Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(9)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από Τρίτη, 17 Ιανουαρίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄:

1. Πνευματικό περιβάλλον της εποχής του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. (Νεοπλατωνικές πλαισιώσεις: Πρόκλος –Δαμάσκιος)

Η φιλοσοφική διδασκαλία του Πρόκλου απετέλεσε τη βάση για την περαιτέρω ανάπτυξή της από τον Δαμάσκιο, ο οποίος υπήρξε ο κορυφαίος από τους διαδόχους του. Ο εν λόγω φιλόσοφος ήταν ο τελευταίος προκαθήμενος της Νεοπλατωνικής Σχολής της Ακαδημίας Αθηνών. Ακολουθεί την πεπατημένη οδό του Πρόκλου, διατυπώνοντας πάντως ρητά και τους οικείους του βηματισμούς και αναπτύσσει τον φιλοσοφικό στοχασμό του στηριζόμενος στα έργα του Πλάτωνος, τα οποία μεθερμηνεύει με βάση τα νέα δεδομένα που εν τω μεταξύ έχουν προκύψει.
Τα τελευταία είναι για τον Δαμάσκιο σημαντικά, για δύο λόγους: 

α. είναι η οργανική εξέλιξη και η ολοκλήρωση της Προσωκρατικής φιλοσοφικής σκέψεως, και
β. φανερώνουν τη φιλοσοφική αυθεντία του Αθηναίου Νεοπλατωνιστή
και, παράλληλα, αποτελούν καταλυτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψεως κατά τον τρόπο που αποτυπώνεται σε ποικίλους κλάδους.


Εξάλλου, την περίοδο αυτή κατά την οποία δρα και κινείται ο Δαμάσκιος, λαμβάνει μέρος μία προσπάθεια, με πρωταγωνιστή εκείνον, προκεχωρημένης επαναφοράς του αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, ώστε να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε θέματα ερμηνείας που αφορούν τόσο στον παρόντα κόσμο όσο και στη μεταφυσική161.
Παράλληλα, την εποχή αυτή ευρίσκεται στις κορυφώσεις της, η Χριστιανική σκέψη, η διδασκαλία και η φιλοσοφία της αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητα έναν ουσιώδη παράγοντα διαμόρφωσης του κοινωνικού και του πνευματικού γίγνεσθαι μέσα στο πλαίσιο που ήδη έχει τεθεί από την κυριαρχία των νέων ιστορικών δεδομένων. Αναντιλέκτως, όμως εκείνη την περίοδο, η αρχαία ελληνική σκέψη πνέει τα λοίσθια ως προς την παρέμβασή της στα πολιτιστικά τεκταινόμενα της ιστορίας και σε προκεχωρημένο βαθμό έχει συγχωνευτεί από τη βυζαντινή χριστιανική θεολογία και φιλοσοφία162.

Ο τελευταίος σχολάρχης της Ακαδημίας επεχείρησε πάντως να συνδυάσει τις μυστικές τάσεις του ψυχικού κόσμου - ανορθολογικό στοιχείο - με τις κριτικές απαιτήσεις του νου, που κατευθύνονται από μία φιλοσοφία η οποία τιμά τον εαυτό της ως πορεία διαλεκτικών αναβαθμών, από τη φυσική επιστήμη ως απόπειρα καταγραφής των στοιχείων του κόσμου της αισθητής εμπειρίας και των νόμων που τον διέπουν και από τις ακριβείς διατυπώσεις και περιγραφές των μαθηματικών - ορθολογικό στοιχείο163. Χαρακτηριστικό των γενικότερων τάσεών του θεωρείται το εγχείρημά του να «εναρμονίσει» τις σχέσεις της Μεταφυσικής με την φυσική επιστήμη. Άλλωστε, ο μεταφυσικός κόσμος δείχνει την πρόνοιά του προς τον φυσικό σε μόνιμη κλίμακα, τόσο υπό την προοπτική του ποιητικού όσο και του τελικού αιτίου164. Για τον σκοπό αυτό, ο Δαμάσκιος χρησιμοποιεί τις μεθόδους της αναλογίας και της μυστικότητας, με όδευση να εισέλθει στον μεταφυσικό κόσμο και να αποκτήσει τη γνώση του Αρρήτου – του Ενός.

Μέσα από το έργο του, Ἀπορίαι καί λύσεις περί τῶν πρώτων ἀρχῶν, επικεντρώνεται, με καταγωγικό και αναγωγικό τρόπο, σε οντολογικά μεταφυσικά ερωτήματα. Αναπτύσσει διεξοδικά τη σχέση του συνόλου της πραγματικότητας με το Εν, για το οποίο υποστηρίζει ότι είναι υπεράνω όλων των οντολογικών κατηγοριών. Το χαρακτηρίζει ως Άρρητο, ως Άρρητο Αρχή ως την πρώτη όλων των αρχών, με συνέπεια τελικώς να υποστηρίζει ότι το Εν είναι η πηγή και η αρχή όλων των πραγμάτων165. Όθεν, το Εν –ως ονοματιζόμενο, είναι κατώτερο από το Άρρητον.

Παραμένοντας λοιπόν ο Δαμάσκιος στα όσα τελούνται στις παραγωγικές διαδικασίες, τονίζει ότι το Εν προηγείται φύσει από τα πολλά. Στο εγχείρημά του μάλιστα να εξηγήσει ακριβέστερα τη σχέση και τη διαφορά των ανωτάτων οντολογικών πραγματικοτήτων αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με την ουσία και την ύπαρξή τους166, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους: «Ἡ μὲν οὒν ὕπαρξις ἢ διαφέρει τῆς οὐσίας, ἐπὶ τοσούτον εἰρήσθω. Καὶ δῆλον ὅτι χωριζομένη τῆς οὐσίας ἑνὰς ἀνάλογον
πανταχοῦ ὡς ὕπαρξις χωρισθήσεται. Εἰ γὰρ τὸ ἓν ἁπλῶς ὕπαρξις, καὶ τὸ ἡνωμένον ἁπλῶς οὐσία. Εἰ δὲ τὸ ἀντιδιαιρούμενον πρὸς τὸ ὂν ἓν ὡς ἐξημμένον αὐτοῦ κάθ' ἑτερότητα ὕπαρξις, καὶ τὸ ὂν ὡς πρὸς ὕπαρξιν ταύτην οὐσίαν, κατὰ μέντοι τὴν ἁπλότητα ὕπαρξις· τὸ δὲ ἁπλῶς ἓν ὕπαρξις μόνον, ὡς καὶ τὰ ἁπλῶς πολλά, καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ τὰ πολλὰ ἡ πρώτη δύναμις»167.

Η ενότητα και η πολλαπλότητα των όντων αποτελούν και κατακτήσεις του ανθρώπινου νου, ο οποίος προβαίνει διά της εφαρμογής τους έτσι στις εννοιολογικές κατηγοριοποιήσεις του168. Αντίθετα, η πρώτη  Αρχή βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητες περιγραφής και κατανοήσεως του ανθρώπινου νου και χαρακτηρίζεται από απόλυτη απλότητα: «εἰ δέ καὶ τοῦτο λέγοι τις, ὅμως εξῃρημένην δεῖ εἶναι τήν τῶν πάντων αρχήν, αὐτῶν τῶν πάντων καί τῆς ἁπλουστάτης παντότητος καί τῆς πάντα καταπιούσης ἁπλότητος, οἵα ἡ τοῦ ἑνός»169.

Τέλος, είναι πρόδηλο ότι ο Δαμάσκιος κατέβαλε προσπάθειες να εναρμονίσει και να συμβιβάσει -κάτι που ίσως αποτελούσε διακαή πόθο τόσο του Πρόκλου όσο και των υπολοίπων νεοπλατωνικών φιλοσόφων- το πλατωνικό ante res με το αριστοτελικό in rebus. Έτσι, στις πραγματείες του υπογραμμίζεται η ανωτερότητα του νοητού έναντι του πραγματικού και συγχρόνως μέσα από μία μεταφυσική αιτιολόγησή του ο φιλόσοφος επιχειρεί να προσδώσει ένα ρητό θετικό περιεχόμενο στον κόσμο της ύλης170.

Εν κατακλείδι, τόσο ο Πρόκλος όσο και ο Δαμάσκιος θεωρούν το Εν υπεράνω της ανωτάτης οντολογικής τριάδας: Είναι-Ζωή-Νους. Αναφέρονται διεξοδικά στην Άρρητο αρχή, προκειμένου να αναδείξουν την αδιαπραγμάτευτη ριζικά υπερβατικότητα. Η ενότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του Ενός και συνιστά a priori ενοποιητική αρχή των πάντων. Αφού το Εν ταυτίζεται με τον εαυτό του υπό όρους αυτοϊδρυτικής ενότητας, κατ̕ αναλογίαν και όλα εκείνα που βρίσκονται εντός οιασδήποτε άλλης οντολογικής κατάστασης έλαβαν ύπαρξη με ενιαίο, αδιαίρετο και άυλο τρόπο. Η ανωτέρω επισήμανση έχει καθολικό περιεχόμενο, καθότι ο Νεοπλατωνισμός πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ανεφέρετο τόσο στις θείες οντότητες, όσο και στις ανθρώπινες, οι οποίες εκφράζονται μέσα από τους όρους των ιερών μυστηρίων. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι κεντρικό ρόλο στα νεοπλατωνικά συστήματα διαδραματίζει η έννοια της ιεραρχίας, η οποία, παρόλο που θεωρείται ότι διακλαδίζεται με ποικίλους τρόπους, δεν οδηγεί σε απώλεια της ενότητας. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη για την ιεραρχία ήταν ανθρωπομορφική στη σύλληψή της, όπως οι ιεραρχίες αποτελούν τη ρύθμιση της πρόσβασης στις πηγές των βασιλείων των ζώων και των ανθρώπων, όπου
λειτουργούν οι προσδιορισμοί και η αρχή της αιτιότητας ως όρος διαδοχής.

Ο Νεοπλατωνισμός, επομένως, δεν τονίζει μόνον τις αλήθειες για τον αισθητό κόσμο, αλλά αναφέρεται με έτι περαιτέρω ένταση και στην μεταφυσική κατεύθυνση, με βάση της αρχή της αναλογίας. Τέλος, στη συμπόρευση του Νεοπλατωνισμού με τον Χριστιανισμό μπορούμε να εντοπίσουμε και την θεολογική άποψη ότι ο Θεός παραμένει άγνωστος στην ουσία Του, ωστόσο γνωστός μέσα από τις ενέργειές Του. Όμως, η διδασκαλία των χριστιανών Πατέρων προέβη σε χρήση της ελληνικής Φιλοσοφίας, μόνον ή κυρίως σε ό,τι αφορούσε στη χρησιμοποίηση της προσωκρατικής, της Πλατωνικής και της Νεοπλατωνικής ορολογίας - εννοιολογικών σχημάτων και όχι στην απόλυτη αποδοχή της θεολογούσας αρχαιοελληνικής σκέψεως171. Τέλος, στον Νεοπλατωνισμό δεν υφίσταται με τέτοια ένταση η έννοια της προθετικής δημιουργίας και η σχέση κτιστού - ακτίστου, όπως τίθεται στην χριστιανική κοσμολογία, αλλά κυρίως η οντολογική προβολή ως ενεργός αιτιότητα της αρχικά απρόσωπης Αρχής172. Η καθολική πραγματικότητα είναι μόνο το Εν και, σε ορισμένη συμφωνία με τον Χριστιανισμό, εκδηλώνει πλείστες κινήσεις προς τον άνθρωπο, αλλά χωρίς να τονίζεται έντονα το προσωπικό στοιχείο. Τελικός σκοπός πάντως του τελευταίου θεωρείται ότι είναι να ενσωματωθεί η ψυχή του στο Εν, με το οποίο παρουσιάζει πλείστα κοινά
στοιχεία173. Θα μπορούσαμε πάντως να υποστηρίξουμε ότι στην φιλοσοφική οντολογία του Νεοπλατωνισμού συναντάται η απορροϊκή προβολή της Ανωτάτης Αρχής, η οποία θα εκδηλώσει τα προσωπικά χαρακτηριστικά της σε ένα επόμενο στάδιο. Κυρίως στον Πρόκλο η ανωτέρω διαδοχή στην εκδήλωση είναι διάχυτη, ενώ εν ταυτώ η ετερουσιότητα μεταξύ μεταφυσικού και φυσικού κόσμου είναι ρητή. Στη Χριστιανική διδασκαλία, αρχικά σημειώνεται ότι ο Θεός είναι προσωπικός και, επιπλέον, ότι τίποτα στη δημιουργία δεν προέρχεται από την ουσία Του, αλλά ότι τα πάντα είναι ετερούσια Αυτού. Άλλωστε, η διαφορά ανάμεσα στο Εν ή Αγαθόν, δηλαδή τόν τριαδικό Θεό, και στην ύλη δεν είναι τοπική ή ποσοτική αλλά φυσική, δηλαδή οντολογικής τάξης174. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι τον πέμπτο αιώνα συναντάμε εντυπωσιακές «συμπτώσεις» μεταξύ των δύο κοσμοθεωριών.

Γενικότερα, διαφαίνεται μία θεωρητική διαδρομή με κοινά και διαφορετικά στοιχεία μεταξύ των εκπροσώπων της Νεοπλατωνικής διδασκαλίας και της Χριστιανικής διδασκαλίας για τον οντολογικό
προσδιορισμό των διαφόρων οντοτήτων ή καταστάσεων με αναφορά στη σχέση του Ἑνός με το πλῆθος. Η ιδιαίτερη προσέγγιση έγκειται στον Χριστιανισμό ότι η γνώση γιά τον Θεό δεν είναι μία γνώση η οποία αποκτάται από τη συγγενική ουσία με την οικεία Του εξ αιτίας της απορροής Του, αλλά από τον φωτισμό του ανθρώπινου νου από το Άγιο Πνεύμα, τον οποίο κατορθώνει να προσελκύσει ο άνθρωπος διά μέσου μίας μεθόδου, με βάση την οποία θα οδηγηθεί στον καθαρμό των παθών και στη θέωση έτσι ώστε να γνωρίσει τον ετερούσιο ενάντί του, Θεό. Και στον Νεοπλατωνισμό, το Εν αποτελεί την ανώτερη υπερβατική αρχή, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η οποία είναι επέκεινα της αίσθησης και νόησης. Η έννοια όμως της δημιουργίας εδώ προσλαμβάνει ένα
διαφορετικό περιεχόμενο κινούμενο διά μέσου ιεραρχικών διαστρωματώσεων, με συνέπεια η σχέση κτιστού κόσμου – με τον άκτιστο Θεό να εγγράφεται σε ένα ιδιόλεκτο πλαίσιο. Κυρίαρχο στοιχείο είναι η διαδρομή μέσω διαμεσολαβιτικών θείων οντοτήτων, οπότε συγκροτείται ένα πολυαρχικό-πολυαιτιακό σύστημα. Βεβαίως το κορυφαία πραγματικό είναι το Εν, το οποίο όμως «κινείται» προς τον άνθρωπο με ένα σύνολο από ενδιάμεσο. Ο τελευταίος βρίσκεται σε έναν διηνεκή αγώνα για να
επιτύχει την επικοινωνία του με το Εν, διερχόμενος κατά την απούσα πορεία του από όλα τα ενδιάμεσα τα οποία είχαν συντελέσει στην παραγωγή του.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις
160. Χρ. Τερέζη, Εισαγωγικά στη Βυζαντινή Φιλολογία, Πάτρα 2013, σ. 68. Χρ. Τερέζη, Σπουδή στον Ύστερο Νεοπλατωνισμό, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2013, σ. 151-211,
161. Χρ. Τερέζη, Δαμάσκιος. Τό φιλοσοφικό του σύστημα. Η τελευταία αναλαμπή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1993, σ. 16.
162. Αυτόθι. W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Α΄, μτφρ. Ν. Σκουτερόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 19862, σ. 254-303.
163. Βλ. σχετικά Χρ. Τερέζη, Δαμάσκιος. Τό φιλοσοφικό του σύστημα. Η τελευταία αναλαμπή της αρχαίας ελληνικῆς φιλοσοφίας, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1993, σ. 24-28.
164. Α. Γ. Στεφοπούλου, Η θέση των μύθων στην πραγμάτωση της πολιτικής τελολογίας κατά τον νεοπλατωνικό Πρόκλο, Πάτρα 2014, σ. 34.
165. Δαμάσκιου Δαμασκηνού, Ἀπορίαι καί λύσεις περί τῶν πρώτων ἀρχῶν, 1.5.23 - 1.6.7: «τὸ ὂν τῶν εἰδῶν, καὶ τὸ ἓν τῶν πολλῶν, ὧν ἀρχὴ τὸ ἕν, οὕτω καὶ ἁπλῶς αἰτίων καὶ αἰτιατῶν καὶ ἀρχῶν ἁπασῶν καὶ ἀρχομένων τὸ πάντα τὰ τοιαῦτα ἐκβεβηκὸς καὶ ἐν οὐδεμιὰ συντάξει καὶ σχέσει ὑποτιθέμενον, ὡς τῷ λόγω φάναι· ἐπεῖ καὶ τὸ ἓν τῶν πολλῶν φύσει προέστηκεν καὶ τὸ ἁπλούστατον τῶν συνθετωτέρων ὀπωσοῦν, καὶ τὸ περιεκτικώτατον τῶν εἴσω περὶ ἐχομένων· τόδ' εἰ θέλεις εἰπεῖν ἐπέκεινα πάσης ἐστὶν καὶ τῆς τοιαύτης ἀντιθέσεως, ἐπέκεινα οὐ τῆς ἐν ὁμοταγέσι μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς ὡς πρώτου καὶ μετὰ τὸ πρῶτον».
166. Δαμάσκιου Δαμασκηνού, Περί ἀρχῶν 1.31.3 - 1.32.17. Χρ. Τερέζη, «Ύπαρξη και Ουσία κατά το Δαμάσκιο», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 10 (1993), (168-179), 168.
167. Δαμάσκιου, Περί ἀρχῶν, 1.313.11-1.313.17.
168. Δαμάσκιου, Περί ἀρχῶν, 1.24 -1.24.3.
169. Δαμάσκιου, Περί ἀρχῶν 1.4.3 - 1.4.5.
170. Χρ. Τερέζη, Δαμάσκιος. Τό φιλοσοφικό του σύστημα. Η τελευταία αναλαμπή της αρχαίας ελληνικῆς φιλοσοφίας, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1993, σ. 305.
171. Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 300-301.
172. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 1991, σ. 155.
173. Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, σ. 250.
174. Βλ. Λόσκυ, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 103-127.

Δεν υπάρχουν σχόλια: