Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (19)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          V
Η ΠΡΟΜΗΘΕΪΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

11. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

4. Μυστικά τής φύσης
     
Η επιστημονική επανάσταση δεν έφερε το τέλος τής μεταφορικής ερμηνείας των μυστικών τής φύσεως. Οι επιστήμονες εξακολούθησαν να την χρησιμοποιούν. Στα τέλη του 17ου  αιώνα, στο βιβλίο του για την Ζωή του Καρτέσιου, αναφερόμενος στον Μερσέν, ο Baillet λέει:
«Κανένας θνητός δεν έδειξε τόση περιέργεια προσπαθώντας να διεισδύσει στα μυστικά της φύσης, και να ανάγει όλες τις επιστήμες και τις τέχνες στην τελειότητά τους».
Ο Πασκάλ αναφέρει σχετικά: «Τα μυστικά της φύσης είναι κρυμμένα· παρότι βρίσκεται σε διαρκή δράση, δεν μπορούμε πάντοτε να διακρίνουμε τις συνέπειες». Χωρίς να χρησιμοποιεί τη λέξη «μυστικά», στον Κατά φαντασία ασθενή του o Μολιέρος το 1672 δηλώνει δια της Μπεράλντα:
     «Τα ελατήρια της μηχανής μας παραμένουν μέχρι στιγμής άγνωστα μυστικά για τους ανθρώπους […] η φύση έχει τοποθετήσει μπροστά στα μάτια μας πολύ πυκνά πέπλα που μάς απαγορεύουν να διακρίνουμε το ελάχιστο».
     Το παράδοξο είναι ότι στις αρχές του 17ου αιώνα, την εποχή ακριβώς της επιστημονικής επανάστασης που αναφέραμε, τη στιγμή που η φύση χάνει την ιδιότητα της αυτόνομης δράσης της και παύει να αντιμετωπίζεται σαν θεά, εμφανίζεται στα εξώφυλλα πολυάριθμων επιστημονικών συγγραμμάτων με τη μορφή τής αποκεκαλυμμένης Ίσιδας.
     Αλλά τα μυστικά τής φύσεως δεν είναι πλέον οι κρυφές και αόρατες ποιότητες, οι ανυποψίαστες δυνατότητες που βρίσκονται πίσω από τα φαινόμενα και που η φύση μάς αποκρύπτει, αλλά χάρη στο μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο είναι πριν απ’ όλα άγνωστα υλικά αντικείμενα, τα οποία όμως ο άνθρωπος είναι σε θέση να διακρίνει. Έτσι τελικά τα μυστικά τής φύσης αποκαλύπτονται και ο άνθρωπος γίνεται ο «άρχοντας των έργων του Θεού», όπως λέει ο Kepler. Ένας από τους πρωτοπόρους τής μικροσκοπικής έρευνας, ο Άντον φαν Λέβενχουκ, δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του στό βιβλίο του με τον τίτλο Arcana Naturae detecta. Αποκεκαλυμμένα μυστικά τής φύσης αποτελούν για παράδειγμα οι παρατηρήσεις που περιγράφει στο βιβλίο του για τα ζωύφια, που σήμερα αποκαλούνται πρωτόζωα, ή ακόμη για τα αιμοσφαίρια, τα βακτήρια ή τα σπερματοζωάρια. Οι ανακαλύψεις αυτές άνοιξαν ασφαλώς νέους δρόμους στη βιολογία. Μυστικά τής φύσης θεωρήθηκαν επίσης οι ανωμαλίες τού εδάφους τής Σελήνης, οι αστερισμοί του Γαλαξία, ο δορυφόρος του Δία που ανακάλυψε ο Γαλιλαίος με το τηλεσκόπιο, ή ακόμη και οι κηλίδες του Ήλιου.
     Μυστικά της φύσης είναι πλέον οι μηχανισμοί και οι λειτουργίες τους που καλύπτονται πίσω από τα φαινόμενα, μηχανισμοί που πιστεύεται ότι θα αποκαλυφθούν με τη βοήθεια εργαλείων τα οποία βελτιώνουν τις δυνατότητες τών αισθήσεων, αλλά κυρίως χάρη σε πειραματισμούς και μαθηματικούς υπολογισμούς και εξισώσεις που διέπουν τις κινήσεις τής ύλης, και επιτρέπουν την αναπαραγωγή φαινομένων με τη συνδρομή μηχανών, οι οποίες συνθέτουν τη μεγάλη μηχανή τού κόσμου.

5. Η χριστιανική έμπνευση της μηχανιστικής αντίληψης
     
Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε το χριστιανικό πνεύμα τής μηχανιστικής επανάστασης του 17ου αιώνα. Το πνεύμα τής κυριαρχίας τής φύσεως που την χαρακτηρίζει, και το οποίο όπως είδαμε δεν απουσίαζε εντελώς από την ειδωλολατρική Αρχαιότητα, απαντά κατ’ αρχήν στην πρόσκληση του Θεού προς τον Αδάμ και την Εύα: «Κυριεύσατε την γη». Είδαμε πώς ο Francis Bacon θεωρούσε ότι αποστολή τής επιστήμης είναι να αποδώσει στον άνθρωπο τα δικαιώματα επί της φύσεως που του είχε παραχωρήσει ο Θεός. Με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος είχε χάσει τόσο την αθωότητά του, όσο και την εξουσία επί τής φύσεως. Από αυτές τις δύο απώλειες, η θρησκεία θα μπορούσε να αποκαταστήσει την πρώτη και η επιστήμη τη δεύτερη. Από την πλευρά του ο Καρτέσιος, σε αντίθεση με την θεωρητική φιλοσοφία που διδασκόταν στις σχολές, πρότεινε μια πρακτική φιλοσοφία, η οποία γνωρίζοντας τη δύναμη και τις δυνατότητες τής φωτιάς και των υπόλοιπων στοιχείων, καθώς και των σωμάτων που μας περιβάλλουν, θα μπορούσε να μας καταστήσει «κύριους και δεσπότες τής φύσεως». Και θεωρούσε ότι έχει το χρέος να διαδώσει τη φυσική του προς όφελος τής ανθρωπότητας.
     Η αντίληψη τού κόσμου ως μηχανή αντιστοιχούσε στην χριστιανική ιδέα ενός Θεού δημιουργού, που υπερβαίνει απολύτως το έργο του. Η αναφορά εξ άλλου στην Π. Δ. «πάντα μέτρῳ καὶ ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ διέταξας», έμοιαζε να καλεί τούς επιστήμονες να δώσουν κατά την έρευνα τής φύσεως την προτεραιότητα στους μαθηματικούς υπολογισμούς. Ο αγ. Αυγουστίνος παραθέτει αυτό το βιβλικό απόσπασμα για να υποστηρίξει την περί του κόσμου θεωρία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία, όπως ισχυρίζεται, «ο Θεός κατασκεύασε τον κόσμο χρησιμοποιώντας αριθμούς». Ο Αυγουστίνος εδώ ανατρέχει στην ακόλουθη δήλωση του Πλούταρχου: «Κατά τον Πλάτωνα, ο Θεός ασκεί συνεχώς γεωμετρία». Τον 17ο και 18ο αιώνα επομένως ο Θεός προσλαμβάνεται ως γεωμέτρης και μαθηματικός, και τον 17ο αιώνα ειδικότερα, επιστήμονες όπως ο Bacon, ο Μερσέν, ο Καρτέσιος και ο Πασκάλ θα εδραιώσουν μιαν αρμονική συνύπαρξη τής μηχανιστικής άποψης του κόσμου με τη θρησκευτική τους πίστη.
     Δεν συμμερίζομαι εν τούτοις την αισιοδοξία του Robert Lenoble που αντιπαραθέτει τον 18ο  αιώνα, στον οποίον κυριαρχεί ένα πνεύμα ενοχής προερχόμενο από την αντίθεση επιστήμης και θρησκείας, στον 17ο αιώνα, ο οποίος προσέφερε «ένα τόσο σπάνιο παράδειγμα» «εξέλιξης του ανθρώπου σε ένα πνεύμα ειρήνης και συμφωνίας με τον Θεό». Κατά την άποψή του ο 17ος αιώνας επαναφέρει αυτό το είδος συναισθηματικής αρμονίας του 13ου αιώνα, «στον οποίον επιστήμη και θρησκεία συμπορεύονταν». Μια απλή αναφορά στην καταδίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση, και την αναταραχή αν όχι την αγωνία που έκτοτε συνόδευε κάθε είδους επιστημονική έρευνα, αρκεί για να αποδειχθεί η ανακρίβεια μιας τέτοιας αντίληψης. Ο Καρτέσιος για παράδειγμα θα υπογραμμίσει με έμφαση τον υποθετικό χαρακτήρα τών θεωριών του, και θα διστάσει να δημοσιεύσει την Πραγματεία περί του κόσμου. Ας δεχτούμε μάλλον ότι τους επιστήμονες τού 17ου αιώνα τούς ενθάρρυνε η χριστιανική τους πίστη, αλλ’  όμως κατά κανέναν τρόπο οι εκκλησιαστικές αρχές, που διεκδικούσαν την εκπροσώπηση τής θρησκείας.

6. Θείο μυστικό
     
Οι επιστήμονες αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ένα μέσο που θα τους επέτρεπε να αποφύγουν μιαν ενδεχόμενη καταδίκη, επικαλούμενοι το δόγμα τής απόλυτης ελευθερίας τής θείας παντοδυναμίας, το οποίο είχε υιοθετηθεί στα τέλη τού Μεσαίωνα για να δοξάσει την υπερβατικότητα τού Θεού, και εξακολουθούσε να είναι κοινώς αποδεκτό. Για να συλλάβουμε το πραγματικό νόημα τού θεολογικού αυτού δόγματος εκείνη την εποχή θα πρέπει να επανέλθουμε στο κείμενο τού Καρτέσιου οι Αρχές της Φιλοσοφίας. Η μηχανιστική ερμηνεία συνίσταται στην κατανόηση τής λειτουργίας  συγκεκριμένων τμημάτων τής μηχανής τού κόσμου, προκειμένου να αντιληφθούμε τον τρόπο που αυτά μάς εμφανίζονται, χωρίς όμως να ξέρουμε στ’ αλήθεια αν λειτουργούν με τον τρόπο που αναπαράγονται. Επομένως η μηχανιστική ερμηνεία είναι υποθετική. Αναπαράγει υποθετικά μια δεδομένη λειτουργία, μέσα από μια μαθηματική σχέση, αν αυτό είναι δυνατόν, προκειμένου να ερμηνεύσει ένα δεδομένο φαινόμενο. Είναι όμως πιθανό, το φαινόμενο αυτό να είναι αποτέλεσμα μιας τελείως διαφορετικής λειτουργίας, η οποία υπάγεται σε μια διαφορετική υπόθεση. Ο Καρτέσιος το περιγράφει ως εξής: όπως ακριβώς ένας ωρολογοποιός μπορεί να κατασκευάσει δύο ρολόγια με την ίδια όψη, αλλά με διαφορετικό μηχανισμό, έτσι και ο Θεός μπορεί να δημιουργήσει διαφορετικούς κόσμους με την ίδια εμφάνιση, που όμως θα λειτουργούν στη βάση διαφορετικών μηχανισμών:
     «Ο Θεός διαθέτει άπειρα μέσα, με καθένα από τα οποία μπορεί να  δημιουργήσει τα πράγματα έτσι, ώστε να εμφανίζονται με τη μορφή που έχουν, χωρίς το ανθρώπινο πνεύμα να μπορεί να συλλάβει ποιο από όλα αυτά τα μέσα επέλεξε για να τα δημιουργήσει».
     Στην πραγματικότητα ο Καρτέσιος περιορίζεται στην περιγραφή μιας πιθανής ιδανικής δημιουργίας. Και σημειώνει ότι ακόμη και αν στην πραγματικότητα τα φαινόμενα παράγονται μέσα από μια διαφορετική διαδικασία, σημασία έχει ότι είναι δυνατόν να τα αναπαράγουμε με έναν δεδομένο μηχανισμό, κάτι που είναι χρήσιμο τόσο  στην ιατρική επιστήμη όσο και στις υπόλοιπες τέχνες. Διότι σημασία δεν έχει η γνώση της αιτίας που προκαλεί κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα – την οποία δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε – αλλά η δυνατότητα να αναπαράγουμε αυτό το αποτέλεσμα.
     Η αντίληψη αυτή εμπεριέχει δύο μεθοδολογικές αρχές, κληροδότημα τής Αρχαιότητας, στις οποίες θα επανέλθουμε αργότερα: αφ’ ενός μάς προσφέρεται η δυνατότητα να καταλήξουμε σε διαφορετικές ερμηνείες ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, και αφ’ ετέρου είμαστε αναγκασμένοι τελικά να καταλήξουμε σε μιαν ερμηνεία που θα ανταποκρίνεται στα φαινόμενα, να «δικαιώσουμε τα φαινόμενα», αν αυτή είναι μια σωστή ερμηνεία της διατύπωσης: σώζειν τα φαινόμενα.
      Ας επιστρέψουμε όμως στο θεολογικό δόγμα. Η αποδοχή του αναδεικνύεται μέσα από το λατινικό κείμενο των Αρχών της Φιλοσοφίας, καθώς ο Καρτέσιος υπογραμμίζει ότι τελικά σε ό,τι αφορά στις μηχανιστικές ερμηνείες μπορούμε να έχουμε μόνο μιαν «ηθική βεβαιότητα», δηλαδή «μια βεβαιότητα που είναι επαρκής για τον καθορισμό τής συμπεριφοράς μας, αλλά παραμένει αβέβαιη από τη σκοπιά τής θεϊκής παντοδυναμίας».
     Το δόγμα τής θεϊκής παντοδυναμίας περιλαμβάνεται στις παραδόσεις τής εβραϊκής και χριστιανική πίστεως, όπως μας παραδόθηκε από τον ιατρό Γαληνό, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, και από τον Πορφύριο τον 4ο αιώνα, σύμφωνα με τον Richard Goulet. Σε αντίθεση με το δόγμα τής δημιουργίας του Μωυσή, ο Γαληνός υποστηρίζει ότι υπάρχουν πράγματα  που είναι εκ φύσεως αδύνατα και τα οποία ο Θεός δεν προσλαμβάνει. Όσο για τον Πορφύριο, το χριστιανικό δόγμα της αναστάσεως, ή η αντίληψη ενός Θεού που καταστρέφει τον κόσμο που δημιούργησε, καθιστά αυθαίρετη τη θεϊκή παντοδυναμία.
     «Θα μας πουν: “Ο Θεός τα πάντα μπορεί”. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Θεός δεν μπορεί τα πάντα. Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι ώστε ο Όμηρος να μη γίνει ποιητής, ή να μην καταστραφεί η Τροία, ή ακόμη δύο επί δύο να μην κάνει τέσσερα αλλά εκατό».
        Αντιθέτως η βουλησιαρχική θεολογία θεωρεί ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα επειδή έτσι το θέλησε ο Θεός. Διότι δεν υπάρχει  νοητική αναγκαιότητα που να μπορεί να επιβληθεί στην παντοδυναμία του Θεού:
     «Οι μαθηματικές αλήθειες που ονομάζετε αιώνιες αλήθειες θεσπίστηκαν από τον Θεό, από τον οποίον και εξαρτώνται πλήρως, καθώς και όλες οι υπόλοιπες υπάρξεις. Το να υποστηρίζει κανείς ότι οι αλήθειες αυτές είναι ανεξάρτητες από τον Θεό, είναι σαν να τον θεωρεί ίσο με τον Δία, ή τον Κρόνο, και να τον υποβιβάζει στο επίπεδο της Στυγός και του πεπρωμένου» (Καρτέσιος, Φιλοσοφικά Έργα).
     Τις θέσπισε ο Θεός, «όπως ακριβώς ένας βασιλέας θεσπίζει νόμους στην επικράτειά του». Στις 15 Απριλίου 1630, ο Καρτέσιος γράφει στον π. Μερσέν:
    Το δόγμα της απόλυτης θείας ελευθερίας έχει δύο συνέπειες. Αφ’ ενός είναι πιθανό τα φαινόμενα, έτσι όπως μάς εμφανίζονται, να οφείλονται σε διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που μπορούμε να αναπαράγουμε με μαθηματικές μεθόδους και σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής. Θα πρέπει επομένως να παραιτηθούμε από μιαν επιστήμη απόλυτα ασφαλή, που γνωρίζει τις πραγματικές αιτίες. Επομένως, ενώ μπορούμε να παρατηρήσουμε και να μετρήσουμε τα φυσικά φαινόμενα, δεν δυνάμεθα να γνωρίσουμε τις πραγματικές αιτίες τους. Οι επιστήμονες του 17ου αιώνα ανακάλυψαν στις θεολογικές αιτίες έναν ικανό λόγο που θα τους απέτρεπε από κάθε ανησυχία σχετικά με τον σκοπό και την ουσία των φαινομένων· τους αρκούσε ο καθορισμός της εμφάνισης των φαινομένων δια των νόμων της μηχανικής. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο π. Μερσέν έχει γράψει: «Διακρίνουμε μόνον τον φλοιό και την επιφάνεια της φύσης, χωρίς να μπορούμε να διεισδύσουμε σ’ αυτήν».
     Εξ άλλου, υπό την απειλή της Ιεράς Εξέτασης, οι επιστήμονες του 17ου αιώνα κατέφυγαν στο δόγμα της θεολογικής βουλησιαρχίας για να αποφύγουν τις επιθέσεις της εκκλησιαστικής αυθεντίας. Υποστηρίζοντας ότι «ο Θεός διαθέτει άπειρα μέσα, με καθένα από τα οποία μπορεί να  δημιουργήσει τα πράγματα έτσι ώστε να εμφανίζονται με τη μορφή που έχουν, χωρίς το ανθρώπινο πνεύμα να μπορεί να συλλάβει ποιο από όλα αυτά τα μέσα επέλεξε για να τα δημιουργήσει», ο Καρτέσιος υπονοεί ότι δεν υποστηρίζει πως τα πράγματα συμβαίνουν ακριβώς όπως επιχειρεί να αποδείξει, αλλά ότι είναι αναγκασμένος να προτείνει μιαν αληθοφανή ερμηνεία. Είναι αυτό ακριβώς που ο Γαλιλαίος αρνήθηκε. Σύμφωνα με τον Edouard Jan Dijksterhuis, ο καρδινάλιος Bellarmin είχε συμβουλέψει τον Γαλιλαίο να περιοριστεί στη δήλωση, ότι είναι ευκολώτερο να ερμηνεύσει κανείς τις κινήσεις τών σωμάτων δια τής μαθηματικής οδού, εάν αποδεχθεί την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Και ότι επομένως πρόκειται απλώς για μιαν υπόθεση και όχι για απόλυτη βεβαιότητα, ότι τα πράγματα όντως εκτυλίσσονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
     Έτσι η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας της δημιουργικής θέλησης μάς επαναφέρει στην αρχαία θεωρία του θείου μυστικού. Γράφει ο Σενέκας:
     «Αληθεύουν αυτές οι υποθέσεις; Μόνον οι θεοί το γνωρίζουν, αυτοί που κατέχουν την επιστήμη του αληθούς. Σ’ εμάς επιτρέπεται μόνο να ερευνούμε σ’ αυτές τις περιοχές και να πλησιάζουμε αυτά τα κρυμμένα πράγματα, εκφράζοντας εικασίες και στερημένοι ασφαλώς από τη βεβαιότητα να ανακαλύψουμε κάτι, αλλά όχι και από κάθε ελπίδα».
     Αλλά η νύχτα του ελεύθερου και παντοδύναμου θείου μυστικού είναι ακόμη πιο αδιαπέραστη. Διότι ενώ ο θεός τών Στωικών ήταν ο ίδιος ο Λόγος, η λογική αναγκαιότητα που επιλέγει τον βέλτιστο κόσμο και τον επαναλαμβάνει αενάως χάρη στην αιώνια επανάληψη, ο «παντοδύναμος» Θεός, είναι ο παντελώς ελεύθερος δημιουργός ενός  κόσμου ανάμεσα στις άπειρες και ίσης σημασίας δυνατότητες, ενός κόσμου στον οποίο η λογική αναγκαιότητα υπάγεται στην ελεύθερη βούληση τού Θεού, και επομένως εξαρτάται από μιαν επιλογή που είναι τελικά απόλυτα αυθαίρετη (αυτεξούσια).
   
(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: