Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Το Μοντέρνο Πνεύμα της Ασίας (7) - Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ.

The Modern Spirit of Asia (7) - The Spiritual and the Secular in China and India 
Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία
Κεφάλαιο 2στ

Ινδική πνευματικότητα
Mahatma Gandhi

Ο Mahatma Gandhi (1869-1948) είχε ήδη αντιληφθεί την βαθιά σύνδεση μεταξύ της πνευματικότητας και της αντί-ιμπεριαλιστικής στάσης στους κύκλους των Βρετανών διανοουμένων, όταν είχε αρχίσει την συγγραφή του βιβλίου του Hind Swaraj, το 1910, όπου περιέγραφε τον αγώνα για την ανεξαρτησία. Ο ίδιος θεωρούσε αυτόν τον αγώνα πρωτίστως ως πνευματικό. Οι πηγές αυτής της πνευματικής προοπτικής είναι πολλαπλές: ινδουιστική παράδοση, η ερμηνεία που έδωσε ο Τολστόι στην χριστιανική πνευματικότητα, οι στοχασμοί του Ruskin περί βιομηχανίας, οι θεωρήσεις του Nordau περί πολιτισμού. Εισηγούμαι, πως τα «πειράματα με την αλήθεια», όπως αποκαλούσε τον πολιτικό και πνευματικό αγώνα του, ήταν προϊόν της αποικιοκρατικής συνάντησης της Βρετανίας και της Ινδίας. Ο άνδρας τον οποίο ο Churchill απέρριψε ως «ημίγυμνο φακίρη», ήταν στον ίδιο βαθμό προϊόν αυτής της συνάντησης, όσο και ο Churchill.
Ο Gandhi είχε διατυπώσει τις ιδέες του με όρους του ουνιβερσαλισμού, το ιδίωμα όμως αυτό προέρχεται πάντα από κάποιο συγκεκριμένο τόπο με συγκεκριμένη ιστορία, και στην περίπτωση του αναφερόμαστε στην ινδουιστική παράδοση, μέσα στην οποία κοινωνικοποιήθηκε. Η χορτοφαγία την οποία εξασκούσε προέρχεται από τις καλά εγκαθιδρυμένες παραδόσεις των καστών Hindu και Jain, μπορεί όμως να καταστεί γενική ηθική πράξη, συνδυάζοντας θεωρίες περί σύνδεσης σώματος και πνεύματος που είχαν γίνει διάσημες στην Βρετανία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η μη-βία που αντιπροσώπευε ήταν επίσης ένας συνδυασμός των παραδόσεων Hindu και Jain και των ευρωπαϊκών μορφών ριζικής διαμαρτυρίας (μποϋκοτάζ). Το κύριο στοιχείο σε όλα αυτά δεν είναι τόσο η σύνδεση ανατολικής και δυτικής παράδοσης, αλλά η μεταμόρφωση τους στα πλαίσια της ιστορίας της αλληλεπίδρασης. Η ιστορία αυτή συνεχίστηκε με νέα κατεύθυνση, όταν οι μαύροι της Αμερικής υιοθέτησαν μερικές από τις ιδέες και τακτικές του Gandhi, στον αγώνα τους για τα δικαιώματα του πολίτη.
Τα «πειράματα με την αλήθεια» ήταν προσπάθειες απόκτησης της ηθικής αλήθειας, μέσω ασκήσεων του σώματος, όπως νηστεία και αγαμία. Την ίδια στιγμή, τέτοιες ασκήσεις, όπως νηστεία μέχρι θανάτου, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πολιτικά όργανα στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ινδίας. Η πνευματικότητα του δεν είχε σχεδιαστεί έχοντας ως σκοπό την παραδοσιακή αναζήτηση του θρησκευτικού φωτισμού ή σωτηρίας, αλλά ως το αντίθετο τού δυτικού υλισμού, τον οποίο ο Gandhi θεωρούσε ως βάση της αποικιοκρατίας. Επιθυμούσε την οικονομική πρόοδο της Ινδίας, αλλά θεωρούσε τον υλισμό της αποικιακής ισχύος ως μια από τις αιτίες της παρακμής της Ινδίας. Ο Gandhi είχε μια ουνιβερσαλιστική θεώρηση των θρησκευτικών παραδόσεων, με την έννοια ότι πίστευε πως έχουν ένα κοινό πνευματικό πυρήνα. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που πίστευε ότι δεν πρέπει να γίνεται προσηλυτισμός, όπως έκαναν οι χριστιανοί ιεραπόστολοι στην Ινδία. Αντίθετα, έπρεπε να αφήσει κανείς τους ανθρώπους να ανακαλύψουν την ενοποιό ηθική και την πνευματική ουσία στην δική τους και στις άλλες παραδόσεις, παραμένοντας πιστοί στην παράδοση στην οποία κοινωνικοποιήθηκαν. Ο Gandhi θεωρούσε πως αποκτούσε κανείς την αλήθεια μέσω πειραμάτων με την αλήθεια (satyagraha), αλλά η αλήθεια αυτή ήταν μια ηθική αλήθεια, την οποία έπρεπε να βιώσει κανείς και να την δείξει στους άλλους με το παράδειγμα του. Η αλήθεια λοιπόν είναι ηθική, ενώ η διανοητική αλήθεια είναι σημαντική μόνο στο να μας βοηθά να αντιληφθούμε τους ηθικούς μας σκοπούς, και όχι να μας καταστρέφει μέσω του υλισμού24.
Ο Gandhi οδηγείται στον πνευματικό εθνικισμό από την έμφαση που δίνει στην αυθεντικότητα της διαπαιδαγώγησης σε μια παράδοση, και από το γεγονός ότι οι παραδόσεις αυτές είναι ριζωμένες στην Ινδία. Σε αντίθεση με τον Tagore, ποτέ δεν τον είχε ενθουσιάσει ο πανασιατικός κοσμοπολιτισμός, παρά το γεγονός ότι αναγνώριζε πως η πνευματικότητα στην Δύση ήταν διεφθαρμένη, και πως ήταν αποστολή της Ανατολής να φέρει στον κόσμο το πνευματικό μήνυμα25. Στο πολιτικό επίπεδο, ο Νεχρού ήταν αυτός που ενδιαφερόταν για το πανασιατικό ιδεώδες και για την πνευματική ηγεσία της Ινδίας στα αδέσμευτα κράτη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι προσπάθειες του Νεχρού κατέληξαν στη σύνοδο του Bandung το 1955, αλλά τελείωσαν άδοξα με την ήττα της Ινδίας από την Κίνα, στον Σινοϊνδικό πόλεμο του 1962.

Tagore
Πέρα από τον Gandhi, ήταν ο Rabindranath Tagore (1861-1941), ποιητής από την Βεγγάλη, που επηρέασε την αντίληψη περί πνευματικότητας, τόσο στην Ινδία όσο και στο εξωτερικό. Ο Tagore ήταν πεπεισμένος πως μια μοναδική πνευματικότητα ένωνε την Ασία. Σε μια σειρά διαλέξεων στην Ιαπωνία και την Κίνα, προσπάθησε να πείσει τους εκεί διανοουμένους, να δημιουργήσουν ένα πανασιατικό κίνημα με σκοπό την επίτευξη ενός κοινού ασιατικού πολιτισμού. Ο Rabindranath ήταν γιος του Debendranath και εγγονός του Dwarkanath, ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Καλκούτας. Ανήκαν σε μια ελίτ, την λεγόμενη bhadralok στην Βεγγάλη, η οποία είχε απορροφήσει την δυτική παιδεία, και ήταν πρωτοπόρος στην προσπάθεια μεταρρύθμισης του Ινδουισμού. Ο Debendranath είχε γίνει μέλος του Brahmo Saraj, που είχε ιδρύσει ο Rammohan Roy το 1828, και είχε γίνει ηγέτης της (ο Debendranath).
Ο Rammohan Roy (1772-1833) μίλησε για μια παγκόσμια λογική θρησκεία βασιζόμενη στην ινδουιστική πνευματικότητα, ιδιαιτέρως στις μυστικιστικές Ουπανισάδες. Ο Roy ήταν χριστιανός ουνιταριανός για μια περίοδο, αλλά σε κάποια στιγμή αποφάσισε να αντικαταστήσει τον χριστιανικό ουνιβερσαλισμό με τον ινδουιστικό26. Το Brahmo Saraj ήταν ένα κίνημα το οποίο απατούσε την απόρριψη μεγάλου αριθμού ινδουιστικών «δεισιδαιμονιών» και κοινωνικών συνηθειών, ενώ έδινε έμφαση στις λογικές πτυχές της ινδουιστικής πνευματικότητας. Μια τέτοια λογική θρησκεία είχε μικρή απήχηση εκτός των ορίων της ελίτ των μορφωμένων. Έτσι, το 1860 είχαν αρχίσει να επεκτείνουν την ελκυστικότητα τους με την διερεύνηση της λατρείας στην περιοχή της Βεγγάλης. Όπως είδαμε προηγουμένως, ο Vivekananda, που είχε προσχωρήσει στο Brahmo Saraj, είχε κάνει το αποφασιστικό βήμα, με το να γίνει μαθητής του αμόρφωτου μυστικιστή Ramakrishna, συνδυάζοντας έτσι την λογική θρησκεία του Brahmo Saraj με την λαϊκή θρησκεία της Βεγγάλης. Αυτό το μείγμα διανοητικής και μυστικιστικής όψεως της πνευματικότητας είχε προσλάβει ο Rabindranath Tagore μέσα στην οικογένεια του.
Κρίσιμη για την πανασιατική στροφή που πήρε πνευματικότητα του Tagore ήταν η συνάντηση του με το Kakuzo Okakura (1862-1913), ηγετική μορφή της ιαπωνικής καλλιτεχνικής σκηνής, που είχε μείνει για ένα χρόνο, το 1901, με την οικογένεια του Tagore στην Καλκούτα27. Ο Okakura είχε εγκαθιδρύσει στην Ιαπωνία μια εθνική σχολή καλών τεχνών, συνδυάζοντας την παραδοσιακή τέχνη με τις μοντέρνες τεχνικές. Ο Rabindranath είχε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την παιδαγωγική εμπειρία του Okakura, αφού και ο ίδιος άρχιζε ένα εκπαιδευτικό πείραμα στο Shantiniketan(οίκος της ειρήνης), έξω από την Καλκούτα28. Μεταξύ των φίλων του Okakura στην Καλκούτα, ήταν και η Margaret Noble, μια Αγγλίδα που είχε αφιερωθεί στον Vivekananda, και έφερε την επονομασία αδελφή Nivedita. Αυτή είχε βοηθήσει τον Okakura να ερμηνεύσει τον Ινδουισμό ως πηγή της ασιατικής πνευματικότητας. Ο Okakura είχε διδαχθεί την ιστορία της τέχνης από ένα απόφοιτο του Harvard, τον Ernest Fenollosa (1853-1908). Αυτός τον είχε διδάξει μια νέα αντίληψη για τις θρησκευτικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις της Ιαπωνίας, και τον είχε πάρει στην Ευρώπη και την Αμερική. Ενόσω ήταν στην Καλκούτα, ο Okakura είχε γράψει το πρώτο του βιβλίο στα αγγλικά, «The ideals of the East»(1903), που ανοίγει μια διάσημη αντίληψη: η «Ασία είναι ένα». Από το 1903 μέχρι το 1913, ο Okakura ήταν υπεύθυνος της συλλογής ιαπωνικής τέχνης στο Bostons Museum of Fine Arts. Όπως ο Vivekananda πριν από αυτόν, ο Okakura ήταν η μεγάλη ενσάρκωση της ανατολικής πνευματικότητας στην Βοστόνη. Μετά τον πρόωρο θάνατο του, τον ρόλο του ερμηνευτή της ανατολικής πνευματικότητας είχε αναλάβει ο Ananda Coomaraswamy(1877-1947), που είχε αναλάβει την ινδική συλλογή στο ίδιο μουσείο το 1917. Ο Coomaraswamy είχε αναπτύξει στα γραπτά του την σύνδεση μεταξύ τέχνης και ασιατικής πνευματικότητας. Η τέχνη, και ιδιαιτέρως ο συμβολισμός της είχαν γίνει ο κύριος φορέας μιας πνευματικότητας που συνδύαζε τις ινδικές, κινέζικες και γιαπωνέζικες παραδόσεις με την δυτική μεταφυσική, και είχε επηρεάσει ένα ολόκληρο φάσμα στοχαστών, από τον Heidegger μέχρι τον Jung.
Αφού έλαβε το βραβείο Νόμπελ το 1913, και μετά το ξέσπασμα του α’ ΠΠ στην Ευρώπη, ο Tagore αισθάνθηκε πως η Ασία έπρεπε να αναλάβει την πνευματική ηγεσία του κόσμου. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Okakura είχε επισκεφθεί την Ιαπωνία, όπου τον υποδέχθηκαν πλήθη λαού με μεγάλο ενθουσιασμό. Στις 11 Ιουνίου του 1916 έκανε μια ομιλία στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Τόκιο, με τον τίτλο: «Το μήνυμα της Ινδίας προς την Ιαπωνία». Το κύριο θέμα του ήταν η ενότητα της Ασίας και η αποστολή της στον κόσμο. Ο Tagore δεν αρνήθηκε τα επιτεύγματα της Ευρώπης, επεσήμανε όμως το υλιστικό κυνήγι του ιδίου συμφέροντος που επικρατεί εκεί, και τόνισε την ανάγκη των πνευματικών πηγών της αναγεννημένης Ασίας. Την εποχή εκείνη, η Ιαπωνία είχε ήδη κάνει την πιο επιτυχημένη μετάβαση στην νεωτερικότητα, και φυσικά δεν είχε απορρίψει τον υλικό πολιτισμό. Αν και δεν είχαν γίνει αποικία, οι Meiji, μεταρρυθμιστές της Ιαπωνίας, είχαν υιοθετήσει την δυτική επιστήμη και τεχνολογία, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησαν θρησκευτικό εθνικισμό (Shinto), βάζοντας στο κέντρο τον αυτοκράτορα. Όλα τα έθνη της Ασίας παρακολούθησαν με θαυμασμό το ιαπωνικό μοντέλο, και οι Κινέζοι εθνικιστές κατά κύριο λόγο, προσπάθησαν να υιοθετήσουν σημαντικά στοιχεία. Οι Ιάπωνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ηγέτες της Ασίας. Τι έκαναν λοιπόν οι Ιάπωνες με την απαίτηση των Ινδών για μια ασιατική πνευματικότητα που υπερβαίνει τα εθνικά όρια;
Ενώ οι Ιάπωνες διανοούμενοι αποδέχονταν της ύπαρξη ενός πνευματικού στοιχείου στον πολιτισμό τους, το θεωρούσαν ως μέρος της εθνικής τους κληρονομιάς, όπως και οι ακόλουθοι του Vivekananda ερμήνευαν τον Ινδουισμό ως μέρος του θρησκευτικού εθνικισμού. Εκτιμούσαν επίσης την άρνηση της δυτικής αποικιοκρατίας από τον Tagore, απέρριπταν όμως την στάση του προς τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό. Η στάση του Tagore προς τον ιαπωνικό επιθετικό εθνικισμό αποδόθηκε στο γεγονός ότι ανήκε σε ένα νικημένο, αποικισμένο έθνος. Οι κριτικοί του σωστά παρατήρησαν την αντίφαση στη οποία περιέπιπτε, όταν απέρριπτε την ιαπωνική επιθετικότητα, αλλά επαινούσε την πνευματικότητα της, την στιγμή που η επιθετικότητα ήταν μέρος αυτής της πνευματικότητας. Στις ερμηνείες που έδωσαν οι Tagore και Gandhi στην ανατολική πνευματικότητα, που την θεώρησαν ως μη βίαιη, παρέλειψαν ή αρνήθηκαν την επιθετική πτυχή των θρησκευτικών παραδόσεων  της Ασίας. Στην Ινδία, η άρνηση αυτή οδήγησε στον ανταγωνισμό μεταξύ του ειρηνιστικού εθνικισμού του Gandhi και του επιθετικού εθνικισμού των ριζοσπαστικών ινδουιστών, οι οποίοι το τέλος τον σκότωσαν. Η επιθετικότητα στην Ιαπωνία ήταν ακόμα πιο έντονη στις παραδόσεις των σαμουράι, που είχαν γίνει το θεμέλιο του ιαπωνικού εθνικισμού. Όταν η Ιαπωνία είχε επιτεθεί στην Κίνα, η αλληλογραφία του Tagore με τον φίλο του, τον Ιάπωνα ποιητή Yone Noguchi, δείχνει σε ποιο βαθμό το σλόγκαν του πανασιατισμού, «η Ασία για την Ασία», δικαιολογούσε την Ιαπωνική επεκτατικότητα29.
Ο Tagore πήγε στην Κίνα το 1924. Η αποδοχή του εκεί ήταν παρόμοια όπως και στην Ιαπωνία. Στην αρχή επέδειξαν ενδιαφέρον για τον μεγάλο αυτόν ποιητή από την άγνωστη Ινδία, και γενικά το κοινό του ήταν πολυπληθές. Πολύ γρήγορα όμως,το μήνυμα του περί πανασιατικής πνευματικότητας, και αναβίωσης αρχαίων θρησκευτικών παραδόσεων στην Κίνα, συνάντησε ισχυρή κριτική, ιδιαιτέρως στο Πεκίνο, όπου υπήρχαν σημαντικά φοιτητικά κινήματα. Ο Tagore έγινε δεκτός από τον Liang Qichao (1873-1929), έναν από τους επιφανέστερους εθνικούς στοχαστές, που στήριξε τον Tagore κατά την διάρκεια της επίσκεψης του. Έγινε επίσης δεκτός και από νεότερους κορυφαίους συγγραφείς και διανοούμενους, όπως ο Hu Shih (1891-1962) που είχε σπουδάσει στο Columbia, στον John Dewey. Το μεγαλύτερο μέρος της αντίστασης κατά του Tagore είχε οργανωθεί από τους κομμουνιστές, που θεώρησαν τον Tagore ως προσκολλημένο στην παράδοση ενός αδύναμου και κατακτημένου έθνους. Γενικότερα όμως, η επίσκεψη του ποιητή ήταν μια αποτυχία, γιατί οι διανοούμενοι της Κίνας οδηγούσαν την επανάσταση εναντίον της αυτοκρατορίας των Qing και των παραδόσεων που υποστήριζαν το ancien regime. Και αυτοί ήταν υπερβολικά συγκεντρωμένοι στο να απορρίψουν το παρελθόν οικοδομώντας την μοντέρνα κοινωνία, για να είναι σε θέση να αποδεχθούν τους επαίνους του Tagore για τις αρχαίες παραδόσεις. 
Συνεχίζεται 
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: