Συνέχεια από Κυριακή,16 Ιουλίου 2017
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ
ΔΙΑΛΟΓΩΝ
14. ΚΡΑΤΥΛΟΣ
(
συνέχεια )
Bλέπουμε έτσι, γιατί έπρεπε
να προσθέση στο διαλογικό μέρος τού Ερμογένη ένα διαλογικό μέρος τού Κρατύλου ο
Πλάτων, και να προσπαθή τώρα κατ’ αρχάς να απαλείψη την επικίνδυνη υπερβολή απ’
τη φράση τού Κρατύλου ο διάλογος. Δεν μένει για πολύ στη διαφορά τών εννοιών
ορίζοντας το «λέγειν» (ομιλείν, ηχείν, αντηχείν) ο Σωκράτης (429 Ε κ.ε.), στην
οποία θα επιθυμούσε βέβαια να ‘αποτραβηχτή’ ο Κρατύλος, ούτε όμως και στην
πιθανότητα να επαναπέση στον ριζοσπαστισμό του αυτός ο τελευταίος (431 Ε. 433 C). Τον οποίον και υποχρεώνει
να αποσαφηνίση μάλλον την αντιπαράθεση ονόματος και πράγματος και να αντιληφθή
ως «δήλωση» (δήλωμα) ενός πράγματος
την ονομασία, ανάλογα προς την ιχνογραφική και ζωγραφική απεικόνιση (εικών) ενός αντικειμένου. Και προκύπτει
(βέβαια…) η δυνατότητα του λάθους απ’ αυτήν την αναλογία, αν δεν αντιστοιχή η εικόνα και
το ιχνογράφημα στο πράγμα το οποίο πράγματι ζωγραφίζεται ή ιχνογραφείται. Απαντάται έτσι εδώ ένα
βασικό κατ’ αρχάς πρόβλημα του «Ευθύδημου», με μιαν απάντηση που θα οδηγήση
αργότερα στις παρομοιώσεις τών κέρινων αποτυπωμάτων και του περιστερεώνα στον
«Θεαίτητο». Και περαιτέρω: Αν μπορή να χρησιμοποιήση κανείς λανθασμένα τα «ονόματα» και τα «ρήματα», τότε μπορεί να συμβή το ίδιο και με τους συναποτελούμενους
απ’ αυτά «λόγους». Βεβαιώθηκε έτσι
λοιπόν σε μιαν πρώτη προσέγγιση η δυνατότητα
του λάθους, που θα διευκρινιστή αργότερα περαιτέρω στον «Σοφιστή».
Δεν
καταργείται όμως η επικίνδυνη μόνο συνέπεια της θέσης τού Κρατύλου από τη φύση τού σημείου, αλλά ζητά και η ίδια
η θέση να περιοριστή. Δεν ταυτίζεται ποτέ μ’ αυτό που απεικονίζει μια
εικόνα, γιατί θα διπλασιαζόταν αλλιώς ο κόσμος των πραγμάτων. Ανήκει λοιπόν
στη φύση τής εικόνας να είναι διαφορετική απ’ αυτό που απεικονίζει (ενδέουσιν αι εικόνες τά αυτά έχειν εκείνοις
ών εικόνες εισίν – 432 D),
και ισχύει αντίστοιχα από τη φύση τής
λέξης ως «χαρακτηρισμός» (δήλωμα),
ότι μπορεί να προσεγγίζη σε πολύ διαφορετικούς βαθμούς το χαρακτηριζόμενο
αντικείμενο, χωρίς ποτέ να ταυτίζεται μ’ αυτό. Γιατί δεν θα ήταν πια
χαρακτηρισμός, αλλά το ίδιο το πράγμα η λέξη. Προκύπτει λοιπόν απ’ τη φύση τού
γλωσσικού ‘σήματος’, ότι πρέπει να υπάρχη κοντά στο στοιχείο μιας φυσικής
συγγένειας, κι ένα στοιχείο διαφορετικότητας. Υπάρχουν δε ‘αυθαίρετα’ στοιχεία,
όπως το βλέπουμε άλλωστε και συγκεκριμένα, όταν αντικαθίσταται σε μια διάλεκτο
ένα Σ από ένα Ρ, δίχως ν’ αλλάζη το νόημα, ή όταν παρουσιάζεται ένα Λ που
‘γλυστράει’ σε μια λέξη, που σημαίνει (ωστόσο…) κάτι το σκληρό. Πρέπει λοιπόν
να καταφύγη, ακριβώς για να διασώση απ’ τη φυσική συνάφεια την ίδια του τη
διδασκαλία, στη θέση τού ‘αντιπάλου’ του ο Κρατύλος: στη διδασκαλία τής
‘συνήθειας’ (έθος) ή τής συμφωνίας (συνθήκη). Για να συνενώση τελικά, με τη
συγκατάθεση του Κρατύλου, τις δυό τόσο αντιμαχόμενες στην αρχή προτάσεις ο
Σωκράτης (435 Α – C).
Οι οποίες δεν μπορεί και να μη συνενώνονται, εφ’ όσον ‘συνενώθηκαν’ οι
γνωσιο-θεωρητικές τους συνέπειες.
Θα
τέλειωνε εδώ ο διάλογος, αν σκόπευε σε μια θεωρία τελικά τής γλώσσας. Φάνηκε
όμως πολλές φορές, ότι η ματιά πέφτει, μέσα απ’ αυτήν την επιφανειακή συζήτηση,
στα (ίδια τα…) πράγματα. Τί μάς διδάσκουν οι λέξεις για τα πράγματα, και πώς φτάνουμε γενικά να τα γνωρίσουμε, αυτό
είναι το κεντρικό ερώτημα, και σ’ αυτό καθοδηγούμαστε πάλι, αμέσως αφού
διαπιστώθηκε η ουσία τής γλωσσικής έκφρασης μεταξύ φύσεως και κοινωνικής
συμφωνίας. Ρωτά λοιπόν για τη δύναμη των
λέξεων ο Σωκράτης, και απαντά ως εξής ο Κρατύλος: όποιος γνωρίζει τις λέξεις,
γνωρίζει και τα πράγματα. Ακολουθεί όμως τη βασική του θέση αυτή η πρόταση, κι
αφού υπέστη τον πιο ισχυρόν περιορισμό αυτή η θέση, δεν μπορεί να υποστηριχθή
και η συνέπειά της. Αν δεν το παρατηρή τώρα αυτό ο Κρατύλος και επανέρχεται
στην ήδη απορριφθείσα διαβεβαίωσή του για να αντιμετωπίση την αμφιβολία τού
Σωκράτη, διαβεβαιώνοντας δηλ. πάλι, ότι ανακάλυψε εν πλήρει γνώσει (ειδώς) τα ονόματα ο εφευρέτης τους,
γιατί δεν θα ήταν αλλιώς καν ονόματα (436 BC, πρβλ. και 429 Β), τότε
φανερώνεται το εξής: ότι θέλει να ελέγξη
διεξοδικά, ανεξάρτητα απ’ τη βασική θέση τού Κρατύλου, τη σημαντικώτατη
συνέπειά της, ότι είναι ταυτόχρονα γνώση τών πραγμάτων η γνώση τών λέξεων ο
Πλάτων, λόγω τού ενυπάρχοντος κινδύνου, να πιστέψη ότι φτάνει εντελώς εύκολα
και στα πράγματα κανείς, και να κατευθυνθή έτσι τελικά άλλη μια φορά στο πιο
σημαντικό η ματιά μας: σ’ αυτό που (όντως…) υπάρχει, τη γνώση του και τις
δυνατότητές του.
Είναι γεμάτος αμφιβολία για την πλήρη γνώση τών πραγμάτων, που αποδίδει
στον δημιουργό τής γλώσσας ο Κρατύλος, ο Σωκράτης, και το καινούργιο
επιχείρημα, ότι συμφωνούν τόσο πολύ αναμεταξύ τους όλες οι λέξεις (σύμφωνα, κατά ταυτόν καί επί ταυτόν) –
αντίστοιχα δηλ. προς τη διδασκαλία τού αιώνιου ποταμού - , δεν τον εντυπωσιάζει
καθόλου, αυτόν που έθεσε όλες τις εξηγήσεις στο ίδιο ‘καλαπόδι’. Και είναι
εύκολο γι’ αυτόν, να θέση τώρα διαφορετικά την αρχή – που οξύνθηκε και η σημασία της -, και να ετυμολογήση σύμφωνα
με την αντίθετη διδασκαλία, της αιώνιας δηλ. στασιμότητας τις λέξεις. Και
μάλιστα όχι μόνον, αστειευόμενος, τη Γνώση και τη Μνήμη, τη Γιορτή και την
Αξιοπιστία, αλλά εξίσου την Άγνοια και την Αχαλινωσία, έτσι ώστε να δούμε ακόμα
και μέσα σ’ αυτήν την επαγωγική σειρά, πόσα λίγα πράγματα καταφέραμε. Πλήττεται
δηλ. – κι αυτό είναι το ‘αστείο’ τής υπόθεσης – μέσα από ένα ελεατικό
ετυμολογικό σύστημα ο οπαδός τού Ηράκλειτου. Αντιλαμβάνεται όμως ο αναγνώστης,
το πόσο πολύ μπορεί να βοηθηθή με τους αντίθετους αυτούς τρόπους, και
‘υποψιάζεται’ επίσης, κατευθύνοντας προς τα πράγματα το βλέμμα, ότι δεν
παρευρίσκονται εκεί για να αλληλοεξοντωθούν ο Ηράκλειτος κι ο Παρμενίδης, αλλά για να βοηθήσουν με την αντιθετική τους – ηρακλείτια – ένταση στην οικοδόμηση
του πλατωνικού κόσμου.
Όμως η πρόταση για τη γνώση τών πραγμάτων μέσω τής γνώσης τών λέξεων, ή
η θέση, για να το πούμε αλλιώς, πως έχει θέσει εν γνώσει τις λέξεις ο δημιουργός, και μάλιστα ο πρώτος δημιουργός
τής γλώσσας, είναι ‘ανοιχτή’ σε μιαν ακόμα ουσιαστικώτερη κριτική, που μας
οδηγεί και στο τελευταίο ‘βάθος’, που ανοίγει μπροστά στα μάτια μας ο
πλατωνικός «Κρατύλος». Πώς απέκτησε γνώση τών πραγμάτων ο πρώτος
δημιουργός τής γλώσσας, αν αποκτάται
μόνο μέσα απ’ τις λέξεις η γνώση; Ή και για να έρθουμε σε μας τους ίδιους: εφ’ όσον φαίνεται να
εκφράζουν τα αντίθετα για τα (ίδια…) πράγματα, επιτρέποντας να ερμηνευτούν τόσο
με την έννοια του Ηρακλείτου όσο και του Παρμενίδη οι λέξεις, δεν μπορούμε να στραφούμε για να αποφασίσουμε πάλι στις λέξεις. Και
«είναι» μάλλον «φανερό, ότι πρέπει να ψάξουμε κάτι έξω απ’ τις λέξεις, που θα
μας αποσαφηνίση χωρίς λέξεις, σε
ποιαν απ’ τις δυό πλευρές βρίσκεται η αλήθεια»·
τί μάς δείχνει και μας φανερώνει δηλ. την πραγματικότητα των υπαρχόντων
πραγμάτων (τήν αλήθειαν τών όντων). (( Σημ. τ. μετ.: Φοβερό άλλη μια φορά! Δεν
υπάρχει sola
scriptura για
όσους ποθούν την αλήθεια… Και επίσης: «χωρίς λέξεις»! Ούτε γράφεται, ούτε και
λέγεται πολλές φορές όλη η αποκεκαλυμμένη αλήθεια… ))
Υπάρχουν δυό λοιπόν τρόποι γνώσης, που η μια υπερτάσσεται τής άλλης: εδώ
η γνώση τών πραγμάτων μέσα απ’ τις λέξεις, κι εκεί η γνώση τών πραγμάτων μέσα
απ’ τα ίδια τα πράγματα. Κι όμως αυτή η δεύτερη, ξανακρύβεται πάλι, μόλις
φανερώνεται: γιατί «είναι μεγαλύτερη απ’ όσο προσμετράται σε σένα και σε μένα».
Και μένει αμφίσημο κατά κάποιον τρόπο, αν εννοείται εδώ μια γνώση που
παραιτείται απ’ την ερμηνεία τών λέξεων ή και γενικά απ’ τη λέξη, απ’ τις
λέξεις δηλ. μόνον ή και τους ‘λόγους’. Τo πρώτο
αποφέρει, αυστηρά λαμβανόμενο, την ‘απαγωγή’ (τη λογική αφαίρεση…), ενώ στο
δεύτερο μοιάζει να παραπέμπη εδώ κι εκεί η διατύπωση του κειμένου, και ίσως να
θέλησε αυτήν την εναλλαγή τής έκφρασης ο Πλάτων. Γιατί ξεκινά βέβαια απ’ τη
«λέξη» (όνομα) και την «πρόταση» (λόγος) η οδός γνώσεως της «Έβδομης
Επιστολής», φτάνοντας όμως με την «απεικόνιση» (είδωλον) μια βαθμίδα γνώσης, που ‘διαφεύγει’ από κάθε γλωσσική έκφραση. Για να ανέλθη κατόπιν στην
Επιστήμη (Episteme), που συνενώνει γλωσσικά και παραστατικά μέσα, και να κορυφωθή στο
άρρητο. Ας μείνη προσωρινά αναπάντητο, το πόσα έβλεπε ήδη γράφοντας τον
«Κρατύλο» απ’ αυτό το ‘σύστημα’ (System)
ο Πλάτων, ο οποίος έβλεπε ωστόσο μιαν κλίμακα: κάτι άλλο πέρα απ’ τον λόγο, το οποίο δεν είναι πια λόγος.
Και κάτι το ακροτελεύτιο (439 Β κ.ε.). Αντιπαραθέτει στη θεωρία τού
ακατάπαυστου ποταμού, «αυτό το οποίο
συχνά ονειρεύομαι» (439 C
7)
ο Σωκράτης: υπάρχει κάτι το καθεαυτό
Ωραίο και Αγαθό, κάτι που υπάρχει πάντα,
που δεν αλλάζει τη μορφή του (ιδέα –
439 Ε 5), ένα πράγματι γνωριζόμενο, και αντικείμενο γνήσιας γνώσης
(440 Β). Γιατί αν δεν υπήρχε απολύτως τίποτα παρά η αιώνια αλλαγή, δεν θα
μπορούσε και κανείς να τη γνωρίση. Κι ακόμα περισσότερο: δεν θα υπήρχε τότε
καμμιά γενικώς γνώση, εφ’ όσον θα έπρεπε να μεταβάλλεται κάθε στιγμή. Δεν θα
μπορούσαμε μάλιστα να πούμε και τίποτα το ‘σωστό’, το ‘επιτυχημένο’ γι’ αυτό
που θα βρισκόταν σε μόνιμη αλλαγή (439 D)·
Γιατί η γλώσσα «διαπιστώνει». Είναι ένας εντελώς ρέων (ρευστός…) και
‘καταρρέων’ κόσμος, λέγεται στο τέλος (440 CD), αυτός ο κόσμος τού
‘αιώνιου ποταμού’, και είναι επίσης ‘ρέοντες και καταρρέοντες’ και οι άνθρωποι
που σκέπτονται έτσι. Και δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε εδώ εκείνην την
‘αστεία’ ιστορία, όπου δεν μιλούσε καθόλου, παρά μόνον κουνούσε πλέον το
δάχτυλό του ο Κρατύλος. Την οποίαν και περιγράφει στα «Μεταφυσικά» (Γ 5, 1010 a 12), εκεί ακριβώς που
συζητά το πρόβλημα που φανερώνει εδώ ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης. Θα έπρεπε να
κυκλοφορή, ίσως κι όταν ακόμα έγραφε τον συγκεκριμένον διάλογο ο Πλάτων, στον
πλατωνικό κύκλο αυτή η ιστορία, η οποία και δεν ‘ταιριάζει’, μόνον επειδή αντιπαρατίθεται ως νεαρός άντρας στον ώριμο Σωκράτη ο Κρατύλος, μέσα στον ίδιον τον
διάλογο (( ! )) .
Aποχαιρετά
τώρα τούς συζητητές του ο Σωκράτης. Αυτοί πηγαίνουν στην ύπαιθρο κι αυτός μένει
στην Αθήνα. Δεν του διδάσκουν τίποτα η ‘εξοχή’ και τα δέντρα, αλλά οι άνθρωποι
στην πόλη, θα μας πη στον «Φαίδρο». Συμβουλεύει τον Κρατύλο να εξερευνήση
περαιτέρω και με γενναιότητα το θέμα· και
τον συμβουλεύει το ίδιο – ναι, τον Σωκράτη! – κι ο Κρατύλος, αφήνοντάς μας να
διαβλέψουμε, πως έχει τοποθετηθή με τη γνώμη του όπως σε κάτι το σταθερό στη διδασκαλία τού αιώνιου ποταμού. Μπορεί να
κοιτάξη όμως άλλη μια φορά το σύνολο ο αναγνώστης. Χρησίμευσαν παρ’ όλ’ αυτά σε
κάτι οι δυό διασκεδαστικές αν και κουραστικές ετυμολογικές ‘σειρές’, όσο λίγο
κι αν μπορή να εμπιστευθή κανείς τη διαδικασία: ‘συνειδητοποιήθηκαν’ οι δυό
κόσμοι, ο κόσμος τού Είναι κι ο κόσμος τού Γίγνεσθαι, και ‘προσφέρθηκαν’ στην
εννοιολογική εργασία, που πρέπει να ‘ενεργοποιηθή’ τώρα πάνω από κάθε
ετυμολόγηση. Αλλά κι ακόμα περισσότερο: Το ότι φανερώνεται το Είδος (Eidos)
(η «διδασκαλία τών Ιδεών» όπως λέμε συνήθως) ως αντικείμενο της γνώσης στο τέλος τού διαλόγου
«Κρατύλος», αυτό δεν μπόρεσε ποτέ σχεδόν να παραγνωρισθή. Στην πραγματικότητα,
αναδύεται εδώ για τελευταία φορά εκείνο το ‘υπόγειο’ ρεύμα, που τόσες και τόσες
φορές ιχνηλατήσαμε. Κι ας ξανασκεφθούμε το σημείο προς το τέλος τής συζήτησης
με τον Ερμογένη, όπου και εμφανίσθηκε ως εργασία
τού διαλεκτικού (Dialektiker)
το διαιρετικό (diairetisch)
σύστημα των υπαρχόντων πραγμάτων, ή και εντελώς στην αρχή, όπου και
σταθεροποιήθηκαν απαράβατα οι απλές αντιθέσεις αληθούς και ψευδούς, καλού και
κακού. Απ’ αυτήν την αρχή μέχρι και την ανάδυση του καθεαυτού Καλού και Ωραίου
‘τρέχει’ η εκτεταμένη υπόγεια ένταση, που καλούμαστε να αντιληφθούμε υπό το
‘κάλυμμα’ μιας ‘αστείας’ όσο και σοβαρής φιλοσοφίας τής γλώσσας. Ενώ ανήκει σε
κείνην ακριβώς τη βαθύτερη περιοχή και η ερμηνεία τού Άδη ως του μεγάλου ‘γνώστη’ και ‘γνωστοποιού’: συνάπτεται και η
δύναμη της «ύπαρξης», της πραγματικότητας της ζωής και του θανάτου, στο
‘στρώμα’ τής γνώσης και της Ιδέας. Όπως διεξάγεται λοιπόν σε δυό τρόπον τινά
επίπεδα – που μόνιμα βέβαια ‘αλληλοπεριχωρούνται’ – ο διάλογος, έτσι υφίσταται
και μια ‘πολικότητα’ των βασικών κατευθύνσεων: Κι όπως κινούμαστε πολεμώντας ενάντια σε εχθρικές δυνάμεις
κατά τη μία κατεύθυνση, έτσι οδηγούμαστε και βαθειά μέσα στον πραγματικό πλατωνικό κόσμο κατά την άλλη.
(
τέλος κεφαλαίου· συνεχίζεται με το επόμενο
κεφάλαιο, «Μενέξενος» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου