Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (96)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

 Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 40

     Η οικογενειακή εστία και τα είδωλα των θεών που την περιέβαλαν ήταν πάντως το μόνο σχεδόν καταφύγιο της ψυχής, όταν είχε την ανάγκη να ξεφύγει, έστω εσωτερικά, από την τρομερή πόλη. Εδώ η πόλη δεν μπορούσε να επέμβει, ούτε και το επιθυμούσε, στον βαθμό που διατηρούσε βέβαια κάποιο υπόλοιπο σωφροσύνης. Υπήρξε όμως και κάποιος, ο οποίος κατέληξε, σχεδιάζοντας την εικόνα τής ιδανικής, κατά την αντίληψή του, πολιτείας, στα αναγκαία συμπεράσματα: πρόκειται για τον Πλάτωνα και τους Νόμους του. Η απέχθειά του για κάθε είδους τελετουργία πέρα από την επίσημη λατρεία τής πόλης, τον οδήγησε στην καταγγελία τής ιδιωτικής λατρείας ως βασικό έρεισμα δεισιδαιμονίας, απαιτώντας την δια νόμου απαγόρευση κατοχής ιερών αντικειμένων κατ’ οίκον ! «Αν κάποιος επιθυμεί να θυσιάσει, να πηγαίνει στους δημόσιους (χώρους) και να παραδίδει τις προσφορές του στον ιερέα και την ιέρεια· εκεί μπορεί να προσεύχεται μαζί τους και με όποιον επιθυμεί ακόμα να συμμετέχει. Τα ιερά και τα είδωλα των θεών δεν πρέπει να είναι κτήμα οποιουδήποτε, διότι η ορθή χρήση τους απαιτεί μεγάλη διάκριση. Είναι συνήθεια όλων τών γυναικών, αλλά και όσων βρίσκονται σε κίνδυνο ή υποφέρουν ή τούς συμβαίνει κάτι θλιβερό, να αφιερώνουν (στους θεούς)  ό,τι τούς βρίσκεται πρόχειρο, και να υπόσχονται προσφορές, αγάλματα και κτίσματα στους θεούς, στους δαίμονες και στους ήρωες. Και από φόβο για πράγματα που είδαν ξύπνιοι ή σε όνειρο, και ως ανάμνηση φαινομένων, αλλά και ως αντίδοτα φάρμακα για όλα αυτά, κατασκευάζουν οι άνθρωποι βωμούς και ιερά, και γεμίζουν μ’ αυτά όλα τα σπίτια και τα χωριά… Γι’ αυτό και πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με την ανωτέρω απαγόρευση (της ιδιωτικής λατρείας), αλλά και εξαιτίας τών ασεβών, για να μη μονοπωλούν την ιδιωτική λατρεία, αναγείροντας βωμούς και ιερά στο σπίτι τους, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν με θυσίες και προσευχές την εύνοια των θεών εν κρυπτώ· καθώς επιδεινώνουν με τον τρόπο αυτό  την κατάστασή τους, συνεχίζοντας επ’ αόριστον την ίδια εγκληματική δράση, και επισύροντας έτσι την εκδίκηση των θεών, όχι μόνο σε βάρος τους, αλλά και σε βάρος όλων τών άλλων που απευθύνονται στους ίδιους θεούς, έστω κι αν οι τελευταίοι έχουν καλές προθέσεις, με αποτέλεσμα να καταντήσει ολόκληρη η πόλη θύμα τών ασεβών

     Αυτός ο τελευταίος υπαινιγμός έμεινε, όπως και το αίτημα περί θρησκευτικής αστυνομίας στο τέλος τού δέκατου βιβλίου τού έργου του, χωρίς, προφανώς, συνέχεια, κι όταν η Ελλάδα άρχισε να καταρρέει, το γεγονός δεν είχε καμία σχέση με τις «κακεντρεχείς» ιδιωτικές θυσίες. Φυσικά και θα υπήρχαν πολλές αφελώς ιδιοτελείς προσευχές στην ιδιωτική λατρεία, η οποία παρέμεινε ωστόσο μια από τις πλέον αθώες, συνολικά, και πιο παρήγορες όψεις τού ελληνικού βίου. Για να κρίνουμε όμως δίκαια τον Πλάτωνα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ποιο ήταν το  πνεύμα τών φιλοσόφων απέναντι στη δεισιδαιμονία και την ισχύ της στο σύνολό τους. Ήταν βέβαια αδύνατο να ανατρέψουν μια τέτοια κατάσταση, και μπορούσαν μόνο να τη διαπιστώσουν. Ας ακούσουμε όμως καλύτερα εδώ τον ίδιον τον Πλάτωνα: «Οι άνθρωποι πιστεύουν στους μύθους που θήλασαν μαζί με το μητρικό γάλα, ακούγοντας τις τροφούς και τις μητέρες τους να τούς διηγούνται με τρόπο σοβαρό και ευχάριστο, όπως ένα μαγικό τραγούδι· στις θυσίες και τις προσευχές μπορεί κανείς να ακούσει και να δει τί προτιμούν τα παιδιά, όταν οι γονείς εκτελούν με ιδιαίτερο ζήλο, γι’ αυτά και για τους ίδιους, τις θυσίες και απευθύνονται με προσευχές και ικεσίες στους θεούς σαν να είναι παρόντες· αρκεί να κοιτάξουμε γύρω μας, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Βαρβάρους: στην ευτυχία και στη δυστυχία, όταν ο ήλιος και η σελήνη ανατέλλουν ή δύουν, η ίδια απόλυτη ευλάβεια βασιλεύει παντού, και όλοι γονατίζουν με κατάνυξη

     Εκτός από την οικογενειακή λατρεία τών θεών υπήρχε και η εκδήλωση της ατομικής ευλάβειας στα λιβάδια, τα δάση, τα ποτάμια, τις πηγές και τις ακτές, που διαφεύγει, ήδη από τον Όμηρο, από κάθε  ιστορική αξιολόγηση, και που ήταν πολύ πιο ένθερμη συχνά από την αντίστοιχη εντός τών ναών. Υπήρχαν ασφαλώς προσευχές που ζητούσαν προστασία και ευημερία, αγωνιώδεις παρακλήσεις, αλλά και λόγια επίσης και ύμνοι αυτών που βίωναν την ιεροπρέπεια της στιγμής, και που αισθάνονταν την εγγύτητα του θεού. Ποια θαυμαστή, στ’ αλήθεια, σχέση μπορούσε να συνδέει τούς νέους μιας περιοχής με τη θεότητα του ποταμού τους, στην οποία συνήθιζαν να προσφέρουν ως θυσία τη μακριά και φροντισμένη κόμη τους, που τη διατηρούσαν μέχρι την αρχή τής εφηβείας !

     Κι αν μας επιτρέπεται να σταθμίσουμε την αξία τής τέχνης δίπλα στην αξία τής θρησκείας, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τη θαυμαστή ελληνική μικροτεχνία τού πηλού και του χαλκού, η οποία δημιούργησε, ξεκινώντας από τούς οικιακούς πιθανότατα θεούς, αντικείμενα μοναδικού κάλλους. Ανάμεσα στα αντικείμενα της περιουσίας εύπορων πολιτών υπήρχαν ασφαλώς και εκείνοι οι καθήμενοι Σειληνοί με τη σύριγγα ή τούς αυλούς τού Πάνα, τους οποίους μπορούσε να ανοίξει κανείς, ανακαλύπτοντας ένα «θαυμαστό» χρυσό ειδώλιο στο εσωτερικό τους. Αλλά και τα σκεύη τής θυσίας, τα κύπελλα, τα βάζα κ. τ. λ. αποτελούσαν μια πολύτιμη συχνά, παλαιά κληρονομιά τής οικογένειας.

     Αν η συνολική τώρα ισχύς τής λατρείας, που εξασφαλίζει τη δύναμη και τη διάρκεια μιας θρησκείας, εκτιμάται αναλογικά με την αίγλη που αυτή η λατρεία εξακολουθεί να συντηρεί, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν ορισμένες ύστερες απόψεις, που ανήκουν στην καλύτερη περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο ορθολογισμός και η φιλοσοφία είχαν εξοβελίσει πλήρως, σύμφωνα με μιαν ευρέως διαδεδομένη αντίληψη,  την αρχαία πίστη. Υπάρχουν όμως δυό τουλάχιστον άνθρωποι, μέτοχοι λόγιας και φιλοσοφικής παιδείας, που καθίστανται σε ανύποπτο χρόνο και εντελώς αυθόρμητα μάρτυρες της συνεισφοράς τής λατρείας: ο Στράβων και ο Πλούταρχος.

     «Έλληνες και Βάρβαροι έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την τέλεση των θυσιών τους σε κατάσταση νηφαλιότητας», λέει ο πρώτος, «που απαλλάσσει τη σκέψη από τις ανθρώπινες μέριμνες και στρέφει το καθαυτό πνευματικό στοιχείο τού ανθρώπου προς το θείο. Η έξαρση εμπεριέχει θεία έμπνευση, και προσεγγίζει την ενόραση. Η μυστικιστική ατμόσφαιρα, που περιβάλλει το ιερό τών ναών, καθιστά επιβλητικό το θείο στοιχείο, μιμούμενη τη φύση, η οποία διαφεύγει επίσης από την αντίληψή μας. Παρόμοια μάς συνδέει και η μουσική – με τον χορό, τον ρυθμό και τη μελωδία – , χάρη στην απόλαυση και το κάλλος τής τέχνης, με το θείο. Είναι σωστό εξάλλου αυτό που λέγεται, ότι δηλ. οι άνθρωποι μιμούνται, κυρίως όταν ευεργετούν, τους θεούς· θα ήταν όμως ακόμα πιο σωστό να λέγεται, ότι τούς μιμούνται, όταν είναι κυρίως μακάριοι, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με την απόλαυση, τις τελετές, τη φιλοσοφία και την εξάσκηση της μουσικής… διότι προσεγγίζει τούς θεούς οτιδήποτε ανυψώνει το πνεύμα».

     Ο Πλούταρχος διαπιστώνει επίσης σε ένα κείμενό του, ότι τη μεγαλύτερη απόλαυση αποτελούν για τους ανθρώπους οι εορτασμοί και τα συμπόσια που συνοδεύουν τις θυσίες, οι μυήσεις στα μυστήρια, οι διονυσιακές τελετές, καθώς και οι παρακλήσεις προς τους θεούς. Ενώ εκφράζει προφανώς, σ’ ένα άλλο σημείο, τις απόψεις του, με τα λόγια ενός συνομιλητή σε κάποιον από τούς διαλόγους του:

     «Η πλέον ευχάριστη παραμονή είναι μέσα στους ιερούς τόπους και η καλύτερη περίοδος του χρόνου αυτή τών θρησκευτικών εορτών· τίποτε από όσα μπορεί κανείς να δει και να ακούσει δεν χαροποιεί τόσο όσο τα θεία πράγματα που ακούμε ή εκτελούμε οι ίδιοι μέσα σε εξάρσεις χαράς, χορούς, θυσίες ή μυστηριακές τελετές. Εκεί η ψυχή προσεγγίζει τη θεότητα, απαλλάσσεται από τη θλίψη, τον φόβο και την οδύνη, και αφήνεται ολότελα μέσα σε μια χαρά που αγγίζει τη μέθη, την ιλαρότητα και τους αστεϊσμούς. Οι θυσίες και οι λιτανείες προσφέρουν στις γριές και τους γέρους, στους δούλους που εργάζονται σκληρά, στους πένητες, στους υπηρέτες τής οικίας και του αγρού ευφροσύνη και ευδαιμονία, ενώ τα δείπνα τών θυσιών είναι πιο εύγευστα και από τα βασιλικά».

     Όλες όμως οι δραστηριότητες αυτής τής αγαπημένης λατρείας ήταν εξαρτημένες από το επίπεδο της ευημερίας και, σε έναν επίσης βαθμό,  από την ίδια τη δύναμη της πίστης. Στις επιρρεπείς στην απόλαυση πόλεις απαξιωνόταν, όταν υπήρχε οικονομική δυσπραγία και περιοριζόταν ή χανόταν η διάθεση για εορτασμούς, και η θρησκεία· η οποία και έχανε, από τη στιγμή που οι ετήσιες εορτές προς τιμήν τών θεών και των ηρώων απλοποιούνταν, οι αγώνες και οι τελετές σταματούσαν, όταν έπαυε, με άλλα λόγια, η σύνδεση της χαράς τής ζωής με την ευλάβεια, την αίγλη της. Η καταστροφή αμέτρητων ελληνικών κοινοτήτων και η μείωση του πληθυσμού στους χρόνους που ακολούθησαν τον θάνατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέχρι και την υποταγή στη Ρώμη, προκάλεσαν την παρακμή πολλών ειδών λατρείας· η Ελλάδα άρχισε ωστόσο να συνέρχεται, και έζησε ένα διάστημα γαλήνης στα χρόνια του Πλούταρχου και του Στράβωνα· η χώρα έζησε μάλιστα, την εποχή τού Αδριανού, και υπό την ιδιαίτερη εύνοια του αυτοκράτορα, τη δημιουργία σημαντικών τόπων λατρείας.     

     Διαπιστώνεται επίσης από τα κείμενα του Παυσανία, ότι διατηρήθηκαν συχνά, ακόμα και σε πόλεις που είχαν καταστραφεί, οι ναοί και οι λατρείες τους, ενώ σε πόλεις που υπήρχαν ακόμη κατά την εποχή τών Αντωνίνων, έγιναν προσπάθειες να διατηρηθούν οι αγώνες και οι εορτές. Είναι η ίδια εποχή που ο Λουκιανός αποδίδει στους θεούς του έγνοιες κάθε είδους και στενοχώριες, μόνο που η ειρωνεία του ξεπερνά κατά πολύ την πραγματικότητα. Η οικονομική εξαθλίωση που επικράτησε τον 3ον αιώνα, μαζί με την ταυτόχρονη εξαφάνιση πολλών κοινοτικών θεσμών, ευθύνονται  επίσης για την εξαφάνιση των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων, ανοίγοντας τον δρόμο στη διείσδυση του χριστιανισμού. Ο οποίος συνάντησε σθεναρή ωστόσο αντίσταση και τότε, αλλά και αργότερα στην ύπαιθρο, όπου η λατρεία είχε διατηρήσει την απλότητά της και την αρχαία παράδοση. Η αρχαία θρησκεία θα είχε εξακολουθήσει να επιβιώνει για καιρό στις πόλεις τής κυρίως Ελλάδας, αν δεν είχαν παρέμβει οι χριστιανοί αυτοκράτορες και η κοσμική εξουσία· θα είχε δε επιχειρήσει την απόκτηση και νέων κλώνων, αν της είχε παραχωρηθεί έστω και ένα δείγμα λατρείας. Δεν είναι ασφαλώς χωρίς νόημα το γεγονός ότι η λέξη «Έλληνας» σήμαινε για πολύν καιρό τον «ειδωλολάτρη».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: