Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (110)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 24 Ιανουαρίου 2022

                                         Jacob Burckhard

                                           ΤΟΜΟΣ 2ος

                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΙV. Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

     «Υπάρχει κανένα έθνος, καμία πόλη, που να μην πιστεύει στις προβλέψεις που απεικονίζουν τα εντόσθια σφαγμένων ζώων, στις ερμηνείες θαυμαστών φαινομένων ή λάμψεων, στις προφητείες τών οιωνών, των αστρολόγων, της τύχης, των ονείρων, και στους χρησμούς ;»

     Έτσι εκφράζεται ο Κικέρων εξ ονόματος όλης τής αρχαιότητας, και δικαίως. Ο τεράστιος όγκος οιωνών και προβλέψεων κάθε είδους που επικαλούνται σε κάθε ευκαιρία οι αρχαίοι συγγραφείς, δεν έπαψε να εντυπωσιάζει τούς αναγνώστες κάθε εποχής. Για την εξοικείωση με την ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία κρίνεται εξ αρχής αναγκαία η γνώση αυτών τών φαινομένων, στα οποία οι αναλυτές απέδωσαν την συλλογική ονομασία «αποκαλύψεις». Θεωρούμε πάντως ότι είναι προτιμότερος ένας τίτλος που μας επιτρέπει να ερευνήσουμε το φαινόμενο εκτός τής θρησκείας, από την οποία εξαρτάται άλλωστε μόνον εν μέρει.

     Κάθε εποχή και κάθε λαός ευελπιστούσε και προσπαθούσε να προκαλέσει και να προβλέψει το μέλλον με κάθε μέσον. Η σύγχρονη εποχή επιθυμεί κι αυτή να προβλέψει, από μια διαφορετική σκοπιά, κατά το δυνατόν το μέλλον, όσο μεγάλη κι αν είναι η ταραχή που της προκαλεί η ανυπομονησία κι η θέρμη τών προσδοκιών της. Είναι δε δύσκολο να εκτιμήσουμε αν οι ψευδαισθήσεις, στις οποίες γίνεται έτσι  θύμα, έχουν εμφανώς μικρότερη έκταση απ’ ό,τι τις εποχές που βασίλευε αυτό που συνήθως αποκαλούμε δεισιδαιμονία. Η αρχαιότητα πίστευε αντίθετα, όπως και οι περισσότερες παγανιστικές εποχές, ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει άριστα το μέλλον. Οι περιπτώσεις όπου ο σύγχρονος κόσμος ακολούθησε τον ίδιον δρόμο εμπεριείχαν είτε κάποια υπολείμματα κελτο-γερμανικού παγανισμού, είτε κάποιου είδους επιδράσεις τής αρχαίας δεισιδαιμονίας, όπως συνέβαινε εδώ κι εκεί την εποχή τής Αναγέννησης. Αν δε η Εκκλησία τού Μεσαίωνα δεν είχε πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις αυτές τις πρακτικές, αρκετές απ’ αυτές θα είχαν επιβιώσει μέχρι και σήμερα. Μπορούμε ωστόσο να υποστηρίξουμε ότι μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ ημών και του αρχαίου κόσμου είναι σε γενικές γραμμές, ότι ο κόσμος εκείνος απέβλεπε, αντίθετα απ’ ό,τι εμείς, στη θαυματουργική ανάγνωση του μέλλοντος. Κανείς δεν αμφέβαλε άλλοτε για την αλήθεια των σημείων και των προαισθημάτων, κι αν ζητούσαμε τον λόγο γι’ αυτό από τούς Έλληνες, θα μας απαντούσαν: «Αν μπορούσατε να δείτε με τα μάτια μας, θα αντιλαμβανόσασταν ότι είναι το ίδιο το μέλλον που έρχεται και επιβάλλεται σ’ εμάς με κάθε είδους οιωνούς». Υπήρχε όμως επιπλέον και μια διάθεση εφησυχασμού στην καθημερινότητα έτσι, ώστε να μη χρειάζεται να σκέπτεται ή και να τοποθετείται ακόμα και στα απλούστερα των ζητημάτων κανείς. Υπάρχει πράγματι ένα απέραντο χάος ανάμεσα σε κείνη τη θεώρηση και τη σημερινή δική μας.

     Και μόνο την εποποιία να λάβουμε υπόψη, όλα τα θαυμαστά που αποκαλύπτονται στους ήρωες προέρχονται από τούς θεούς, που κυκλοφορούν ανάμεσά τους, είτε μεταμορφωμένοι, είτε με την πραγματική τους, θεϊκή εμφάνιση· παρόμοια όλες οι προβλέψεις και οι προφητείες αποστέλλονται από τούς θεούς, και στον Όμηρο δεν υπάρχει κανένας τυχαίος χρησμός. Στην εποχή που ακολούθησε, κάθε φορά που γινόταν λόγος για προφητείες και προβλέψεις υπήρχε πάντοτε μια σχέση με το θείο στοιχείο, μια θεοπνευστία, στην οποία και γινόταν άμεση ή έμμεση αναφορά κατά διάφορους τρόπους. Δίπλα όμως και πάνω από τούς θεούς υπήρχε η μοίρα, στην εξουσία τής οποίας πίστευε ανέκαθεν ο ελληνικός λαός. Παρ’ όλο που οι θεοί ήταν εκείνοι που αποκάλυπταν συνήθως στους ανθρώπους το μέλλον, δεν υπάρχει πουθενά η διαβεβαίωση ότι το εξουσίαζαν κιόλας. Είναι βέβαια αλήθεια, ότι οι θεοί αποδέχονταν τις παρακλήσεις για τα διάφορα, αμφιλεγόμενα μάλιστα αιτήματα, ή και την προστασία από διάφορους κινδύνους, και για να παρέχουν γενικά μιαν καλοτυχία. Υπήρχε όμως στη βάση όλων αυτών μια καθαρά ελληνική και πολύ διαδεδομένη αντίληψη, ότι ήταν μεν βασικό μέλημα των θεών το να προλέγουν το μέλλον, που θα μπορούσε επίσης να αποκαλύπτεται και με πολλούς άλλους τρόπους, χωρίς τη βοήθειά τους. Μπορεί δηλ. οι θεοί να έστελναν τους οιωνούς, και το επερχόμενο γεγονός να συνδεόταν, όπως είπαμε προηγουμένως, με τη θέληση των θεών. Αλλά οι χρησμοί μάς δίνουν καθαρά την αίσθηση, ότι δεν ήταν βέβαιο αν επρόκειτο για τη βούληση των θεών, ή της μοίρας. Το μέλλον καλύπτεται, είτε στην περίπτωση ενός μοναδικού γεγονότος, είτε μιας ακολουθίας μοιραίων συμβάντων, από έναν ελαφρύ πέπλο, που μερικά σημεία του μπορεί, ναι, να τα διαπεράσει ένα εξασκημένο μάτι, αλλά μπορεί μόνο το χέρι μιας εξαιρετικά προικισμένης υπάρξεως να τα ανασηκώσει. Μια ευρείας κλίμακας μαντική πρακτική αντιστοιχεί ασφαλώς σε μιαν εδραιωμένη μοιρολατρία· κι αν η αρχαιότητα πίστευε σ’ ένα οριστικό πεπρωμένο, ήταν φυσικό να επιδιώκει να το γνωρίσει με κάθε μέσο· όταν οι θεοί προσφέρονταν, οι άνθρωποι απευθύνονταν σ’ αυτούς, αλλιώς μπορούσαν να καταφύγουν σε μια πληθώρα από άλλα, διαθέσιμα μέσα. Και ήταν επίσης απολύτως κατανοητό, οι θνητοί να επιφυλάσσονται κατά βάθος, ή και ασυναίσθητα, ως προς τη διαχείριση του αποκαλυπτομένου γεγονότος, να προσπαθούν δηλ. να αποφύγουν, ανάλογα με την περίσταση, το μοιραίο. Στη θέση κάποιου γεγονότος προσφερόταν μερικές φορές κάποια ένδειξη, για το τί θα έπρεπε να γίνει ή να αποφευχθεί. Ένα όμως πράγμα δεν ζητήθηκε, ούτε και προσφέρθηκε ποτέ από τη μαντική: να προσφερθούν πληροφορίες για μια γενική  (θρησκευτική ή ηθική) αλήθεια.

     Μαντική τέχνη αποκαλείτο η γνώση τού μέλλοντος με τη διαμεσολάβηση συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία είτε το προφήτευαν άμεσα, είτε αποκάλυπταν σε άλλους σημάδια που είχαν αναδυθεί, ή που αυτά τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν προκαλέσει. Θα γνωρίσουμε σύντομα την ιδιαίτερη μορφή αυτής τής ατομικής μαντικής, καταγράφοντας τώρα την ετυμολογία και μόνο (αναμφισβήτητη σήμερα) της λέξης, που προέρχεται από το ρήμα μαίνεσθαι, και σημαίνει το να βρίσκεσαι εκτός εαυτού, χωρίς να προϋποθέτει καμιά προς το παρόν σχέση με τους θεούς, ή κάποιο θεϊκό μήνυμα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η μαντική είναι το αντίθετο της μνήμης, υπογραμμίζοντας έτσι απλώς ότι η μία αναφέρεται στο μέλλον και η άλλη στο παρελθόν. Σχετικά με την ψυχική κατάσταση που συνοδεύει τη μαντική μαθαίνουμε επίσης, ότι είναι πιθανότατα μια κατάσταση που αφυπνίζεται στα πρόθυρα του θανάτου·  τη στιγμή δηλ. που οι ψευδαισθήσεις τού επίγειου βίου χάνουν την αξία τους, αναδύεται η προφητική δυνατότητα που χαρακτηρίζει τη φύση τής ανθρώπινης ψυχής. Κάτι που επιβεβαιώνει ο Θησέας στον μάρτυρα τού Κολωνού: «Από τις πολλές σου προφητείες, καμιά δεν αποδείχθηκε ψευδής», και ο τυφλός Οιδίποδας δεν θα χρειαστεί πλέον οδηγό, αλλά θα συντροφεύσει ο ίδιος εκείνους που τον ακολουθούν στην τρομερή τοποθεσία όπου τον καρτερεί ο θάνατος. Υπήρξαν όμως και πολλές πληροφορίες που αφορούσαν στο μέλλον, και που κοινοποιήθηκαν άμεσα στους ανθρώπους, χωρίς την παρέμβαση της μαντικής.

     Ο καλύτερος τρόπος για να πληροφορηθεί κανείς την εξέλιξη μιας υπόθεσης από τούς θεούς ήταν οι ικετευτικές ζωοθυσίες, και η παρουσία τού μάντη ήταν εδώ επιθυμητή, όχι όμως και απαραίτητη.  Όλες οι θυσίες συνοδεύονταν ουσιαστικά από προφητείες, αλλά σ’ αυτήν ειδικότερα την περίπτωση συμπέραιναν απ’ το αν τα σπλάγχνα, και κυρίως το συκώτι τού θυσιασθέντος ζώου είχε φυσιολογική εμφάνιση, ότι η θυσία ήταν τουλάχιστον αποδεκτή από τη θεότητα, κι ότι υπήρχαν επομένως ελπίδες, το αίτημά τους να εισακουστεί. Αυτός που πρόσφερε τη θυσία διατηρούσε την ελπίδα, ότι ο θεός θα επέλεγε το κατάλληλο, σύμφωνα με τη διάθεσή του, ή ακατάλληλο ζώο. Και οι προβλέψεις σχετίζονταν έτσι με τη συμπεριφορά επίσης τού θύματος, με την όψη που αποκτούσαν τα καιόμενα στον βωμό κομμάτια τού ζώου, αλλά και με τη μορφή τής φλόγας, με την οποία συνδέθηκε ένας συγκριμένος μάλιστα τομέας τής μαντικής, η εμπυρομαντεία. Και παρότι η μελέτη τών σπλάχνων τών ζώων επεκτάθηκε κατά πολύ, ως προς τις διαδικασίες ερμηνείας τους, αργότερα στους Ρωμαίους, η μελέτη αυτή υπήρξε και για τους Έλληνες αρκετά σημαντική, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να το δούμε, ερευνώντας στη συνέχεια τη μαντική τέχνη.

     Την εποχή τού έπους, οι θεοί παραχωρούν επίσης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τις προφητείες τους στους ανθρώπους, σε αντάλλαγμα των προσευχών τους. Ο Πρίαμος ζητά, για παράδειγμα, από τον Δία να του στείλει, πριν επισκεφτεί τον Αχιλλέα, ως σημείο ευτυχούς κατάληξης τον αετό του· ο Οδυσσέας ζητά παρόμοια από τον Δία, κατά τον διαγωνισμό τοξοβολίας με τους μνηστήρες και πριν αποκαλύψει την ταυτότητά του, ένα θαυμαστό σημείο και μια προειδοποίηση· το πρώτο συντελείται με το άκουσμα μιας δυνατής βροντής, ενώ το δεύτερο με τα λόγια που ακούει τυχαία από το στόμα μιας υπηρέτριας, που αλέθει το σιτάρι. Τα έντονα φυσικά φαινόμενα κάθε είδους, όπως η βροντή, οι αστραπή, οι εκλείψεις τού ηλίου κ.τ.λ., θεωρήθηκαν πάντοτε ως μηνύματα των θεών, και προειδοποιήσεις σε στιγμές έντασης και διέγερσης των πνευμάτων· οι Έλληνες δεν αδιαφόρησαν ωστόσο ποτέ, ούτε στην καθημερινή τους ζωή γι αυτού τού είδους τα σημεία, παρότι δεν υπήρξαν ποτέ θύματα γοητείας μιας λεγόμενης «εκθαμβωτικής» επιστήμης, όπως οι Ετρούσκοι. Η εμφάνιση και το πέταγμα πουλιών, κυρίως αρπακτικών, που διάφοροι αρχαίοι λαοί συνέδεσαν με τις προβλέψεις τού μέλλοντος, μπορεί να αποτελούσαν πράγματι σημεία τών θεών στις περιπτώσεις που υπήρχε και μια σχετική ρητή αναφορά·  η πρόβλεψη του μέλλοντος έχει ωστόσο μια τόσο παλαιά και καθολική, σε γενικές γραμμές, προέλευση, ώστε να καθίσταται δύσκολο το να προσδιορίσουμε τη συμμετοχή τού θείου παράγοντα. Η μελέτη τής πτήσης τών πτηνών υπήρξε επίσης αντικείμενο της μαντικής τών νομάδων, που δεν διέθεταν σταθερούς βωμούς και τόπους λατρείας· μπορεί να συγκαταλεγόταν επίσης στη δεινότητα του κυνηγού ή τού ποιμένα, στις απαρχές τής ανθρωπότητας, με τις ρίζες της να τοποθετούνται πέρα ασφαλώς από κάθε γνωστή θρησκεία. Μια απόδειξη για το ότι πρόκειται για μιαν αρχαία, πάντως, πρακτική τών Ελλήνων είναι το ότι η λέξη «όρνιο» χρησιμοποιήθηκε για κάθε είδους προφητεία, «ακόμα και για το φτέρνισμα», όπως λέει ο Αριστοφάνης, ο οποίος προσδίδει στους Όρνιθες μιαν ιδιαίτερα ευτράπελη μορφή στη μαντική τέχνη τών συγκεκριμένων πτηνών. Η μελέτη τού πετάγματος των πουλιών, καθώς και των σπλάγχνων τών ζώων, αποκτά βέβαια έναν συστηματικό χαρακτήρα στους Ρωμαίους· διέθετε όμως και στους Έλληνες ευρύτατη χρήση και βαρύτητα στη λήψη αποφάσεων, αναγκάζοντας κάποτε τον Έκτορα να βροντοφωνάξει, προκειμένου να διαρρήξει τα δεσμά αυτής τής προκατάληψης, τη μεγαλοπρεπή φράση: «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης». Το πέταγμα ενός πουλιού εκλαμβάνεται ωστόσο πολλές φορές και ως σημείο ενός «περάσματος», υποδεικνύοντας ότι κάτι το μοιραίο προετοιμάζεται, – το ποια όμως μπορεί να είναι αυτή η μοίρα, θα πρέπει να το απαντήσει ένας χρησμός.

(συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ, ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: