Mητροπολίτης Geevarghese Coorilos
ΣτΜ: Ο όρος MissioDei είναι ένας λατινικός θεολογικός όρος που θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε ως ’’Αποστολή-Έργο του Θεού’’. Αναφέρεται στο έργο της εκκλησίας στον κόσμο ως μέρος του έργου του Θεού. Διατυπώνει την πεποίθηση ότι η αποστολή της εκκλησίας είναι η αποστολή του Θεού. Έτσι, η αποστολή της εκκλησίας είναι ένα υποσύνολο μιας εκτενέστερης, πλήρους αποστολής, δηλαδή είναι μέρος της αποστολής του Θεού στον κόσμο και όχι ολόκληρο το έργο του Θεού στον κόσμο. Σύμφωνα με τον όρο Missio Dei η αποστολή είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας εκκλησίας που λαμβάνει το σκοπό της από αυτόν τον ιεραποστολικό Θεό.Σύμφωνα με τον όρο MissioDeiσυχνά στην εκκλησία υποθέτουμε λανθασμένα ότι η κύριαδραστηριότητα του Θεού είναι στην εκκλησία, αντί να αναγνωρίζουμε ότι η κύριαδραστηριότητα του Θεού είναι στον κόσμο και ότι η εκκλησία είναι το όργανο του Θεού που αποστέλλεται στον κόσμο για να συμμετάσχει στην αποστολή του.Αντί να σκεπτόμαστε την εκκλησία σαν μια οντότητα που απλά στέλνει ιεραπόστολους, πρέπει να δούμε την εκκλησία ωςιεραπόστολο. Ο όρος Missio Dei προτρέπει την εκκλησία να κατανοήσει τον ίδιο το σκοπό της ως ιεραπόστολο. Δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας να καταλάβουμε ότι ο Θεός έχει αποστολή, είναι εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε ότι η αποστολή Του είναι μεγαλύτερη από την εκκλησία.Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, ο όρος Missio Dei μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι η εκκλησία που έχει αποστολή, αλλά η αποστολή που έχει εκκλησία!
Ο όρος Missio Dei, χρησιμοποιείται από τον Ακινάτη για να περιγράψει τη δραστηριότητα του Τριαδικού Θεού: του Πατέρα που στέλνει τον Υιό και του Υιού που στέλνει το Πνεύμα. Ο KarlBarth, εξέθεσε την ιδέα ότι η αποστολή ήταν το έργο του Θεού και ότι η αυθεντική εκκλησιαστική αποστολή πρέπει να ανταποκρίνεται στην αποστολή του Θεού. Η ιδέα αυτή επισημάνθηκε από τον Hartenstein ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο Missio Dei για να τον διακρίνει από τον όρο MissioEcclesiae. Την αποστολή της εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Goheen, υπάρχουν δύο νέες ιδιαίτερες επισημάνσεις σχετικά με την ιεραποστολική δραστηριότητα. Πρώτη: η αποστολή είναι πρωτίστως η αποστολή του Θεού. Η εκκλησία δεν έχει δική της αποστολή. Η κύρια έμφαση δίνεται στο τι κάνει ο Θεός για τη λύτρωση του κόσμου. Στη συνέχεια, δίδεται προσοχή στο πώς η εκκλησία συμμετέχει στην αποστολή του Θεού για την λύτρωση του κόσμου. Δεύτερη: η αποστολή του Θεού ορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον Τριαδικό χαρακτήρα και το έργο του Θεού. Η δεύτερη επισήμανση ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Η αποστολή θεωρήθηκε ότι προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού. Έτσι τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Αγίας Τριάδας, όχι της εκκλησιολογίας ή της σωτηριολογίας. Επίσης δύο σημαντικές —και κάπως ανταγωνιστικές— προσεγγίσεις του Missio Dei προέκυψαν. Η πρώτη εννοεί την αποστολή ως δράση ευαγγελισμού του Θεού μέσω της εκκλησίας. Η δεύτερη, αναπτύχθηκε αργότερα, ως δραστηριότητα του Θεού στον εκκοσμικευμένο κόσμο πέρα από την εκκλησία, ισχυριζόμενη ότι ’’ο κόσμος παρέχει τα δεδομένα’’. Ο Goheen ορίζει αυτές τις δύο απόψεις ως Χριστοκεντρo-Τριαδική και Κοσμοκεντρο-Τριαδική. Η Χριστοκεντρo-Τριαδική βλέπει την αποστολή του Θεού να επικεντρώνεται στο έργο του Χριστού μέσα από την Εκκλησία, ενώ η Κοσμοκεντρο-Τριαδική θεωρεί την αποστολή του Θεού ως ενεργή σε όλο τον κόσμο. Εδώ προέκυψε το ζήτημα της υποτροπής του χριστοκεντρισμού σε προβληματικό χριστομονισμό. Αυτό το πρόβλημα λύνεται με την μετάθεση της αποστολής στην τριαδολογία. Έτσι, κατά τον Βασιλειάδη, η σημαντικότερη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας υπήρξε —στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου— η εκ νέου ανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’.Ο ίδιος σημειώνει: «προς άρση κάθε παρεξήγησης θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω, ότι η υιοθέτηση της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’, και κατά συνέπεια του διαθρησκειακού διαλόγου (αντί της επιθετικής επεκτατικής ιεραποστολικής πρακτικής του παρελθόντος), δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ’’οικονομίας του Υιού’’, της σωτηριολογικής δηλαδή σημασίας του Χριστού. Ο Χριστός παραμένει ’’η οδός, η αλήθεια και η ζωή’’ το όνομά του είναι ’’το υπέρ παν όνομα’’. Αυτό που ουσιαστικά έλαβε χώρα ήταν μια δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας». Αυτό βέβαια και μόνο ως διατύπωση είναι απίστευτο. Ο Βασιλειάδης εγγυάται την συμμετοχή του Κυρίου στην οικονομία της σωτηρίας του ανθρώπου. Συνεχίζουμε. Για τον Hoekendijk, η εκκλησία είναι ένα παράρτημα στο έργο του Θεού. Ο Θεός εργάζεται στον κόσμο, ο οποίος επιδρά στην εκκλησία, σε αντίθεση με την κλασική άποψη που έβλεπε τον Θεό να εργάζεται στην εκκλησία και μέσω της εκκλησίας στον ευρύτερο κόσμο. Τη δεκαετία του 1960 ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων, από διάφορα θρησκευτικά υπόβαθρα, υιοθέτησε τις απόψεις του Hoekendijk σε τέτοιο βαθμό ώστε στο συνέδριο του WCC στην Uppsala του 1968 "η εκκλησία συχνά γελοιοποιήθηκε και… η ίδια η εκκλησία θεωρήθηκε ως αντικείμενο αποστολής". Η υιοθέτηση της Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψης συνεπάγεται ότι οι χριστιανοί πρέπει να έχουν μια ταπεινή προσέγγιση των άλλων θρησκειών. Σημαίνει ότι οι άλλες θρησκείες μπορούν να οδηγήσουν στην σωτηρία με τον ίδιο τρόπο όπως ο Χριστιανισμός. Κατά τον Smith: ’’Η αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι η μόνη αποστολή του Θεού. Δεν είναι καν η μόνη παγκόσμια αποστολή του. Λίγοι από εμάς τους χριστιανούς γνωρίζουν για την αποστολή του Θεού στο Ισλάμ, ή την αποστολή του Θεού στην Ινδία και σήμερα στον κόσμο μέσω του Ινδουισμού’’. Κατά τον Βασιλειάδη: «Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απομάκρυνε τελεσίδικα την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε ’’σωσμένους’’ και ’’μη σωσμένους’’, κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και χριστιανική) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτού το νέο ’’ιεραποστολικό παράδειγμα’’ επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε αυτήν την ’’αποστολή του Θεού’’. Με εργαλείο, μάλιστα την ’’οικονομία του Αγίου Πνεύματος’’ (παράλληλα και ταυτόχρονα όπως είπαμε με την ’’οικονομία του Χριστού’’), ο Θεός χρησιμοποιεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα ’’τὸπνεῦμα ὅπουθέλειπνεῖ’’ (Ιω 3,8)».
Ο Τριαδικός χαρακτήρας του Missio Dei συγκεντρώνει και τα τρία πρόσωπα της θεότητας στο επίκεντρο της ιεραποστολικής θεολογίας. Λατρεύουμε έναν ιεραποστολικό Θεό: ο Πατέρας στέλνει τον Υιό και ο Υιός στέλνει το Πνεύμα. Ο Θεός Πατέρας έστειλε τον Υιό και ο Θεός Πατέρας και ο Υιός έστειλε το Πνεύμα. Το Missio Dei αυτή τη διδασκαλία την επεκτείνει για να συμπεριλάβει μία ακόμη ’’κίνηση’’: Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα που στέλνουν την εκκλησία στον κόσμο. H αποστολή είναι το αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Θεού, που έχει τις ρίζες της στους σκοπούς του Θεού για την αποκατάσταση και την επούλωση της δημιουργίας.Η ενότητα είναι μια ενσάρκωση της αποστολής του Θεού που δημιουργεί την εκκλησία και λειτουργεί στον κόσμο. Βλέπουμε ότι η εκκλησία του Ιησού Χριστού δεν είναι ο σκοπός ή ο στόχος του ευαγγελίου, αλλά μάλλον το όργανο και μαρτυρία του ... Η αποστολή του Θεού μας καλεί και μας στέλνει, την εκκλησία του Ιησού Χριστού, μια ιεραποστολική εκκλησία στις δικές μας κοινωνίες, στους πολιτισμούς στους οποίους βρισκόμαστε.
Σύμφωνα με τον Schrieter το Missio Dei γίνεται μια χρήσιμη ιδέα σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: «... η ενότητα στην πολυμορφία (;!!) της Τριάδας θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι το σημάδι της μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού. Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που δίνει και λαμβάνει ... που μιλά προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική».
Θα κάνουμε μία μικρή κριτική στα παραπάνω. Βλέπουμε την ενότητα, ως αυτονομημένο όρο, να είναι γενεσιουργός αιτία της εκκλησίας. Η σωτηρία του κόσμου, πλέον από όλους, εκλαμβάνεται ως η ’’ενότητα’’ του κόσμου, εν τω κόσμω, διά του κόσμου. Η ενότητα θα μπορούσε να είναι και ο Θεός του Missio Dei. Το ευαγγέλιο είναι πλέον η ενότητα. Η ουσία της αποστολής είναι η ένωση των εκκλησιών που ταυτίζεται με την ενότητα εντελώς αυθαίρετα. Υφίσταται μια ταυτότητα όρων που απηχούν εντελώς άλλα πράγματα. Αν δε, λάβουμε υπόψη μας και την Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψη μπορούμε να δούμε ότι η κατάσταση οδηγεί στην καθιέρωση μοναδικής λατρείας με την ένωση των θρησκειών. Τα νέα δόγματα (π.χ. α. ενότητα στην πολυμορφία και β. ατέρμονος διαθρησκειακός και διαχριστιανικός διάλογος) οδηγούν σε μια ένωση ουσιαστικά δογματική και όχι κανονική-θεσμική. Η ενότητα (το ξανατονίζουμε: αδιάκριτα ή δόλια υφίσταται ταυτότητα των όρων ένωση και ενότητα), λοιπόν, ως αποτέλεσμα της ιεραποστολής καθιστά την εκκλησία. Εμφανίζει δηλαδή την εκκλησία. Με την εμφάνιση της ενότητας έχουμε και την εκκλησία. Η εκκλησία γίνεται και απογίνεται κατά κάποιο τρόπο. Βέβαια μιλάμε όχι για μια εκκοσμικευμένη εκκλησία αλλά για μια πέραν της εκκοσμίκευσης εκκλησία. Μιλάμε για έναν ανθρώπινο οργανισμό πλέον. Για έναν κοσμικό οργανισμό και μάλιστα εκ του πονηρού. Δεν έχει καν το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα. Το πρόσχημα της ατιμίας. Τηρούν, λοιπόν, τα προσχήματα αναφέροντας γενικά και αόριστα την ύπαρξη ενός Θεού και μια εκκλησία που εντέλλεται μιας αποστολής. Θα λέγαμε ότι ο Θεός τους είναι ένας ντεϊστικός θεός. Δεν δηλώνεται ως τέτοιος αλλά η αχαλίνωτη αυθαιρεσία παραπέμπει σε τέτοιου είδους συμπεράσματα. Σε μια πιο διεισδυτική προσέγγιση βλέπουμε ότι αυτή η εκκλησία, νοούμενη ως αποστολή ή μέρος της αποστολής, είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο της ιεραποστολής. Μια εκκλησία αυτονομημένη και από τον Κύριο. Το αστείο είναι ότι αυτή η εκκλησία είναι απλά ένα μέρος από την δράση του Θεού. Κι όμως κι αυτή δεν πρέπει να έχει ίχνος από τον Κύριο. Μια εκκλησία που είναι σε αποστολή από έναν ανενεργό Τριαδικό Θεό. Ο Κύριος, ο Νυμφίος, αποστέλλεται αυτή τη φορά από τους ανθρώπους στα ουράνια. Η ενανθρώπηση και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου δεν υφίστανται. Είναι μια αποστολή πέρα από τη θεία οικονομία. Η θεία οικονομία δεν υφίσταται. Επιστρέφουμε στην Παλαιά Διαθήκη και την ερμηνεύουμε χωρίς τον Κύριο. Βλέπουμε έναν προσχηματικό αταβισμό. Διότι τώρα έχουμε και μια εκκλησία. Με τέτοιο ιεραποστολικό οίστρο οι θιασώτες της ιεραποστολής του διαλόγου πνέουν πιο γρήγορα και πιο πέρα κι από το Άγιο Πνεύμα. Έτσι θα λέγαμε πως για χάρη της αποστολής οφείλουμε να επιτύχουμε την ορατή ενότητα της εκκλησίας. Η αποστολή αποκτά ένα έκτακτο χαρακτηριστικό. Αποδίδοντας στον Θεό, σχεδόν αποκλειστική, ιεραποστολική διάθεση, η ιεραποστολή καθίσταται το μέτρο με το οποίο κρίνεται κάθε εκκλησία. Για να είναι ζώσα η εκκλησία οφείλει πρωτίστως να είναι ιεραποστολική, πέρα από προϋποθέσεις. Με τους όρους μιας πολυεθνικής εταιρίας που εγγράφει αποτελέσματα και συντάσσει ισολογισμούς και απολογισμούς. Αρκεί να έχει ακτιβιστικές επιτυχίες. Δεν υπάρχει ίχνος θεολογίας. Η αποστολή υπάρχει πέρα από την εκκλησία. Έχει την δική της φύση και δικαιολογεί την ύπαρξη της εκκλησίας. Άνευ αποστολής, εκκλησία δεν υπάρχει. Μια ειδωλολατρία του σκοπού. Μια εγκόσμια διάθεση η οποία επικαλείται τον Τριαδικό Θεό για να αγιάσει τον σκοπό. Επικαλούνται τα μέσα για να αγιάσουνε το σκοπό. Ένας αυτοσκοπός. Μια ουσιαστική κατάργηση της Εκκλησίας του Κυρίου. Καταργήθηκε ο Κύριος και καταργείται και η Εκκλησία Του. Η εκκλησία λογίζεται, με το Missio Dei, ως τόπος ακατάπαυστου ενθουσιώδους ιεραποστολικού ακτιβισμού. Η πύλη της Βασιλείας είναι η πύλη της πλάνης. Εισέρχεται ο άνθρωπος δια της πύλης στην εκκλησία και βρίσκεται εντός του κόσμου. Σκοπός της είναι πλέον η εγκόσμια βασιλεία. Η εκκλησία του Missio Dei είναι εγκόσμιος μεσσιανισμός με πρόσχημα πλέον τον Τριαδικό Θεό. Ενώ ευνοεί την ανάπτυξη της Οικονομίας του Πνεύματος. Μια πλειάδα εκκλησιών που υποτίθεται ότι είναι εργαλεία του Τριαδικού Θεού, αλλά και μη εκκλησιαστικές δομές, αυτό-εντέλλονται προς οικοδομή της ενότητας και της ειρήνης στον κόσμο. Ούτε τα εσχατολογικά έσχατα είναι απαραίτητα διότι έχουμε εισχωρήσει σε μια ατέρμονη μετα-εκκοσμίκευση εντός της οποίας ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό στον υβριδικό μετάνθρωπο της τεχνητής νοημοσύνης. Η εποχή του αποϋλοποιημένου μοντέρνου. Στόχος ο υπερ-μετάνθρωπος που θα διασώζει ψήγματα της ανθρώπινης φύσης ως παραπομπές. Ο άνθρωπος μισεί την φύση του. Αυτήν που δεν γνωρίζει. Αδυνατεί στην πίστη. Ισχυροποιείται από τα φαινόμενα. Όμως «Πίστιςἐστίν, ἐλπιζομένωνὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχοςοὐβλεπομένων». Φυσικά ιχνογραφούμε την προς αντίχριστο ρότα μας.
Θα κάνουμε και μια μικρή αναφορά στην Ιεραποστολή από την ορθόδοξη χριστιανική πλευρά. Αυτό θεωρούμε ότι θα μας βοηθήσει να δούμε και το μέγεθος της εκτροπής.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ιεραποστολής στην εποχή μας ανιχνεύονται στην παρατήρηση του Schrieter: «το Missio Dei γίνεται μια χρήσιμη ιδέα σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: ... η ενότητα στην πολυμορφία (!!) της Τριάδας θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι το σημάδι της μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού. Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που δίνει και λαμβάνει ... που μιλά προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική». Καλείται η ιεραποστολή να κηρύξει την ενότητα στην πολυμορφία σε ένανπονηρό διάλογο, που εμφορείται από την εγελιανή σύνθεση.
Για τους Ορθοδόξους η θεολογία έχει εμπειρικό χαρακτήρα, ομολογεί ’’έργω και ουχί ρήματι του Αγιασμού την δύναμιν’’. Το ’’ιδείν τον Θεόν’’ εξισώνεται με το ’’ακολουθείν τω Θεώ’’, και τούτο για να γίνει κάποιος αγαθός, όπως είναι ο Θεός: ’’Αγαθόν γαρ αγαθώ ουκ αντιβλέπει, αλλ’ έπεται’’. Βασική, θεολογική, αρχή κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης είναι: ’’Το Όμοιον προσεγγίζεται διά του Ομοίου’’. Η ενανθρώπηση και με όσα συνεπάγει, είναι πηγή της χαρισματικής υιοθεσίας του χαρισματικώς ομοίου με την συνέργεια του. Η πολυμορφία δεν ανιχνεύεται στην Αγία Τριάδα εξού και το ομοούσιο. Οι ενώσεις και οι διακρίσεις δεν συνιστούν πολυμορφία. Δεν έχουμε μόνο ταύτιση οικονομικής και θεολογικής Τριάδας, αλλά ισοπέδωση της αρρήτου Τριαδικής πραγματικότητας από την ανθρωπολογία. Η αναλογία εν δράσει. Η ένωση (κατ’ άνθρωπον) των εκκλησιών και κατ’ επέκταση των θρησκειών, που επιδιώκεται είναι σύναξη των ανομοίων (και των ανομιών) σε κοινή δόξα ή αλλιώς κοινή πίστη. Είναι η ένωση των πολλών. Η ένωση είναι σε αυτή την περίπτωση η βούληση για κοινή δόξα αλλά δεν προάγει την ενότητα. Το ομολογούμενο πιστοποιεί την ένωση αλλά δεν κατοχυρώνει την ενότητα. Διαφέρει η ενότητα της ένωσης «ἡ μέν γαρ τόἰδιάζον καί ἀμιγές τῆς καθ' ἕκαστονδείκνυσιφύσεως, ἡ δέἕνωσις τήν πρόςἕτερασύγκρασιν, ἥ ἁπλῶςμετουσίαν». Η ένωση (κατ άνθρωπον) είναι εκ των κάτω. Η ενότητα είναι εκ των άνω. Ο Κύριος ενοποιεί τον νου. Η ενότητα είναι δωρεά του Κυρίου. Ήδη στη Γένεση στην φράση ’’ἐποίησεν ὁ Θεόςτόνἄνθρωπον’’ νοείται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και άρα και η αδιάσπαστη ενότητα της ανθρώπινης φύσης πριν την πτώση. Η ένωση (κατά Θεόν) επίσης είναι δωρεά του Κυρίου. Ως εκ τούτου η ανθρώπινη ένωση δεν προάγει την ενότητα. Με την εμφάνιση της ενώσεως (κατ’ ανθρωπον) δεν συνθεωρούμε και την ενότητα. Ακόμη κι αν οδηγηθεί η ένωση των ανομοίων σε κοινή δόξα δεν έχει κανένα χαρισματικό περιεχόμενο. Η κατά Θεόν ένωση είναι χαρισματική. Η κατά Θεόν ένωση είναι «ἄρρητός τε καὶ ὑπεράρρητοςἡδονὴ καὶ χαρὰ τῶν ἐνεργουμένων» πράγμα που δεν είναι η ενότητα στην πολυμορφία.
Η Ιεραποστολή δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το σχέδιο της θείας οικονομίας. Του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου που συνίσταται στην κατά χάρη υιοθεσία και την ένωση με τον άκτιστο Θεό. Οι υιοθετούμενοι πιστοί κοινωνούν στο όνομα αλλά και στα ίδια τα πράγματα, κοινωνούν στο Σώμα, το Αίμα και την άκτιστη ζωή του Κυρίου. Οι πιστοί ως μέλη Χριστού έχουν κοινή με το Χριστό τη ζωή. Φυσικό επόμενο είναι στο κέντρο της θείας οικονομίας να τίθεται το γεγονός της θείας ενανθρώπησης, η οποία εγγυάται την ένωση του άκτιστου τριαδικού θεού με τον κτιστό άνθρωπο. Ας το δούμε.
Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν βλέπουν πληθώρα θείων οικονομιών στην σωτηρία του ανθρώπου, ούτε στάδια ή φάσεις της θείας οικονομίας. Το σχέδιο της θείας οικονομίας είναι ένα και ενιαίο. Δεν ξεχωρίζουν την άσαρκη παρουσία του Λόγου και τις σωτηριώδες ενέργειες Του στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης από την ενανθρώπηση στα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ένας και αυτός Λόγος ενεργεί. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος ενεργεί τις θεοφάνειες, τις θεοσημείες και οδηγεί τον Ισραήλ στην γη της επαγγελίας, ως άσαρκος λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Ο ίδιος ενανθρωπεί, ζει και διδάσκει, επιτελεί θαυμάσια, σταυρώνεται, ανασταίνεται, αναλαμβάνεται και υιοθετεί κατά χάρη τον άνθρωπο ενώνοντας τον χαρισματικά στο ένα πρόσωπο Του στην Καινή Διαθήκη. Έτσι οι πατέρες αναδεικνύουν την ενότητα και το αρραγές των δύο Διαθηκών όπως και το συνεχές και ενιαίο της θείας οικονομίας. Η μία θεία οικονομία, η μία οικονομία της σωτηρίας του Κυρίου Ιησού Χριστού (κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ο Κύριος… ταπείνωσε, τόἀταπείνωτοὕψος του χωρίς νά χάσει τή δόξα του καί συγκαταβαίνει μέἀνέκφραστη καί ἀκα¬τάληπτη συγκατάβαση στούς δούλους του —διότι αὐτό δείχνει ἡ κατάβασή του· ὄντας τέλειος Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματοποιεῖτόπιό πρωτάκουστο ἀπ' ὅλατά καινοφανή, τό μοναδικό καινούργιο κάτω ἀπότόνἥλιο, μέτόὁποῖο φανερώνεται ἡ ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Διότι, τί μεγαλύτερο ὑπάρχειἀπότόνά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος;») πιστοποιείται από τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας Του. Η όληπαρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, η υμνολογία της, η θεολογία της, μαρτυρεί για την οργανική ενότητα μεταξύ άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας του Λόγου. Στα πρώτα χρόνια του ιεραποστολικού της κηρύγματος η Εκκλησία έχει ξεκάθαρη άποψη για την ιστορική προέλευση του Ιησού, την οποία συνέδεε οργανικά με ολόκληρη την ιστορία των γεγονότων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η ένσαρκη ενδημία του Κυρίου δεν αντιδιαστέλλεται με την άσαρκη παρουσία Του.
Όμως η ενανθρώπηση του Κυρίου προϋπέθετε την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Το πρόσωπο που αποδέχθηκε την κλήση και υπάκουσε ελευθέρα στον Κύριο ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία εκπροσωπώντας το ανθρώπινο γένος διέσωσε την χαρισματική ενότητα προσφέροντας την ’’ανθρώπινη σάρκα’’ στον Κύριο. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι τα πανάγιο αίμα και σώμα της Κυρίας Θεοτόκου. Δεν είναι δυνατό να εισέλθουμε σε χαρισματική υιοθεσία και ένωση με τον Κύριο χωρίς την Θεοτόκο. Η Θεοτόκος είναι η πύλη της σωτηρίας. Είναι η πνευματική Μητέρα των χριστιανών. Η Παναγία εκπροσωπεί ταυτόχρονα το ’’πεπτωκός’’ γένος των ανθρώπων αλλά και την ’’καινή κτίση’’. Με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως εγκαινιάζεται η ’’καινή κτίση’’.
Η θεία οικονομία φέρνει στον κόσμο και στην ιστορία την ’’καινή κτίση’’. Ο άνθρωπος που αρπάζεται από την οικονομία του Κυρίου ζει και κινείται μέσα στον κόσμο αλλά είναι άλλης τάξης οντότητα. Συνιστά την ’’καινή κτίση’’. Δεν αρνείται τον κόσμο αλλά ενούμενος με τον Κύριο αντιστρέφει την ροή του κόσμου. Ο κόσμος από τη ζωή κατευθύνεται στον θάνατο. Ο καινός άνθρωπος από τον θάνατο κινείται προς τη ζωή «μεταβέβηκενἐκ τοῦ θανάτουεἰς τήν ζωήν» (Ἰω. 5: 24). ’’Ὁ παλαιόςἡμῶνἄνθρωποςσυνεσταυρώθη’’ και συνετάφη διά του Βαπτίσματος, ’’ἵναὥσπερἠγέρθηΧριστόςἐκνεκρῶνδιά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐνκαινότητιζωῆςπεριπατήσωμεν’’ (Ρωμ. 6: 3-6). Το Βάπτισμα κατανοείται ως ’’λουτρόν παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου’’ (Τίτ. 3: 5). Πρόκειταιγιά την εν Χριστώ αρχή του καινού ανθρώπου. Είναι η ένδυση του Χριστού (Γαλ. 3: 27), πού πραγματώνεται με τήν μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση Του. Ο καινός άνθρωπος αντιδιαστέλλεται με τον παλαιό άνθρωπο. Οφείλει να απαρνηθεί την ζωή που γέμει με «πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίακακήν, καί τήν πλεονεξίανἥτιςἐστίνεἰδωλολατρία (Κολ. 3: 5)». Οφείλει να απεκδυθεί τον παλαιόν ανθαρωπο και να ενδυθεί «τόννέοντόνἀνακαινούμενονεἰςἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντοςαὐτόν (Κολ. 3: 9-10)». Αυτός είναι και ο σταυρός του πιστού ανθρώπου. Η σταύρωση του παλαιού ανθρώπου. Ο ανακαινισμός δεν εννοείται ως εκστατικό πέταγμα προς τον άλλον. Είναι απόρριψη του λυτρωτικού σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Έτσι κατά τον Απόστολο Παύλο ο καινός άνθρωπος οικοδομείται μόνο μέσα στην Εκκλησία του Κυρίου. Εντός της Εκκλησίας μπορεί να τανηθεί «εἰςἄνδρατέλειον, εἰςμέτρονἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 4: 13)». Εντός της Εκκλησίας «οὐκἔνιἝλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλάτάπάντα καί ἐνπᾶσιΧριστός (Κολ. 3: 11)». Έτσι εντός της Εκκλησίας ο Κύριος ενοποιεί τα διεστώτα και ανακαινεί τα παλαιά οικοδομώντας τον καινό άνθρωπο.
Στα πλαίσια της θείας οικονομίας νοείται και η ιεραποστολή της Εκκλησίας. Η ιεραποστολή σε καμία περίπτωση δεν ορίζει την οικονομία της σωτηρίας αλλά ορίζεται από αυτήν. Η ιεραποστολή είναι μέρος της θείας οικονομίας. Η ιεραποστολή είναι μέρος της δράσης της Εκκλησίας του Κυρίου. Ο Κύριος ορίζει τα πράγματα κατά το μέτρο της συνέργειας του ανθρώπου. Λέγεται ότι «εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι εκκλησία χωρίς αποστολή», ή πιο σωστά «εκκλησία χωρίς ιεραποστολή δεν είναι εκκλησία, δεν είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Θα λέγαμε ότι «εκκλησία χωρίς την Παναγία και τους αγίους είναι εκκλησία χωρίς Χριστό και δεν είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η ιεραποστολή για να αληθεύει πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των αγίων ή αλλιώς των κατά χάρι υιών και αδερφών του Κυρίου. Η αγιότητα εμφορείται από την αταλάντευτη πίστη στον Κύριο και στο ευαγγέλιό του και την απαρέγκλιτη τήρηση των εντολών του Κυρίου. Οι άγιοι είναι οι χαρισματικοί φορείς της θεογνωσίας. Επειδή έχουν ιδία πείρα του Κυρίου και της χάρις Του είναι και αυτοί που γνωρίζουν, στο μέτρο της δεκτικότητας του καθενός, τι ευαγγελίζεται ο Κύριος.Οι άγιοι λοιπόν καλούνται να φανερώσουν τον Κύριο. Δεν είναι η ιεραποστολή απροϋπόθετη και φυσικά δεν είναι για τον καθένα που φέρει το όνομα χριστιανός.Οι πνευματικοί καρποί είναι αποτέλεσμα πνευματικών αγώνων «ὅτιεἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲἐσθιέτω» (Προς Θεσ. Β’ 3,10). Η ιεραποστολή ως μαρτυρία του έργου του Κυρίου, με σκοπό τήν σωτηρία των συνανθρώπων μας, αναφέρεται σε αυτούς που μπορούν να μαρτυρήσουν τον Κύριο και εφόσον απαιτηθεί από τις περιστάσεις να σφραγίσουν την μαρτυρία τους με το αίμα τους. Να μαρτυρήσουν για τον Κύριο. Δεν υπάρχει αμφίδρομη ταυτότητα αγίου και χριστιανού. Ο άγιος είναι χριστιανός. Ο χριστιανός δεν είναι κατ’ ανάγκη άγιος. Δυνάμει ναι, ενεργεία; Αυτό μόνο ο Κύριος μπορεί να το βεβαιώσει. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε χριστιανός καλείται στην αγιότητα, δηλαδή στην προσωπική του ιεραποστολή πρωτίστως.
Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Μέγαςδέ τῆς ἀληθείαςκῆρύξἐστιν ὁ τῷοἰκείῳβίῳτόνὑπ᾿αὐτοῦλαλούμενον τῆς διδασκαλίαςλόγονπιστούμενος» ενώ ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «πρῶτονἑαυτοὺςἀπότῶν θείων Γραφῶν νουθετήσατε». Η ιερά, λοιπόν, αποστολή του πιστού, η προσωπική του ιεραποστολή είναι η τήρηση των έντολών του Κυρίου. Διά της τήρησης των εντολών ο άνθρωπος εκτείνεται και καθίσταται δοχείο της χάριτος. Τότε ενεργεί ο Κύριος μέσα από εμάς. Η χάρις λαμπρύνει την καρδιά και ο άνθρωπος βιώνει την παρουσία των ακτίστων ενεργειών. Κοινωνώντας ο πιστός του Σώματος και Αίματος του Κυρίου γίνεται ’’σύσσωμος και σύναιμος’’ του Κυρίου Ιησού. «Μέλη Χριστοῦγινόμεθα, μέλη Χριστός ἡμῶνδέ, καί χείρ Χριστός καί ποῦς Χτιστός ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καί χείρΧριστοῦ καί ποῦςΧριστοῦ ὁ ἄθλιοςἐγώδέ.Κινῶ τήν χεῖρα, καί Χριστός ἡ χείρ μου ἔστιν. Ἀμέριστον γάρ νόειμοι θεότητα τήν θείαν! Κινῶτόν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτειὡςἐκεῖνος· μή εἴπῃς, ὅτιβλασφημῶ, ἀλλ᾿ἀπόδεξαιταῦτα καί τῷΧριστῷπροσκύνησοντοιοῦτόν σε ποιοῦντι!» όπως ποιητικά αποκαλύπτει ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος. Γινόμαστε ένα πνεύμα, μία θέληση, ένα σώμα. Έτσι, ο λόγος του Κυρίου στην Αρχιερατική προσευχή, ’’ἵνα πάντες ἕνὦσι’’, πραγματώνεται.
Ο Κύριος απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε: τους «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούςεἰςτόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούςτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν». Εν τούτοις οι φοβισμένες καρδιές των μαθητών του Κυρίου, αναθάρρησαν την Πεντηκοστή. Αφού έλαβαν την δύναμη των άκτιστων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και έτσι ενώθηκαν με τον Κύριο, κατεστάθησαν και από τα πράγματα ικανοί για την ιερή αποστολή τους. Να κηρύξουν την αλήθεια για τον Κύριο Ιησού και την Τριαδική μονάδα, ώστε να ενταχθεί δια του βαπτίσματος ο κόσμος στο μυστηριακό σώμα του Κυρίου και να σωθεί μιας και «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέἀπιστήσαςκατακριθήσεται». Μόνον τότε οι μαθητές έγιναν Απόστολοι και ξεκίνησαν την ιεραποστολική τους δράση. Αυτή η αγιοπνευματική και χαρισματική ιεραποστολική δράση συνιστά το μέτρο για όλους τους επόμενους των Αποστόλων. Και αυτοί είναι οι Άγιοι του Κυρίου. Οι αδερφοί του Κυρίου και οι υιοί της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η ιεραποστολή των αγίων είναι η ιεραποστολή της διάκρισης. Η ιεραποστολή δεν μπορεί να είναι διαλεκτική αλλά πρωτίστως διακριτική και οπωσδήποτε αποκαλυπτική. Ο Κύριος δίδαξε και αποκάλυψε. Οι άγιοι δεν κάνουν ιεραποστολή αλλά είναι η ιεραποστολή. Κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα βρίσκονται στον τόπο που ο Κύριος ευδοκεί. Δεν ομιλούν αυτοί για τον Κύριο. Αλλά η χαρισματική τους ανακαίνιση είναι η απόδειξη της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου. Είναι μαρτυρία που οφείλει η ιεραποστολή να κηρύξει. Διδάσκουνε τα πράγματα του Κυρίου διότι ο Κύριος τους τα δίδαξε και τους τα αποκάλυψε. Ο Κύριος είναι ο προσφέρων, προσφερόμενος και αποδεχόμενος στην ιεραποστολή σύμφωνα με τη διαβεβαιώσή Του: «Ἐφ' ὅσονἐποιήσατεἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστωνἐμοίἐποιήσατε (Μθ. 25,40)». Άμα τη παρουσία τους διδάσκουν, δεικνύουν και αποδεικνύουν ότι εις Κύριος εις δοξαν Θεού Πατρός και Αγίου Πνεύματος. «Ὑμεῖςἐστετόφῶς τοῦ Κόσμου» είπε ο Κύριος. Και αυτό το φως δεν είναι άλλο από το φως του Κυρίου. Διότι ο άγιος είναι ετερόφωτος και αντανακλά το φως του Κυρίου. Την δόξα του Κυρίου. Τι άλλο να διδάξει ο Άγιος περάν της δόξας του Κυρίου; Ποια άλλη διδαχή έχει ανάγκη ο άνθρωπος πέραν της θέας της δόξας του Κυρίου. Τι μπορεί να αντικαταστήσει την δόξα του Κυρίου; Ο διάλογος και δει ο παρδαλός; Ποιο το νόημα του «ἔρχου καί ἴδε» (Ἰω. 1, 46); Τι να διαλεχθεί η δόξα του Κυρίου; Είναι αντικείμενο διαλόγου το άκτιστο φως; Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πιστοποίησε αυτό που έπαθε. Ότι το άκτιστο φως είναι άκτιστο. Δεν διελεγχθεί για την ’’φύση’’ του φωτός, περί αυτού ήταν πληροφορημένος, βεβαιωμένος, παθημένος και πεπεισμένος, αλλά προσπάθησε να δείξει ότι οι διδασκαλίες του Βαρλαάμ και των άλλων είναι πλάνη. Απέδειξε, ως ποιμήν καλός που ήταν, που πρέπει το ποίμνιο να σταυλιστεί και να μην τρέχει αλλαχόθεν πανικοβλημένο και πλανεμένο. Ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «Λοιπόν οὖν καί σύἐπιστρέψαςστήριξον τούς ἀδελφούς σου· ποίμανοντά πρόβατά μου. Ποιμανεῖςδέοὐκἐντῷεἰσάγειν καί ἐξάγεινἀπόνομῶνεἰς νομάς καί εὔτροφα καί πίοναταῦτατῷ σώματι συντηρεῖν, οὐδ᾿ἐντῷπερικλείεινφραγμοῖς καί τοίχοις, ἀλλ᾿ἐντῷδιδάσκειναὐτάτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν, οὐτάμέντηρεῖν, τῶν δέκαταφρονεῖν, ἀλλά πάντα φυλάττεινὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν» και αλλού «ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν καί εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς διανοίας, ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον. Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Υπήρχε πότε περίπτωση ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να θέσει ως θεολογούμενο το ως άνω ζήτημα; Ποιος μπορεί να αποδείξει στον Άγιο Λάζαρο τον και Τετραήμερο αποκαλούμενο, αλλά και σε όλους τους αναστηθέντες ότι δεν υπάρχει ανάσταση; Υπάρχει περίπτωση ο αναστημένος να διαλεχθεί για την ανάσταση καθεαυτή; Αντιλαμβανόμαστε ότι ενώ υποστασιάζονται τα αόρατα εμείς, αντί του θαυμασμού, προτείνουμε διαλεκτική προσέγγιση; Τι θα πει: ο διάλογος είναι απολογητικός και αναιρετικός ή διάλογος της αγάπης; Ποια αγάπη έχει αυτός που ενώ ισχυρίζεται ότι αναστήθηκε, ανακαινίστηκε και ενοποιήθηκε σε μονοειδή ενότητα ο νους του, διαλέγεται την αλήθεια τους. Είναι σαφέστατα ψεύτης και ψευδώς διδάσκει διότι δεν έπαθε όσα λέει. Διότι ή διδάσκεις αυτά που έπαθες χαρισματικά και τα πιστοποιεί η χάρις του Κυρίου Ιησού ή δεν έπαθες και διδάσκεις εντάλματα ανθρώπων. Του Κυρίου πράγματα δεν διδάσκει διότι δεν τα γνωρίζει. Και θα τα γνώριζε αν καλή τη προαιρέση ερχόταν παρά τους πόδας του Κυρίου και εν μετανοία αποζητούσε το Προσωπό Του.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα που θέτουν οι διάφοροι διαλεγόμενοι. Τα ζήτημα της ιεραποστολής στους άπιστους ή η σωτηρία των πέραν της Εκκλησίας του Κυρίου ανθρώπων. Απλά να σημειώσουμε ότι αν σωζόντουσαν οι άνθρωποι πέραν της Εκκλησίας τότε είναι μάταιη η ενανθρώπηση και όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας. Η οικονομία της σωτήριας κακώς επιτελείται από τον Κύριο μιας και η σωτηρία φύεται και σε άλλους τόπους. Αν πάλι σώζονται οι ετερόδοξοι και η αλλόδοξοι επειδή γνωρίζουν με κάποιο τρόπο ότι εις Κύριος και Τρίας η εν μονάδι ο Θεός και ότι το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου ξεδιπλώνεται εντός των κοσμικών ιστορικών ορίων τότε αυτή θα είναι μια άλλη ορθόδοξη εκκλησία που ομολογεί ό,τι ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου. Προς τι λοιπόν μια άλλη Εκκλησία; Για δε τους υπόλοιπους που δεν γνωρίζουν ή ενδεχομένως δεν θα γνωρίσουν ή δεν γνώρισαν την αλήθεια του Κυρίου, όπως την διδάσκει η Εκκλησία Του, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τον Κύριο. Οφείλουμε να έχουμε την καλή περιέργεια. Εμείς καλούμαστε στην κλήση του Κυρίου. Όταν πλυθηνθούν οι άγιοι εργάτες, οπωσδήποτε ο Κύριος εν ΑγίωΠνεύματι και με την συνέργεια τους, θα τους οδηγήσει οπουδήποτε είναι αναγκαίο.
Δεν θα υπεισέλθουμε προς το παρόν σε όλες αυτές τις αντεγκλήσεις περί ιεραποστολής και εκκλησίας που εγείρει ο όρος Missio Dei. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι όλοι μπορεί να λέγονται χριστιανοί. Η χάρις του Κυρίου όμως πιστοποιεί ή αναιρεί την ομολογία του καθενός που λέγεται χριστιανός και η χάρις του Κυρίου δεν διαλέγεται την αλήθεια του Κυρίου. Υπάρχει,είναιμεθεκτή και πείθει δια της παρουσίας. Αν δεν πείθει αποκαλύπτεται περαιτέρω κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Θωμά. Σε καμιά περίπτωση δεν εκπίπτει. Ομοίως οφείλει και η ιεραποστολή. Αν θέλει να είναι τέτοια: δηλαδή ιερή. Επίσης όλες αυτές οι συζητήσεις, σχολαστικού τύπου, αφήνουν αδιάφορους τους μαθητές του Κυρίου διότι άνετα θα μπορούσαν να καταταχθούν στο χώρο της αργολογίας. Εν τούτοις, οι άγιοι μαθητές του Κυρίου, ασχολούνται για ένα και μόνο λόγο: διότι οφείλουν να κρατήσουν την πίστη λαμπικαρισμένη. Να την καθαρίσουν τη λάσπη, που ρίχνουν όλα τα γεννήματα του πεπτωκότος νου στην πίστη του Κυρίου, τοιουτοτρόπωςδε δεν προάγουν την οικοδομή του Σώματος του Κυρίου. Αντίθετα διασπούν με τις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές τους προσεγγίσεις κι αποπροσανατολίζουν την όποια καλή προαίρεση αναφύεται στον εκτός της Εκκλησίας του Κυρίου χώρο. Η διαλεκτική της ιεραποστολής που υφίσταται στον προτεσταντικό και παπικό χώρο είναι ένα από τα τσουβάλια με τα ξυλοκέρατα με τα οποία ταΐζουν τους ανθρώπους που τους ακολουθούν. Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος: «ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν καί εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς διανοίας, ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον. Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Δυστυχώς η ίδια τροφή προορίζεται και για τους ορθοδόξους. Εμείς θα σταματήσουμε εδώ διότι ο σκοπός είναι να δείξουμε το άτοπο όλων αυτών των ανθρωπίνων θεωριών και φυσικά και το άπιστο αυτών που τις κατασκευάζουν τις υποστηρίζουν και τις διαδίδουν.
Γιώργος Μπόρας
ΣΧΟΛΙΟ: Ο οικουμενισμός καί ο αντι-οικουμενισμός τής αποτειχίσεως στηρίζονται στήν ψευδοθεολογία τής ιεραποστολής, λόγω κληρικαλισμού ο πρώτος, λόγω τής φαντασιώδους δηλ. διαδοχής τών χαρισμάτων τών αποστόλων, αγιομαχώντας στήν πράξη διότι τά χαρίσματα αυτά ζούν στούς Αγίους τής εκκλησίας καί οι δέ λόγω τού εκστατικού ενθουσιασμού τού Καντιώτη.. Ο οποίος τόν οδήγησε στήν μείωση τού ορθοδόξου μοναχισμού. Τήν καρδιά τής ορθοδοξίας. Σήμερα η ορθοδοξία αγνοείται εν πολλοίς. Η εκκλησία πού γνωρίζουμε είναι έργο ξένων ιεραποστολών. Οπως καί ο ινδουισμός τών γκουρού, πού εξαπλώθηκε σάν ζιζάνιο καί στόν κορμό τής ορθοδοξίας σάν Γεροντισμός, καλύπτοντας μέ ένδυμα φωτός τήν αγιότητα.
Αμέθυστος
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ: ΜΕΡΙΚΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Συνέχεια από Δευτέρα, 17 Σεπτεμβρίου 2018
Θεο-Τριαδοκεντρικήκατανόηση
της ιεραποστολής και του διαλόγου στην Ορθοδοξία
Οι θεολογίες της ιεραποστολής και του διαλόγου υιοθέτησαν με την πάροδο
των χρόνων διάφορες προσεγγίσεις όπως η Χριστοκεντρική, η εκκλησιοκεντρική και
η θεοκεντρική. Κατά την άποψή μου, η Ορθοδοξία θα αφυπνιστεί, φυσικώ τω τρόπω,
με μια θεοκεντρική, κατά πρόσωπο, ιεραποστολική προοπτική και μια θεολογία
διαλόγου. Η πραγματική αποστολή τελικά ανήκει στον Θεό (Missio Dei: sic)[1]
και ο γνήσιος διάλογος προέρχεται από το Θεό.
[1]
ΣτΜ: Ο όρος MissioDei
είναι ένας λατινικός θεολογικός όρος που θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε ως
’’Αποστολή-Έργο του Θεού’’. Αναφέρεται στο έργο της εκκλησίας στον κόσμο ως
μέρος του έργου του Θεού. Διατυπώνει την πεποίθηση ότι
η αποστολή της εκκλησίας είναι η αποστολή του Θεού. Έτσι, η αποστολή της
εκκλησίας είναι ένα υποσύνολο μιας εκτενέστερης, πλήρους αποστολής, δηλαδή
είναι μέρος της αποστολής του Θεού στον κόσμο και όχι ολόκληρο το έργο του Θεού
στον κόσμο. Σύμφωνα με τον όρο Missio Dei η αποστολή
είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας εκκλησίας που λαμβάνει το σκοπό της από αυτόν
τον ιεραποστολικό Θεό.Σύμφωνα με τον όρο MissioDeiσυχνά στην εκκλησία υποθέτουμε λανθασμένα ότι η κύριαδραστηριότητα
του Θεού είναι στην εκκλησία, αντί να αναγνωρίζουμε ότι η κύριαδραστηριότητα
του Θεού είναι στον κόσμο και ότι η εκκλησία είναι το όργανο του Θεού που αποστέλλεται στον κόσμο για να συμμετάσχει στην αποστολή του.Αντί να
σκεπτόμαστε την εκκλησία σαν μια οντότητα που απλά στέλνει
ιεραπόστολους, πρέπει να δούμε την εκκλησία ωςιεραπόστολο. Ο όρος Missio Dei προτρέπει την εκκλησία
να κατανοήσει τον ίδιο το σκοπό της ως ιεραπόστολο. Δεν
είναι μόνο ζωτικής σημασίας να καταλάβουμε ότι ο Θεός έχει αποστολή, είναι
εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε ότι η αποστολή Του είναι μεγαλύτερη από την εκκλησία.Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, ο όρος Missio Dei μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι η εκκλησία
που έχει αποστολή, αλλά η αποστολή που έχει εκκλησία!
Ο όρος Missio Dei, χρησιμοποιείται από τον Ακινάτη για
να περιγράψει τη δραστηριότητα του Τριαδικού Θεού: του Πατέρα που στέλνει τον
Υιό και του Υιού που στέλνει το Πνεύμα. Ο KarlBarth, εξέθεσε την ιδέα ότι η
αποστολή ήταν το έργο του Θεού και ότι η αυθεντική εκκλησιαστική αποστολή
πρέπει να ανταποκρίνεται στην αποστολή του Θεού. Η ιδέα αυτή επισημάνθηκε από
τον Hartenstein ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο Missio Dei για να τον διακρίνει από τον
όρο MissioEcclesiae. Την αποστολή της
εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Goheen, υπάρχουν δύο νέες ιδιαίτερες επισημάνσεις
σχετικά με την ιεραποστολική δραστηριότητα. Πρώτη: η αποστολή είναι πρωτίστως η
αποστολή του Θεού. Η εκκλησία δεν έχει δική της αποστολή. Η κύρια έμφαση
δίνεται στο τι κάνει ο Θεός για τη λύτρωση του κόσμου. Στη συνέχεια, δίδεται προσοχή στο πώς η εκκλησία συμμετέχει στην αποστολή
του Θεού για την λύτρωση του κόσμου. Δεύτερη: η αποστολή του Θεού ορίζεται
λαμβάνοντας υπόψη τον Τριαδικό χαρακτήρα και το έργο του Θεού. Η δεύτερη
επισήμανση ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Η αποστολή θεωρήθηκε ότι προέρχεται από
την ίδια τη φύση του Θεού. Έτσι τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της διδασκαλίας της
Αγίας Τριάδας, όχι της εκκλησιολογίας ή της σωτηριολογίας. Επίσης δύο
σημαντικές —και κάπως ανταγωνιστικές— προσεγγίσεις του Missio Dei προέκυψαν. Η πρώτη εννοεί την
αποστολή ως δράση ευαγγελισμού του Θεού μέσω της εκκλησίας. Η δεύτερη,
αναπτύχθηκε αργότερα, ως δραστηριότητα του Θεού στον εκκοσμικευμένο κόσμο πέρα
από την εκκλησία, ισχυριζόμενη ότι ’’ο κόσμος παρέχει τα δεδομένα’’. Ο Goheen
ορίζει αυτές τις δύο απόψεις ως Χριστοκεντρo-Τριαδική και Κοσμοκεντρο-Τριαδική. Η Χριστοκεντρo-Τριαδική βλέπει την
αποστολή του Θεού να επικεντρώνεται στο έργο του Χριστού μέσα από την Εκκλησία,
ενώ η Κοσμοκεντρο-Τριαδική θεωρεί την αποστολή του Θεού ως ενεργή σε όλο τον
κόσμο. Εδώ προέκυψε το ζήτημα της υποτροπής του χριστοκεντρισμού σε προβληματικό χριστομονισμό. Αυτό το πρόβλημα λύνεται
με την μετάθεση της αποστολής στην τριαδολογία. Έτσι, κατά τον Βασιλειάδη, η σημαντικότερη
συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας υπήρξε —στα
πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου— η εκ νέου ανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’.Ο
ίδιος σημειώνει: «προς άρση κάθε παρεξήγησης θα πρέπει στο σημείο αυτό να
τονίσω, ότι η υιοθέτηση της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’, και κατά
συνέπεια του διαθρησκειακού διαλόγου (αντί της επιθετικής επεκτατικής
ιεραποστολικής πρακτικής του παρελθόντος), δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ’’οικονομίας του Υιού’’, της
σωτηριολογικής δηλαδή σημασίας του Χριστού. Ο Χριστός παραμένει ’’η οδός, η αλήθεια και η ζωή’’ το όνομά του
είναι ’’το υπέρ παν όνομα’’. Αυτό που ουσιαστικά έλαβε χώρα ήταν μια
δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας». Αυτό βέβαια και μόνο ως διατύπωση είναι
απίστευτο. Ο Βασιλειάδης εγγυάται την συμμετοχή του Κυρίου στην οικονομία της
σωτηρίας του ανθρώπου. Συνεχίζουμε. Για
τον Hoekendijk, η εκκλησία είναι ένα παράρτημα στο έργο του Θεού. Ο Θεός
εργάζεται στον κόσμο, ο οποίος επιδρά στην εκκλησία, σε αντίθεση με την κλασική
άποψη που έβλεπε τον Θεό να εργάζεται στην εκκλησία και μέσω της εκκλησίας στον
ευρύτερο κόσμο. Τη δεκαετία του 1960 ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων, από
διάφορα θρησκευτικά υπόβαθρα, υιοθέτησε τις απόψεις του Hoekendijk σε τέτοιο
βαθμό ώστε στο συνέδριο του WCC στην Uppsala του 1968 "η εκκλησία συχνά
γελοιοποιήθηκε και… η ίδια η εκκλησία θεωρήθηκε ως αντικείμενο αποστολής".
Η υιοθέτηση της Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψης συνεπάγεται ότι οι χριστιανοί πρέπει να έχουν
μια ταπεινή προσέγγιση των άλλων θρησκειών. Σημαίνει ότι οι άλλες θρησκείες
μπορούν να οδηγήσουν στην σωτηρία με τον ίδιο τρόπο όπως ο Χριστιανισμός. Κατά
τον Smith: ’’Η αποστολή
της Εκκλησίας δεν είναι η μόνη αποστολή του Θεού. Δεν είναι καν η μόνη
παγκόσμια αποστολή του. Λίγοι από εμάς τους χριστιανούς γνωρίζουν για την
αποστολή του Θεού στο Ισλάμ, ή την αποστολή του Θεού στην Ινδία και σήμερα στον
κόσμο μέσω του Ινδουισμού’’. Κατά τον
Βασιλειάδη: «Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απομάκρυνε τελεσίδικα
την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε ’’σωσμένους’’ και ’’μη
σωσμένους’’, κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να
προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και
χριστιανική) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Αντ’
αυτού το νέο ’’ιεραποστολικό παράδειγμα’’ επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται
τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε
αυτήν την ’’αποστολή του Θεού’’. Με
εργαλείο, μάλιστα την ’’οικονομία του Αγίου Πνεύματος’’ (παράλληλα και
ταυτόχρονα όπως είπαμε με την ’’οικονομία του Χριστού’’), ο Θεός χρησιμοποιεί
όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο
της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα ’’τὸπνεῦμα ὅπουθέλειπνεῖ’’ (Ιω 3,8)».
Ο Τριαδικός
χαρακτήρας του Missio
Dei συγκεντρώνει και τα τρία πρόσωπα της θεότητας στο επίκεντρο της
ιεραποστολικής θεολογίας. Λατρεύουμε έναν ιεραποστολικό
Θεό: ο Πατέρας στέλνει τον Υιό και ο Υιός στέλνει το Πνεύμα. Ο Θεός
Πατέρας έστειλε τον Υιό και ο Θεός Πατέρας και ο Υιός έστειλε το Πνεύμα. Το Missio Dei αυτή
τη διδασκαλία την επεκτείνει για να συμπεριλάβει μία ακόμη ’’κίνηση’’: Ο
Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα που στέλνουν την εκκλησία στον κόσμο. H αποστολή είναι το
αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Θεού, που έχει τις ρίζες της στους σκοπούς του
Θεού για την αποκατάσταση και την επούλωση της δημιουργίας.Η ενότητα είναι μια ενσάρκωση της αποστολής του Θεού που
δημιουργεί την εκκλησία και λειτουργεί στον κόσμο. Βλέπουμε ότι η
εκκλησία του Ιησού Χριστού δεν είναι ο σκοπός ή ο στόχος του ευαγγελίου, αλλά
μάλλον το όργανο και μαρτυρία του ... Η αποστολή του Θεού μας καλεί και μας
στέλνει, την εκκλησία του Ιησού Χριστού, μια ιεραποστολική εκκλησία στις δικές
μας κοινωνίες, στους πολιτισμούς στους οποίους βρισκόμαστε.
Σύμφωνα με τον
Schrieter το Missio Dei γίνεται μια χρήσιμη ιδέα σε
έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: «... η ενότητα στην πολυμορφία (;!!) της Τριάδας
θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του θρησκευτικού και πολιτιστικού
πλουραλισμού που είναι το σημάδι της μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού.
Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την
αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που δίνει και λαμβάνει ... που μιλά
προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική».
Θα κάνουμε μία μικρή κριτική στα
παραπάνω. Βλέπουμε την ενότητα, ως αυτονομημένο όρο, να
είναι γενεσιουργός αιτία της εκκλησίας. Η σωτηρία του κόσμου, πλέον από όλους,
εκλαμβάνεται ως η ’’ενότητα’’ του κόσμου, εν τω κόσμω, διά του κόσμου. Η
ενότητα θα μπορούσε να είναι και ο Θεός του Missio Dei. Το ευαγγέλιο είναι πλέον η ενότητα. Η ουσία της αποστολής είναι
η ένωση των εκκλησιών που ταυτίζεται με την ενότητα εντελώς αυθαίρετα.
Υφίσταται μια ταυτότητα όρων που απηχούν εντελώς άλλα πράγματα. Αν δε, λάβουμε
υπόψη μας και την Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψη μπορούμε να δούμε ότι η
κατάσταση οδηγεί στην καθιέρωση μοναδικής λατρείας με την ένωση των θρησκειών.
Τα νέα δόγματα (π.χ. α. ενότητα στην πολυμορφία και β. ατέρμονος διαθρησκειακός
και διαχριστιανικός διάλογος) οδηγούν σε μια ένωση ουσιαστικά δογματική και όχι
κανονική-θεσμική. Η ενότητα (το ξανατονίζουμε: αδιάκριτα ή δόλια υφίσταται
ταυτότητα των όρων ένωση και ενότητα), λοιπόν, ως αποτέλεσμα της ιεραποστολής
καθιστά την εκκλησία. Εμφανίζει δηλαδή την εκκλησία. Με την εμφάνιση της
ενότητας έχουμε και την εκκλησία. Η εκκλησία γίνεται και απογίνεται κατά κάποιο
τρόπο. Βέβαια μιλάμε όχι για μια εκκοσμικευμένη εκκλησία αλλά για μια πέραν της
εκκοσμίκευσης εκκλησία. Μιλάμε για έναν ανθρώπινο οργανισμό πλέον. Για έναν
κοσμικό οργανισμό και μάλιστα εκ του πονηρού. Δεν έχει καν το περιβόητο ηθικό
πλεονέκτημα. Το πρόσχημα της ατιμίας. Τηρούν, λοιπόν, τα προσχήματα αναφέροντας
γενικά και αόριστα την ύπαρξη ενός Θεού και μια εκκλησία που εντέλλεται μιας
αποστολής. Θα λέγαμε ότι ο Θεός τους είναι ένας ντεϊστικός
θεός. Δεν δηλώνεται ως τέτοιος αλλά η αχαλίνωτη αυθαιρεσία παραπέμπει σε
τέτοιου είδους συμπεράσματα. Σε μια πιο διεισδυτική προσέγγιση βλέπουμε ότι
αυτή η εκκλησία, νοούμενη ως αποστολή ή μέρος της αποστολής, είναι το
υποκείμενο και το αντικείμενο της ιεραποστολής. Μια εκκλησία αυτονομημένη και
από τον Κύριο. Το αστείο είναι ότι αυτή η εκκλησία είναι απλά ένα μέρος από την
δράση του Θεού. Κι όμως κι αυτή δεν πρέπει να έχει ίχνος από τον Κύριο. Μια
εκκλησία που είναι σε αποστολή από έναν ανενεργό Τριαδικό Θεό. Ο Κύριος, ο
Νυμφίος, αποστέλλεται αυτή τη φορά από τους ανθρώπους στα ουράνια. Η ενανθρώπηση
και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου δεν υφίστανται. Είναι μια αποστολή πέρα από τη
θεία οικονομία. Η θεία οικονομία δεν υφίσταται. Επιστρέφουμε στην Παλαιά
Διαθήκη και την ερμηνεύουμε χωρίς τον Κύριο. Βλέπουμε έναν προσχηματικό
αταβισμό. Διότι τώρα έχουμε και μια εκκλησία. Με τέτοιο ιεραποστολικό οίστρο οι
θιασώτες της ιεραποστολής του διαλόγου πνέουν πιο γρήγορα και πιο πέρα κι από
το Άγιο Πνεύμα. Έτσι θα λέγαμε πως για χάρη της αποστολής οφείλουμε να
επιτύχουμε την ορατή ενότητα της εκκλησίας. Η αποστολή αποκτά ένα έκτακτο
χαρακτηριστικό. Αποδίδοντας στον Θεό, σχεδόν αποκλειστική, ιεραποστολική
διάθεση, η ιεραποστολή καθίσταται το μέτρο με το οποίο κρίνεται κάθε εκκλησία.
Για να είναι ζώσα η εκκλησία οφείλει πρωτίστως να είναι ιεραποστολική, πέρα από
προϋποθέσεις. Με τους όρους μιας πολυεθνικής εταιρίας που εγγράφει αποτελέσματα
και συντάσσει ισολογισμούς και απολογισμούς. Αρκεί να έχει ακτιβιστικές
επιτυχίες. Δεν υπάρχει ίχνος θεολογίας. Η αποστολή υπάρχει πέρα από την
εκκλησία. Έχει την δική της φύση και δικαιολογεί την ύπαρξη της εκκλησίας. Άνευ
αποστολής, εκκλησία δεν υπάρχει. Μια ειδωλολατρία του σκοπού. Μια εγκόσμια
διάθεση η οποία επικαλείται τον Τριαδικό Θεό για να αγιάσει τον σκοπό.
Επικαλούνται τα μέσα για να αγιάσουνε το σκοπό. Ένας αυτοσκοπός. Μια ουσιαστική
κατάργηση της Εκκλησίας του Κυρίου. Καταργήθηκε ο Κύριος και καταργείται και η
Εκκλησία Του. Η εκκλησία λογίζεται, με το Missio Dei, ως τόπος ακατάπαυστου ενθουσιώδους ιεραποστολικού ακτιβισμού. Η
πύλη της Βασιλείας είναι η πύλη της πλάνης. Εισέρχεται ο άνθρωπος δια της πύλης
στην εκκλησία και βρίσκεται εντός του κόσμου. Σκοπός της είναι πλέον η εγκόσμια
βασιλεία. Η εκκλησία του Missio Dei είναι εγκόσμιος μεσσιανισμός με πρόσχημα
πλέον τον Τριαδικό Θεό. Ενώ ευνοεί την ανάπτυξη της Οικονομίας του Πνεύματος. Μια πλειάδα
εκκλησιών που υποτίθεται ότι είναι εργαλεία του Τριαδικού Θεού, αλλά και μη
εκκλησιαστικές δομές, αυτό-εντέλλονται προς οικοδομή της ενότητας και της
ειρήνης στον κόσμο. Ούτε τα εσχατολογικά έσχατα είναι απαραίτητα διότι έχουμε
εισχωρήσει σε μια ατέρμονη μετα-εκκοσμίκευση εντός της οποίας ανοίγεται πεδίον
δόξης λαμπρό στον υβριδικό μετάνθρωπο της τεχνητής νοημοσύνης. Η εποχή του
αποϋλοποιημένου μοντέρνου. Στόχος ο
υπερ-μετάνθρωπος που θα διασώζει ψήγματα της ανθρώπινης φύσης ως παραπομπές. Ο
άνθρωπος μισεί την φύση του. Αυτήν που δεν γνωρίζει. Αδυνατεί στην πίστη.
Ισχυροποιείται από τα φαινόμενα. Όμως «Πίστιςἐστίν, ἐλπιζομένωνὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχοςοὐβλεπομένων».
Φυσικά ιχνογραφούμε την προς
αντίχριστο ρότα μας.
Θα κάνουμε και μια μικρή αναφορά στην Ιεραποστολή από
την ορθόδοξη χριστιανική πλευρά. Αυτό θεωρούμε ότι θα μας βοηθήσει να δούμε και
το μέγεθος της εκτροπής.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ιεραποστολής στην εποχή
μας ανιχνεύονται στην παρατήρηση του Schrieter:
«το Missio Dei γίνεται
μια χρήσιμη ιδέα σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: ... η ενότητα στην
πολυμορφία (!!) της Τριάδας θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του
θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι το σημάδι της
μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού. Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει
ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που
δίνει και λαμβάνει ... που μιλά προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική».
Καλείται η ιεραποστολή να κηρύξει την ενότητα στην πολυμορφία σε ένανπονηρό διάλογο,
που εμφορείται από την εγελιανή σύνθεση.
Για τους
Ορθοδόξους η θεολογία έχει εμπειρικό χαρακτήρα, ομολογεί ’’έργω και ουχί ρήματι
του Αγιασμού την δύναμιν’’. Το ’’ιδείν τον Θεόν’’ εξισώνεται με το ’’ακολουθείν
τω Θεώ’’, και τούτο για να γίνει κάποιος αγαθός, όπως είναι ο Θεός: ’’Αγαθόν
γαρ αγαθώ ουκ αντιβλέπει, αλλ’ έπεται’’. Βασική, θεολογική, αρχή κατά τον Άγιο
Γρηγόριο Νύσσης είναι: ’’Το Όμοιον προσεγγίζεται διά του Ομοίου’’. Η
ενανθρώπηση και με όσα συνεπάγει, είναι πηγή της χαρισματικής υιοθεσίας του
χαρισματικώς ομοίου με την συνέργεια του. Η πολυμορφία δεν ανιχνεύεται στην
Αγία Τριάδα εξού και το ομοούσιο. Οι ενώσεις και οι διακρίσεις δεν συνιστούν
πολυμορφία. Δεν έχουμε μόνο ταύτιση οικονομικής και θεολογικής Τριάδας, αλλά
ισοπέδωση της αρρήτου Τριαδικής πραγματικότητας από την ανθρωπολογία. Η
αναλογία εν δράσει. Η ένωση (κατ’ άνθρωπον) των εκκλησιών και κατ’ επέκταση των
θρησκειών, που επιδιώκεται είναι σύναξη των ανομοίων (και των ανομιών) σε κοινή
δόξα ή αλλιώς κοινή πίστη. Είναι η ένωση των πολλών. Η ένωση είναι σε αυτή την
περίπτωση η βούληση για κοινή δόξα αλλά δεν προάγει την ενότητα. Το
ομολογούμενο πιστοποιεί την ένωση αλλά δεν κατοχυρώνει την ενότητα. Διαφέρει η ενότητα της ένωσης «ἡ μέν γαρ τόἰδιάζον καί
ἀμιγές τῆς καθ' ἕκαστονδείκνυσιφύσεως, ἡ δέἕνωσις τήν πρόςἕτερασύγκρασιν, ἥ
ἁπλῶςμετουσίαν». Η ένωση (κατ άνθρωπον) είναι εκ των κάτω. Η ενότητα
είναι εκ των άνω. Ο Κύριος ενοποιεί τον νου. Η ενότητα είναι δωρεά του Κυρίου.
Ήδη στη Γένεση στην φράση ’’ἐποίησεν ὁ Θεόςτόνἄνθρωπον’’ νοείται ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος και άρα και η αδιάσπαστη ενότητα της ανθρώπινης φύσης πριν την
πτώση. Η ένωση (κατά Θεόν) επίσης είναι δωρεά του Κυρίου. Ως εκ τούτου η
ανθρώπινη ένωση δεν προάγει την ενότητα. Με την εμφάνιση της ενώσεως (κατ’
ανθρωπον) δεν συνθεωρούμε και την ενότητα. Ακόμη κι αν οδηγηθεί η ένωση των
ανομοίων σε κοινή δόξα δεν έχει κανένα χαρισματικό περιεχόμενο. Η κατά Θεόν
ένωση είναι χαρισματική. Η κατά Θεόν ένωση είναι «ἄρρητός τε καὶ ὑπεράρρητοςἡδονὴ
καὶ χαρὰ τῶν ἐνεργουμένων» πράγμα που δεν είναι η ενότητα στην πολυμορφία.
Η Ιεραποστολή δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το σχέδιο της
θείας οικονομίας. Του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου που συνίσταται στην
κατά χάρη υιοθεσία και την ένωση με τον άκτιστο Θεό. Οι υιοθετούμενοι πιστοί
κοινωνούν στο όνομα αλλά και στα ίδια τα πράγματα, κοινωνούν στο Σώμα, το Αίμα
και την άκτιστη ζωή του Κυρίου. Οι πιστοί ως μέλη Χριστού έχουν κοινή με το
Χριστό τη ζωή. Φυσικό επόμενο είναι στο κέντρο της θείας οικονομίας να τίθεται
το γεγονός της θείας ενανθρώπησης, η οποία εγγυάται την ένωση του άκτιστου
τριαδικού θεού με τον κτιστό άνθρωπο. Ας το δούμε.
Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν βλέπουν πληθώρα θείων
οικονομιών στην σωτηρία του ανθρώπου, ούτε στάδια ή φάσεις της θείας οικονομίας.
Το σχέδιο της θείας οικονομίας είναι ένα και ενιαίο. Δεν ξεχωρίζουν την άσαρκη
παρουσία του Λόγου και τις σωτηριώδες ενέργειες Του στα χρόνια της Παλαιάς
Διαθήκης από την ενανθρώπηση στα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ένας και αυτός
Λόγος ενεργεί. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος ενεργεί τις θεοφάνειες,
τις θεοσημείες και οδηγεί τον Ισραήλ στην γη της επαγγελίας, ως άσαρκος λόγος
στην Παλαιά Διαθήκη. Ο ίδιος ενανθρωπεί, ζει και διδάσκει, επιτελεί θαυμάσια,
σταυρώνεται, ανασταίνεται, αναλαμβάνεται και υιοθετεί κατά χάρη τον άνθρωπο
ενώνοντας τον χαρισματικά στο ένα πρόσωπο Του στην Καινή Διαθήκη. Έτσι οι
πατέρες αναδεικνύουν την ενότητα και το αρραγές των δύο Διαθηκών όπως και το
συνεχές και ενιαίο της θείας οικονομίας. Η μία θεία οικονομία, η μία οικονομία
της σωτηρίας του Κυρίου Ιησού Χριστού (κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ο
Κύριος… ταπείνωσε, τόἀταπείνωτοὕψος του
χωρίς νά χάσει τή δόξα του καί συγκαταβαίνει μέἀνέκφραστη καί ἀκατάληπτη
συγκατάβαση στούς δούλους του —διότι αὐτό δείχνει ἡ κατάβασή του· ὄντας τέλειος
Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματοποιεῖτόπιό πρωτάκουστο ἀπ' ὅλατά
καινοφανή, τό μοναδικό καινούργιο κάτω ἀπότόνἥλιο, μέτόὁποῖο φανερώνεται ἡ
ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Διότι, τί μεγαλύτερο ὑπάρχειἀπότόνά γίνει ὁ Θεός
ἄνθρωπος;») πιστοποιείται από τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της άσαρκης και
ένσαρκης παρουσίας Του. Η όληπαρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, η υμνολογία
της, η θεολογία της, μαρτυρεί για την οργανική ενότητα μεταξύ άσαρκης και
ένσαρκης παρουσίας του Λόγου. Στα πρώτα χρόνια του ιεραποστολικού της
κηρύγματος η Εκκλησία έχει ξεκάθαρη άποψη για την ιστορική προέλευση του Ιησού,
την οποία συνέδεε οργανικά με ολόκληρη την ιστορία των γεγονότων της Παλαιάς
και Καινής Διαθήκης. Η ένσαρκη ενδημία του Κυρίου δεν αντιδιαστέλλεται με την
άσαρκη παρουσία Του.
Όμως η ενανθρώπηση του Κυρίου προϋπέθετε την ελεύθερη
συγκατάθεση του ανθρώπου. Το πρόσωπο που αποδέχθηκε την κλήση και υπάκουσε
ελευθέρα στον Κύριο ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η
Παναγία εκπροσωπώντας το ανθρώπινο γένος διέσωσε την χαρισματική ενότητα
προσφέροντας την ’’ανθρώπινη σάρκα’’ στον Κύριο. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού είναι τα πανάγιο αίμα και σώμα της Κυρίας Θεοτόκου. Δεν
είναι δυνατό να εισέλθουμε σε χαρισματική υιοθεσία και ένωση με τον Κύριο χωρίς
την Θεοτόκο. Η Θεοτόκος είναι η πύλη της σωτηρίας. Είναι η πνευματική Μητέρα
των χριστιανών. Η Παναγία εκπροσωπεί ταυτόχρονα το ’’πεπτωκός’’ γένος των
ανθρώπων αλλά και την ’’καινή κτίση’’. Με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως
εγκαινιάζεται η ’’καινή κτίση’’.
Η θεία οικονομία φέρνει στον κόσμο και
στην ιστορία την ’’καινή κτίση’’. Ο άνθρωπος που αρπάζεται από την οικονομία
του Κυρίου ζει και κινείται μέσα στον κόσμο αλλά είναι άλλης τάξης οντότητα.
Συνιστά την ’’καινή κτίση’’. Δεν αρνείται τον κόσμο αλλά ενούμενος με τον Κύριο
αντιστρέφει την ροή του κόσμου. Ο κόσμος από τη ζωή κατευθύνεται στον θάνατο. Ο
καινός άνθρωπος από τον θάνατο κινείται προς τη ζωή «μεταβέβηκενἐκ τοῦ θανάτουεἰς
τήν ζωήν» (Ἰω. 5: 24). ’’Ὁ παλαιόςἡμῶνἄνθρωποςσυνεσταυρώθη’’ και συνετάφη διά
του Βαπτίσματος, ’’ἵναὥσπερἠγέρθηΧριστόςἐκνεκρῶνδιά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω
καί ἡμεῖς ἐνκαινότητιζωῆςπεριπατήσωμεν’’ (Ρωμ. 6: 3-6). Το Βάπτισμα κατανοείται
ως ’’λουτρόν παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου’’ (Τίτ. 3: 5). Πρόκειταιγιά
την εν Χριστώ αρχή του καινού ανθρώπου. Είναι η ένδυση του Χριστού (Γαλ. 3:
27), πού πραγματώνεται με τήν μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση Του. Ο καινός
άνθρωπος αντιδιαστέλλεται με τον παλαιό άνθρωπο. Οφείλει να απαρνηθεί την ζωή
που γέμει με «πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίακακήν, καί τήν πλεονεξίανἥτιςἐστίνεἰδωλολατρία
(Κολ. 3: 5)». Οφείλει να απεκδυθεί τον παλαιόν ανθαρωπο και να ενδυθεί «τόννέοντόνἀνακαινούμενονεἰςἐπίγνωσιν
κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντοςαὐτόν (Κολ. 3: 9-10)». Αυτός είναι και ο σταυρός του
πιστού ανθρώπου. Η σταύρωση του παλαιού ανθρώπου. Ο ανακαινισμός δεν εννοείται ως εκστατικό πέταγμα προς τον άλλον. Είναι απόρριψη του λυτρωτικού σταυρικού θανάτου του Κυρίου ένας τέτοιος ανακαινισμός. Έτσι κατά τον Απόστολο Παύλο ο καινός άνθρωπος οικοδομείται μόνο μέσα στην Εκκλησία του Κυρίου.
Εντός της Εκκλησίας μπορεί να τανηθεί «εἰςἄνδρατέλειον, εἰςμέτρονἡλικίας τοῦ
πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 4: 13)». Εντός της Εκκλησίας «οὐκἔνιἝλλην καί Ἰουδαῖος,
περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλάτάπάντα καί ἐνπᾶσιΧριστός
(Κολ. 3: 11)». Έτσι εντός της Εκκλησίας ο Κύριος ενοποιεί τα διεστώτα και
ανακαινεί τα παλαιά οικοδομώντας τον καινό άνθρωπο.
Στα πλαίσια της θείας οικονομίας νοείται και η ιεραποστολή της Εκκλησίας. Η
ιεραποστολή σε καμία περίπτωση δεν ορίζει την οικονομία της σωτηρίας αλλά
ορίζεται από αυτήν. Η ιεραποστολή είναι μέρος της θείας οικονομίας. Η
ιεραποστολή είναι μέρος της δράσης της Εκκλησίας του Κυρίου. Ο Κύριος ορίζει τα
πράγματα κατά το μέτρο της συνέργειας του ανθρώπου. Λέγεται ότι «εκκλησία χωρίς
ιεραποστολή είναι εκκλησία χωρίς αποστολή», ή πιο σωστά «εκκλησία χωρίς ιεραποστολή δεν είναι
εκκλησία, δεν είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Θα
λέγαμε ότι «εκκλησία χωρίς την Παναγία και τους αγίους είναι εκκλησία χωρίς
Χριστό και δεν είναι η Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η
ιεραποστολή για να αληθεύει πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των αγίων ή αλλιώς
των κατά χάρι υιών και αδερφών του Κυρίου. Η αγιότητα εμφορείται από την
αταλάντευτη πίστη στον Κύριο και στο ευαγγέλιό του και την απαρέγκλιτη τήρηση
των εντολών του Κυρίου. Οι άγιοι είναι οι χαρισματικοί φορείς της θεογνωσίας.
Επειδή έχουν ιδία πείρα του Κυρίου και της χάρις Του είναι και αυτοί που
γνωρίζουν, στο μέτρο της δεκτικότητας του καθενός, τι ευαγγελίζεται ο Κύριος.Οι
άγιοι λοιπόν καλούνται να φανερώσουν τον Κύριο. Δεν είναι η ιεραποστολή απροϋπόθετη
και φυσικά δεν είναι για τον καθένα που φέρει το όνομα χριστιανός.Οι
πνευματικοί καρποί είναι αποτέλεσμα πνευματικών αγώνων «ὅτιεἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι,
μηδὲἐσθιέτω» (Προς Θεσ. Β’ 3,10). Η ιεραποστολή ως μαρτυρία του έργου του Κυρίου, με σκοπό τήν σωτηρία των
συνανθρώπων μας, αναφέρεται σε αυτούς που μπορούν να μαρτυρήσουν τον Κύριο και
εφόσον απαιτηθεί από τις περιστάσεις να σφραγίσουν την μαρτυρία τους με το αίμα
τους. Να μαρτυρήσουν για τον Κύριο. Δεν υπάρχει αμφίδρομη ταυτότητα αγίου και
χριστιανού. Ο άγιος είναι χριστιανός. Ο χριστιανός δεν είναι κατ’ ανάγκη άγιος.
Δυνάμει ναι, ενεργεία; Αυτό μόνο ο Κύριος μπορεί να το βεβαιώσει. Αυτό σημαίνει
ότι ο κάθε χριστιανός καλείται στην αγιότητα, δηλαδή στην προσωπική του
ιεραποστολή πρωτίστως.
Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Μέγαςδέ τῆς ἀληθείαςκῆρύξἐστιν
ὁ τῷοἰκείῳβίῳτόνὑπ᾿αὐτοῦλαλούμενον τῆς διδασκαλίαςλόγονπιστούμενος» ενώ ο Άγιος
Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «πρῶτονἑαυτοὺςἀπότῶν θείων
Γραφῶν νουθετήσατε». Η ιερά, λοιπόν, αποστολή του πιστού, η
προσωπική του ιεραποστολή είναι η τήρηση των έντολών του Κυρίου. Διά της
τήρησης των εντολών ο άνθρωπος εκτείνεται και καθίσταται δοχείο της χάριτος.
Τότε ενεργεί ο Κύριος μέσα από εμάς. Η χάρις λαμπρύνει την καρδιά και ο
άνθρωπος βιώνει την παρουσία των ακτίστων ενεργειών. Κοινωνώντας ο πιστός του
Σώματος και Αίματος του Κυρίου γίνεται ’’σύσσωμος και σύναιμος’’ του Κυρίου
Ιησού. «Μέλη Χριστοῦγινόμεθα, μέλη Χριστός ἡμῶνδέ, καί χείρ Χριστός καί ποῦς
Χτιστός ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καί χείρΧριστοῦ καί ποῦςΧριστοῦ ὁ ἄθλιοςἐγώδέ.Κινῶ
τήν χεῖρα, καί Χριστός ἡ χείρ μου ἔστιν. Ἀμέριστον γάρ νόειμοι θεότητα τήν
θείαν! Κινῶτόν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτειὡςἐκεῖνος· μή εἴπῃς, ὅτιβλασφημῶ,
ἀλλ᾿ἀπόδεξαιταῦτα καί τῷΧριστῷπροσκύνησοντοιοῦτόν σε ποιοῦντι!» όπως ποιητικά
αποκαλύπτει ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος. Γινόμαστε ένα πνεύμα, μία θέληση,
ένα σώμα. Έτσι, ο λόγος του Κυρίου στην Αρχιερατική προσευχή, ’’ἵνα πάντες
ἕνὦσι’’, πραγματώνεται.
Ο Κύριος απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε: τους «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη,
βαπτίζοντες αὐτούςεἰςτόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
διδάσκοντες αὐτούςτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν». Εν τούτοις οι φοβισμένες
καρδιές των μαθητών του Κυρίου, αναθάρρησαν την Πεντηκοστή. Αφού έλαβαν την
δύναμη των άκτιστων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και έτσι ενώθηκαν με τον
Κύριο, κατεστάθησαν και από τα πράγματα ικανοί για την ιερή αποστολή τους. Να κηρύξουν την αλήθεια για τον Κύριο Ιησού
και την Τριαδική μονάδα, ώστε να ενταχθεί δια του βαπτίσματος ο κόσμος στο μυστηριακό
σώμα του Κυρίου και να σωθεί μιας και «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ
δέἀπιστήσαςκατακριθήσεται». Μόνον τότε οι μαθητές έγιναν Απόστολοι και
ξεκίνησαν την ιεραποστολική τους δράση. Αυτή η αγιοπνευματική και χαρισματική
ιεραποστολική δράση συνιστά το μέτρο για όλους τους επόμενους των Αποστόλων.
Και αυτοί είναι οι Άγιοι του Κυρίου. Οι αδερφοί του Κυρίου και οι υιοί της
Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η ιεραποστολή των αγίων είναι η ιεραποστολή της διάκρισης. Η ιεραποστολή
δεν μπορεί να είναι διαλεκτική αλλά πρωτίστως διακριτική και οπωσδήποτε αποκαλυπτική.
Ο Κύριος δίδαξε και αποκάλυψε. Οι άγιοι δεν κάνουν ιεραποστολή αλλά είναι η
ιεραποστολή. Κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα βρίσκονται στον τόπο που ο Κύριος
ευδοκεί. Δεν ομιλούν αυτοί για τον Κύριο. Αλλά η χαρισματική τους ανακαίνιση
είναι η απόδειξη της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου. Είναι μαρτυρία που οφείλει
η ιεραποστολή να κηρύξει. Διδάσκουνε τα πράγματα του Κυρίου διότι ο Κύριος τους
τα δίδαξε και τους τα αποκάλυψε. Ο Κύριος είναι ο προσφέρων, προσφερόμενος και αποδεχόμενος
στην ιεραποστολή σύμφωνα με τη διαβεβαιώσή Του: «Ἐφ' ὅσονἐποιήσατεἐνί τούτων τῶν
ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστωνἐμοίἐποιήσατε (Μθ. 25,40)». Άμα τη παρουσία
τους διδάσκουν, δεικνύουν και αποδεικνύουν ότι εις Κύριος εις δοξαν Θεού Πατρός
και Αγίου Πνεύματος. «Ὑμεῖςἐστετόφῶς τοῦ Κόσμου» είπε ο Κύριος. Και αυτό το φως
δεν είναι άλλο από το φως του Κυρίου. Διότι ο άγιος είναι ετερόφωτος και
αντανακλά το φως του Κυρίου. Την δόξα του Κυρίου. Τι άλλο να διδάξει ο Άγιος
περάν της δόξας του Κυρίου; Ποια άλλη διδαχή έχει ανάγκη ο άνθρωπος πέραν της
θέας της δόξας του Κυρίου. Τι μπορεί να αντικαταστήσει την δόξα του Κυρίου; Ο
διάλογος και δει ο παρδαλός; Ποιο το νόημα του «ἔρχου καί ἴδε» (Ἰω. 1, 46); Τι να
διαλεχθεί η δόξα του Κυρίου; Είναι αντικείμενο διαλόγου το άκτιστο φως; Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς πιστοποίησε αυτό που έπαθε. Ότι το άκτιστο φως είναι
άκτιστο. Δεν διελεγχθεί για την ’’φύση’’ του φωτός, περί αυτού ήταν
πληροφορημένος, βεβαιωμένος, παθημένος και πεπεισμένος, αλλά προσπάθησε να
δείξει ότι οι διδασκαλίες του Βαρλαάμ και των άλλων είναι πλάνη. Απέδειξε, ως
ποιμήν καλός που ήταν, που πρέπει το ποίμνιο να σταυλιστεί και να μην τρέχει
αλλαχόθεν πανικοβλημένο και πλανεμένο. Ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «Λοιπόν οὖν καί σύἐπιστρέψαςστήριξον
τούς ἀδελφούς σου· ποίμανοντά πρόβατά μου. Ποιμανεῖςδέοὐκἐντῷεἰσάγειν καί ἐξάγεινἀπόνομῶνεἰς
νομάς καί εὔτροφα καί πίοναταῦτατῷ σώματι συντηρεῖν, οὐδ᾿ἐντῷπερικλείεινφραγμοῖς καί
τοίχοις, ἀλλ᾿ἐντῷδιδάσκειναὐτάτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν, οὐτάμέντηρεῖν,
τῶν δέκαταφρονεῖν, ἀλλά πάντα φυλάττεινὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν» και αλλού
«ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν καί
εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς διανοίας,
ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον.
Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Υπήρχε πότε
περίπτωση ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να θέσει ως θεολογούμενο το ως άνω
ζήτημα; Ποιος μπορεί να αποδείξει στον Άγιο Λάζαρο τον και Τετραήμερο
αποκαλούμενο, αλλά και σε όλους τους αναστηθέντες ότι δεν υπάρχει ανάσταση;
Υπάρχει περίπτωση ο αναστημένος να διαλεχθεί για την ανάσταση καθεαυτή;
Αντιλαμβανόμαστε ότι ενώ υποστασιάζονται τα αόρατα εμείς, αντί του θαυμασμού,
προτείνουμε διαλεκτική προσέγγιση; Τι θα πει: ο διάλογος είναι απολογητικός και
αναιρετικός ή διάλογος της αγάπης; Ποια αγάπη έχει αυτός που ενώ ισχυρίζεται
ότι αναστήθηκε, ανακαινίστηκε και ενοποιήθηκε σε μονοειδή ενότητα ο νους του,
διαλέγεται την αλήθεια τους. Είναι σαφέστατα ψεύτης και ψευδώς διδάσκει διότι
δεν έπαθε όσα λέει. Διότι ή διδάσκεις αυτά που έπαθες χαρισματικά και τα
πιστοποιεί η χάρις του Κυρίου Ιησού ή δεν έπαθες και διδάσκεις εντάλματα
ανθρώπων. Του Κυρίου πράγματα δεν διδάσκει διότι δεν τα γνωρίζει. Και θα τα
γνώριζε αν καλή τη προαιρέση ερχόταν παρά τους πόδας του Κυρίου και εν μετανοία
αποζητούσε το Προσωπό Του.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα που θέτουν οι διάφοροι διαλεγόμενοι. Τα ζήτημα της
ιεραποστολής στους άπιστους ή η σωτηρία των πέραν της Εκκλησίας του Κυρίου
ανθρώπων. Απλά να σημειώσουμε ότι αν σωζόντουσαν οι άνθρωποι πέραν της
Εκκλησίας τότε είναι μάταιη η ενανθρώπηση και όλο το σχέδιο της θείας
οικονομίας. Η οικονομία της σωτήριας κακώς επιτελείται από τον Κύριο μιας και η
σωτηρία φύεται και σε άλλους τόπους. Αν πάλι σώζονται οι ετερόδοξοι και η
αλλόδοξοι επειδή γνωρίζουν με κάποιο τρόπο ότι εις Κύριος και Τρίας η εν μονάδι
ο Θεός και ότι το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου ξεδιπλώνεται εντός των
κοσμικών ιστορικών ορίων τότε αυτή θα είναι μια άλλη ορθόδοξη εκκλησία που
ομολογεί ό,τι ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου. Προς τι λοιπόν μια άλλη
Εκκλησία; Για δε τους υπόλοιπους που δεν γνωρίζουν ή ενδεχομένως δεν θα
γνωρίσουν ή δεν γνώρισαν την αλήθεια του Κυρίου, όπως την διδάσκει η Εκκλησία
Του, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τον Κύριο. Οφείλουμε
να έχουμε την καλή περιέργεια. Εμείς καλούμαστε στην κλήση του Κυρίου. Όταν
πλυθηνθούν οι άγιοι εργάτες, οπωσδήποτε ο Κύριος εν ΑγίωΠνεύματι και με την
συνέργεια τους, θα τους οδηγήσει οπουδήποτε είναι αναγκαίο.
Δεν θα υπεισέλθουμε προς το παρόν σε όλες αυτές τις αντεγκλήσεις περί
ιεραποστολής και εκκλησίας που εγείρει ο όρος Missio Dei. Είναι προφανές από τα
παραπάνω ότι όλοι μπορεί να λέγονται χριστιανοί. Η χάρις του Κυρίου όμως
πιστοποιεί ή αναιρεί την ομολογία του
καθενός που λέγεται χριστιανός και η χάρις του Κυρίου δεν διαλέγεται την
αλήθεια του Κυρίου. Υπάρχει,είναιμεθεκτή και πείθει δια της παρουσίας. Αν δεν
πείθει αποκαλύπτεται περαιτέρω κατά το παράδειγμα του
Αποστόλου Θωμά. Σε καμιά περίπτωση δεν εκπίπτει. Ομοίως οφείλει και η
ιεραποστολή. Αν θέλει να είναι τέτοια: δηλαδή ιερή. Επίσης όλες αυτές οι συζητήσεις, σχολαστικού τύπου, αφήνουν αδιάφορους
τους μαθητές του Κυρίου διότι άνετα θα μπορούσαν να καταταχθούν στο χώρο της
αργολογίας. Εν τούτοις, οι άγιοι μαθητές του Κυρίου, ασχολούνται για ένα και
μόνο λόγο: διότι οφείλουν να κρατήσουν την πίστη λαμπικαρισμένη. Να την
καθαρίσουν τη λάσπη, που ρίχνουν όλα τα γεννήματα του πεπτωκότος νου στην πίστη
του Κυρίου, τοιουτοτρόπωςδε δεν προάγουν την οικοδομή του Σώματος του Κυρίου.
Αντίθετα διασπούν με τις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές τους προσεγγίσεις
κι αποπροσανατολίζουν την όποια καλή προαίρεση αναφύεται στον εκτός της
Εκκλησίας του Κυρίου χώρο. Η διαλεκτική της ιεραποστολής που υφίσταται στον
προτεσταντικό και παπικό χώρο είναι ένα από τα τσουβάλια με τα ξυλοκέρατα με τα
οποία ταΐζουν τους ανθρώπους που τους ακολουθούν. Άγιος Συμεών ο Νεός
Θεολόγος: «ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν
καί εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς
διανοίας, ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον.
Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Δυστυχώς η ίδια τροφή προορίζεται και για τους
ορθοδόξους. Εμείς θα σταματήσουμε εδώ διότι ο σκοπός είναι να δείξουμε το άτοπο
όλων αυτών των ανθρωπίνων θεωριών και φυσικά και το άπιστο αυτών που τις κατασκευάζουν τις υποστηρίζουν και τις διαδίδουν.
ΣτΜ: Ο όρος MissioDei είναι ένας λατινικός θεολογικός όρος που θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε ως ’’Αποστολή-Έργο του Θεού’’. Αναφέρεται στο έργο της εκκλησίας στον κόσμο ως μέρος του έργου του Θεού. Διατυπώνει την πεποίθηση ότι η αποστολή της εκκλησίας είναι η αποστολή του Θεού. Έτσι, η αποστολή της εκκλησίας είναι ένα υποσύνολο μιας εκτενέστερης, πλήρους αποστολής, δηλαδή είναι μέρος της αποστολής του Θεού στον κόσμο και όχι ολόκληρο το έργο του Θεού στον κόσμο. Σύμφωνα με τον όρο Missio Dei η αποστολή είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας εκκλησίας που λαμβάνει το σκοπό της από αυτόν τον ιεραποστολικό Θεό.Σύμφωνα με τον όρο MissioDeiσυχνά στην εκκλησία υποθέτουμε λανθασμένα ότι η κύριαδραστηριότητα του Θεού είναι στην εκκλησία, αντί να αναγνωρίζουμε ότι η κύριαδραστηριότητα του Θεού είναι στον κόσμο και ότι η εκκλησία είναι το όργανο του Θεού που αποστέλλεται στον κόσμο για να συμμετάσχει στην αποστολή του.Αντί να σκεπτόμαστε την εκκλησία σαν μια οντότητα που απλά στέλνει ιεραπόστολους, πρέπει να δούμε την εκκλησία ωςιεραπόστολο. Ο όρος Missio Dei προτρέπει την εκκλησία να κατανοήσει τον ίδιο το σκοπό της ως ιεραπόστολο. Δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας να καταλάβουμε ότι ο Θεός έχει αποστολή, είναι εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε ότι η αποστολή Του είναι μεγαλύτερη από την εκκλησία.Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, ο όρος Missio Dei μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι η εκκλησία που έχει αποστολή, αλλά η αποστολή που έχει εκκλησία!
Ο όρος Missio Dei, χρησιμοποιείται από τον Ακινάτη για να περιγράψει τη δραστηριότητα του Τριαδικού Θεού: του Πατέρα που στέλνει τον Υιό και του Υιού που στέλνει το Πνεύμα. Ο KarlBarth, εξέθεσε την ιδέα ότι η αποστολή ήταν το έργο του Θεού και ότι η αυθεντική εκκλησιαστική αποστολή πρέπει να ανταποκρίνεται στην αποστολή του Θεού. Η ιδέα αυτή επισημάνθηκε από τον Hartenstein ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο Missio Dei για να τον διακρίνει από τον όρο MissioEcclesiae. Την αποστολή της εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Goheen, υπάρχουν δύο νέες ιδιαίτερες επισημάνσεις σχετικά με την ιεραποστολική δραστηριότητα. Πρώτη: η αποστολή είναι πρωτίστως η αποστολή του Θεού. Η εκκλησία δεν έχει δική της αποστολή. Η κύρια έμφαση δίνεται στο τι κάνει ο Θεός για τη λύτρωση του κόσμου. Στη συνέχεια, δίδεται προσοχή στο πώς η εκκλησία συμμετέχει στην αποστολή του Θεού για την λύτρωση του κόσμου. Δεύτερη: η αποστολή του Θεού ορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τον Τριαδικό χαρακτήρα και το έργο του Θεού. Η δεύτερη επισήμανση ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Η αποστολή θεωρήθηκε ότι προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού. Έτσι τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της διδασκαλίας της Αγίας Τριάδας, όχι της εκκλησιολογίας ή της σωτηριολογίας. Επίσης δύο σημαντικές —και κάπως ανταγωνιστικές— προσεγγίσεις του Missio Dei προέκυψαν. Η πρώτη εννοεί την αποστολή ως δράση ευαγγελισμού του Θεού μέσω της εκκλησίας. Η δεύτερη, αναπτύχθηκε αργότερα, ως δραστηριότητα του Θεού στον εκκοσμικευμένο κόσμο πέρα από την εκκλησία, ισχυριζόμενη ότι ’’ο κόσμος παρέχει τα δεδομένα’’. Ο Goheen ορίζει αυτές τις δύο απόψεις ως Χριστοκεντρo-Τριαδική και Κοσμοκεντρο-Τριαδική. Η Χριστοκεντρo-Τριαδική βλέπει την αποστολή του Θεού να επικεντρώνεται στο έργο του Χριστού μέσα από την Εκκλησία, ενώ η Κοσμοκεντρο-Τριαδική θεωρεί την αποστολή του Θεού ως ενεργή σε όλο τον κόσμο. Εδώ προέκυψε το ζήτημα της υποτροπής του χριστοκεντρισμού σε προβληματικό χριστομονισμό. Αυτό το πρόβλημα λύνεται με την μετάθεση της αποστολής στην τριαδολογία. Έτσι, κατά τον Βασιλειάδη, η σημαντικότερη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας υπήρξε —στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου— η εκ νέου ανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’.Ο ίδιος σημειώνει: «προς άρση κάθε παρεξήγησης θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω, ότι η υιοθέτηση της ’’οικονομίας του Αγίου Πνεύματος’’, και κατά συνέπεια του διαθρησκειακού διαλόγου (αντί της επιθετικής επεκτατικής ιεραποστολικής πρακτικής του παρελθόντος), δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ’’οικονομίας του Υιού’’, της σωτηριολογικής δηλαδή σημασίας του Χριστού. Ο Χριστός παραμένει ’’η οδός, η αλήθεια και η ζωή’’ το όνομά του είναι ’’το υπέρ παν όνομα’’. Αυτό που ουσιαστικά έλαβε χώρα ήταν μια δυναμική επανερμηνεία της χριστολογίας μέσω της πνευματολογίας». Αυτό βέβαια και μόνο ως διατύπωση είναι απίστευτο. Ο Βασιλειάδης εγγυάται την συμμετοχή του Κυρίου στην οικονομία της σωτηρίας του ανθρώπου. Συνεχίζουμε. Για τον Hoekendijk, η εκκλησία είναι ένα παράρτημα στο έργο του Θεού. Ο Θεός εργάζεται στον κόσμο, ο οποίος επιδρά στην εκκλησία, σε αντίθεση με την κλασική άποψη που έβλεπε τον Θεό να εργάζεται στην εκκλησία και μέσω της εκκλησίας στον ευρύτερο κόσμο. Τη δεκαετία του 1960 ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων, από διάφορα θρησκευτικά υπόβαθρα, υιοθέτησε τις απόψεις του Hoekendijk σε τέτοιο βαθμό ώστε στο συνέδριο του WCC στην Uppsala του 1968 "η εκκλησία συχνά γελοιοποιήθηκε και… η ίδια η εκκλησία θεωρήθηκε ως αντικείμενο αποστολής". Η υιοθέτηση της Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψης συνεπάγεται ότι οι χριστιανοί πρέπει να έχουν μια ταπεινή προσέγγιση των άλλων θρησκειών. Σημαίνει ότι οι άλλες θρησκείες μπορούν να οδηγήσουν στην σωτηρία με τον ίδιο τρόπο όπως ο Χριστιανισμός. Κατά τον Smith: ’’Η αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι η μόνη αποστολή του Θεού. Δεν είναι καν η μόνη παγκόσμια αποστολή του. Λίγοι από εμάς τους χριστιανούς γνωρίζουν για την αποστολή του Θεού στο Ισλάμ, ή την αποστολή του Θεού στην Ινδία και σήμερα στον κόσμο μέσω του Ινδουισμού’’. Κατά τον Βασιλειάδη: «Ήταν αυτή η έννοια της Missio Dei που απομάκρυνε τελεσίδικα την παγκόσμια ιεραποστολή από τη διαίρεση του κόσμου σε ’’σωσμένους’’ και ’’μη σωσμένους’’, κάτι που ανάγκαζε ολόκληρες κοινότητες να αναγκάζονται να προσηλυτίζονται και να μετακινούνται από την μια θρησκευτική (ή και χριστιανική) κοινότητα στην άλλη για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Αντ’ αυτού το νέο ’’ιεραποστολικό παράδειγμα’’ επιβεβαιώνει ότι ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία για ολόκληρο τον κόσμο, και ότι η Εκκλησία είναι απλός διάκονος σε αυτήν την ’’αποστολή του Θεού’’. Με εργαλείο, μάλιστα την ’’οικονομία του Αγίου Πνεύματος’’ (παράλληλα και ταυτόχρονα όπως είπαμε με την ’’οικονομία του Χριστού’’), ο Θεός χρησιμοποιεί όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας. Άλλωστε το Άγιο Πνεύμα ’’τὸπνεῦμα ὅπουθέλειπνεῖ’’ (Ιω 3,8)».
Ο Τριαδικός χαρακτήρας του Missio Dei συγκεντρώνει και τα τρία πρόσωπα της θεότητας στο επίκεντρο της ιεραποστολικής θεολογίας. Λατρεύουμε έναν ιεραποστολικό Θεό: ο Πατέρας στέλνει τον Υιό και ο Υιός στέλνει το Πνεύμα. Ο Θεός Πατέρας έστειλε τον Υιό και ο Θεός Πατέρας και ο Υιός έστειλε το Πνεύμα. Το Missio Dei αυτή τη διδασκαλία την επεκτείνει για να συμπεριλάβει μία ακόμη ’’κίνηση’’: Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα που στέλνουν την εκκλησία στον κόσμο. H αποστολή είναι το αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Θεού, που έχει τις ρίζες της στους σκοπούς του Θεού για την αποκατάσταση και την επούλωση της δημιουργίας.Η ενότητα είναι μια ενσάρκωση της αποστολής του Θεού που δημιουργεί την εκκλησία και λειτουργεί στον κόσμο. Βλέπουμε ότι η εκκλησία του Ιησού Χριστού δεν είναι ο σκοπός ή ο στόχος του ευαγγελίου, αλλά μάλλον το όργανο και μαρτυρία του ... Η αποστολή του Θεού μας καλεί και μας στέλνει, την εκκλησία του Ιησού Χριστού, μια ιεραποστολική εκκλησία στις δικές μας κοινωνίες, στους πολιτισμούς στους οποίους βρισκόμαστε.
Σύμφωνα με τον Schrieter το Missio Dei γίνεται μια χρήσιμη ιδέα σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: «... η ενότητα στην πολυμορφία (;!!) της Τριάδας θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι το σημάδι της μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού. Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που δίνει και λαμβάνει ... που μιλά προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική».
Θα κάνουμε μία μικρή κριτική στα παραπάνω. Βλέπουμε την ενότητα, ως αυτονομημένο όρο, να είναι γενεσιουργός αιτία της εκκλησίας. Η σωτηρία του κόσμου, πλέον από όλους, εκλαμβάνεται ως η ’’ενότητα’’ του κόσμου, εν τω κόσμω, διά του κόσμου. Η ενότητα θα μπορούσε να είναι και ο Θεός του Missio Dei. Το ευαγγέλιο είναι πλέον η ενότητα. Η ουσία της αποστολής είναι η ένωση των εκκλησιών που ταυτίζεται με την ενότητα εντελώς αυθαίρετα. Υφίσταται μια ταυτότητα όρων που απηχούν εντελώς άλλα πράγματα. Αν δε, λάβουμε υπόψη μας και την Κοσμοκεντρο-Τριαδική άποψη μπορούμε να δούμε ότι η κατάσταση οδηγεί στην καθιέρωση μοναδικής λατρείας με την ένωση των θρησκειών. Τα νέα δόγματα (π.χ. α. ενότητα στην πολυμορφία και β. ατέρμονος διαθρησκειακός και διαχριστιανικός διάλογος) οδηγούν σε μια ένωση ουσιαστικά δογματική και όχι κανονική-θεσμική. Η ενότητα (το ξανατονίζουμε: αδιάκριτα ή δόλια υφίσταται ταυτότητα των όρων ένωση και ενότητα), λοιπόν, ως αποτέλεσμα της ιεραποστολής καθιστά την εκκλησία. Εμφανίζει δηλαδή την εκκλησία. Με την εμφάνιση της ενότητας έχουμε και την εκκλησία. Η εκκλησία γίνεται και απογίνεται κατά κάποιο τρόπο. Βέβαια μιλάμε όχι για μια εκκοσμικευμένη εκκλησία αλλά για μια πέραν της εκκοσμίκευσης εκκλησία. Μιλάμε για έναν ανθρώπινο οργανισμό πλέον. Για έναν κοσμικό οργανισμό και μάλιστα εκ του πονηρού. Δεν έχει καν το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα. Το πρόσχημα της ατιμίας. Τηρούν, λοιπόν, τα προσχήματα αναφέροντας γενικά και αόριστα την ύπαρξη ενός Θεού και μια εκκλησία που εντέλλεται μιας αποστολής. Θα λέγαμε ότι ο Θεός τους είναι ένας ντεϊστικός θεός. Δεν δηλώνεται ως τέτοιος αλλά η αχαλίνωτη αυθαιρεσία παραπέμπει σε τέτοιου είδους συμπεράσματα. Σε μια πιο διεισδυτική προσέγγιση βλέπουμε ότι αυτή η εκκλησία, νοούμενη ως αποστολή ή μέρος της αποστολής, είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο της ιεραποστολής. Μια εκκλησία αυτονομημένη και από τον Κύριο. Το αστείο είναι ότι αυτή η εκκλησία είναι απλά ένα μέρος από την δράση του Θεού. Κι όμως κι αυτή δεν πρέπει να έχει ίχνος από τον Κύριο. Μια εκκλησία που είναι σε αποστολή από έναν ανενεργό Τριαδικό Θεό. Ο Κύριος, ο Νυμφίος, αποστέλλεται αυτή τη φορά από τους ανθρώπους στα ουράνια. Η ενανθρώπηση και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου δεν υφίστανται. Είναι μια αποστολή πέρα από τη θεία οικονομία. Η θεία οικονομία δεν υφίσταται. Επιστρέφουμε στην Παλαιά Διαθήκη και την ερμηνεύουμε χωρίς τον Κύριο. Βλέπουμε έναν προσχηματικό αταβισμό. Διότι τώρα έχουμε και μια εκκλησία. Με τέτοιο ιεραποστολικό οίστρο οι θιασώτες της ιεραποστολής του διαλόγου πνέουν πιο γρήγορα και πιο πέρα κι από το Άγιο Πνεύμα. Έτσι θα λέγαμε πως για χάρη της αποστολής οφείλουμε να επιτύχουμε την ορατή ενότητα της εκκλησίας. Η αποστολή αποκτά ένα έκτακτο χαρακτηριστικό. Αποδίδοντας στον Θεό, σχεδόν αποκλειστική, ιεραποστολική διάθεση, η ιεραποστολή καθίσταται το μέτρο με το οποίο κρίνεται κάθε εκκλησία. Για να είναι ζώσα η εκκλησία οφείλει πρωτίστως να είναι ιεραποστολική, πέρα από προϋποθέσεις. Με τους όρους μιας πολυεθνικής εταιρίας που εγγράφει αποτελέσματα και συντάσσει ισολογισμούς και απολογισμούς. Αρκεί να έχει ακτιβιστικές επιτυχίες. Δεν υπάρχει ίχνος θεολογίας. Η αποστολή υπάρχει πέρα από την εκκλησία. Έχει την δική της φύση και δικαιολογεί την ύπαρξη της εκκλησίας. Άνευ αποστολής, εκκλησία δεν υπάρχει. Μια ειδωλολατρία του σκοπού. Μια εγκόσμια διάθεση η οποία επικαλείται τον Τριαδικό Θεό για να αγιάσει τον σκοπό. Επικαλούνται τα μέσα για να αγιάσουνε το σκοπό. Ένας αυτοσκοπός. Μια ουσιαστική κατάργηση της Εκκλησίας του Κυρίου. Καταργήθηκε ο Κύριος και καταργείται και η Εκκλησία Του. Η εκκλησία λογίζεται, με το Missio Dei, ως τόπος ακατάπαυστου ενθουσιώδους ιεραποστολικού ακτιβισμού. Η πύλη της Βασιλείας είναι η πύλη της πλάνης. Εισέρχεται ο άνθρωπος δια της πύλης στην εκκλησία και βρίσκεται εντός του κόσμου. Σκοπός της είναι πλέον η εγκόσμια βασιλεία. Η εκκλησία του Missio Dei είναι εγκόσμιος μεσσιανισμός με πρόσχημα πλέον τον Τριαδικό Θεό. Ενώ ευνοεί την ανάπτυξη της Οικονομίας του Πνεύματος. Μια πλειάδα εκκλησιών που υποτίθεται ότι είναι εργαλεία του Τριαδικού Θεού, αλλά και μη εκκλησιαστικές δομές, αυτό-εντέλλονται προς οικοδομή της ενότητας και της ειρήνης στον κόσμο. Ούτε τα εσχατολογικά έσχατα είναι απαραίτητα διότι έχουμε εισχωρήσει σε μια ατέρμονη μετα-εκκοσμίκευση εντός της οποίας ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό στον υβριδικό μετάνθρωπο της τεχνητής νοημοσύνης. Η εποχή του αποϋλοποιημένου μοντέρνου. Στόχος ο υπερ-μετάνθρωπος που θα διασώζει ψήγματα της ανθρώπινης φύσης ως παραπομπές. Ο άνθρωπος μισεί την φύση του. Αυτήν που δεν γνωρίζει. Αδυνατεί στην πίστη. Ισχυροποιείται από τα φαινόμενα. Όμως «Πίστιςἐστίν, ἐλπιζομένωνὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχοςοὐβλεπομένων». Φυσικά ιχνογραφούμε την προς αντίχριστο ρότα μας.
Θα κάνουμε και μια μικρή αναφορά στην Ιεραποστολή από την ορθόδοξη χριστιανική πλευρά. Αυτό θεωρούμε ότι θα μας βοηθήσει να δούμε και το μέγεθος της εκτροπής.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της ιεραποστολής στην εποχή μας ανιχνεύονται στην παρατήρηση του Schrieter: «το Missio Dei γίνεται μια χρήσιμη ιδέα σε έναν μεταμοντέρνο κόσμο. Έτσι: ... η ενότητα στην πολυμορφία (!!) της Τριάδας θα αποτελέσει κλειδί για τη θεολογία του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού που είναι το σημάδι της μεταμοντέρνας σκέψης και του πολιτισμού. Δεύτερον, η τριαδική ύπαρξη παρέχει ένα ισχυρό θεολογικό υπόβαθρο για την αποστολή ως μια διαλογική διαδικασία που δίνει και λαμβάνει ... που μιλά προφητικά και είναι ανοιχτή στην κριτική». Καλείται η ιεραποστολή να κηρύξει την ενότητα στην πολυμορφία σε ένανπονηρό διάλογο, που εμφορείται από την εγελιανή σύνθεση.
Για τους Ορθοδόξους η θεολογία έχει εμπειρικό χαρακτήρα, ομολογεί ’’έργω και ουχί ρήματι του Αγιασμού την δύναμιν’’. Το ’’ιδείν τον Θεόν’’ εξισώνεται με το ’’ακολουθείν τω Θεώ’’, και τούτο για να γίνει κάποιος αγαθός, όπως είναι ο Θεός: ’’Αγαθόν γαρ αγαθώ ουκ αντιβλέπει, αλλ’ έπεται’’. Βασική, θεολογική, αρχή κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης είναι: ’’Το Όμοιον προσεγγίζεται διά του Ομοίου’’. Η ενανθρώπηση και με όσα συνεπάγει, είναι πηγή της χαρισματικής υιοθεσίας του χαρισματικώς ομοίου με την συνέργεια του. Η πολυμορφία δεν ανιχνεύεται στην Αγία Τριάδα εξού και το ομοούσιο. Οι ενώσεις και οι διακρίσεις δεν συνιστούν πολυμορφία. Δεν έχουμε μόνο ταύτιση οικονομικής και θεολογικής Τριάδας, αλλά ισοπέδωση της αρρήτου Τριαδικής πραγματικότητας από την ανθρωπολογία. Η αναλογία εν δράσει. Η ένωση (κατ’ άνθρωπον) των εκκλησιών και κατ’ επέκταση των θρησκειών, που επιδιώκεται είναι σύναξη των ανομοίων (και των ανομιών) σε κοινή δόξα ή αλλιώς κοινή πίστη. Είναι η ένωση των πολλών. Η ένωση είναι σε αυτή την περίπτωση η βούληση για κοινή δόξα αλλά δεν προάγει την ενότητα. Το ομολογούμενο πιστοποιεί την ένωση αλλά δεν κατοχυρώνει την ενότητα. Διαφέρει η ενότητα της ένωσης «ἡ μέν γαρ τόἰδιάζον καί ἀμιγές τῆς καθ' ἕκαστονδείκνυσιφύσεως, ἡ δέἕνωσις τήν πρόςἕτερασύγκρασιν, ἥ ἁπλῶςμετουσίαν». Η ένωση (κατ άνθρωπον) είναι εκ των κάτω. Η ενότητα είναι εκ των άνω. Ο Κύριος ενοποιεί τον νου. Η ενότητα είναι δωρεά του Κυρίου. Ήδη στη Γένεση στην φράση ’’ἐποίησεν ὁ Θεόςτόνἄνθρωπον’’ νοείται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και άρα και η αδιάσπαστη ενότητα της ανθρώπινης φύσης πριν την πτώση. Η ένωση (κατά Θεόν) επίσης είναι δωρεά του Κυρίου. Ως εκ τούτου η ανθρώπινη ένωση δεν προάγει την ενότητα. Με την εμφάνιση της ενώσεως (κατ’ ανθρωπον) δεν συνθεωρούμε και την ενότητα. Ακόμη κι αν οδηγηθεί η ένωση των ανομοίων σε κοινή δόξα δεν έχει κανένα χαρισματικό περιεχόμενο. Η κατά Θεόν ένωση είναι χαρισματική. Η κατά Θεόν ένωση είναι «ἄρρητός τε καὶ ὑπεράρρητοςἡδονὴ καὶ χαρὰ τῶν ἐνεργουμένων» πράγμα που δεν είναι η ενότητα στην πολυμορφία.
Η Ιεραποστολή δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το σχέδιο της θείας οικονομίας. Του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου που συνίσταται στην κατά χάρη υιοθεσία και την ένωση με τον άκτιστο Θεό. Οι υιοθετούμενοι πιστοί κοινωνούν στο όνομα αλλά και στα ίδια τα πράγματα, κοινωνούν στο Σώμα, το Αίμα και την άκτιστη ζωή του Κυρίου. Οι πιστοί ως μέλη Χριστού έχουν κοινή με το Χριστό τη ζωή. Φυσικό επόμενο είναι στο κέντρο της θείας οικονομίας να τίθεται το γεγονός της θείας ενανθρώπησης, η οποία εγγυάται την ένωση του άκτιστου τριαδικού θεού με τον κτιστό άνθρωπο. Ας το δούμε.
Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν βλέπουν πληθώρα θείων οικονομιών στην σωτηρία του ανθρώπου, ούτε στάδια ή φάσεις της θείας οικονομίας. Το σχέδιο της θείας οικονομίας είναι ένα και ενιαίο. Δεν ξεχωρίζουν την άσαρκη παρουσία του Λόγου και τις σωτηριώδες ενέργειες Του στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης από την ενανθρώπηση στα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ένας και αυτός Λόγος ενεργεί. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος ενεργεί τις θεοφάνειες, τις θεοσημείες και οδηγεί τον Ισραήλ στην γη της επαγγελίας, ως άσαρκος λόγος στην Παλαιά Διαθήκη. Ο ίδιος ενανθρωπεί, ζει και διδάσκει, επιτελεί θαυμάσια, σταυρώνεται, ανασταίνεται, αναλαμβάνεται και υιοθετεί κατά χάρη τον άνθρωπο ενώνοντας τον χαρισματικά στο ένα πρόσωπο Του στην Καινή Διαθήκη. Έτσι οι πατέρες αναδεικνύουν την ενότητα και το αρραγές των δύο Διαθηκών όπως και το συνεχές και ενιαίο της θείας οικονομίας. Η μία θεία οικονομία, η μία οικονομία της σωτηρίας του Κυρίου Ιησού Χριστού (κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ο Κύριος… ταπείνωσε, τόἀταπείνωτοὕψος του χωρίς νά χάσει τή δόξα του καί συγκαταβαίνει μέἀνέκφραστη καί ἀκα¬τάληπτη συγκατάβαση στούς δούλους του —διότι αὐτό δείχνει ἡ κατάβασή του· ὄντας τέλειος Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματοποιεῖτόπιό πρωτάκουστο ἀπ' ὅλατά καινοφανή, τό μοναδικό καινούργιο κάτω ἀπότόνἥλιο, μέτόὁποῖο φανερώνεται ἡ ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Διότι, τί μεγαλύτερο ὑπάρχειἀπότόνά γίνει ὁ Θεός ἄνθρωπος;») πιστοποιείται από τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ της άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας Του. Η όληπαρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, η υμνολογία της, η θεολογία της, μαρτυρεί για την οργανική ενότητα μεταξύ άσαρκης και ένσαρκης παρουσίας του Λόγου. Στα πρώτα χρόνια του ιεραποστολικού της κηρύγματος η Εκκλησία έχει ξεκάθαρη άποψη για την ιστορική προέλευση του Ιησού, την οποία συνέδεε οργανικά με ολόκληρη την ιστορία των γεγονότων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η ένσαρκη ενδημία του Κυρίου δεν αντιδιαστέλλεται με την άσαρκη παρουσία Του.
Όμως η ενανθρώπηση του Κυρίου προϋπέθετε την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Το πρόσωπο που αποδέχθηκε την κλήση και υπάκουσε ελευθέρα στον Κύριο ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία εκπροσωπώντας το ανθρώπινο γένος διέσωσε την χαρισματική ενότητα προσφέροντας την ’’ανθρώπινη σάρκα’’ στον Κύριο. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι τα πανάγιο αίμα και σώμα της Κυρίας Θεοτόκου. Δεν είναι δυνατό να εισέλθουμε σε χαρισματική υιοθεσία και ένωση με τον Κύριο χωρίς την Θεοτόκο. Η Θεοτόκος είναι η πύλη της σωτηρίας. Είναι η πνευματική Μητέρα των χριστιανών. Η Παναγία εκπροσωπεί ταυτόχρονα το ’’πεπτωκός’’ γένος των ανθρώπων αλλά και την ’’καινή κτίση’’. Με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως εγκαινιάζεται η ’’καινή κτίση’’.
Η θεία οικονομία φέρνει στον κόσμο και στην ιστορία την ’’καινή κτίση’’. Ο άνθρωπος που αρπάζεται από την οικονομία του Κυρίου ζει και κινείται μέσα στον κόσμο αλλά είναι άλλης τάξης οντότητα. Συνιστά την ’’καινή κτίση’’. Δεν αρνείται τον κόσμο αλλά ενούμενος με τον Κύριο αντιστρέφει την ροή του κόσμου. Ο κόσμος από τη ζωή κατευθύνεται στον θάνατο. Ο καινός άνθρωπος από τον θάνατο κινείται προς τη ζωή «μεταβέβηκενἐκ τοῦ θανάτουεἰς τήν ζωήν» (Ἰω. 5: 24). ’’Ὁ παλαιόςἡμῶνἄνθρωποςσυνεσταυρώθη’’ και συνετάφη διά του Βαπτίσματος, ’’ἵναὥσπερἠγέρθηΧριστόςἐκνεκρῶνδιά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐνκαινότητιζωῆςπεριπατήσωμεν’’ (Ρωμ. 6: 3-6). Το Βάπτισμα κατανοείται ως ’’λουτρόν παλιγγενεσίας καί ανακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου’’ (Τίτ. 3: 5). Πρόκειταιγιά την εν Χριστώ αρχή του καινού ανθρώπου. Είναι η ένδυση του Χριστού (Γαλ. 3: 27), πού πραγματώνεται με τήν μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση Του. Ο καινός άνθρωπος αντιδιαστέλλεται με τον παλαιό άνθρωπο. Οφείλει να απαρνηθεί την ζωή που γέμει με «πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίακακήν, καί τήν πλεονεξίανἥτιςἐστίνεἰδωλολατρία (Κολ. 3: 5)». Οφείλει να απεκδυθεί τον παλαιόν ανθαρωπο και να ενδυθεί «τόννέοντόνἀνακαινούμενονεἰςἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντοςαὐτόν (Κολ. 3: 9-10)». Αυτός είναι και ο σταυρός του πιστού ανθρώπου. Η σταύρωση του παλαιού ανθρώπου. Ο ανακαινισμός δεν εννοείται ως εκστατικό πέταγμα προς τον άλλον. Είναι απόρριψη του λυτρωτικού σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Έτσι κατά τον Απόστολο Παύλο ο καινός άνθρωπος οικοδομείται μόνο μέσα στην Εκκλησία του Κυρίου. Εντός της Εκκλησίας μπορεί να τανηθεί «εἰςἄνδρατέλειον, εἰςμέτρονἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 4: 13)». Εντός της Εκκλησίας «οὐκἔνιἝλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλάτάπάντα καί ἐνπᾶσιΧριστός (Κολ. 3: 11)». Έτσι εντός της Εκκλησίας ο Κύριος ενοποιεί τα διεστώτα και ανακαινεί τα παλαιά οικοδομώντας τον καινό άνθρωπο.
Στα πλαίσια της θείας οικονομίας νοείται και η ιεραποστολή της Εκκλησίας. Η ιεραποστολή σε καμία περίπτωση δεν ορίζει την οικονομία της σωτηρίας αλλά ορίζεται από αυτήν. Η ιεραποστολή είναι μέρος της θείας οικονομίας. Η ιεραποστολή είναι μέρος της δράσης της Εκκλησίας του Κυρίου. Ο Κύριος ορίζει τα πράγματα κατά το μέτρο της συνέργειας του ανθρώπου. Λέγεται ότι «εκκλησία χωρίς ιεραποστολή είναι εκκλησία χωρίς αποστολή», ή πιο σωστά «εκκλησία χωρίς ιεραποστολή δεν είναι εκκλησία, δεν είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Θα λέγαμε ότι «εκκλησία χωρίς την Παναγία και τους αγίους είναι εκκλησία χωρίς Χριστό και δεν είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι η ιεραποστολή για να αληθεύει πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των αγίων ή αλλιώς των κατά χάρι υιών και αδερφών του Κυρίου. Η αγιότητα εμφορείται από την αταλάντευτη πίστη στον Κύριο και στο ευαγγέλιό του και την απαρέγκλιτη τήρηση των εντολών του Κυρίου. Οι άγιοι είναι οι χαρισματικοί φορείς της θεογνωσίας. Επειδή έχουν ιδία πείρα του Κυρίου και της χάρις Του είναι και αυτοί που γνωρίζουν, στο μέτρο της δεκτικότητας του καθενός, τι ευαγγελίζεται ο Κύριος.Οι άγιοι λοιπόν καλούνται να φανερώσουν τον Κύριο. Δεν είναι η ιεραποστολή απροϋπόθετη και φυσικά δεν είναι για τον καθένα που φέρει το όνομα χριστιανός.Οι πνευματικοί καρποί είναι αποτέλεσμα πνευματικών αγώνων «ὅτιεἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲἐσθιέτω» (Προς Θεσ. Β’ 3,10). Η ιεραποστολή ως μαρτυρία του έργου του Κυρίου, με σκοπό τήν σωτηρία των συνανθρώπων μας, αναφέρεται σε αυτούς που μπορούν να μαρτυρήσουν τον Κύριο και εφόσον απαιτηθεί από τις περιστάσεις να σφραγίσουν την μαρτυρία τους με το αίμα τους. Να μαρτυρήσουν για τον Κύριο. Δεν υπάρχει αμφίδρομη ταυτότητα αγίου και χριστιανού. Ο άγιος είναι χριστιανός. Ο χριστιανός δεν είναι κατ’ ανάγκη άγιος. Δυνάμει ναι, ενεργεία; Αυτό μόνο ο Κύριος μπορεί να το βεβαιώσει. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε χριστιανός καλείται στην αγιότητα, δηλαδή στην προσωπική του ιεραποστολή πρωτίστως.
Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «Μέγαςδέ τῆς ἀληθείαςκῆρύξἐστιν ὁ τῷοἰκείῳβίῳτόνὑπ᾿αὐτοῦλαλούμενον τῆς διδασκαλίαςλόγονπιστούμενος» ενώ ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «πρῶτονἑαυτοὺςἀπότῶν θείων Γραφῶν νουθετήσατε». Η ιερά, λοιπόν, αποστολή του πιστού, η προσωπική του ιεραποστολή είναι η τήρηση των έντολών του Κυρίου. Διά της τήρησης των εντολών ο άνθρωπος εκτείνεται και καθίσταται δοχείο της χάριτος. Τότε ενεργεί ο Κύριος μέσα από εμάς. Η χάρις λαμπρύνει την καρδιά και ο άνθρωπος βιώνει την παρουσία των ακτίστων ενεργειών. Κοινωνώντας ο πιστός του Σώματος και Αίματος του Κυρίου γίνεται ’’σύσσωμος και σύναιμος’’ του Κυρίου Ιησού. «Μέλη Χριστοῦγινόμεθα, μέλη Χριστός ἡμῶνδέ, καί χείρ Χριστός καί ποῦς Χτιστός ἐμοῦ τοῦ παναθλίου, καί χείρΧριστοῦ καί ποῦςΧριστοῦ ὁ ἄθλιοςἐγώδέ.Κινῶ τήν χεῖρα, καί Χριστός ἡ χείρ μου ἔστιν. Ἀμέριστον γάρ νόειμοι θεότητα τήν θείαν! Κινῶτόν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτειὡςἐκεῖνος· μή εἴπῃς, ὅτιβλασφημῶ, ἀλλ᾿ἀπόδεξαιταῦτα καί τῷΧριστῷπροσκύνησοντοιοῦτόν σε ποιοῦντι!» όπως ποιητικά αποκαλύπτει ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος. Γινόμαστε ένα πνεύμα, μία θέληση, ένα σώμα. Έτσι, ο λόγος του Κυρίου στην Αρχιερατική προσευχή, ’’ἵνα πάντες ἕνὦσι’’, πραγματώνεται.
Ο Κύριος απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε: τους «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούςεἰςτόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούςτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν». Εν τούτοις οι φοβισμένες καρδιές των μαθητών του Κυρίου, αναθάρρησαν την Πεντηκοστή. Αφού έλαβαν την δύναμη των άκτιστων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και έτσι ενώθηκαν με τον Κύριο, κατεστάθησαν και από τα πράγματα ικανοί για την ιερή αποστολή τους. Να κηρύξουν την αλήθεια για τον Κύριο Ιησού και την Τριαδική μονάδα, ώστε να ενταχθεί δια του βαπτίσματος ο κόσμος στο μυστηριακό σώμα του Κυρίου και να σωθεί μιας και «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέἀπιστήσαςκατακριθήσεται». Μόνον τότε οι μαθητές έγιναν Απόστολοι και ξεκίνησαν την ιεραποστολική τους δράση. Αυτή η αγιοπνευματική και χαρισματική ιεραποστολική δράση συνιστά το μέτρο για όλους τους επόμενους των Αποστόλων. Και αυτοί είναι οι Άγιοι του Κυρίου. Οι αδερφοί του Κυρίου και οι υιοί της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η ιεραποστολή των αγίων είναι η ιεραποστολή της διάκρισης. Η ιεραποστολή δεν μπορεί να είναι διαλεκτική αλλά πρωτίστως διακριτική και οπωσδήποτε αποκαλυπτική. Ο Κύριος δίδαξε και αποκάλυψε. Οι άγιοι δεν κάνουν ιεραποστολή αλλά είναι η ιεραποστολή. Κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα βρίσκονται στον τόπο που ο Κύριος ευδοκεί. Δεν ομιλούν αυτοί για τον Κύριο. Αλλά η χαρισματική τους ανακαίνιση είναι η απόδειξη της παρουσίας του ίδιου του Κυρίου. Είναι μαρτυρία που οφείλει η ιεραποστολή να κηρύξει. Διδάσκουνε τα πράγματα του Κυρίου διότι ο Κύριος τους τα δίδαξε και τους τα αποκάλυψε. Ο Κύριος είναι ο προσφέρων, προσφερόμενος και αποδεχόμενος στην ιεραποστολή σύμφωνα με τη διαβεβαιώσή Του: «Ἐφ' ὅσονἐποιήσατεἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστωνἐμοίἐποιήσατε (Μθ. 25,40)». Άμα τη παρουσία τους διδάσκουν, δεικνύουν και αποδεικνύουν ότι εις Κύριος εις δοξαν Θεού Πατρός και Αγίου Πνεύματος. «Ὑμεῖςἐστετόφῶς τοῦ Κόσμου» είπε ο Κύριος. Και αυτό το φως δεν είναι άλλο από το φως του Κυρίου. Διότι ο άγιος είναι ετερόφωτος και αντανακλά το φως του Κυρίου. Την δόξα του Κυρίου. Τι άλλο να διδάξει ο Άγιος περάν της δόξας του Κυρίου; Ποια άλλη διδαχή έχει ανάγκη ο άνθρωπος πέραν της θέας της δόξας του Κυρίου. Τι μπορεί να αντικαταστήσει την δόξα του Κυρίου; Ο διάλογος και δει ο παρδαλός; Ποιο το νόημα του «ἔρχου καί ἴδε» (Ἰω. 1, 46); Τι να διαλεχθεί η δόξα του Κυρίου; Είναι αντικείμενο διαλόγου το άκτιστο φως; Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πιστοποίησε αυτό που έπαθε. Ότι το άκτιστο φως είναι άκτιστο. Δεν διελεγχθεί για την ’’φύση’’ του φωτός, περί αυτού ήταν πληροφορημένος, βεβαιωμένος, παθημένος και πεπεισμένος, αλλά προσπάθησε να δείξει ότι οι διδασκαλίες του Βαρλαάμ και των άλλων είναι πλάνη. Απέδειξε, ως ποιμήν καλός που ήταν, που πρέπει το ποίμνιο να σταυλιστεί και να μην τρέχει αλλαχόθεν πανικοβλημένο και πλανεμένο. Ο Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος προτρέπει «Λοιπόν οὖν καί σύἐπιστρέψαςστήριξον τούς ἀδελφούς σου· ποίμανοντά πρόβατά μου. Ποιμανεῖςδέοὐκἐντῷεἰσάγειν καί ἐξάγεινἀπόνομῶνεἰς νομάς καί εὔτροφα καί πίοναταῦτατῷ σώματι συντηρεῖν, οὐδ᾿ἐντῷπερικλείεινφραγμοῖς καί τοίχοις, ἀλλ᾿ἐντῷδιδάσκειναὐτάτηρεῖν πάντα ὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν, οὐτάμέντηρεῖν, τῶν δέκαταφρονεῖν, ἀλλά πάντα φυλάττεινὅσαἐνετειλάμηνὑμῖν» και αλλού «ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν καί εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς διανοίας, ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον. Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Υπήρχε πότε περίπτωση ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να θέσει ως θεολογούμενο το ως άνω ζήτημα; Ποιος μπορεί να αποδείξει στον Άγιο Λάζαρο τον και Τετραήμερο αποκαλούμενο, αλλά και σε όλους τους αναστηθέντες ότι δεν υπάρχει ανάσταση; Υπάρχει περίπτωση ο αναστημένος να διαλεχθεί για την ανάσταση καθεαυτή; Αντιλαμβανόμαστε ότι ενώ υποστασιάζονται τα αόρατα εμείς, αντί του θαυμασμού, προτείνουμε διαλεκτική προσέγγιση; Τι θα πει: ο διάλογος είναι απολογητικός και αναιρετικός ή διάλογος της αγάπης; Ποια αγάπη έχει αυτός που ενώ ισχυρίζεται ότι αναστήθηκε, ανακαινίστηκε και ενοποιήθηκε σε μονοειδή ενότητα ο νους του, διαλέγεται την αλήθεια τους. Είναι σαφέστατα ψεύτης και ψευδώς διδάσκει διότι δεν έπαθε όσα λέει. Διότι ή διδάσκεις αυτά που έπαθες χαρισματικά και τα πιστοποιεί η χάρις του Κυρίου Ιησού ή δεν έπαθες και διδάσκεις εντάλματα ανθρώπων. Του Κυρίου πράγματα δεν διδάσκει διότι δεν τα γνωρίζει. Και θα τα γνώριζε αν καλή τη προαιρέση ερχόταν παρά τους πόδας του Κυρίου και εν μετανοία αποζητούσε το Προσωπό Του.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα που θέτουν οι διάφοροι διαλεγόμενοι. Τα ζήτημα της ιεραποστολής στους άπιστους ή η σωτηρία των πέραν της Εκκλησίας του Κυρίου ανθρώπων. Απλά να σημειώσουμε ότι αν σωζόντουσαν οι άνθρωποι πέραν της Εκκλησίας τότε είναι μάταιη η ενανθρώπηση και όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας. Η οικονομία της σωτήριας κακώς επιτελείται από τον Κύριο μιας και η σωτηρία φύεται και σε άλλους τόπους. Αν πάλι σώζονται οι ετερόδοξοι και η αλλόδοξοι επειδή γνωρίζουν με κάποιο τρόπο ότι εις Κύριος και Τρίας η εν μονάδι ο Θεός και ότι το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου ξεδιπλώνεται εντός των κοσμικών ιστορικών ορίων τότε αυτή θα είναι μια άλλη ορθόδοξη εκκλησία που ομολογεί ό,τι ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου. Προς τι λοιπόν μια άλλη Εκκλησία; Για δε τους υπόλοιπους που δεν γνωρίζουν ή ενδεχομένως δεν θα γνωρίσουν ή δεν γνώρισαν την αλήθεια του Κυρίου, όπως την διδάσκει η Εκκλησία Του, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τον Κύριο. Οφείλουμε να έχουμε την καλή περιέργεια. Εμείς καλούμαστε στην κλήση του Κυρίου. Όταν πλυθηνθούν οι άγιοι εργάτες, οπωσδήποτε ο Κύριος εν ΑγίωΠνεύματι και με την συνέργεια τους, θα τους οδηγήσει οπουδήποτε είναι αναγκαίο.
Δεν θα υπεισέλθουμε προς το παρόν σε όλες αυτές τις αντεγκλήσεις περί ιεραποστολής και εκκλησίας που εγείρει ο όρος Missio Dei. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι όλοι μπορεί να λέγονται χριστιανοί. Η χάρις του Κυρίου όμως πιστοποιεί ή αναιρεί την ομολογία του καθενός που λέγεται χριστιανός και η χάρις του Κυρίου δεν διαλέγεται την αλήθεια του Κυρίου. Υπάρχει,είναιμεθεκτή και πείθει δια της παρουσίας. Αν δεν πείθει αποκαλύπτεται περαιτέρω κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Θωμά. Σε καμιά περίπτωση δεν εκπίπτει. Ομοίως οφείλει και η ιεραποστολή. Αν θέλει να είναι τέτοια: δηλαδή ιερή. Επίσης όλες αυτές οι συζητήσεις, σχολαστικού τύπου, αφήνουν αδιάφορους τους μαθητές του Κυρίου διότι άνετα θα μπορούσαν να καταταχθούν στο χώρο της αργολογίας. Εν τούτοις, οι άγιοι μαθητές του Κυρίου, ασχολούνται για ένα και μόνο λόγο: διότι οφείλουν να κρατήσουν την πίστη λαμπικαρισμένη. Να την καθαρίσουν τη λάσπη, που ρίχνουν όλα τα γεννήματα του πεπτωκότος νου στην πίστη του Κυρίου, τοιουτοτρόπωςδε δεν προάγουν την οικοδομή του Σώματος του Κυρίου. Αντίθετα διασπούν με τις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές τους προσεγγίσεις κι αποπροσανατολίζουν την όποια καλή προαίρεση αναφύεται στον εκτός της Εκκλησίας του Κυρίου χώρο. Η διαλεκτική της ιεραποστολής που υφίσταται στον προτεσταντικό και παπικό χώρο είναι ένα από τα τσουβάλια με τα ξυλοκέρατα με τα οποία ταΐζουν τους ανθρώπους που τους ακολουθούν. Άγιος Συμεών ο Νεός Θεολόγος: «ποιμαίνειντά πρόβατά μου· πῶς; Διδάσκων αὐτά τήν εἰςἐμέπίστινἀθόλωτονἔχειν καί εἰλικρινῆ καί ἀδίστακτον, ἀγαπᾶν με ἐξὅληςαὐτῶν τῆς ψυχῆς, ἐξὅλης τῆς διανοίας, ὡςαὐτούςοὕτωςκἀγώἠγάπησα. Ὑπέραὐτῶν γάρ ἔθηκα τήν ψυχήν μου καί ἀπέθανον. Πρόθεςαὐτοῖςἀντίνομῆςἀλόγου τήν τῶν ἐμῶνἐντολῶνζωοποιόντροφήν». Δυστυχώς η ίδια τροφή προορίζεται και για τους ορθοδόξους. Εμείς θα σταματήσουμε εδώ διότι ο σκοπός είναι να δείξουμε το άτοπο όλων αυτών των ανθρωπίνων θεωριών και φυσικά και το άπιστο αυτών που τις κατασκευάζουν τις υποστηρίζουν και τις διαδίδουν.
Γιώργος Μπόρας
ΣΧΟΛΙΟ: Ο οικουμενισμός καί ο αντι-οικουμενισμός τής αποτειχίσεως στηρίζονται στήν ψευδοθεολογία τής ιεραποστολής, λόγω κληρικαλισμού ο πρώτος, λόγω τής φαντασιώδους δηλ. διαδοχής τών χαρισμάτων τών αποστόλων, αγιομαχώντας στήν πράξη διότι τά χαρίσματα αυτά ζούν στούς Αγίους τής εκκλησίας καί οι δέ λόγω τού εκστατικού ενθουσιασμού τού Καντιώτη.. Ο οποίος τόν οδήγησε στήν μείωση τού ορθοδόξου μοναχισμού. Τήν καρδιά τής ορθοδοξίας. Σήμερα η ορθοδοξία αγνοείται εν πολλοίς. Η εκκλησία πού γνωρίζουμε είναι έργο ξένων ιεραποστολών. Οπως καί ο ινδουισμός τών γκουρού, πού εξαπλώθηκε σάν ζιζάνιο καί στόν κορμό τής ορθοδοξίας σάν Γεροντισμός, καλύπτοντας μέ ένδυμα φωτός τήν αγιότητα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου