ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΘΙΑ.
KARL KERENYI.
PYTHIA LOCUTA, CAUSA FINITA
(Πυθία αυτή, η αιτία τέλειωσε).
Το κείμενο που ακολουθεί αφορά μία συζήτηση γύρω από την Πυθία. Είναι ένα κείμενο κατά ένα μέρος υποθετικό, και επομένως προβληματικό. Αλλά κατά ένα μέρος είναι κατάλληλο να λύσει μερικά κακώς νοούμενα και να φωτίσει ορισμένα σκοτεινά σημεία γύρω από την Πυθία.
Στην αρχαϊκή κλασσική εποχή τής ελληνικής θρησκείας πολύν χρόνο πριν και μερικούς αιώνες μετά τους περσικούς πολέμους-υπήρχε τουλάχιστον ένας τόπος που θα μπορούσε να παρομοιασθεί με την αυθεντία της Ρώμης κατά τον Μεσαίωνα. Ενα ηθικό κέντρο, όπου καθένας που έπρεπε να πάρει μία απόφαση αναφορικά με τα ανθρώπινα σχέδιά του, μπορούσε να λάβει μία Θεία απάντηση, ένα ναι ή ένα όχι πολύ πιο μεγάλου κύρους από τα άλλα μαντεία. Αυτός ο τόπος ήταν οι Δελφοί. Οι ερωτήσεις γίνονταν σε μία τυπική μορφή ακολουθώντας την παράδοση. Όπως : “είναι καλύτερα να κάνω μ’αυτόν τον τρόπο; Ή είναι καλύτερα να πράξω αλλιώς;” Και σ’αυτή την περίπτωση ακόμη και το αλλιώς έπρεπε να εξηγηθεί και να παρουσιαστεί με ακρίβεια από αυτόν ο οποίος ζητούσε την απόφαση! Διότι ο Θεός απαιτούσε, στις ερωτήσεις, την ακρίβεια. Αλλά οι αποφάσεις ήταν και αυτές ακριβείς και καθαρές.
Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν αναμενόταν μία προφητεία. Το μέλλον δεν αποκαλύπτετο! Αυτό μπορούσε, μάλιστα όφειλε, να μείνει κρυμμένο. Και τέτοιο παρέμενε στις απαντήσεις με στίχους που δινόταν, ιδιαιτέρως του “όχι”, της ανεπιθύμητης απάντησης. Το “πώς”, η εμφάνιση της μοίρας την οποία φορτωνόταν όποιος ρωτούσε και δεν υπάκουε, το κρατούσε ο Θεός για τον εαυτό του! Η διάσημη ασάφεια των χρησμών συνδυάζεται μόνον με την μορφή τους σε στίχους-μία διακόσμηση του χρησμού αυθόρμητη αλλά όχι αναγκαία- και όχι με τις ίδιες τις αποφάσεις οι οποίες κατέβαιναν από ψηλά και προσλαμβάνοντο γινόμενες αποδεκτές, διότι μόνον κατά μία “σημασία” έπεφταν ή κατέβαιναν. Μάλλον ξεπηδούσαν έξω από τα κάτω προς τα πάνω!
Η απόφαση η οποία προέκυπτε από τον μυστηριώδη λέβητα τού χρησμού ανήκε στην συνέχεια σ’αυτόν που είχε κάνει την ερώτηση και την προσευχή. Αλλά εκείνος που την προσλάμβανε και την αποδεχόταν γι’αυτόν, ήταν ο Θεός ο οποίος στους Δελφούς πρόσθετε στο όνομά του, Απόλλων, ένα άλλο όνομα, Πύθειος και την Ιέρεια που είχε εκλέξει, την Πυθία. Η υποδοχή και η αποδοχή-έτσι μεταφράζεται η αντίστοιχη ελληνική λέξη, ανελείν, σχεδόν ένα τραβάω την τύχη-αποδίδεται και στους δύο, στον Πύθειο και στην Πυθία, αλλά ιδιαιτέρως στον Θεό. Δεν ήταν λοιπόν ένα κοινό “τράβηγμα”. Μία πράξη τόσο χυδαία -η οποία δεν θα μπορούσε να είναι μία πράξη Ελληνική, διότι στην Ελλάδα έκαναν την μοίρα να πεταχτεί έξω κινώντας ένα δοχείο- δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ την αυθεντία η οποία έκανε τους Δελφούς το ηθικό κέντρο του Ελληνικού κόσμου και για πολλά χρόνια και του υπόλοιπου κόσμου. Ο αόρατος Θεός λάμβανε αντιθέτως και τραβούσε τις τύχες στον λέβητα και τις έκανε να πεταχτούν στο χέρι που ήταν έτοιμο να τις δεχθούν, της Ιέρειας!
Εδώ λοιπόν φτάσαμε στο ουσιώδες, στην εκπληκτική λειτουργία μίας γυναίκας στην αρχαϊκή κλασσική ελληνική θρησκεία! Και πράγματι ο Πύθιος, αόρατος και μη αντιληπτός με άλλον τρόπο, δρούσε μόνον μέσω της πυθίας. Αλλά πώς ήταν ικανή, όχι να υποδυθεί τον ρόλο της-που είναι ένας λανθασμένος τρόπος έκφρασης στην περίπτωση-αλλά να εκπληρώσει το καθήκον της, της διαμεσολαβήσεως ανάμεσα στο επέκεινα και το ενθάδε; Πώς, παρά μόνον καθότι έθετε σ’εκείνο το “τράβηγμα” της μοίρας την πληρότητα τής ζωής της, με έναν τρόπο ώστε το τράβηγμά της γινόταν ένα τράβηγμα σ’αυτή, μία υποδοχή αυτού που προέκυπτε σαν να προσφερόταν σ’αυτή;
Στον πιο ιερό τόπο τού ναού των Δελφών βρισκόταν, πάνω σ’ένα τρίποδο, ο Χαλύβδινος λέβητας. Στην ουσία ήταν ένα μοναδικό Ιερό αντικείμενο, καθόλου εύκολο να μετακινηθεί, ακόμη και σαν βάρος, ώστε ονομαζόταν μαζί τα δύο μέρη σαν “τρίποδο” και ο λέβητας λεγόταν επίσης το “δοχείο του τρίποδος”. Οι Λατίνοι διαχώριζαν συνειδητά τον “λέβητα του Απόλλωνος”, την Cortina Apollinis, και το “τραπέζι με τρία πόδια”, την mensa tripes, τα οποία χρησίμευαν σαν βάση του λέβητος! Σε αρχαία σχέδια φαίνεται ο Θεός ή η Θεά Θέμις, η οποία ήταν η κυρία των Δελφών πριν τον Απόλλωνα, καθισμένους πάνω στον λέβητα με τα τρία πόδια, με μία κούπα στο χέρι. Κατά την διάρκεια τής μυστηριώδους λήψεως και ανακοινώσεως του χρησμού, υπήρχε μία στιγμή κατά την οποία η Πυθία έπαιρνε θέση πάνω στον λέβητα, χωρίς άμεση επαφή με το ιερό δοχείο, αλλά καθισμένη σε ένα είδος κοίλου σκεπάσματος, τον όλμο, ο οποίος ετοποθετείτο στον τρίποδα. Σχεδιάζεται όμως επίσης όρθια, την στιγμή που τείνοντας την δεξιά πάνω από τον λέβητα περιμένει τον χρησμό. Τον ακουμπούσε τώρα; Να τον κουνήσει με δύναμη ήταν αδύνατον και έτσι μας μένει να αναρωτηθούμε με τον Πλούταρχο: “ποιο ήταν το εκπληκτικό πράγμα που συνέβαινε στην Πυθία όταν ερχόταν σε επαφή με τον Τρίποδα;”!
Αυτό το εκπληκτικό πράγμα περιγράφεται με διαύγεια, σαν ένα υποκείμενο μορφοποιημένο από τους αρχαίους Έλληνες, στο λεξικό του Σουΐδα και σε άλλους οι οποίοι άντλησαν στην ίδια πηγή: “Υπάρχει το χάλκινο τρίποδο και πάνω σ’αυτό το ευρύχωρο κοίλο δοχείο το οποίο περιείχε τις τύχες, οι οποίες άρχιζαν να πηδούν όταν αυτοί που ζητούσαν τους χρησμούς έθεταν τις ερωτήσεις, και η Πυθία, πλήρης έμπνευσης, έλεγε αυτό που αποκάλυπτε ο Απόλλων”. Αυτή είναι η κατά γράμμα μετάφραση. Οι μοίρες ή οι τύχες ή οι απαντήσεις αποτελούντο, πιθανότατα, από κομματάκια οστών. Πιστεύετο ότι ο λέβητας περιείχε τα δόντια και τα οστά του Πύθωνα, του Όφι τον οποίο σκότωσε ο Απόλλων όταν απέκτησε τον τόπο! Μόνον έτσι, με μία μυθολογική χροιά, μιλούσαν για το περιεχόμενο του κοίλου δοχείου, το οποίο άρχιζε να κινείται και να πηδά όταν η πυθία άπλωνε το χέρι πάνω στο τρίποδο.
Σήμερα αυτό το είδος φαινομένων έχουν για μας ένα όνομα, παρότι εγώ δεν θέλω να το προφέρω χωρίς κάποιες επιφυλάξεις οι οποίες αφορούν την ιστορία του πολιτισμού: ερχόταν εδώ καθαρά στο φως η πνευματιστική ικανότητα της Πυθίας. Παρ’όλα αυτά δεν είναι βέβαιο ότι το φαινόμενο που επαληθεύετο στην αρχαιότητα αντιστοιχούσε πλήρως – δηλαδή με άλλη τόση σαφήνεια- με το φαινόμενο των ημερών μας, με ένα περιθωριακό της θρησκευτικής εμπειρίας φαινόμενο. Υπάρχει μία καθολική τυπολογία, κοινή σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, τόσο του φαινομένου-στην περίπτωση μας των απαντήσεων που κινούνται χωρίς να τις ακουμπήσει κάποιος όσο και των προσεκτικών μέτρων που είναι απαραίτητα για την εγγύηση αυτού που ρωτά έναν πνευματιστικό χρησμό. Αυτή η τυπολογία μπορεί να φανερωθεί από τον τρόπο που αναπτύσσονταν στην διαδικασία τών Αθηναίων σε μία θρησκευτική ευκαιρία ιδιαίτερης σπουδαιότητος. Αυτή βρίσκεται γραμμένη σε μία επιγραφή του IV αιώνος π.χ. Οι δύο πιθανές ή δυνατές απαντήσεις γράφονταν σε δύο κομμάτια κασσίτερου (καλάι) και οι πίνακες αυτοί τυλιγμένοι σε κάτι μάλλινο ετοποθετούντο σ’ένα δοχείο μπρούτζινο. Τραβηγμένες στην συνέχεια τυφλά, κλειδώνονταν η μία σ’ένα χρυσό δοχείο και η άλλη σε ένα ασημένιο, χωρίς να είναι δυνατόν κάποιος να γνωρίζει ποιο πινακάκι βρισκόταν στο ένα ή στο άλλο. Και μόνον τότε ερωτάτο η Πυθία ποιο δοχείο, εκείνο του χρυσού ή εκείνο του ασημιού, περιείχε την απάντηση του Θεού.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου