Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (40)

Συνέχεια από Τετάρτη, 4 Μαΐου2016
                  
PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyteru.Co, Berlin1964 )

                                                 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                                 ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΧVIIΙ 
                                    O  Σ Ω Κ Ρ Α Τ Η Σ  Σ Τ Η  Ρ Ω Μ Η
        
                                                                  Ι

    
    Αποτελεί τύχη για μας, και δεν είναι σίγουρα μια απλή σύμπτωση, ότι στις «Εκλογές» που συνελέχθησαν με διαταγή τού βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, περιέχονται στον τόμο «Περί αρετών και ελαττωμάτων» οι περίφημες σελίδες απ’ τον Πολύβιο για τη διαπαιδαγώγηση και τον χαρακτήρα εκείνου του νεαρού Ρωμαίου, που έγινε κατόπιν γνωστός ως Σκιπίων Αφρικανός ο ελάσσων. Aν είχαν χαθή, θα διαθέταμε μια σκιώδη αντανάκλαση στον Διόδωρο (ΧΧΧΙ 26), και μιαν ακόμη σκιωδέστερη στον Παυσανία (VIII, 30, 9). Θα βρίσκαμε δε σαφέστερες απομιμήσεις στη βιογραφία τού Πλούταρχου για τον Σκιπίωνα και στα σχετικά κεφάλαια του Λίβιου και του Κάσσιου… (Kassius Dio), αν είχαν όμως φτάσει μέχρις εμάς. Καθώς εντυπώθηκαν βαθειά στους μεταγενέστερους οι σελίδες εκείνες τού Πολύβιου. Γιατί αν και αποτελούσαν μιαν «παρέμβαση» (παρέκβασις  XXXI 30) σχηματικά, έπειθαν ωστόσο τον αναγνώστη για το ότι θα είχε εξελιχθή διαφορετικά, χωρίς τη διαμορφωτική επίδραση του Πολύβιου στην προσωπικότητα του Σκιπίωνα, η περίοδος (Periode) των Σκιπιωνών. Το πόσο δε σημαντικό ήταν εκείνο το ‘επεισόδιο’ (Episode) στο ιστορικό έργο τού Πολύβιου, προκύπτει σαφώς από δυό δεδομένα:  είχε ήδη προετοιμαστή γι’ αυτό σε ένα προηγούμενο, και απολεσθέν σήμερα σημείο, στο οποίο και αναφέρεται σκόπιμα στην αρχή τού ‘επεισοδίου’ ο συγγραφέας· ενώ τονίζει στο τέλος του, ότι επιδιώκει να αυξήση μ’ αυτό την αξιοπιστία όσων θα αφηγηθή στα επόμενα βιβλία: ‘επιτεύγματα’ που θα μπορούσε να τα θεωρήση εύκολα, και άδικα ταυτόχρονα, ως σύμπτωση, παρ’ όλο που βασίζονταν σε αρχές (κατά λόγον γεγονότα), κανείς. Θα πρέπη να παρέπεμπε σ’ αυτά τα μεταγενέστερα μέρη τού έργου του, στις σελίδες που εδώ μάς απασχολούν ο Πολύβιος. Και διασώθηκε πράγματι ένα κεφάλαιο (ΧΧΧV 4), το οποίο και πραγματεύεται την ενεργητική παρέμβαση του νεαρού Σκιπίωνα υπέρ τής ισπανικής εκστρατείας: Όπου και επαινείται για τα ίδια ακριβώς προτερήματα – αυτοκυριαρχία, υψηλό φρόνημα και ανδρεία - , τα οποία και θα συναντήσουμε αμέσως στην «παρέκβασή» μας. Ίσως να διαφυλάσση μάλιστα κι ένα σημείο για τον χαρακτήρα και τις ‘επιδόσεις’ τού Σκιπίωνα στο ιστορικό έργο τού Κάσσιου… (Kassius Dio) κάτι απ’ αυτά τα μεταγενέστερα βιβλία τού Πολύβιου, ο οποίος και θα μιλούσε με παρόμοια ίσως λόγια για το ότι σχεδίαζε μεν με περίσκεψη, αλλά έπραττε κάτω απ’ την επίδραση της στιγμής ο Σκιπίων, κι ότι εκπονούσε εκτενή πολεμικά σχέδια, φανερώνοντας προσωπική γενναιότητα, ευσυνείδητη εντιμότητα, μετριοπάθεια και φιλικότητα, προετοιμασμένος για κάθε πιθανότητα στην πράξη.
        Όπως παρατηρεί στην αρχή εκείνου τού κεφαλαίου ο ίδιος ο Πολύβιος, κι όπως θα είχε ήδη προφανώς αποσαφηνίσει προετοιμαζόμενος στο προηγούμενο βιβλίο, είναι διπλό το θέμα τής ‘παρέκβασης’: πρώτον, «πόσο είχε διαδοθή στη Ρώμη η φήμη τού Σκιπίωνα, και πόσο ‘διέπρεπε’ σε μιαν ασυνήθιστα πρώιμη εποχή τής ζωής του», και δεύτερον, «πόσο πολύ αναπτύχθηκε η φιλία τού Σκιπίωνα με τον Πολύβιο, ώστε να τη γνωρίζουν σε όλην την Ιταλία και την Ελλάδα και πιο πέρα ακόμη». Αντίστοιχα μάς παρουσιάζει, αν και σε αντίθετη σειρά, τις αξιομνημόνευτες συζητήσεις του με τον νεαρό Σκιπίωνα, και μια διεξοδική κατόπιν περιγραφή για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη του χαρακτήρα του ο Πολύβιος.
       Συνδέονται αναμεταξύ τους μ’ έναν διπλό δεσμό τα δυό μέρη, όπου αναφέρεται εύλογα στο τέλος τού πρώτου μέρους ο ‘πρώτος’ δεσμός, και  στην αρχή τού δεύτερου μέρους ο δεύτερος. Τονίζεται δε κατ’ αρχάς η αρχή τής φιλίας και στις δυό συνδετικές προτάσεις: «ξεκινώντας απ’ αυτήν την αμφίδρομη συμφωνία» ή «ξεκινώντας απ’ αυτόν τον καιρό»· και συνεχίζει κατόπιν, τονίζοντας τη μονιμότητα της συνύπαρξης ο Πολύβιος: «δεν αποχωρίζονταν τον Πολύβιο ο νεαρός άντρας» και «συνδέονταν σταθερά και έμπρακτα (δραστήρια…) αναμεταξύ τους»· κι ενώ περιγράφει τελικά την ασύγκριτη αξία αυτής τής συναναστροφής  για τον νεαρό Σκιπίωνα το πρώτο μέλος τού ‘δεσμού’, χαρακτηρίζει την αγάπη ανάμεσα στους δύο όπως εκείνην ανάμεσα σε πατέρα και γιό ή σε στενούς συγγενείς το δεύτερο. Και ξεκινά αμέσως μετά να περιγράφεται ο χαρακτήρας τού Σκιπίωνα. Είναι δε αναμφισβήτητο, ότι επιχειρεί να θεμελιώση μια στενή σχέση ανάμεσα στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη γένεση εκείνης τής φιλίας ο συγγραφέας μας. Κάτι που το υπογραμμίζει και η εξής μεταγενέστερη εξήγηση των αρχικών φράσεων «από εκείνην τη συμφωνία» και «από εκείνον τον καιρό»: ότι διαδόθηκε κατά τα 5 πρώτα έτη η φήμη για τη σωφροσύνη (Sophrosyne) τού Σκιπίωνα· όπου και αριθμούνται προφανώς από εκείνην την αρχική συνάντηση και ‘συμφωνία’ τα 5 έτη.
      Ποιο είναι λοιπόν τώρα το κεντρικό σημείο τής πρώτης και αποφασιστικής ‘συνδιάλεξης’; Ρωτά τον Έλληνα, αν τον θεωρή κι αυτός – όπως οι περισσότεροι άλλοι – ως υπερβολικά ήσυχο και χωρίς δύναμη πράξης, ως μη Ρωμαίο δηλαδή, ο νεαρός Σκιπίων. Και απαντά ο Πολύβιος, ότι αποδεικνύει ακριβώς αυτή η έγνοια του το υψηλό του φρόνημα, και του συστήνεται μάλιστα ως εκείνος που θα μπορούσε να τον βοηθήση «να μιλά και να πράττη μ’ έναν αντάξιο προς τη διαίσθησή του τρόπο» - που είναι σαν να του έλεγε, να τον βοηθήση να διαφυλάξη το «υψηλό του φρόνημα». Επαναλαμβάνει δε με έμφαση τα ίδια λόγια που επέλεξε κι ο φίλος του ο Σκιπίων: «αντάξια στην οικογένεια και τη διαίσθηση».
       Tόσα μόνο για τις σκέψεις που καθοδηγούν τη συνομιλία. Η περιγραφή που ακολουθεί για τον χαρακτήρα τού Σκιπίωνα αφορά πρώτον στη μετριοφροσύνη ή αυτοκυριαρχία του ή όπως αλλιώς μπορεί να αποδώση κανείς την αμετάφραστη έννοια της σωφροσύνης· δεύτερον  στο υψηλό του φρόνημα ή τη μεγαλοψυχία του σε χρηματικές υποθέσεις· και τρίτον στην ανδρεία του. Η σωφροσύνη, ισότιμη με την ευταξία, την καλήν τάξη (τής ψυχής) και την εσωτερική πειθαρχία, είναι προφανώς η βάση για κάθε γενικώς «αρετή». Γι’ αυτόν τον λόγο ‘κλείνει’ κι ο Πολύβιος αυτό το μέρος τής αναλύσεώς του (Analyse), κι αφού αντιπαρέθεσε την αυτοκυριαρχία τού Σκιπίωνα στη γενική αχαλινωσία τής εποχής του, με τις λέξεις ομολογούμενος, «τακτοποιημένος» (εσωτερικά…), και σύμφωνος, «ομογνωμονών», που κατάγονται αμφότερες απ’ τον στωικό θησαυρό λέξεων, χρησιμεύοντας στον ορισμό τής «αρετής».
         Το δεύτερο μέρος τής περιγραφής τού ηθικού χαρακτήρα τού Σκιπίωνα αναφέρεται στο υψηλό του φρόνημα και το απαραβίαστό του σε υποθέσεις χρήματος. Η αρετή αυτή οδηγεί τον Πολύβιο στη φυσική κατ’ αρχάς ‘κλίση’ τού Σκιπίωνα, στην επίδραση κατόπιν τού Αιμίλιου Παύλου, ενώ την ταυτίζει στο τέλος με τη σωφροσύνη (Sophrosyne) και την καλοκαγαθία (Kalokagathia), έτσι ώστε να συνάπτεται το δεύτερο μέρος με το πρώτο· γιατί παρουσιάζεται η ίδια τελικά βασική συμπεριφορά στο μίσος του για τις αισθητικές ηδονές και στην εντελώς μη-ρωμαϊκή γενναιοδωρία και αδρότητά του.
       Στο τρίτο μέρος καθίσταται η ανδρεία τού Σκιπίωνα το κεντρικό θέμα. Η εξάσκηση αυτού τού στοιχείου τού χαρακτήρα του ανάγεται στο πάθος τού νεαρού άντρα για το κυνήγι, κι όπως και στο υψηλό φρόνημα, είναι κι εδώ ο πατέρας του η δύναμη που τον παρακινεί. Προς το τέλος εμφανίζεται όμως ο ίδιος ο Πολύβιος ως εκείνος, που μοιραζόταν μαζί του αυτόν τον ενθουσιασμό και γι’ αυτόν τον λόγο τον ενίσχυε.
       Αυτή η επισκόπηση φανερώνει ένα κενό βέβαια στην ανάλυση του ιστορικού μας. Που αποφεύγει να πη ευθύς εξαρχής, μιλώντας για τη σωφροσύνη, ποιος ‘ευθύνονταν’  γι’ αυτήν την προσκόλληση του Σκιπίωνα σ’ αυτό το πρώτο και βασικό προτέρημα. Είχε όμως ήδη μιλήσει για το ότι ήταν αχώριστος απ’ αυτόν τον ίδιον ο νεαρός Ρωμαίος, και για το ότι ήταν όπως η αγάπη μεταξύ πατέρα και γυιού η αναμεταξύ τους αγάπη. Και δεν έχει μάλλον κανείς αμφιβάλλει μέχρι τώρα διαβάζοντας αυτές τις φράσεις, για το ότι καθοδήγησε ο ίδιος ο Πολύβιος την ‘ορμή’ τού Σκιπίωνα για τη σωφροσύνη. Και γίνεται έτσι, αν δεν ήταν και ευθύς εξαρχής, σαφές, πώς συνδέονται μεταξύ τους τα δυό βασικά μέρη τής ‘παρέκβασης’ – η δημιουργία τής φιλίας ανάμεσα στον Πολύβιο και τον Σκιπίωνα και η ανάλυση του ηθικού χαρακτήρα τού δευτέρου. ‘Ευθύνεται’ περισσότερο από κάθε τι άλλο η παιδαγωγική επιρροή τού Πολύβιου για τη διαμόρφωση των φυσικών χαρισμάτων τού Σκιπίωνα.

                                                          ΙΙ .

      Αντίθετα στη θέση τού Mommsen, ότι «δεν επηρρέασαν ουσιαστικά τη ρωμαϊκή μόρφωση ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης», θα στηρίξη αυτό το κεφάλαιο με νέες βάσεις το εκπληκτικό κατ’ αρχάς συμπέρασμα του E. K. Rand: «Υπήρξε, αθέατα αλλά δυναμικά, ένας απ’ τους αρχιτέκτονες της Ρώμης ο Πλάτων». Επιχειρεί να αναδείξη την αξιοπρόσεχτη ομοιότητα ανάμεσα σε κείνην τη συνομιλία στον Πολύβιο, και στην αλησμόνητη συνάντηση του Σωκράτη με τον νεαρό Αλκιβιάδη στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ο Rand. Kαι μπορούμε να πούμε από πριν, ότι είναι σε μεγάλον βαθμό μια αρμονία (Harmonie) τών αντιθέτων η (πραγματική…) αρμονία. Συναντάμε λοιπόν κι εδώ κι εκεί να συνομιλή ο έμπειρος δάσκαλος με τον νεαρόν άνδρα, που πρόκειται να γίνη ο πιο ασυνήθιστος απ’ όλους τούς μαθητές του. Είναι δε στην πρώτη περίπτωση ένας άνθρωπος της πράξης ο δάσκαλος, που τον μετέτρεψε σε παρατηρητή και ιστορικό η μοίρα· στη δε δεύτερη, ο ίδιος ο Σωκράτης. Και προορίζεται να καταστή ο μεγαλύτερος πολιτικός τής ρωμαϊκής δημοκρατίας ο ένας απ’ τους νεαρούς άνδρες, ενώ η πιο λαμπρή πολιτική μορφή τής Αθήνας και ταυτόχρονα ο καταστροφέας της ο δεύτερος.
      Ζούμε και στις δυό περιπτώσεις τη λύση μιας αξιοπρόσεχτης έντασης. Συναναστρεφόταν ήδη για κάποιον καιρό με τους δυό γυιούς τού Αιμίλιου Παύλου ο Πολύβιος, αλλά αισθάνθηκε παραμελημένος ο νεαρός Σκιπίων και ρώτησε μια μέρα τον Έλληνα φιλοξενούμενο, γιατί συζητούσε πάντα με τον μεγαλύτερό του αδελφό και δεν έδινε και σ’ αυτόν κάποια σημασία. Ενώ ξεκινά τη συζήτηση ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο, προλαβαίνοντας ωστόσο μόλις τον Αλκιβιάδη. Αναφέρεται στην αντίθεση ανάμεσα στους άλλους θαυμαστές τού νεαρού άντρα ο Σωκράτης, οι οποίοι και ήδη αποχώρησαν, και στον ίδιον τον Αλκιβιάδη, που παραμένει εκεί, χωρίς ωστόσο να έχη ακόμα μιλήσει καθόλου μαζί του. Και απαντά ο Αλικιβιάδης, ότι ήθελε ακριβώς να ρωτήση τώρα τον Σωκράτη, γιατί τον παρακολουθεί με τόση προσοχή. Πρόκειται για μιαν αποφασιστική στιγμή: διακόπτεται δηλ. μια μακριά και γεμάτη ένταση σιωπή με μιαν πρώτη συνομιλία στον Πλάτωνα· ενώ ‘αλλάζει’ η πρώτη σοβαρή συνομιλία μια μακρά και φιλική, αλλά εντελώς ανεπαρκή κατά την άποψη του Σκιπίωνα σχέση στον Πολύβιο.
        Aκολουθεί ένας χαρακτηρισμός τού νεώτερου συνομιλητή και στις δυό περιπτώσεις. Αισθάνεται ότι τον περιφρονούν, ως ανάξιο της οικογενείας απ’ την οποίαν και κατάγεται ο Σκιπίων, και ρωτά αν συμμερίζεται αυτήν την άποψη κι ο Πολύβιος. Ο οποίος όμως τού απαντά, ότι αποδεικνύουν αυτά ακριβώς τα λόγια του τη μεγαλοσύνη τής σκέψης του (μέγα φρονών), βοηθώντας τον έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο να εκτιμήση για πρώτη φορά τούς ίδιους του τούς σκοπούς. Χαρακτηρίζει δε ως εξής τον Αλκιβιάδη ο Σωκράτης: δεν είναι μόνον ‘υψηλή’ η σκέψη του, αλλά θεωρεί και τον εαυτό του ως κάτι περισσότερο απ’ όλους τούς άλλους μεγαλόφρονες ανθρώπους· καταγόμενος μεταξύ τών άλλων και από μια μεγάλης επιρροής οικογένεια· και όντας επίσης πλούσιος, «παρ’ όλο που μοιάζει να είσαι ελάχιστα περήφανος ή να μεγαλοφρονής  γι’ αυτό» - λόγια που μοιάζουν, αν και με διαφορετικήν έννοια, μέχρι και τον ήχο και τον ρυθμό με κείνα που απευθύνει ο Πολύβιος στον Σκιπίωνα: «γιατί είναι φανερό πως μεγαλοφρονείς προς χάριν αυτών τών ανθρώπων (πως είσαι περήφανος γι’ αυτούς)». (Πλάτων: δοκείς δέ μοι / επί τούτωι / ήκιστα μέγα φρονείν. Πολύβιος: δήλος γάρ εί / διά τούτων / μέγα φρονών).
        Αφού χαρακτήρισε έτσι τον Σκιπίωνα, προσθέτει ο Πολύβιος: «Θέλω να σου αφιερωθώ και να γίνω βοηθός (συνεργός) σου, ώστε να μάθης να μιλάς και να πράττης αντάξια προς τη διαίσθησή σου». Κι άλλη μια φορά: «Δεν μπορείς να βρης στην τωρινή σου κατάσταση κανέναν καλύτερον συναγωνιστή και βοηθό από μένα». Προσθέτει δε παρόμοια, ειρωνικά όμως, για τον Αλκιβιάδη, του οποίου και εξήγησε τα φιλόδοξα σχέδια, ο Σωκράτης: «Δεν μπορείς να καταφέρης χωρίς εμέναν τον σκοπό σου· και κανείς εκτός από μέναν δεν μπορεί να σε βοηθήση ν’ αποκτήσης τη δύναμη που ποθείς». Η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Πολύβιος, «συναγωνιστής και βοηθός», έχει το αντίστοιχό της όχι στον διάλογο «Αλκιβιάδης», αλλά στο «Συμπόσιο», όπου και λέει ο ίδιος ο Αλκιβιάδης προς τον Σωκράτη: «Επιθυμώ να γίνω όσο το δυνατόν πιο ‘υπέροχος’, και κανείς δεν μπορεί να με βοηθήση καλύτερα σ’ αυτό από εσέναν». (Πλάτων: τούτου δέ οίμαί μοι συλλήπτορα ουδένα κυριώτερον είναι σού. Πολύβιος: δοκώ μηδένα συναγωνιστήν καί συνεργόν άλλον ευρείν άν ημών επιτηδειότερον).
       Aρπάζει το χέρι τού Πολύβιου και μιλά με πάθος ο Σκιπίων: «Αχ και νά ’ρθη εκείνη η μέρα, που θα αφιερωθής σε μένα μόνον και θα ζήσουμε μαζί!». Και τονίζεται κατόπιν, με τις επαναλαμβανόμενες φράσεις «απ’ αυτήν τη συνάντηση (από ταύτης τής ανθομολογήσεως)» και «από κείνην την ώρα (από τούτων τών καιρών)», το ότι έμειναν αχώριστοι ο ένας απ’ τον άλλον. Ενώ περιμένουμε μέχρι το τέλος τού διαλόγου «Αλκιβιάδης» την αντίστοιχη έκφραση, εξίσου γεμάτη πάθος και ενθουσιασμό όπως στον Πολύβιο – ή και με μεγαλύτερο ακόμα πάθος, καθώς δεν συμβαίνει αυτό στη Ρώμη τού δεύτερου, αλλά στην Αθήνα τού πέμπτου π. Χ. αιώνα. «Από σήμερα (από ταύτης τής ημέρας) θα είμαι ο αχώριστός σου συνοδός (παιδαγωγός)», λέει ο Αλκιβιάδης, και επιβεβαιώνει με την εντυπωσιακή μεταφορά (Metapher) για την αγάπη τού πελαργού, που γεννά την αγάπη και στους νεοσσούς του, αυτήν την υπόσχεση ο Σωκράτης.
        Κατευθύνεται λοιπόν προς τον ίδιον σκοπό και στον Πολύβιο και στον Πλάτωνα η καινούργια φιλία, σκοπό που τον εκφράζουν μάλιστα και στις δυό περιπτώσεις οι νεαροί εκείνοι άνδρες. «Απ’ αυτήν τη στιγμή (αυτόθεν) θα πιστέψω, ότι είμαι αντάξιος του οίκου μου και των προπατόρων μου», λέει ο Σκιπίων. Κι «από τώρα (εντεύθεν) θ’ αρχίσω να ποθώ τη δικαιοσύνη», λέει κι ο Αλκιβιάδης. Η δε διαφορά στην έκφραση αφορά στη διαφορά μεταξύ Ρώμης και Αθήνας – καθώς σκέπτεται με τις έννοιες της διαίσθησης (ή τής συγγένειας…) ο Ρωμαίος, με τις έννοιες όμως τών αρετών (Aretė) οι Έλληνες· παραμένει όμως ουσιαστικά το ίδιο νόημα, κι ακόμα κι η μορφή τής φράσης.
       Έχει ωστόσο, και παρ’ όλα όσα προηγήθηκαν, μιαν αμφιβολία ακόμα, «σκεπτόμενος την υψηλή θέση τής οικογένειας του Σκιπίωνα και τον πλούτο τών μελών της» ο Πολύβιος. Χωρίς να είναι εντελώς σαφές, αν συνιστούν ένα εμπόδιο για τον ίδιον ή έναν κίνδυνο για τον νεαρό Σκιπίωνα η κοινωνική θέση και η περιουσία τών Αιμιλίων· ενώ μπορεί να συμβαίνουν και τα δυό. Εκφράζει αντίθετα ευθέως τον φόβο του ο Σωκράτης: «Φοβάμαι», λέει, «πως θα μας ξεπεράση και θα μας νικήση και τους δυό η ισχύς τής πόλης». Θέτοντας έτσι μια προφητεία που θα εκπληρωνόταν στο στόμα τού Σωκράτη ο Πλάτων. Ενώ αντηχούν σαν μια χαμηλόφωνη ηχώ (Echo) τα λόγια τού Πολύβιου, επισημαίνοντας έναν πιθανόν κίνδυνο, που δεν εκπληρώθηκε ωστόσο ποτέ.
        Ας παρατηρήσουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι παρουσιάζει και το δεύτερο μέρος τής ‘παρέκβασης’ του Πολύβιου μιαν τουλάχιστον, ασυνήθιστη ομοιότητα με τον Πλάτωνα. Μπορεί να είναι βέβαια συμπτωματικό, ότι εμφανίζονται και στον διάλογο του «Αλικιβιάδη» (122 C), εν μέσω μιας ολόκληρης σειράς από «αρετές» που αποδίδονται στους Σπαρτιάτες, οι τρεις εκείνες «αρετές», με τις οποίες και διαπαιδαγωγήθηκε ο Σκιπίων – η αυτοκυριαρχία, η μεγαλοψυχία και η ανδρεία. ‘Κατάλογοι’ αρετών που διέθεταν και οι Στωικοί. Δεν μπορεί να είναι όμως συμπτωματικό, ότι παρομοιάζει τη φύση τού νεαρού Σκιπίωνα με έναν σκύλο ευγενικής ράτσας ο Πολύβιος (κατά φύσιν οικείως διακειμένου καθάπερ ευγενούς σκύλακος), ενώ παρομοιάζεται και στην «Πολιτεία» τού Πλάτωνα (ΙΙ 375 Α) με τη φύση ενός νεαρού άνδρα από ευγενές γένος η φύση ενός καλής ράτσας σκύλου-φύλακα (Οίει ούν τι… διαφέρειν φύσιν γενναίου σκύλακος εις φυλακήν νεανίσκου ευγενούς;). Θυμόταν καλά αυτήν την παρομοίωση ο Πολύβιος, ο οποίος αναφέρεται και σε άλλα σημεία, με ή χωρίς τη σαφή επισήμανση «όπως λέει ο Πλάτων», της «Πολιτείας», ενώ είναι βέβαια γνωστό, ότι χρησιμοποιεί και κρίνει σαφώς θεωρίες απ’ την «Πολιτεία» και τους «Νόμους».
                                                        ΙΙΙ.

       Πώς εξηγούνται όμως αυτές οι ομοιότητες ανάμεσα στον Πολύβιο και τον Πλάτωνα; Δεν μπορούμε να τις συμπεράνουμε από μια γενική ‘λογοτεχνική’ παράδοση ή και μια συγκεκριμένη ‘λογοτεχνική’ απομίμηση. Γιατί αυτό που μας μεταδίδει ο Πολύβιος είναι πιστή περιγραφή, καθώς μετέχει κι ο ίδιος στο συμβάν που μας περιγράφει.
       Μπορούμε να θέσουμε δυό ερωτήματα: Υπάρχει πιθανότητα, να γνώριζε ο Πολύβιος τον «Μεγάλο Αλκιβιάδη» του Πλάτωνα, ή είναι έστω απίθανο να μην τον είχε καν γνωρίσει; Κι αν συμβαίνη αυτό, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε το ‘παράδοξο’ γεγονός, ότι καθίσταται μια ‘λογοτεχνική’ σκηνή υπόδειγμα για ένα καθαρά ιστορικό συμβάν;
        Ως προς την πρώτη κατ’ αρχάς ερώτηση: είχε γνωρίσει σίγουρα τη φιλοσοφία τού Πλάτωνα, και προπάντων τα μεγάλα πολιτικά του κείμενα, σε μιαν πρώιμη ήδη περίοδο της ζωής του ο Πολύβιος. Και ανάγεται στα χρόνια που πέρασε στην Αρκαδία αυτή η γνωριμία, ενώ προσέγγισε πιθανώς τη Στοά (Stoa) όταν συνάντησε για πρώτη φορά στον κύκλο τών Σκιπιώνων τον Παναίτιο.
        Δεν αναφέρεται όμως και δεν κρίνει μόνον ‘πλουσιοπάροχα’ τον Πλάτωνα ο Πολύβιος, αλλά τον συναγωνίζεται κιόλας. Με μια σαφή αναφορά στο κεντρικό αίτημα της «Πολιτείας» (473 CD, 479 B C) για ταύτιση του ηγεμόνα με τον φιλόσοφο, ζητά κι ο Πολύβιος μ’ έναν εντελώς παρόμοιο τρόπο, να μπορή να γράψη ιστορία ο ενεργητικός πολιτικός ή να μπορή να παίξη έναν ενεργητικό ρόλο στην πολιτεία ο ιστορικός συγγραφέας. «Όσο δεν συμβαίνει» μάλιστα «αυτό, δεν θα τελειώση και ποτέ και η άγνοια ενός ιστορικού». Είναι δε πεπεισμένος ο ίδιος, ότι μπορεί να συνενώση στο πρόσωπό του τον φιλόσοφο και τον πολιτικό, τον πολιτικό και τον ιστορικό, και δείχνουν και τα λόγια του, πόσο ‘ισάξιος’ αισθανόταν προς τον Πλάτωνα, ενώ ήταν κατά την κρίση του «ένας αφιλόσοφος και εντελώς ακαλλιέργητος συγγραφέας (αφιλόσοφος καί συλλήβδην ανάγωγος συγγραφεύς)» ο αντίπαλός του Τίμαιος.
      Μοιάζει να τείνουμε βέβαια σήμερα, να εκτιμήσουμε λιγότερο τη φιλοσοφική σκέψη απέναντι στην πολιτική και ηγεμονική τέχνη τού Πολύβιου. Το βλέπει όμως ο ίδιος διαφορετικά, και θα μπορούσαμε και μεις να ισχυριστούμε γενικώς, πως δεν υπήρξε ποτέ ένας μεγάλος ιστορικός χωρίς μια μεθ-ιστορική (methistorisch) φιλοσοφία   (( «Κτήμα ες αεί», λέει κι ο Θουκυδίδης… )) .
       Η φιλοσοφία συνδέεται σχεδόν μέχρι την ταύτιση με την παιδαγωγία και τη μόρφωση (παιδεία) για τον Πολύβιο. Καθώς χαρακτηρίζει ως «δειλό και ακόλαστο (δειλός καί ασελγής)» τον βασιλιά Προυσία, ανάγει στην έλλειψη «εκπαίδευσης και φιλοσοφίας (παιδείας καί φιλοσοφίας)» αυτά τα ελαττώματα· δεν διέθετε καμμιά κρίση και κανένα φρόνημα (θεωρήματα) – που συνιστούν προφανώς το αποτέλεσμα φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης – ο Προυσίας, και δεν είχε και καμμιάν αντίληψη γι’ αυτό «που είναι το ωραίο (καλόν τί ποτ’ έστιν)», μια διατύπωση που μαρτυρά καθεαυτή για τη φιλοσοφική, και πλατωνική εντέλει μόρφωση του ανδρός που τη χρησιμοποιεί   (( Σημ. τ. μετ.: Πώς έχουν περάσει σχεδόν όλα στη συνεχιζόμενη ελληνική μας γλώσσα! Πόσες φορές δεν ακούγαμε μικροί και δεν λέγαμε κι εμείς στη συνέχεια για κάτι που δεν ήταν σωστό, τίμιο, δίκαιο: «Δεν είναι ωραίο…»… )) . Σε οξεία αντίθεση όμως προς τον Προυσία, συνενώνει ο Σκιπίων τις αρετές τής σωφροσύνης και της ανδρείας. Που τις οφείλει, μαζί με τη φυσική του κλίση και το παράδειγμα του πατέρα του, στην επίδραση που άσκησε επάνω του η «διαπαιδαγώγηση και φιλοσοφία» τού ιστορικού εκείνου άνδρα. Αυτήν την εντύπωση αποκτά και σήμερα απ’ τα αποσπάσματα του Πολύβιου ο αναγνώστης, κι έτσι ‘έκρινε’ κι ο Διόδωρος (ΧΧΧΙ 26), που κατείχε το πλήρες έργο του. Περιγράφει ο Διόδωρος, ότι έλαβε από νέος ελληνική μόρφωση ο Σκιπίων. Ότι άρχισε να αφιερώνεται από 18 ετών στη φιλοσοφία κι ότι είχε ως δάσκαλό του (επιστάτης) τον ιστορικό Πολύβιο απ’ τη Μεγαλόπολη. Ονομάζει δε και ο Αππιανός (Punica 132), περιγράφοντας τη συνομιλία τών δύο ανδρών καθώς κοιτούν τα καπνίζοντα ερείπια της Καρθαγένης, ως δάσκαλο (διδάσκαλος) του Σκιπίωνα τον Πολύβιο.
      Ασκούσε κριτική ωστόσο ο Πολύβιος, ο θαυμαστής τής Ρώμης, ο πρώτος που μετέφερε μια σωστήν εκτίμηση στον κόσμο για τη Ρώμη, για ένα πράγμα τη ρωμαϊκή ζωή: την έλλειψη μόρφωσης και παιδείας (Cicero De re publ. IV 3: disciplinam puerilem ingenuisin qua una Polybius noster hospes nostrorum institutorum neglegentiam accusat). Τί να εννοούσε άραγες μ’ αυτό; Καθώς γνώριζε πολύ καλά, ότι εκπαιδεύονταν ο νέος Ρωμαίος υπό την επίβλεψη ενός παλαιότερου πολιτικού στη νομική και πολιτική ζωή τής Αγοράς. Αντιπαραθέτει (όμως…), ακριβώς απέναντι σ’ αυτό το είδος πρακτικής μόρφωσης, που κορυφωνόταν σε δίκες και πολιτικές ‘χειραψίες’, τον τρόπο ζωής τού νεαρού Σκιπίωνα. Αυτό που έλειπε στους Ρωμαίους, και που το προσέλαβε πρώτος ο Σκιπίων, ήταν (λοιπόν…) η «φιλοσοφία κι η μόρφωση». Δεν ήταν άρα ένα μεμονωμένο συμβάν η εκπαίδευση του Σκιπίωνα· αλλά ήταν το έργο που επιτέλεσε ο Πολύβιος μαζί με τον Παναίτιο στη νέα γενηά τών Ρωμαίων ευγενών. «Ο δικός σου Πλάτων», λέει ο Λέλιος (Laelius) στον Σκιπίωνα στον διάλογο “De Re Publica” του Κικέρωνα, στο σημείο ακριβώς όπου είναι η ρωμαϊκή διαπαιδαγώγηση το πρόβλημα (IV, 4). “Ο δικός μας Πλάτων», λέει κι ένα άλλο πρόσωπο του διαλόγου, ο ίδιος πιθανώς ο Σκιπίων, στην ίδιαν ακόμα συνάφεια. Γιατί αποτελούσε βέβαια ο Πλάτων – όχι εγώ, αλλά ο Σωκράτης, θα είχε πη ο ίδιος – την ύψιστη ακόμα πάντοτε μορφωτική δύναμη στην Ελλάδα, ο οποίος και κατέστη μέσα απ’ τη ‘δράση’ τού Πολύβιου μια παρόμοια δύναμη στη Ρώμη. Και δεν μπορεί να το εκφράση κανείς εκτός απ’ τον Κικέρωνα σαφέστερα αυτό, διατυπώνοντας τα εξής μέσα από έναν συνομιλητή στο ίδιο πάλι έργο (ΙΙΙ 3, 5): «Ο Σκιπίων και οι φίλοι του προσάρμοσαν στην οικεία χρήση τών προπατόρων μας τη διδασκαλία τού Σωκράτη, που ήρθε απ’ την ξενητειά» (ad domesticum maiorumque morem etiam hanc a Socrate adventiciam doctrinam adhibuerunt).
       Αυτό που είχε διαποτίσει ως μια ζωντανή ελληνική παράδοση τον ίδιον τον Πολύβιο, ήταν η τέχνη τού φιλοσοφικού διαλόγου. Και το ύψιστο ‘λογοτεχνικό’ της παράδειγμα ήταν γι’ αυτόν, όπως και για κάθε άλλον, το έργο τού Πλάτωνα· ενώ ο ασύγκριτος και ζωντανός δάσκαλός της υπήρξε, και ήταν μάλλον ακόμα ο Σωκράτης. Δεν είναι άρα πολύ πιθανόν ότι γνώριζε, εκτός απ’ την «Πολιτεία» και το «Συμπόσιο», και τον διάλογο «Αλκιβιάδης» ο Πολύβιος; Θα έπρεπε να αποδείξη μάλλον εδώ κανείς, ότι δεν είχε γνωρίσει (τάχα…) ο πολυδιαβασμένος ιστορικός εκείνον ακριβώς απ’ τους διαλόγους τού Πλάτωνα, που φέρει και το πιο βαρειά μοιραίο όνομα της ελληνικής ιστορίας, ένα τόσο φημισμένο ακόμα και στους Ρωμαίους όνομα, ώστε να έχουν αναρτήσει ένα μπρούτζινο άγαλμα στον Αλκιβιάδη σε μιαν πρώιμη εποχή, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός χρησμού, να τιμήσουν τον πιο αδρείο απ’ τους Έλληνες (Πλούταρχος, Νουμάς 8). Πρέπει να είχε σταθή (σίγουρα…) μπροστά σ’ αυτό το μνημείο στην Αγορά ο Πολύβιος. Πώς θα μπορούσε να είχε (λοιπόν…) παραβλέψει τον διάλογο, που συναριθμούσε (αντίθετα προς τη σύγχρονή μας ‘κρίση’) στα έργα τού Πλάτωνα ολόκληρος ο κλασσικός κόσμος, και τον οποίον χρησιμοποιούσε ως «εισαγωγική πύλη» στην πλατωνική φιλοσοφία, η όψιμη τουλάχιστον Ακαδημία: «Αλκιβιάδης ή περί τής ανθρωπίνης φύσεως».
      Πώς εξηγείται λοιπόν η ‘παράξενη’ ομοιότητα ανάμεσα στο ιστορικό συμβάν που αφηγείται ο Πολύβιος, και τη σκηνή εκείνη που διαμόρφωσε την τέχνη τού Πλάτωνα; Παρέμεινε σαφώς περιγεγραμμένη στη μνήμη τού ιστορικού εκείνη η συζήτηση του έτους 167/6 π.Χ. Και δεν χρειάζεται καν να πούμε, πόσο τυχεροί είμαστε, που δεν διαθέτουμε κάποια φωνογραφική πλάκα γι’ αυτήν, αλλά τη συμπύκνωσή της σ’ ένα μεγάλο ‘ντοκουμέντο’ ιστορικής τέχνης. Το γεγονός ανακαλούσε, τη στιγμή ίσως που συνέβαινε, και σίγουρα την εποχή που καταγραφόταν, τη σκηνή τού πλατωνικού διαλόγου στη μνήμη τού Πολύβιου. Που έβλεπε τον Σκιπίωνα και τον εαυτό του ως τους πιο ‘ευτυχείς αντιπάλους’ τού Αλκιβιάδη και του Σωκράτη. Και αισθανόταν, πως το παιδαγωγικό έργο που επιτελούσε στον γυιό τού Αιμίλιου και στους νεαρούς ευγενείς τής Ρώμης στη συνέχεια, λάμβανε αφορμή, κατεύθυνση και επιβεβαίωση από εκείνο (ακριβώς…) το μεγάλο παράδειγμα. Και δεν γελάστηκε πράγματι σ’ αυτό. Δεν ‘παρήγαγε’ μόνον ένα γεγονός υψίστης ιστορικής σημασίας η διαμορφωμένη εκ νέου στο φιλοσοφικό έργο τέχνης τού Πλάτωνα δύναμη (με το όνομα…) «Σωκράτης», αλλά «κι ένα» επίσης «απ’ τα πιο φωτεινά ‘περάσματα’ σε όλην την αρχαίαν ιστορία». Ήταν ταυτόχρονα ο Σωκράτης, που επενεργούσε σ’ αυτό το συμβάν, αλλά και ο Πλάτων, που το περιέγραφε, ο ίδιος ο Πολύβιος.
      Και ήταν η πρώτη φορά, που ‘εξήχθη’ πέρα απ’ τα σύνορα της Ελλάδας η σωκρατικο-πλατωνική δύναμη.
    

        ( τέλος κεφαλαίου, και τέλος και του πρώτου τόμου – συνεχίζεται με τον δεύτερον τόμο, όπου και θα περιγραφούν ως προς το περιεχόμενό τους ένας-ένας οι πλατωνικοί διάλογοι )

Δεν υπάρχουν σχόλια: