282. Και λέει κι ο Θωμάς, πως κάθε ζωή φανερώνει κίνηση, γι’ αυτό και παραχωρεί την κίνηση στο άγιο Πνεύμα, που ζή και είναι αυτοζωή και ζωοποιεί, κίνηση δε του νού είναι η νόηση κι η σύμφωνα μ’ αυτήν έφεση. Ψεύδεται άρα και μάλιστα πολύ αυτός που τα λέει αυτά για την ευδαιμονία· γιατί ούτε στο νοείν – γιατί αυτό είναι γνώμη ( δόξα ) ελληνική– ούτε στο θέλειν – γιατί αυτό είναι γνώμη ( δόξα ) οιηματική – αλλ’ είναι έσχατη ευδαιμονία η κοινωνία και ένωση του ζωοποιού Πνεύματος κι ο σύμφωνα μ’ αυτήν φωτισμός, που όταν θα τον δεχθή η ψυχή, έχει αεικίνητες τις ανατάσεις και τις εφέσεις προς τον Θεό.
283. « Καθόσον ομοιούται κατ’ εξοχήν ο άνθρωπος με τον Θεό, εκείνο θα είναι η ευδαιμονία του ». Καλά το έχεις πή αυτό· τί είναι δε αυτό, που κάνει όμοιο τον άνθρωπο με τον Θεό, εδώ μεν δεν το πρόσθεσες, κι όπου έσπευσες να το πής, λες ψευδή και αβέβαια. Γιατί λες· « η περί Θεού κατ’ ουσίαν γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία ». Και δεν είναι μόνο ψέμμα αυτό, αλλά και αισχρότατη αίρεση. Γιατί αν αποδειχθή με τις ρήσεις των αγίων πως είναι απερινόητη και ανέπαφη σε κάθε γενητή ( δημιουργημένη, κτιστή ) φύση η θεία ουσία, αναιρείται ολοφάνερα η ευδαιμονία από κάθε λογική φύση, τους αγγέλους δηλαδή και τους ανθρώπους, πράγμα που είναι έσχατη ασέβεια. Και λέει ο μέγας Διονύσιος· « της υπερουσίου και κρυφίου Θεότητος η μεν αυτής, ό τι ποτέ εστιν, επιστήμη και θεωρία ( με την επιστήμη και τη θεωρία…) πάσιν άβατός εστι τοις ούσιν, ως πάντων υπερουσίως εξηρημένη » ( Ψευδο – Διονυσίου, Περί θείων ονομάτων ).
284. Κι ακόμα· « την οποία, τη θεία ουσία δηλαδή, ούτε να εννοήσης είναι δυνατόν, ούτε να πης, ούτε και να την θεωρήσης καθόλου, επειδή έχει εξαιρεθή από όλα και είναι υπεράγνωστη, και έχει προαναλάβει ( προειληφυίαν ) στον εαυτό της τις αποπερατώσεις όλων μεν ταυτόχρονα των ουσιωδών γνώσεων και δυνάμεων και όλες υπερουσίως, είναι δε υπεριδρυμένη ( υπερεγκατεστημένη ) με απερίληπτη δύναμη κι απ’ τους υπερουράνιους νόες. Γιατί αν είναι όλες οι γνώσεις των όντων και τελειώνουν στα όντα , αυτή που είναι επέκεινα από κάθε ουσία έχει εξαιρεθή κι από κάθε γνώση, και είναι ανώτερη από κάθε λόγο και κάθε γνώση, και έχει ιδρυθή καθολικά πάνω από νου και ουσία, κι ενώ είναι περιληπτική και συλληπτική και προληπτική όλων, είναι η ίδια καθολικά ασύλληπτη από όλα ( ό.π. ).
285. Κι ακόμα· τα θεία, όποια κι αν είναι τέλος πάντων κατά την δική τους αρχή και ίδρυση, είναι πάνω από νου και κάθε ουσία και γνώση « της αυτοϋπερουσίου θεότητος, που είναι υπερεγκατεστημένη πάνω από κάθε αγαθότητα και θεότητα και ουσία και ζωή και σοφία, στα απόκρυφα, όπως λένε οι παραδόσεις » ( ό.π. ). Κι ακόμα· « της υπέρ λόγον και νούν και ουσίαν της υπερουσίου και κρυφίας θεότητος υπερουσιότητος αγνωσίας, αυτή την υπερούσιον επιστήμην αναθετέον » (ό.π. ). Κι ο Θεολόγος Γρηγόριος· « μικρόν διακύψας είδον Θεού τα οπίσθια ( Εξοδ. Λγ΄23 ), όχι την πρώτη και ακήρατη φύση, που την γνωρίζει η ίδια, και εννοώ βέβαια την Τριάδα » ( Λόγος 28, Περί Θεολογίας ). Κι ο επίσκοπος των Νυσσαέων· « το ίδιο μεν το μύρο της θεότητας, ό,τι κι αν είναι τέλος πάντων κατ’ ουσίαν, είναι πάνω από κάθε όνομα και νόημα » ( Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία Α΄εις το Άσμα Ασμάτων, Α΄). Κι ακόμα· « η μακαρία και αΐδιος και πάντα νουν υπερέχουσα φύσις, που περικλείει όλα τα όντα στον εαυτό της, δεν περιέχεται από κανέναν όρο » ( ό.π., Ομιλία Ε΄). Κι ακόμα· « λέει ο υψηλός Ιωάννης ότι ‘ Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ’ ( Ιωαν. Α΄18 ), διορίζοντας ( διακηρύσσοντας ) μ’ αυτήν την απόφαση πως είναι ανέφικτη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε κάθε νοητή φύση η φύση της θείας ουσίας» ( Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου του Μωϋσέως ).
286. Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος· « αν είναι ‘ αι οδοί του Θεού ανεξιχνίαστοι και τα κρίματα αυτού ανεξερεύνητα ’ ( Ρωμ. ια΄33 ) και ανέφικτα και σ’ αυτούς που έχουν φθάσει στο μέτρο γνώσης του Παύλου » ( Κατά Ευνομίου Α΄ και Λόγος ΙΕ΄, Περί αρχής και εξουσίας ), τί απομένει να εννοούμε για την ίδια την ουσία του Θεού, παρά ότι είναι άβατη και απροσπέλαστη σε κάθε νου; » Και προχωρώντας· « ποιος δεν θα αποδεχθή πως είναι πάνω από κάθε νου και πάνω από κάθε γνώση ανθρώπου η ίδια η ουσία του Θεού; Και νομίζω πως δεν υπερβαίνει μόνο τους ανθρώπους, αλλά και κάθε λογική φύση η κατανόησή της· και αποκαλώ τώρα λογική αυτήν που υπάρχει στην κτίση, γιατί είναι σε μόνον τον Υιό γνωστός ο Πατήρ και στο άγιο Πνεύμα, ‘ ότι ουδείς οίδε τον Πατέρα, ει μη ο Υιός ’ ( Ματθ. ια΄27 ). Και· το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού ». « Γιατί κανείς δεν γνωρίζει » λέει « τα του ανθρώπου, παρά μόνο το Πνεύμα που υπάρχει σ’ αυτόν. Και δεν έχει γνωρίσει κανείς τα του Θεού, παρά μόνο το Πνεύμα που είναι εκ του Θεού » ( Κορινθ. Β 10 -11 ) ( Μεγάλου Βασιλείου, Κατά Ευνομίου Α΄).
287. Κι ακόμα˙ « Τί το εξαιρετικό θα αφήσουν στη γνώση του Μονογενούς ή του αγίου Πνεύματος, αν κατανοούν αυτοί οι ίδιοι την ουσία ; ». Κι ακόμα· « είναι απερίοπτη ( αδιάφορη ) η ίδια η θεία ουσία σε όλα, εκτός απ’ τον Μονογενή και το άγιο Πνεύμα ». Κι ο Χρυσσορήμων· « γι’ αυτό και λέει ο Χριστός· ‘ ουδείς γινώσκει τον Πατέρα, εί μη ο Υιός ’ ( Λουκ, ι΄22, Ματθ. ια΄27 ). Τί λοιπόν ; βρισκόμαστε όλοι σε άγνοια ; Μη γένοιτο· αλλά δεν γνωρίζει κανείς έτσι όπως ο Υιός. Όπως ακριβώς τον είδαν λοιπόν πολλοί σύμφωνα με την όψη που τους παραχωρήθηκε, και κανείς δεν είδε την ουσία, έτσι γνωρίζουμε πολλοί τον Θεό, και την ουσία δεν την γνωρίζει κανείς, ό,τι κι αν είναι τέλος πάντων, παρά μόνος αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτόν » ( Ιωάν. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην, Ομιλία 15 ).
288. Και πάλι ο Μέγας Βασίλειος· « το πώς είναι το θείο και το ίδιο εκείνο το οποίο είναι, ποιο είναι ή τι είναι, είναι κατ’ εξοχήν αφανέρωτο, ως ανεξιχνίαστο σε κάθε κτιστή φύση » ( Κατά Ευνομίου Ε΄). Δέν είναι άρα το να γνωρίσης ή να θεωρήσης την κατ’ αυτόν τον τρόπο απερίοπτη ουσία ευδαιμονία, αλλά κακοδαιμονία και χλευασμός και πλάνη των δαιμόνων και της ελληνικής φοβερώτατης απάτης και του Θωμά. Γι’ αυτό, αν θελήση να συγκεντρώση κανείς τις κακοδοξίες του σε ένα, θα τις βρή να συντρίβονται σχεδόν, όλες, με τις διακηρύξεις ( αποφάσεις ) που τώρα αναφέραμε των ιερών θεολόγων.
289. « Απομένει να είναι η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου στη θεωρία της αλήθειας ». Ναι, αλλά αν αναμειχθή με τη θεωρία, όπως προαναφέραμε, η ζωοποιός και φωτιστική ενέργεια του Πνεύματος με την ειλικρίνεια της πίστης. Γιατί είναι αλλιώς η θεωρία της αλήθειας φαντασία αναπλασμού και παιδείας ελληνικής και βάραθρο αιρέσεων, σύμφωνα με το οποίο ούτε είδαν ούτε είπαν και τα παιδιά των Ελλήνων την αλήθεια, αλλά την ακαταστασία και την έριδα ( φιλονικία ) και την μήνι ( οργή ), τους απογόνους του ψεύδους, με γνώμη υπερηφάνειας και οίησης. Γι’ αυτό κι όχι μόνο αντιμίλησαν ο ένας στον άλλον, αλλ’ έπεσαν και προς τους εαυτούς τους ο καθένας σε αντιφάσεις, όπως κι ο δύστυχος αυτός Θωμάς, τοποθετούμενος ο ίδιος από τυφλότητα λόγω της δυσπιστίας αντίθετος στα δικά του λόγια· γιατί μη έχοντας παντελώς αποκτήσει λόγω δυσπιστίας το ευθές και ηγεμονικό και διδακτικό της αλήθειας πνεύμα με την αίσθηση της ψυχής, εξετράπησαν, όπως είναι λογικό, σε ανοδίες ( αδιέξοδα, ανυπαρξία οδών ) και εξέπεσαν δυστυχώς απ’ την αλήθεια, όπως δεν ώφειλαν.
290. « Το έσχατο τέλος » λέει « στο οποίο οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, είναι η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ». Αλλ’ είναι λόγια κάποιου που εναντιώνεται στην ιερά Εκκλησία αυτά, η οποία λέει· « όταν μένη ο νούς στον εαυτό του, διακρίνει τα περιορισμένα και τα ανάλογα προς αυτόν τον ίδιον . Όταν στραφή δε προς το θειότερο μέρος και υποδεχθή τις χάριτες του Πνεύματος, τότε μπορεί να καταλάβη τα θειότερα » ( Μεγ. Βσιλείου, Επιστολή 232, Προς Αμφιλόχιον ). Κι ακόμα· « ο νούς που αναμείχθηκε με τη θεότητα του Πνεύματος, αυτός εποπτεύει ήδη τα μεγάλα θεωρήματα και διακρίνει τα θεία κάλλη, τόσο πολύ βέβαια, όσο παραχωρεί η χάρι και υποδέχεται η κατασκευή του »( ό.π. ). Οδηγούμενος λοιπόν σ’ αυτά με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, αυτά και δέχεται, όχι όσο είναι εκείνα - γιατί είναι άπειρα κατά το μέγεθος – αλλ’ όσο επιτρέπει η κατασκευή του νου.
291. Είναι μάταιος ολοφάνερα και ψεύτης αυτός που εξαρτάται σε τέτοιες φαντασίες και αποφαίνεται πως « είναι έσχατο τέλος η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού, στην οποία οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος »· ακόμη κι αν βοηθηθή απ’ το Πνεύμα ο νούς, αλλ’ εφ’ όσον το παραδέχεται η κατασκευή του · γιατί βέβαια δέν ανάγει σε τόσο μεγάλη υπεροχή τον νου, η Εκκλησία του Θεού, καθότι την πιστεύει μόνο στον Υιό και το Πνεύμα, όπως έχεις ακούσει. Κι ακόμα· « δεν είναι δυνατόν να οράς στην παρούσα ζωή κατ’ ουσίαν τον Θεό ». Σαν να είναι δήθεν δυνατό μετά την παρούσα ! Και δεν είναι μόνο ψέμμα αυτό, αλλά και έσχατη ασέβεια, όπως αποδείξαμε ήδη με τις ρήσεις των θεοφόρων.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου