του ERICH NEUMANN
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΗΘΙΚΗΣ (συνέχεια)
Ο αποφασιστικός ρόλος που παίζει η ψυχική πραγματικότητα – όπως μόλις τώρα αρχίζει να ανακαλύπτει η ψυχολογία του βάθους – έχει μια πιο ισχυρή υπόγεια επίδραση απ’ ότι η απλοϊκή συνείδηση του μέσου Δυτικού ανθρώπου έχει ποτέ φαντασθή. Άτομα και ομάδες – καθώς και έθνη και κινήσεις στην πορεία της ιστορίας – καθορίζονται από την δύναμη της εσωτερικής ψυχικής πραγματικότητας, που εμφανίζεται αρκετά συχνά κατ΄αρχήν σαν φαντασία στο μυαλό ενός ατόμου. Αυτή η επίδραση του εσωτερικού κόσμου μπορεί να βρεθή σε λειτουργία σε τόσο διαφορετικούς τομείς όπως η πολιτική και η θρησκεία, η τεχνολογία και η τέχνη. Οι πόλεμοι και οι καταστροφές αφήνονται κατ’ επανάληψη να ερημώνουν τον κόσμο, εξ αιτίας ανθρώπων που ωθούνται απ’ την εμμονή της δύναμης· ενώ ταυτόχρονα, οι εσωτερικές εικόνες δημιουργικών καλλιτεχνών γίνονται πολιτιστικό κτήμα ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής.
Όμως, η πραγματικότητα του εσωτερικού κόσμου προϋποθέτει επίσης ότι το κακό δεν συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση και για κάθε άτομο, ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή ενέργεια. Πολύ συχνά αυτό που απαιτείται είναι ακριβώς το αντίθετο από το να αντιληφθούμε μια εσωτερική εικόνα με την συγκεκριμένη γλώσσα της εξωτερικής πραγματικότητας. Απαιτείται να την αντιληφθούμε και να την ζήσουμε εσωτερικά, και αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να την απενεργοποιήσομε. Η πολυπλοκότητα και η συνθετότητα αυτής της κατάστασης καθιστούν την εφαρμογή οποιουδήποτε είδους συνταγής ηθικής συμπεριφοράς εντελώς αδύνατη. Η εξωτερική και η εσωτερική κρυστάλλωση, ο ψυχολογικός και ο ιδιοσυστασιακός τύπος, η ηλικία και η ατομική κατασκευή – αυτοί είναι οι ζωτικοί παράγοντες που μετρούν σε κάθε ηθική απόφαση· και κάθε ηθική απόφαση μπορεί γι’ αυτόν τον λόγο να παρουσιάζεται κάθε φορά διαφορετικά, επειδή αυτό που είναι για έναν άνθρωπο καλό μπορεί να είναι για έναν άλλο κακό – και το αντίστροφο.
Η ηθική κρίση πρέπει κατ’ αρχήν να περιορισθή με αυτόν τον τρόπο, επειδή είναι αδύνατον να προβλέψη κανείς την ψυχολογική μορφή με την οποία το κακό μπορεί να εμφανισθή στην ζωή οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου. Την ίδια στιγμή, η εμπειρία της ψυχολογίας του βάθους και η κρίση που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος (και ειδικά η αδυναμία του να ζήση μέσα στα πλαίσια των κατηγοριών της παλιάς ηθικής) κάνουν αναγκαίο να καταλήξουμε σε αφορισμούς, που θα έχουν τουλάχιστον ως ένα βαθμό γενική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι οι «απαιτήσεις» της νέας ηθικής πρέπει να θεωρηθούν κατά μια ορισμένη έννοια, μόνο τυπικές· η συγκεκριμένη υλοποίησή τους θα πρέπει να αφεθή στις μοναδικές και μοιραίες διαδικασίες, με τις οποίες το κάθε άτομο προχωράει ανοίγοντας το δρόμο προς τις δικές του αποφάσεις.
Παρ’ όλα αυτά, αν και είναι αλήθεια ότι οι «απαιτήσεις» της νέας ηθικής μπορούν να υλοποιηθούν μόνο σε ατομικό επίπεδο, δεν είναι λιγότερο αληθινό το ότι η ηθική κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου παραμένει, παρ’ όλες τις προσωπικές παραλλαγές, ουσιαστικά ένα πρόβλημα γενικού χαρακτήρα. Το κρυσταλλωμένο υπόλειμμα που απομένει μετά την επανάληψη ορισμένων τυπικών προτύπων σε ένα πλήθος από ατομικές ζωές, μπορεί στην πραγματικότητα να διατυπωθή μόνο με γενικούς όρους.
Το να «κάνης το καλό», όπως το αντιλαμβάνεται η παλιά ηθική, με την συνακόλουθη απώθηση του κακού και την υπακοή στις συμβάσεις, είναι αρκετά συχνά απλώς μια εύκολη διέξοδος, που προσπαθεί να αποφύγη τον κίνδυνο, και προσκολλάται στην ασφάλεια του κατεστημένου. Όμως «εκεί που υπάρχει ο κίνδυνος εκεί φανερώνεται και το φάρμακο», και η φωνή της νέας ηθικής, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται, είναι αποφασισμένη να αποδεχθή και τον κίνδυνο και το φάρμακο συγχρόνως – επειδή το ένα δεν μπορεί να υπάρξη χωρίς το άλλο.
Αυτό από μόνο του κάνει εντελώς σαφές το ότι ο δρόμος της παλιάς ηθικής είναι κάθε άλλο παρά «ένας δρόμος για να κάνη κανείς την ζωή του ευκολότερη». Εντελώς το αντίθετο. Το να εγκαταλείψη κανείς την ηθική βεβαιότητα για το καλό και το κακό που του παρέχει η παλιά ηθική με την σφραγίδα της έγκρισης του συνόλου, και να αποδεχθή την αβεβαιότητα της εσωτερικής εμπειρίας, είναι πάντα ένα δύσκολο έργο για το άτομο, επειδή πάντοτε προϋποθέτει ένα άνοιγμα στο άγνωστο, με όλο τον κίνδυνο που φέρνει μαζί της η αποδοχή του κακού για κάθε υπεύθυνο εγώ.
Αύτη η κατάσταση περιγράφεται καθαρά στο ακόλουθο όνειρο μιας Εβραίας γυναίκας από το Ισραήλ:
«Είμαι μαζί με τον Χ στην Jaffa. Ξαφνικά παρουσιάζεται ένα πλήθος, εγώ χωρίζομαι από τον Χ και βρίσκομαι μόνη μου και περικυκλωμένη από Άραβες. Ένας Άραβας κάνει έναν μορφασμό και με αρπάζει, αλλά πολλοί άλλοι ορμούν εναντίον του, τον χωρίζουν από εμένα, και του φωνάζουν βρισιές και κατάρες. «Είναι προορισμένη για τον βασιλιά!», λένε. Άλλη σκηνή: «Στέκομαι επάνω σε μια γέφυρα· δεν υπάρχει κανένας εκεί εκτός από Άραβες· ξέρω ότι είναι αδύνατον να ξεφύγω. Ξέρω επίσης ότι πρόκειται να παντρευτώ τον γιο του Άραβα βασιλιά. Συλλογίζομαι για μια στιγμή. Είμαι πολύ λυπημένη που χωρίσθηκα από τον Χ. Αλλά τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε σχετικά μ’ αυτό. Σκέφτομαι: «Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, έτσι είναι καλύτερα πραγματικά εάν δώσω την συγκατάθεση μου. Ένας ιερέας δίπλα μου λέει: «Μπορούμε να λυτρώσουμε μόνο αυτούς που γίνονται ακάθαρτοι». «Φυσικά», σκέφτομαι, «πρέπει κανείς πρώτα να γίνη ακάθαρτος, δηλαδή να τολμήση να κανη κάτι, για να μπορέση να λυτρωθή». Έπειτα ο ιερέας λέει: «Και ο Όσιρις επίσης θα βρεθή χαμηλά».
Ένα ή δύο σημεία πρέπει να τονισθούν όσον αφορά την ερμηνεία του ονείρου. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να προλάβουμε την παρεξήγηση ότι η αποδοχή του κακού σημαίνει την εξωτερική εκδήλωσή του, και ότι είναι το αποτέλεσμα μιας αρνητικής, μη ικανοποιητικής κατάστασης. Η γυναίκα που είδε το παραπάνω όνειρο, για παράδειγμα, είχε μια επιτυχημένη σεξουαλικά και συναισθηματικά σχέση με τον Χ, και δεν ήταν με καμμιά έννοια «ανικανοποίητη».
Για τους Εβραίους του Ισραήλ, η Jaffa και οι Άραβες είναι πολύ συχνά σκιώδη σύμβολα με σεξουαλικά υπονοούμενα. Είναι όμως φανερό από τον ιερού χαρακτήρα συμβολισμό του ονείρου ότι η βασική κατάσταση του «να γίνης ακάθαρτος» δεν περιορίζεται στην σεξουαλική σφαίρα. Και ο προορισμός της ονειρευμένης για τον «Βασιλιά», και η αναφορά του αιγυπτιακού Όσιρι, βασιλιά και θεού των νεκρών και της ανάστασης, δείχνουν προς την βαθύτερη και υψηλότερη σημασία αυτού του συμβάντος.
Η «αποδοχή του κακού», επομένως, σε αυτήν την περίπτωση, διενεργείται ουσιαστικά στο εσωτερικό βασίλειο, σαν μια διαδικασία μεταβολής της προσωπικότητας. Ο ιερός σεξουαλικός συμβολισμός των φανταστικών εικόνων που εισβάλλουν σε αυτό το όνειρο, πρέπει να κατανοηθή, όπως συμβαίνει συχνά, με το πνεύμα της «ιερής λαχτάρας» του Goethe, δηλαδή σαν ένας « πνευματικός γάμος», όπως αυτός που συμβολίζεται στον μύθο της σχέσης ανάμεσα στην Ίσιδα και τον νεκρό Όσιρι. (Βλ. το αναφερθέν έργο του συγγραφέα, μέρος Ι).
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι αυτός ο κατάλληλος χώρος για μια λεπτομερή ερμηνεία αυτού του ονείρου. Θέλουμε απλώς εδώ να επιστήσουμε την προσοχή στην σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο να «γίνης ακάθαρτος» και στην «λύτρωση». Είναι ακριβώς η καθαρότητα της συνειδητής της προοπτικής που θα πρέπει να εγκαταλειφθή από αυτήν την γυναίκα – όχι για χάρη μιας ανώτερης καθαρότητας, αλλά για να δοκιμάση την μεταμόρφωση που της υποσχέθηκε ο Όσιρις και ο υπόγειος κόσμος – μιας μεταμόρφωσης που στην πραγματικότητα θα την φέρη σε σχέση με το σκοτάδι και με την άβυσσο.
Αυτό που πρέπει να θυσιασθή σε αυτήν την περίπτωση είναι η αθωότητα και η αναμφισβήτητη βεβαιότητα. Μόνο δοκιμάζοντας την «ακαθαρσία» σαν ένα στοιχείο που της έλειπε, μπόρεσε αυτή η γυναίκα να συνειδητοποιήση τον εαυτό της και να φθάση σε μια νέα φιλοσοφία και εκτίμηση της ζωής, που δεν είναι πια απλώς συλλογική και συμβατική, αλλά που έχει τις ρίζες της σε μια κατάσταση λύτρωσης, στην οποία το φως και το σκοτάδι, η καθαρότητα και η ακαθαρσία, περιέχονται εξ ίσου.
Το θάρρος που χρειάζεται για να κάνη μια ατομική εκτίμηση των αξιών, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις αξίες του συνόλου όσον αφορά το καλό και το κακό, είναι μια από τις πιο δύσκολες απαιτήσεις που επιβάλλονται στο άτομο από την νέα ηθική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό καταλήγει σε μια έντονη ψυχική σύγκρουση· οι αξίες του συνόλου έχουν τον δικό τους εσωτερικό αντιπρόσωπο με την μορφή του ατομικού υπερ-εγώ. Η αποδοχή της Φωνής δεν συνεπάγεται αδιάκριτη έγκριση σε ο,τιδήποτε προέρχεται από το εσωτερικό μας – όπως ακριβώς η αποδοχή της αρνητικής πλευράς δεν συνεπάγεται εξωτερική εκδήλωση του αρνητικού χωρίς κάποιου είδους αντίσταση.
Αυτό που υπονοείται με την εκδήλωση της νέας ηθικής απαίτησης, είναι ότι το μερίδιο του κακού που «αναλογεί» σε ένα άτομο εξ αιτίας της ιδιοσυγκρασίας του ή της προσωπικής του μοίρας, θα πρέπει να αφομοιωθή και να γίνη ανεκτό από αυτό το άτομο. Σε αυτήν την διαδικασία, σε βαθμό που ποικίλλει ανάλογα με το κάθε άτομο, ένα μέρος της αρνητικής πλευράς πρέπει να βιωθή συνειδητά. Και ένα όχι μικρό μέρος της αποστολής της ψυχολογίας του βάθους είναι το να κάνη το άτομο ικανό να ζήση σε αυτόν τον κόσμο αποκτώντας το ηθικό θάρρος να μην θέλει να είναι ούτε χειρότερο ο ύ τ ε κ α λ ύ τ ε ρ ο από ότι πραγματικά είναι.
Πραγματικά, συνήθως οι άνθρωποι που τα ηθικά τους πρότυπα είναι υπερβολικά υψηλά, είναι αυτοί που βρίσκουν την αποδοχή του αρνητικού στην πράξη ένα τόσο καυτό πρόβλημα. Ένα τέτοιο πρόσωπο είδε το εξής όνειρο:
«Υπάρχει ένας σωρός από γράμματα μπροστά μου, που πρέπει να τα σβήσω εντελώς. Αφού έχω τελειώσει μερικά από αυτά, ένα μεγάλο χέρι χώνεται μέσα στον σωρό και ετοιμάζεται να τα πάρη όλα. Θέλω να του φωνάξω: “Δεν έχουν ακόμη τελειώσει όλα”.
«Στέκομαι μπροστά σε ένα μεγάλο βιβλίο. Πολλά από τα γράμματα είναι σκοτεινά και θαμπά, αλλά μου δίνεται να καταλάβω ότι θα μπορούσα να βρω έναν τρόπο ώστε και αυτά, πραγματικά να λάμπουν και να αστράφτουν. Έχουν μια λαμπερή πλευρά αλλά είναι κρυμμένη».
Δεν χρειάζεται να ξέρουμε την σχέση του ονειρευόμενου με την Cabala και την εξωτερική και εσωτερική μυστική διαδικασία για να καταλάβουμε ότι γίνεται εδώ αναφορά στην ιερή και μυστική γνώση της φωτεινής πλευράς του σκοταδιού. Αλλά χρειάζεται κανείς να βρη έναν τρόπο για να μάθη να αναγνωρίζη αυτό το βασικό γεγονός της ύπαρξης – και πρέπει να είναι κανείς ένα πρόσωπο που «θέλει να σβήση όλα τα γράμματα εντελώς» – δηλαδή, «που πάντα πολεμάει με όλες του τις δυνάμεις» να κάνη το καλό, όπως κατανοείται από την παλιά ηθική. (Σημ. του μεταφραστή: Το απόσπασμα είναι από τον «Faust» του Goethe: «Αυτός που πάντα πολεμάει με όλες του τις δυνάμεις – αυτός είναι ο άνθρωπος που μπορούμε να λυτρώσουμε».
Αυτοί που εκμεταλλεύονται με ευκολία την αποδοχή του κακού είναι χωρίς εξαίρεση άνθρωποι ενός πρωτόγονου επιπέδου, που δεν έχουν ακόμη βιώσει τις αξίες της παλιάς ηθικής. Δεν είναι απαραίτητο γι’ αυτούς τους ανθρώπους να αποκτήσουν την τεχνική της απώθησης, αλλά χρειάζεται να καλλιεργήσουν την ικανότητα για καταπίεση και θυσία, πειθαρχία και ασκητισμό, επειδή χωρίς αυτήν δεν θα επιτύχουν ποτέ την σταθερότητα του εγώ που απαιτείται κατ’ αρχήν από τον πολιτισμένο άνθρωπο.
Και πάλι βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με την ιεραρχική αρχή της νέας ηθικής, που αναφέρει ότι αυτή η ηθική δεν μπορεί να κωδικοποιηθή και να γίνη η βάση ενός γενικού νόμου, που ισχύει «ανεξάρτητα από τους ανθρώπους» στους οποίους απευθύνεται. Η ποικιλία των τύπων στο ανθρώπινο είδος, και το γεγονός ότι οι άνθρωποι που ζουν στην ίδια εποχή μπορεί να ανήκουν στα πιο διαφορετικά πολιτιστικά επίπεδα και στάδια συνειδητότητας, είναι ανάμεσα στους βασικούς παράγοντες που παίρνει υπ’ όψη της η νέα ηθική.
Αυτή η ποικιλία όσον αφορά τις προσωπικότητες και τις συνειδήσεις αντανακλάται στα διαφορετικά επίπεδα ηθικής ωριμότητας. Εκεί όπου η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι στοιχειώδης (π.χ. όπου το εγώ είναι πρωτόγονο ή παιδικό), η συμβατική συλλογική ηθική («ο Νόμος») θα είναι αρκετή· στην περίπτωση, εξ άλλου, ανώτερων τύπων προσωπικότητας, κατά την οποία η ολότητα έχει ανοίξει το λουλούδι της, η αυθεντία της Φωνής θα αντικαταστήση τον συλλογικό νόμο της συνείδησης.
Παλιότερα, αυτό το φαινόμενο συνέβαινε ή τουλάχιστον μπορούσε να παρατηρηθή μόνο στις ηθικές αυθεντίες· σήμερα, όμως, επηρεάζει ήδη πολύ ευρύτερους κύκλους στον ατομικοποιημένο πληθυσμό της Δύσης. Είναι σύμπτωμα αυτής της εξέλιξης το ότι, κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, η νομοθεσία αποκτά, με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, το χαρακτηριστικό της διάκρισης παίρνοντας υπ’ όψη της όσον αφορά το άτομο, τον βαθμό κατά τον οποίο μπορεί να θεωρηθή δικαιολογημένα υπεύθυνο, στο φως ιδιοσυστασιακών και ψυχολογικών παραγόντων.
Η απόρριψη της αρχής της ποινής από την νέα ηθική ανήκει στον ίδιο χώρο. Η τάση της τιμωρίας έχει κατεύθυνση πάντα προς την εξάλειψη, την καταπίεση και την απώθηση του αρνητικού. Ο αντικειμενικός σκοπός αυτής της τεχνικής δεν είναι να προκαλέση μια μεταβολή της προσωπικότητας σαν συνόλου, αλλά μόνο μια μονομερή «ηθική» αλλαγή – αδιάφορο αν είναι πραγματική ή φανταστική – στο συνειδητό.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η νέα ηθική, επειδή είναι βασισμένη στην ψυχολογία του βάθους, δεν ενδιαφέρεται για την τιμωρία. Μπορεί λογικά να συμφωνήση, για παράδειγμα, στην εξάλειψη των στοιχείων που το σύνολο δεν μπορεί να αφομοιώση, αλλά δεν το κάνει αυτό εξ αιτίας της αποδοχής της αρχής της ποινής ή επειδή δήθεν υποστηρίζει την ηθική της ανωτερότητας, αλλά με την συνείδηση της ψυχολογικής και βιολογικής της αδυναμίας. Το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος οργανισμός δεν μπορεί να αφομοιώση κάτι δεν είναι επιχείρημα που στρέφεται κατά του αναφομοίωτου στοιχείου καθ’ εαυτού, αλλά μόνο κατά της αδυναμίας του οργανισμού να το αφομοιώση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου