο ιερό, ή η αδελφή του Φοίβου…» (Αυτή θα ήταν η Άρτεμις), «…που διατάζει τα μαινόμενα φαντάσματα και ασφαλίζει τα μάνταλα της γης». Η Περσεφόνη είναι η θεά του θανάτου. Ο Λούκιος δίνει στη Μεγάλη Μητέρα τέσσερα ονόματα: Ceres-Δήμητρα˙ Diana-Άρτεμις˙ Venus-Αφροδίτη˙ Περσεφόνη-Εκάτη (η θεά του κάτω κόσμου). Η Περσεφόνη είναι η σκοτεινή όψη του κάτω κόσμου, κυρίαρχη του θανάτου και των πνευμάτων, αλλά και προστάτρια των ζωντανών απ’ τα πνεύματα.
Δίνει (προσδίνει) στη θεά ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από ένα ακούσιο τετράγωνο (Quaternio) (σ.σ.: Βλ. στο Κ.Γκ.Γιουνγκ, «Προσπάθεια μιας ψυχολογικής εξήγησης του δόγματος της Τριάδας»… , για τη σημασία της ολότητας των τεσσάρων), το οποίο σημαίνει μιαν αντίληψη ολότητας της μορφής της. Σ’ αυτήν τη στιγμή της επίκλησης έχει ταυτιστή η anima με το Ταυτό (Selbst). Αυτό συμβαίνει συχνά στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του Ταυτού: Σε μια σειρά ονείρων, που έχει σχολιάσει ο Γιουνγκ στο «Ψυχολογία και αλχημεία», υπάρχουν π.χ. όνειρα, στα οποία εμφανίζεται μια γυναίκα μ’ ένα στρογγυλό αντικείμενο, το οποίο φωτίζει όπως ο ήλιος, κι ο Γιουνγκ αναπτύσσει εκεί με λεπτομέρειες, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση η anima και το Ταυτό είναι ακόμα ταυτόσημα.
Αντιλαμβάνεται αργότερα ο Λούκιος, ότι η θεά είναι μόνο μια οδηγός προς το Ταυτό ή μια μεσίτρια, που βοηθά κάποιον στο να βρη το σύμβολο τού Ταυτού (σ.σ.: Για μια γυναίκα θα εξελίσσονταν το συμβάν προφανώς αντίστροφα, θα οδηγούσε η ολοκλήρωση του animus σε μια θηλυκή εικόνα του Ταυτού). Μόνο στο τέλος του βιβλίου εμφανίζεται κατόπιν η άμεση πραγματοποίηση του Ταυτού. Στην παρούσαν όμως χρονική στιγμή τού εμφανίζεται με τη μεσολάβηση της θεάς, το οποίο υποδηλώνεται με την τετραπλή της όψη. Είναι γι’ αυτόν η ολότητα στη θηλυκή όψη, χωρίς αναφορά στην ανδοπρέπειά του, το οποίο και φαίνεται στη στιγμιαία του χαρούμενη διέγερση, μιαν περαστική στιγμή θρησκευτικής συγκίνησης. Αν ξαναθυμηθούμε την αισθησιακή του διάθεση και την κυνική του διανοητική στάση, μπορούμε να εκλάβουμε αυτήν τη νέα διάθεση ως μιαν εκπληκτική μεταβολή. Το ίδιο το στυλ, ο τόνος, έχει μεταβληθή (παρ’ όλο που κάποιοι επιτηδευμένοι τρόποι παραμένουν), το οποίο έδωσε μάλιστα την αφορμή σε μερικούς φιλοσόφους να θεωρήσουν, ότι αυτό το μέρος είχε προστεθή από έναν άλλον συγγραφέα. Αν παύη ωστόσο ο Απουλήιος να είναι ειρωνικός και σκωπτικός, αυτό είναι μια μεγάλη πρόοδος, γιατί αφιερώνεται τώρα με απλότητα στην εσωτερικήν εμπειρία. Είναι μια εμπειρία της ολότητας της θεότητας, που προκαλεί η anima, και του αποκαλύπτει, τί πράγματι βρισκόταν πίσω απ’ όλες τις εμπειρίες, μέσα απ’ τις οποίες πέρασε ο Λούκιος.
Η Περσεφόνη-Εκάτη είναι ειδικά η μαγική όψη της μητέρας θεάς. Μετατρέπει τους εραστές της σε ζώα. Ο Λούκιος είχε την όψη της Αφροδίτης στην εμπειρία του με τη Φώτιδα. ‘Όλα, όσα διαβίωνε, βρίσκονταν πάνω στη γραμμή μιάς προσωπικής αναφοράς, τώρα όμως φαίνεται πως του αποσαφηνίζεται η αρχετυπική σημασία. Στο τέλος της προσευχής φτάνει ο Λούκιος σε μια στάση, στην οποίαν η ζωή ή ο θάνατος δεν είναι πια σημαντικό, σημαντικό είναι μόνο γι’ αυτόν, να είναι ο εαυτός του. Εμφανίζεται εδώ το ίδιο θέμα όπως στη συνομιλία του κουρασμένου απ’ την ζωή με τον Μπα του, ένα αιγυπτιακό κείμενο, που το έχει σχολιάσει ο H. Jacobson. Ο Μπα ενσαρκώνει σε κείνο το κείμενο την ψυχή ή το Ταυτό του ανθρώπου, και λέει στον απελπισμένο, πως είναι ένα ασήμαντο μόνον πρόβλημα, αν θα επανέλθη κανείς στην ζωή ή θα πεθάνη. Η ουσία βρίσκεται στη σχέση προς τον Μπα-Όσιρι, που σημαίνει, να είσαι ένα με το Ταυτό. Η πραγματοποίηση τού Ταυτού είναι μια «εμπειρία αιωνιότητας» και παρέχει την αίσθηση, πως βρίσκεσαι πέρα απ’ τον θάνατο και την ζωή. Το να ζής ή να πεθάνης γίνεται επουσιώδες στο φως μιας εμπειρίας, που πηγαίνει πέρα απ’ το Εγώ και πέρα απ’ τη συνήθειά μας, να αποδίδουμε σημασία στον χώρο και στον χρόνο. Άνθρωποι, που έχουν ζήσει μιαν τέτοιαν εμπειρία, μπορούν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια και ησυχία και χωρίς τον πόλεμο του Εγώ.
Μετά απ’ αυτήν την προσευχή ακολουθεί η φανέρωση της θεάς. Ο Λούκιος αποκοιμιέται κιι ονειρεύεται, πως η θεά τού εμφανίζεται με προσωπική μορφή.
«…Στην αρχή φάνηκε το σεβαστό στους ίδιους τους θεούς πρόσωπό της, μετά προήλθε ολίγον κατ’ ολίγον ολόκληρη η μορφή της απ’ τα κύματα. Η μεγαλοπρεπής εικόνα φαίνονταν να στέκη ήσυχη μπροστά μου. Θέλω να επιχειρήσω, να σας περιγράψω αυτήν τη θαυμαστήν εμφάνιση, αν επαρκή μόνον η πτωχεία της ανθρώπινης γλώσσας για την περιγραφή ή θέλη να μου παραχωρήση η θεότητα που μού εμφανίστηκε την αφθονία (πληρότητα) της ευφράδειας:
Πλούσιοι απροσποίητοι βόστρυχοι έπαιζαν απαλά σε ευάρεστη σύγχυση γύρω απ’ τον αυχένα της θεάς˙ την υψηλή κορυφή της κεφαλής της κοσμούσε ένα πλούσια σχηματισμένο στεφάνι με διαφόρων ειδών λουλούδια. Πάνω απ’ το κέντρο του μετώπου έλαμπε με αμυδρή λάμψη ένας επίπεδος κύκλος στο είδος ενός καθρέφτη ή μάλλον του δίσκου της σελήνης, που ολόγυρά του ανορθώνονταν κι απ’ τις δυό μεριές σπειροειδή φίδια και πάνω απ’ αυτά ήταν τοποθετημένα στάχυα όπως στην Ceres (Δήμητρα).
Το φόρεμά της ήταν από εκλεκτόν λίνο, που άλλοτε απαύγαζε λευκό, άλλοτε έφεγγε κίτρινο τού κρόκου, κι άλλοτε φλόγιζε κόκκινο τού τριαντάφυλλου. Την περικάλυπτε ένας μανδύας, που αποσβώλωνε πολύ τη ματιά μου, ένας μανδύας εκτυφλωτικής μελανότητας, που ήταν στερεωμένος κάτω απ’ τον δεξιόν βραχίονα και πάνω απ’ τον αριστερόν ώμο και σχημάτιζε εκεί ένα καμπουριαστό εξόγκωμα. Η άκρη έπεφτε πολύπτυχη πάνω απ’ τη ράχη προς τα κάτω, κι οι θύσανοι τού κράσπεδου φτερούγιζαν χαρίεντες στον άνεμο. Τόσο πάνω στο κράσπεδο όσο και στον ίδιον τον μανδύα τρεμόλαμπαν διασκορπισμένα αστέρια, που στο μέσον τους έλαμπε μέσα σ’ όλην της τη μεγαλοπρέπεια η πανσέληνος, και μια γιρλάντα κάθε είδους επιτηδευμένα διευθετημένων λουλουδιών και καρπών πλανιόταν απολυμένη παντού πάνω απ’ αυτά.»
Η περιγραφή της θεάς περιέχει μερικές λεπτομέρειες, που αξίζει να συζητηθούν. Φοράει στα μαλλιά της έναν όμοιο με τη σελήνη καθρέφτη, κάτι σαν ένα τρίτο μάτι. Ο καθρέφτης θα μπορούσε να σημαίνη ανακλαστικήν όραση, όραση μέσω αντικατοπτρισμού, γιατί ανακλά την εικόνα του απέναντι αντικειμένου. Ακριβώς όπως κι εμείς μπορούμε να βλέπουμε μόνον εν μέρει και ποτέ εξ ολοκλήρου σωματικά και δεν έχουμε επίγνωση της ίδιας μας της μορφής, και χρειαζόμαστε τον εξωτερικόν κόσμο, για να καθρεφτιστούμε σ’ αυτόν. Μας δίνει τη δυνατότητα έτσι ο καθρέφτης ως σύμβολο, να δούμε αντικειμενικά εμάς τους ίδιους. Παθαίνουμε ένα σοκ, όταν μπορούμε να δούμε ξαφνικά μέσα σ’ έναν καθρέφτη τον εαυτό μας ή ν’ ακούσουμε για πρώτη φορά τη φωνή μας σ’ έναν φωνόγραφο. Ως τέτοιες εμπειρίες δείχνουν, πόσο λίγη γνώση έχουμε της εξωτερικής και εσωτερικής μας εμφάνισης.
Όταν έχη αποχτήσει κανείς μέσα απ’ την ανάλυση ένα ορισμένο μέτρο αντικειμενικής γνώσης και ακούει ή διαβάζει μετά τις έντιμες προσπάθειες ανθρώπων, που δεν έχουν καμμιάν τέτοιαν εμπειρία, να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτόν τους και να συλλογιστούν για τους ίδιους, τότε του γίνεται σαφής ο ακραίος περιορισμός μιας τέτοιας αυτογνωσίας, επειδή ζητούν να αντιληφθούν αυτοί οι άνθρωποι τους εαυτούς τους μόνο με το Εγώ και χωρίς τη βοήθεια τού αντικατοπτρίζοντος ασυνειδήτου, χωρίς δηλαδή τα όνειρα. Είναι μόνον η θεότητα στο εσωτερικό (μέσα μας), το Ταυτό, που μας αντικατοπτρίζει, χάριν της οποίας πρέπει να ανακλαστούμε και που δεν μπορούμε να δούμε χωρίς αυτήν αντικειμενικά τους εαυτούς μας. Στις επιστολές του Παύλου λέγεται: «Θα τον διαγνώσουμε, έτσι όπως με έχει διαγνώσει πρώτα αυτός» (Για την ακρίβεια: «άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην») (Α΄ Κορ. ΙΓ΄ 12). Ο Θεός μάς γνώριζε, πριν τον αναγνωρίσουμε εμείς, και μας βλέπει, πριν να τον δούμε. Ψυχολογικά εκφρασμένο, πρόκειται για ανάκλαση και ματιά στο εσωτερικό μας. Μπορούμε να λάβουμε ανακλαστική γνώση για μας τους ίδιους μόνο μέσα απ’ τα όνειρα, ακριβώς όπως χρειαζόμαστε και σχέσεις προς άλλους ανθρώπους, για να μάθουμε περισσότερα για τον εαυτό μας. Η θεά φέρνει γι’ αυτό εφικτήν κατανόηση˙ ο στρογγυλός καθρέφτης είναι ένα σύμβολο του Ταυτού, που χαρίζει αντικειμενικήν αυτογνωσία στον Λούκιο (σ.σ.: Στην Ιαπωνία παριστάνεται η θεά του ήλιου Αματεράζου με έναν καθρέφτη στους σιντοϊστικούς ναούς). Η ίδια η σελήνη ερμηνεύεται ως ένας τεράστιος καθρέφτης απ’ τον ποιητή Λουκιανό, και το σεληνόφως είναι ένα σύμβολο της διαχεόμενης λάμψης του ασυνείδητου, σε αντίθεση με το τεχνητό φως της συνείδησης. Στο παράδειγμά μας είναι περιτυλιγμένος ο καθρέφτης από φίδια, το σύμβολο του βαθύτερου ασυνείδητου και της σοφίας της θεάς (σ.σ.: Μπορεί να παρομοιάση κανείς αυτά τα φίδια με τις ουρές – Urai - των βασιλέων και των θεών στην Αίγυπτο).
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου