Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (28)

 Συνέχεια από: Τρίτη, 13 Ιουλίου 2021


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Προς εκείνους που λέγουν ότι οι ψυχές προϋφίστανται των σωμάτων ή αντιστρόφως ότι τα σώματα έχουν πλασθεί πριν από τις ψυχές. Όπου ανατρέπεται και ο μύθος περί της μετεμψυχώσεως.

Ίσως δεν είναι εκτός της προκειμένης πραγματείας το να εξετάσουμε το συζητούμενο στις Εκκλησίες πρόβλημα περί ψυχής και σώματος. Άλλοι των παλαιοτέρων από εμάς, που πραγματεύθηκαν το θέμα Περί των αρχών, νομίζουν ότι οι ψυχές προϋφίστανται σαν λαός σε μια ιδιάζουσα πολιτεία και ότι υπάρχουν και εκεί τα υποδείγματα περί της κακίας και της αρετής, και ότι η ψυχή, αν παραμείνει στην κατάσταση του καλού, μένει έξω από τη συμπλοκή με το σώμα, αν όμως απομακρυνθεί της μετουσίας με το αγαθό κατολισθαίνει προς τον βίο τούτον κι’ έτσι εισέρχεται στο σώμα.

Άλλοι όμως ακολουθώντας τη Μωσαϊκή τάξη περί της κατασκευής του ανθρώπου ισχυρίζονται ότι χρονικώς η ψυχή έπεται του σώματος, εφ’ όσον ο Θεός πρώτα έπλασε τον άνθρωπο, αφού πήρε χώμα (χουν) από τη γη, κι’ έπειτα τον εψύχωσε δια του εμφυσήματος. Με αυτόν το λόγο αποδεικνύουν προτιμότερη της ψυχής τη σάρκα, προτιμότερη της εκ των ύστερων εισερχομένης την από πριν πλασμένη. Λέγουν πράγματι ότι η ψυχή έγινε για το σώμα, ώστε το πλάσμα να μην μείνει άπνοο και ακίνητο. Και παν ό,τι γίνεται για κάτι άλλο, είναι πάντως ατιμότερο εκείνου για το οποίο γίνεται, όπως λέγει το Ευαγγέλιο ότι η ψυχή είναι ανώτερη από την τροφή και το σώμα από το ένδυμα, διότι εκείνα έγιναν για χάρη τούτων. Πράγματι δεν έγινε η ψυχή για την τροφή ούτε τα σώματα κατασκευάσθηκαν για χάρη του ενδύματος, αλλά, ενώ αυτά υπήρχαν, εκείνα εξευρέθηκαν για την χρεία τους.

Επειδή λοιπόν και στις δυο θεωρίες ο λόγος είναι υπό κρίσιν, τόσο εκείνων πού μυθολογούν ότι οι ψυχές προβιοτεύουν σε μια ιδιαίτερη κατάσταση, όσο και εκείνων που νομίζουν ότι οι ψυχές κατασκευάζονται έπειτα από τα σώματα, είναι αναγκαίο να μην αφήσουμε τίποτε ανεξέταστο από τα λεγόμενα στις δύο απόψεις. Αλλά η ακριβής εξέταση της καθεμιάς από τις απόψεις και η παρουσίαση όλων των ατοπιών πού περικλείουν χρειάζεται πολύ χρόνο και λόγο. Έτσι θα εξετάσουμε κατά το δυνατόν σύντομα την κάθε θεωρία κι’ έπειτα θα επαναλάβουμε τη συνέχεια του θέματος.

Οι υποστηρικτές της πρώτης θεωρίας, που δογματίζουν ότι είναι αρχαιότεροι από τη σαρκική ζωή η πολιτεία των ψυχών μου φαίνεται ότι δεν είναι απαλλαγμένη από τα ελληνικά δόγματα, που μυθολογούν περί μετενσωματώσεως. Πράγματι, αν εξετάσει κάνεις ακριβώς, θα βρει ότι κατ’ ανάγκην ο λόγος τους σύρεται προς τούτο που λέγουν ότι είπε κάποιος από τους σοφούς εκείνους, ότι το ίδιο πρόσωπο έγινε άνδρας, μεταμφιέσθηκε σώμα γυναίκας, επέταξε μαζί με όρνεα, εφύτρωσε ως θάμνος και έγινε υδρόβιος. Αυτός που λέγει τούτα για τον σοφό αυτόν δεν είναι έξω από την αλήθεια κατά την κρίσιν μου. Διότι πράγματι τα δόγματα αυτού τού είδους είναι άξια της φλυαρίας βατράχων ή κοράκων ή της σιωπής των ιχθύων ή της αναισθησίας των δένδρων, το να λέγεται δηλαδή ότι μια ψυχή έρχεται δια μέσου τόσων πραγμάτων.

Αυτής της ατοπίας αιτία είναι τούτο, το να νομίζεται ότι οι ψυχές προϋφίστανται. Πράγματι η αρχή του δόγματος τούτου προωθώντας τον λόγο με συνέπεια προς το επόμενο και το παρακείμενο φθάνει έως αυτήν την τερατώδη θέση. Αν δηλαδή η ψυχή, αφού αποσπάστηκε από την υψηλότερη πολιτεία για κάποια κακία, μετά την, όπως λέγουν, κατ’ αρχήν (άπαξ) γεύση του σωματικού βίου, πάλι γίνεται άνθρωπος (είναι πάντως εμπαθέστερος ο ένσαρκος βίος από τον αΐδιο και ασώματο, όπως ομολογείται)· κατ’ ανάγκη αυτή που ήλθε σ’ αυτόν τον βίο, όπου υπάρχουν περισσότερες αφορμές για αμαρτία, θα έλθει σέ περισσότερη κακία και θα καταστεί εμπαθέστερη από πριν. Πάθος δε τής ανθρώπινης ψυχής είναι η ομοίωση προς το άλογο· κι’ αν προσοικειωθεί με τούτο εκτρέπεται σε κτηνώδη φύση· αφού δε άπαξ βαδίσει δια της κακίας δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει την προς το κακό πρόοδό της, καθώς έφθασε στην αλογία. Διότι η στάσις του κακού είναι αρχή τής κατά την αρετή ορμής· ενώ στα άλογα δεν υπάρχει αρετή, επομένως αναγκαίως σαν αλλοιωθεί διαπαντός προς το χειρότερο, προχωρώντας πάντοτε προς το ατιμότερο και πάντοτε βρίσκοντας το χειρότερο της φύσεως στην οποία ευρίσκεται. Όπως δε το αισθητό είναι παρακάτω από το λογικό, έτσι και από τούτο γίνεται μετάπτωσις προς το αναίσθητο.

Αλλά ο λόγος τους, όταν προχωρεί έως το σημείο τούτο, έστω και αν οδηγείται εκτός της αληθείας, πάντως ανταλλάσσει το άτοπο με το άτοπο με κάποια λογική ακολουθία. Πέρα από αυτό το σημείο όμως το δόγμα τους μυθοποιείται με ασυναρτησίες. Διότι η λογική ακολουθία μαρτυρεί τελεία διαφθορά της ψυχής. Αυτή που γλίστρησε μια φορά από την υψηλή πολιτεία δεν μπορεί να σταθεί στη μέση τής κακίας, αλλά δια της ροπής προς τα πάθη θα μεταβεί από το λογικό προς το άλογο, από εκείνο θα μετατεθεί προς την αναισθησία των φυτών, με το αναίσθητο γειτονεύει κάπως το άψυχο, σ’ αυτό δε ακολουθεί το ανύπαρκτο. Ώστε γι’ αυτούς η ψυχή κατά λογική ακολουθία θα μετατοπισθεί προς το μη ον.

Επομένως κατ’ ανάγκη θα τους είναι αδύνατη η επιστροφή προς το καλύτερο. Αυτοί όμως από το θάμνο ξαναφέρουν την ψυχή στον άνθρωπο. Επομένως αποδεικνύουν με αυτά ότι η ζωή στο θάμνο είναι προτιμότερη από την ασώματη διαγωγή· πράγματι έχει δειχθεί ότι η προχώρηση της ψυχής προς το χειρότερο ευλόγως την κατεβάζει προς το κατώτερο. Είναι δε κατώτερο από την αναίσθητη φύση το άψυχο, στο οποίο λογικώς φέρει την ψυχή η αρχή του δόγματός τους. Αλλ’ επειδή δεν το θέλουν τούτο, ή κλείνουν την ψυχή μέσα στο αναίσθητο στοιχείο ή, αν από εκεί την ξαναφέρουν στον ανθρώπινο βίο, θ’ αποδείξουν, όπως έχει λεχθεί, τον φυτικό βίο προτιμότερο από την πρώτη κατάσταση, εφ’ όσον από εκεί μεν έγινε η πτώση προς την κακία, από εδώ δε γίνεται η επάνοδος προς την αρετή. Επομένως αποδεικνύεται ακέφαλη και ατελής η θεωρία αυτή που παρουσιάζει τις ψυχές να ζουν μόνες τους πριν από την μέσα στη σάρκα ζωή και να συνδέονται με τα σώματα λόγω της κακίας.

Η δε ατοπία εκείνων που λέγουν ότι η ψυχή είναι νεώτερη του σώματος έχει αποδειχθεί από τα επόμενα. Επομένως είναι εξ ίσου απόβλητες οι θεωρίες και των δύο. Νομίζω ότι η δική μας διδασκαλία πρέπει να διατυπωθεί ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο απόψεις [συγχρόνως ψυχή και σώμα έρχονται σε ύπαρξη]. Κι’ αυτό επιτυγχάνεται, εφ’ όσον αφ’ ενός μεν δεν δεχόμαστε σύμφωνα με την ελληνική απάτη ότι οι ψυχές, ενώ τριγυρίζουν στο σύμπαν βαρυνόμενες από κάποια κακία, πέφτουν κάτω στη γη από αδυναμία, επειδή δεν μπορούν να τρέχουν με τον ταχύ ρυθμό της κινήσεως τού πόλου· αφ’ ετέρου δε δεν ισχυριζόμαστε ότι αρχικά προδιαπλάσσεται με το λόγο ο άνθρωπος σαν πήλινος ανδριάντας, κι’ έπειτα για χάρη του γίνεται ή ψυχή. Διότι τότε οπωσδήποτε θ’ αποδεικνυόταν ατιμότερη από το πήλινο πλάσμα η νοερή φύσις.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΗʹ.
Πρὸς τοὺς λέγοντας προϋφεστάναι τὰς ψυχὰς τῶν σωμάτων, ἢ τὸ ἔμπαλιν πρὸ τῶν ψυχῶν διαπεπλᾶσθαι τὰ σώματα. Ἐν ᾧ τις καὶ ἀνατροπὴ τῆς κατὰ τὰς μετεμψυχώσεις μυθοποιίας. 

Τάχα γὰρ οὐκ ἔξω τῆς προκειμένης ἡμῖν πραγματείας ἐστὶ, τὸ διεξετάσαι τὸ ἀμφιβαλλόμενον ἐν ταῖς ἐκκλησίαις περὶ ψυχῆς τε καὶ σώματος. Τοῖς μὲν γὰρ τῶν πρὸ ἡμῶν δοκεῖ, οἷς ὁ Περὶ τῶν ἀρχῶν ἐπραγματεύθη λόγος, καθάπερ τινὰ δῆμον ἐν ἰδιαζούσῃ πο λιτείᾳ τὰς ψυχὰς προϋφεστάναι λέγειν. Προκεῖσθαι δὲ κἀκεῖ τά τε τῆς κακίας καὶ τῆς ἀρετῆς ὑποδείγματα. Καὶ παραμένουσαν μὲν ἐν τῷ καλῷ τὴν ψυχὴν, τῆς πρὸς τὸ σῶμα συμπλοκῆς μένεινἀπείρατον· εἰ δὲ καὶ ἀποῤῥυῇ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίας, πρὸς τὸν τῇδε βίον κατολισθαίνειν, καὶ οὕτως ἐν σώματι γίνεσθαι. 

Ἕτεροι δὲ τῇ κατὰ τὸν Μωσέα τάξει τῆς κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου προσέχοντες, δευτέραν εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος κατὰ τὸν χρόνον φασίν. Ἐπειδὴ πρῶτον λαβὼν ὁ Θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον· εἶθ' οὕτως ἐψύχωσε διὰ τοῦ ἐμφυσήματος. Καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ προτιμοτέραν ἀποδεικνύουσι τῆς ψυχῆς τὴν σάρκα, τῆς ἐπεισκρινο μένης τὴν προδιαπεπλασμένην.

Λέγουσι γὰρ διὰ τὸ σῶμα τὴν ψυχὴν γενέσθαι, ὡς ἂν μὴ ἄπνουν τε καὶ ἀκίνητον εἴη τὸ πλάσμα. Πᾶν δὲ τὸ διά τι γινόμενον, ἀτιμότερον πάντως ἐστὶ τοῦ δι' ὃ γίνεται. Καθὼς τὸ Εὐαγγέλιον λέγει, ὅτι πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς ἡ ψυχὴ, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος, διότι τούτων ἕνεκεν ἐκεῖνα. Οὐ γὰρ διὰ τὴν τροφὴν ἡ ψυχὴ, οὐδὲ τοῦ ἐνδύματος χάριν κατεσκευάσθη τὰ σώματα, ἀλλὰ τούτων όντων, εκείνα δια τη χρείαν προσεξηυρέθη,

Ἐπεὶ οὖν ἐν ἀμφοτέραις ταῖς ὑπολήψεσιν ὁ λόγος ὑπαίτιος, τῶν τε προβιοτεύειν τὰς ψυχὰς ἐν ἰδίᾳ τινὶ καταστάσει μυθολογούντων, καὶ τῶν ὑστέρας τῶν σωμάτων κατασκευάζεσθαι νομιζόντων· ἀναγκαῖον ἂν εἴη μηδὲν τῶν λεγομένων ἐν τοῖς δόγμασι περιιδεῖν ἀνεξέταστον. Ἀλλὰ τὸ μὲν δι' ἀκριβείας τοὺς ἑκατέρωθεν γυμνάζειν λόγους, καὶ πάσας ἐκκαλύπτειν τὰς ἐγκειμένας ἀτοπίας ταῖς ὑπολήψεσι, μακροῦ ἂν δέοιτο καὶ χρόνου καὶ λόγου· δι' ὀλίγων δὲ, καθώς ἐστι δυνατὸν, ἑκάτερον τῶν εἰρημένων ἐπισκεψάμενοι, πάλιν τῶν προκειμένων ἀντιληψόμεθα. 

Οἱ τῷ προτέρῳ παριστάμενοι λόγῳ, καὶ πρεσβυτέραν τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς τὴν πολιτείαν τῶν ψυχῶν δογματίζοντες, οὔ μοι δοκοῦσι τῶν Ἑλληνικῶν καθαρεύειν δογμάτων, τῶν περὶ τῆς μετενσωματώσεως αὐτοῖς μεμυθολογημένων. Εἰ γάρ τις ἀκριβῶς ἐξετάσειε, πρὸς τοῦτο κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην τὸν λόγον αὐτοῖς εὑρήσει κατασυρόμενον, ὅν φασί τινα τῶν παρ' ἐκείνοις σοφῶν εἰρηκέναι, ὅτι ἀνὴρ γέγονεν ὁ αὐτὸς, καὶ γυναικὸς σῶμα μετημφιάσατο, καὶ μετ' ὀρνέων ἀνέπτη, καὶ θάμνος ἔφυ, καὶ τὸν ἔνυδρον ἔλαχε βίον. Οὐ πόῤῥω τῆς ἀληθείας κατά γε τὴν ἐμὴν κρίσιν φερόμενος, ὁ περὶ αὐτοῦ ταῦτα λέγων. Ὄντως γὰρ βατράχων τινῶν ἢ κολοιῶν φλυαρίας, ἢ ἀλογίας ἰχθύων, ἢ δρυῶν ἀν αισθησίας ἄξια τὰ τοιαῦτα δόγματα, τὸ μίαν ψυχὴν λέγειν διὰ τοσούτων ἐλθεῖν. 

Τῆς δὲ τοιαύτης ἀτοπίας αὕτη ἐστὶν ἡ αἰτία, τὸ προϋφεστάναι τὰς ψυχὰς οἴεσθαι. Δι' ἀκολούθου γὰρ ἡ ἀρχὴ τοῦ τοιούτου δόγμα τος ἐπὶ τὸ προσεχές τε καὶ παρακείμενον τὸν λόγον προάγουσα, μέχρι τούτου τερατευομένη διέξεισιν. Εἰ γὰρ διά τινος κακίας ἀποσπασθεῖσα τῆς ὑψηλο τέρας ἡ ψυχὴ πολιτείας, μετὰ τὸ (καθώς φασιν) ἅπαξ γεύσασθαι τοῦ σωματικοῦ βίου, πάλιν ἄνθρω πος γίνεται, ἐμπαθέστερος δὲ πάντως ὁ ἐν σαρκὶ βίος ὁμολογεῖται παρὰ τὸν ἀΐδιον καὶ ἀσώματον· ἀνάγκη πᾶσα τὴν ἐν τῷ τοιούτῳ γινομένην βίῳ, ἐν ᾧ πλείους αἱ πρὸς τὸ ἁμαρτάνειν εἰσὶν ἀφορμαὶ, ἐν πλείονί τε κακίᾳ γενέσθαι, καὶ ἐμπαθέστερον ἢ πρό τερον διατεθῆναι· ἀνθρωπίνης δὲ ψυχῆς πάθος, ἡ πρὸς τὸ ἄλογόν ἐστιν ὁμοίωσις· τούτῳ δὲ προσοικειωθεῖσαν αὐτὴν, εἰς κτηνώδη φύσιν μεταῤῥυῆναι· ἅπαξ δὲ διὰ κακίας ὁδεύουσαν, μηδὲ ἐν ἀλόγῳ γενο μένην, τῆς ἐπὶ τὸ κακὸν προόδου λῆξαί ποτε. Ἡ γὰρ τοῦ κακοῦ στάσις, ἀρχὴ τῆς κατ' ἀρετήν ἐστιν ὁρμῆς· ἀρετὴ δὲ ἐν ἀλόγοις οὐκ ἔστιν. Οὐκοῦν ἀεὶ πρὸς τὸ χεῖρον ἐξ ἀνάγκης ἀλλοιωθήσεται, πάντοτε πρὸς τὸ ἀτιμότερον προϊοῦσα, καὶ ἀεὶ τὸ χεῖρον τῆς ἐν ᾗ ἐστι φύσεως ἐξευρίσκουσα. Ὥσπερ δὲ τοῦ λογικοῦ τὸ αἰσθητὸν ὑποβέβηκεν, οὕτω καὶ ἀπὸ τούτου ἐπὶ τὸ ἀναίσθητον ἡ μετάπτωσις γίνεται.

Ἀλλὰ μέχρι τούτου προϊὼν ὁ λόγος αὐτοῖς, εἰ καὶ ἔξω τῆς ἀληθείας φέρεται, ἀλλά γε διά τινος ἀκολουθίας τὸ ἄτοπον ἐξ ἀτόπου μεταλαμβάνει. Τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη διὰ τῶν ἀσυναρτήτων αὐτοῖς τὸ δόγμα μυθοποιεῖται. Ἡ μὲν γὰρ ἀκολουθία παντελῆ δια φθορὰν τῆς ψυχῆς ὑποδείκνυσιν. Ἡ γὰρ ἅπαξ τῆς ὑψηλῆς πολιτείας ἀπολισθήσασα, ἐν οὐδενὶ μέτρῳ κακίας στῆναι δυνήσεται, ἀλλὰ διὰ τῆς πρὸς τὰ πάθη σχέσεως, ἀπὸ μὲν τοῦ λογικοῦ πρὸς τὸ ἄλογον μετα βήσεται· ἀπ' ἐκείνου δὲ πρὸς τὴν τῶν φυτῶν ἀναισθησίαν μετατεθήσεται· τῷ δὲ ἀναισθήτῳ γειτνιᾷ πως τὸ ἄψυχον· τούτῳ δὲ τὸ ἀνύπαρκτον ἕπεται. Ὥστε καθόλου διὰ τῆς ἀκολουθίας πρὸς τὸ μὴ ὂν αὐτοῖς ἡ ψυχὴ μεταχωρήσει. 

Οὐκοῦν ἀμήχανος αὐτῇ πάλιν ἐξ ἀνάγκης ἔσται ἡ πρὸς τὸ κρεῖττον ἐπάνο δος. Ἀλλὰ μὴν ἐκ θάμνου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν ἐπανάγουσιν. Οὐκοῦν προτιμοτέραν τὴν ἐν θάμνῳ ζωὴν τῆς ἀσωμάτου διαγωγῆς ἐκ τούτων ἀποδεικνύουσιν. Δέδεικται γὰρ, ὅτι ἡ πρὸς τὸ χεῖρον γενομένη πρόοδος τῆς ψυχῆς, πρὸς τὸ κατώτερον κατὰ τὸ εἰκὸς ὑποβήσεται. Ὑποβέβηκε δὲ τὴν ἀναίσθητον φύσιν τὸ ἄψυχον, εἰς ὃ δι' ἀκολουθίας ἡ ἀρχὴ τοῦ δόγματος αὐτῶν τὴν ψυχὴν ἄγει. Ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο οὐ βούλονται ἢ τῷ ἀναισθήτῳ τὴν ψυχὴν ἐγκατακλείουσιν, ἢ εἴπερ ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸν ἀνθρώπινον αὐτὴν ἐπανάγοιεν βίον, προτιμότερον (καθὼς εἴρη) τὸν ξυλώδη βίον τῆς πρώτης ἀποδείξουσι κα ταστάσεως, εἴπερ ἐκεῖθεν μὲν ἡ πρὸς κακίαν κα τάπτωσις γέγονεν, ἐντεῦθεν δὲ ἡ πρὸς ἀρετὴν ἐπάνοδος γίνεται. Οὐκοῦν ἀκέφαλός τις καὶ ἀτελὴς ὁ τοιοῦτος διελέγχεται λόγος, ὁ τὰς ψυχὰς ἐφ' ἑαυτῶν πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς βιοτεύειν κατασκευάζων, καὶ διὰ κακίας συνδεῖσθαι τοῖς σώμασι. 

Τῶν δέ γε νεωτέραν τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν εἶναι λεγόντων, προκατεσκευάσθη διὰ τῶν κατόπιν ἡ ἀτοπία. Οὐκοῦν ἀπόβλητος ἐπίσης ὁ παρ' ἀμφοτέρων λόγος. Διὰ δὲ τοῦ μέσου τῶν ὑπολήψεων εὐθύνειν οἶμαι δεῖν ἐν ἀληθείᾳ τὸ ἡμέτερον δόγμα. Ἔστι δὲ τοῦτο, τὸ μήτε κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν ἀπάτην ἐν κακίᾳ τινὶ βαρη θείσας τὰς τῷ παντὶ συμπεριπολούσας ψυχὰς, ἀδυναμίᾳ τοῦ συμπαραθέειν τῇ ὀξύτητι τῆς τοῦ πόλου κινήσεως, ἐπὶ τὴν γῆν καταπίπτειν οἴεσθαι· μηδ' αὖ πάλιν οἱονεὶ πήλινον ἀνδριάντα προδιαπλασθέντα τῷ λόγῳ τὸν ἄνθρωπον, τούτου ἕνεκα τὴν ψυχὴν γίνεσθαι λέγειν. Ἦ γὰρ ἂν ἀτιμοτέρα τοῦ πηλίνου πλάσματος ἡ νοερὰ φύσις ἀποδειχθείη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: