Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (30)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Η ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης. (συνέχεια)

δ) Η προσευχή ως μητέρα των αρετών

Η προσευχή, ως κοινωνία της ανθρώπινης ύπαρξης με το Θεό, εκφεύγει των ορίων της ασκητικής προϋπόθεσης, αντιπροσωπεύοντας μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει ολόκληρη την πνευματική ζωή του χριστιανού. Η προσευχή είναι αυτή τούτη η ψυχή και η ουσία της θρησκείας, όπως έγραφε ο William James1431. Ο ρόλος και η σημασία της ως ανάτασης της ύπαρξης στη συνάντησή της με το θείο, είναι διαχρονική και διανθρώπινη και, στις ποικίλες παραλλαγές της, εκφεύγει των ορίων του χριστιανισμού.[Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ. ΕΛΘΕ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΣΟΝ ΕΝ ΗΜΙΝ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ.ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ. Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΜΟΥ ΕΝ ΤΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ. ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ ΛΕΕΙ: ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΣΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΣΗ ΧΑΡΙ ΠΗΡΕΣ]  Για τον Γρηγόριο Νύσσης είναι «ἡ κορυφαία τοῦ χοροῦ τῶν ἀρετῶν»1432, ιδέα που δε συμμερίζεται πλήρως ο άγιος Συμεών, αφού ως κορυφαία αρετή θεωρεί την αγάπη, ταυτίζοντάς τη με την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος, στην καρδιά του πιστού.

Η προσευχή έχει ιδιάζουσα σημασία στη θεολογία των πατέρων και έναν εξέχοντα ρόλο στην πνευματική ζωή. Εκτός των μαρτυριών της Γραφής, ήδη από τα τέλη του 2ου αιώνα εμφανίζονται οι σχετικές πατερικές πραγματείες, οι αφιερωμένες στην προσευχή. Το De oratione του Τερτυλιανού1433 είναι έργο των τελών του δευτέρου αιώνος (180), περίπου σύγχρονο με τον έκτο και έβδομο λόγο από τους Στρωματείς του Κλήμεντος Αλεξανδρείας (περί το 200)1434, με εκτενείς αναφορές στα περί προσευχής. Με την προσευχή ασχολείται και ο χαλκέντερος Ωριγένης σε ειδική πραγματεία του με τον τίτλο: Περί Ευχής1435, ενώ οι Καππαδόκες πατέρες έχουν συχνές αναφορές για την προσευχή, διάσπαρτες στο έργο τους1436. Και ο Ιωάννης Κασσιανός τονίζει ότι στην προσευχή ενυπάρχει το θεμέλιο των αρετών, αρετές που πρέπει ο πιστός να κατακτήσει1437. Προσφυώς παρατηρεί ο Ράμφος ότι ο Ευάγριος, ενώ δεν άνοιξε το θέμα της προσευχής, έβαλε για πάντα τη σφραγίδα του1438, κυρίως με τα 153 Κεφάλαια περί Προσευχής, τα οποία η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει στον Νείλο Αγκύρας και με ορισμένα από τα Γνωστικά του Κεφάλαια. Ο Μάρκος ο Ερημίτης, ακητικός συγγραφέας των αρχών του 5ου αιώνα, τον οποίο μελέτησε επιμελώς ο Νέος Θεολόγος, θεωρεί την προσευχή μητέρα των αρετών1439, ενώ ο Ισαάκ ο Σύρος, ερωτώμενος για το ποια είναι η κορυφή του ασκητισμού, απαντά η καθαρή και διαρκής προσευχή.

Οι Μεσσαλιανοί υπερεξαίρουν με απόλυτο τρόπο την προσευχή, θεωρώντας την ως την αποκλειστική οδό για την απάθεια και την ένωση με το Θεό. Αν και δεν υπάρχει καμία αναφορά στις Προτάσεις σε οποιαδήποτε μέθοδο ή τύπο προσευχής, για τους Μεσσαλιανούς μόνον η προσευχή, η οποία ασκείται εντός των κοινοτήτων τους, είναι ικανή να καθαρίσει την ψυχή και να καταστήσει τον άνθρωπο τέλειο1440. Η ριζική διαφοροποίηση έγκειται στο σημείο ότι η υπεροχή της προσευχής ακυρώνει ή αχρηστεύει τόσο τη σωτηριολογική ισχύ των μυστηρίων όσο και το σύνολο της χριστιανικής ασκητικής. Τόσο για τον Τιμόθεο, όσο και για τον Δαμασκηνό, η μεγαλύτερη δυσκολία με τους Μεσσαλιανούς έγκειται σ’αυτή τους την απόρριψη, η οποία συνοδεύεται, μάλλον θεμελιώνει, τις σεκταριστικές τους τάσεις αποκοπής από την Εκκλησία. Όπως παρατηρεί ο Hatzopoulos, λυδία λίθος της αληθινής προσευχής είναι η Εκκλησία και όχι κάποιος γοητευτικός ασκητικός κύκλος1441.[ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ;]

Για τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο η ατομική προσευχή στο κελί, ακόμη και στην τέλεια έκφρασή της που συνιστά η καθαρή προσευχή, αποτελεί την άλλη όψη, προέκταση και ολοκλήρωση, της λατρευτικής προσευχής. Στην 26η Κατήχησή του, στην οποία διαζωγραφεί μια καθημερινή ημέρα της ζωής του μοναχού, εναλλάσσεται με οργανικό και λειτουργικό τρόπο τόσο η λατρευτική με την κατ’ ιδίαν προσευχή, όσο και η προσευχή με την εργασία. Οι προτροπές του αγίου για τη συμμετοχή και τη στάση του μοναχού στις ακολουθίες τις Εκκλησίας αντανακλούν τη σωτηριολογική αξία που απέδιδε σ’ αυτές και τονίζουν το εκκλησιολογικό υπόβαθρο του ασκητισμού του: «Ἰστέον οὖν ὅτι ὁ ἤδη τόν χοϊκόν ἄνθρωπον μετά τοῦ φρονήματος καί τόν ἐπουράνιον διά τοῦ μοναχικοῦ σχήματος ἐνδυσάμενος, μεσονύκτιον ὀφείλει ἀνίστασθαι πρό τοῦ ὄρθρου καί τετυπωμένην εὐχήν εὔχεσθαι, καί οὕτω μετά ταῦτα εἰς τήν δοξολογίαν μετά πάντων ἐγείρεσθαι καί νουνεχῶς καί ἐγρηγόρως πᾶσαν αὐτήν διεξέρχεσθαι, προσέχων τῇ ἀρχῇ τῆς ὑμνῳδίας μεγάλως, ἤτοι τῷ ἑξαψάλμῳ, τῇ στιχολογίᾳ, ταῖς ἀναγνώσεσιν, ἀόκνως, μή χαυνούμενος τό σῶμα και…»1442.

Η κατ’ ιδίαν προσευχή παρακολουθεί τις εκκλησιαστικές ακολουθίες με την ίδια πάντα επιμέλεια, συνείδηση αμαρτωλότητος και δάκρυα: «Τελεσθείσης δέ τῆς ὀρθρινῆς δοξολογίας, εὐθύς ἐξερχόμενος μή ἄρξῃ λαλεῖν τούτῳ κἀκείνῳ καί μετεωρίζεσθαι καί ἀργολογεῖν, ἀλλ᾿ ἔστω σοι, μετά τό εὔξασθαι καταμόνας ἐν τῷ κελλίῳ τήν τετυπωμένην σου εὐχήν ἐν δάκρυσι καί πολλῇ προσοχῇ,…»1443. Ο Θεολόγος πατέρας συμπεριλαμβάνει στην ατομική προσευχή και συλλογικές προσευχητικές πράξεις όπως την προσευχή στην τράπεζα, προσευχές πριν την έναρξη κάποιας εργασίας ή επίσημων δραστηριοτήτων της μονής1444. Σε άλλη Κατήχηση συμβουλεύει τους μοναχούς να παραμένουν στο κελί τους με προσευχή και ανάγνωση και έπειτα, όταν ηχεί το σήμαντρο, να συνάζωνται στο ναό για τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, κατανοώντας την κατ’ ιδίαν με τη συλλογική προσευχή σε μια αυστηρή αλληλουχία1445.

Κατά συνέπεια, ο άγιος Συμεών, από προφανή αντιμεσσαλιανική οπτική;;;;, όχι μόνον δεν εκλαμβάνει την ατομική προσευχή ανώτερη ή αυτονομημένη από τη λατρευτική προσευχή και τα μυστήρια1446, αλλά τα εκδέχεται σε μια οργανική και λειτουργική αλληλουχία. Αυτό φυσικά δε σημαίνει κάποια ιεράρχηση μεταξύ ατομικής και συλλογικής προσευχής. Δεν έχουμε καμιά μαρτυρία του Συμεών, ότι θεωρεί κατώτερη την κατ’ ιδίαν, η οποία ως «τυπωμένη ευχή» διατηρεί τις φόρμες της λατρευτικής προσευχής, από τη συλλογική προσευχή1447. Όλο αυτό όχι μόνον είναι εντελώς αντίθετο ακόμη και σε υποψία σεκταριστικής τάσης στην περί προσευχής διδασκαλία του Συμεών κατ’ απομίμηση των Μεσσαλιανών, αλλά και καταδεικνύει την καθαρή και τέλεια προσευχή σε αυστηρή αλληλεξάρτηση με τις υπόλοιπες αρετές, πολλές των οποίων θεωρεί ως προϋποθέσεις της: «Εἰ μέν οὖν, ὡς εἴρηται, πέφθακας εἰς τά προειρημένα πάντα καί τούς ἐχθρούς σου ἠγάπησας καί μετά δακρύων ὑπέρ αὐτῶν πολλάκις ἀπό καρδίας ἐδάκρυσας, τήν ἐκείνων πάντως ἐπιστροφήν καί μετάνοιαν ἐξαιτούμενος, πάντα δηλονότι τά λοιπά προκατώρθωσας· οἷον γέγονας ἀπαθής ἐξ ἀγώνων, καθαράν ἐκτήσω τήν καρδίαν ἀπό παθῶν καί ἐν αὐτῇ καί δι᾿ αὐτῆς ἐθεάσω τόν ἀπαθῆ Θεόν. Ἄλλως γάρ οὐκ ἔνι μετά συμπαθοῦς καρδίας ἐξ ἀγάπης ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν εὔξασθαι, εἰ μή συναφείᾳ καί συνουσίᾳ καί θεωρίᾳ Θεοῦ διά συνεργείας τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος κτησαίμεθα ἑαυτούς καθαρούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος»1448.[ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ -ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ- ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΥΝ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΥ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ. ΕΤΣΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕ ΑΝΤΙΜΕΣΣAΛΙΑΝΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΗ. ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΣΑΝ ΑΝΤΙ-ΛΟΓΟ]

Εντούτοις, θα χαρακτηρίσει αυταπάτη την άποψη κάποιου, ο οποίος σκέπτεται πως είναι αρκετό να παρακολουθεί, με την έννοια της απλής παρουσίας, τις ακολουθίες, χωρίς οποιαδήποτε ασκητική προϋπόθεση και συνειδησιακή επιμέλεια. Η κατ’ ιδίαν προσευχή, η αγρυπνία, η κάθαρση, η ταπείνωση, η αγάπη, γίνονται έτσι οι ουσιώδεις και αναντικατάστατες προϋποθέσεις της εκκλησιαστικής λατρείας1449. Ούτε η συμμετοχή στον λατρευτικό εορτασμό του εκκλησιαστικού εορτολογίου, η πιστοποίηση ότι συμμετείχε κάποιος στον εορτασμό της Γέννησης, της Υπαπαντής, των Θεοφανίων, του πάθους ή της Ανάστασης, επαρκεί από μόνη της για τη λήψη πνευματικής ωφέλειας ή την επίτευξη πνευματικής προόδου. Σε μια άκρως αντιριτουαλιστική προοπτική ο άγιος Συμεών θα τονίσει, ότι δεν είναι ο πλούτος της εκκλησιαστικής διακόσμησης ή η λαμπρότητα του τυπικού και της τελετουργίας από μόνη της ικανή για την πνευματική ωφέλεια, αλλά όλα αυτά είναι «σύμβολα ἑορτῆς»1450. Αν ο πλούτος του λατρευτικού τυπικού, ή του λατρευτικού διάκοσμου δεν αντανακλά τον πλούτο των αρετών ή την ευωδία του Πνεύματος στις ψυχές των πιστών, η λατρευτική προσευχή μάλλον κρίνεται ατελέσφορη1451.

Στην αντίρρηση «Τί δέ;» φησίν. «Οὐκ ἀνάψομεν κηρούς τε καί λύχνους; Οὐ μύρα προσενέγκωμεν καί θυμίαμα; Οὐ προσκαλεσόμεθα ᾄδοντα λαόν, οὐδέ γνωστούς καί φίλους καί ἄρχοντας συναθροίσομεν; Ταῦτα λέγεις; Οὕτω προστάσσεις;», ο Συμεών απαντά με την ανατομία της πρόθεσης, του τρόπου της ουσιαστικής μετοχής, που κρίνει τη σκοπιμότητα των παραπάνω: «Οὐ τοῦτο λεγω, μή γένοιτο ἀλλά καί λίαν δαψιλῶς σοι ταῦτα ποιεῖν καί συμβουλεύω καί συναινῶ. Πλήν ἀλλά τόν τρόπον εἰδέναι σε βούλομαι καί ἤδη ὑποτιθῶ σοι καί αὐτό τό τῆς ἑορτῆς τῶν πιστῶν τό μυστήριον. Ποῖον δή τοῦτο; Ὅπερ αὐτά σοι δηλοῦσι τυπικῶς τά γινόμενα παρά σοῦ»1452.

Για το Νέο Θεολόγο η ουσιαστική συμμετοχή στη λατρευτική προσευχή συνδέεται αδιάρηκτα με την άσκηση για την απόκτηση των αρετών, κυρίως, όμως, με τη συνεχή μνήμη του Θεού, την αδιάλειπτη προσευχή1453. Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής ότι η αδιάλειπτη προσευχή δεν ταυτίζεται με την ησυχαστική προσευχή ή την προσευχή του Ιησού1454. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δε φαίνεται να είναι εξοικειωμένος στο παραμικρό με τη νηπτική προσευχή του 14ου αιώνος, την καλούμενη προσευχή του Ιησού. Η ύπαρξη και κυκλοφορία με το όνομά του ενός έργου με τον τίτλο: «Μέθοδος της ιεράς προσευχής και προσοχής», το οποίο εξέδωσε κριτικά ο ιησουΐτης Ειρηναίος Hausherr το 1927 με τον τίτλο: «La méthode d’ oraison hésychaste»1455, όντας νόθο και ψευδεπίγραφο έργο, δεν απηχεί την περί προσευχής διδασκαλία του Νέου Θεολόγου1456.

Άλλωστε, όπως παρατηρεί και ο Hausherr1457, μέχρι την εποχή του 11ου αιώνος, του Συμεών του Νέου Θεολόγου συμπεριλαμβανομένου, κυριαρχούσε μια ελευθερία σχετικά με τους τρόπους προσευχής. Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, ο Νικήτας Στηθάτος φαίνεται να διάβασε τον Ησύχιο και μας παρουσιάζει την «επίκληση του Ιησού»1458, όμως με έναν τρόπο που παραπέμπει περισσότερο στον Ιωάννη της Κλίμακος1459. Ο ίδιος Νικήτας, μαθητής και βιογράφος του Συμεών, στο «Βίο» του γέροντά του, παρουσιάζει την ιστορία του επισκόπου Ιεροθέου ο οποίος, στη μεγάλη του μετάνοια για την εξάλειψη της θανάσιμης αμαρτίας του φόνου, κάθε φορά που διάβαζε ή πρόφερε το όνομα του Ιησού, γέμιζαν τα μάτια του με δάκρυα, τα οποία κατέβρεχαν το βιβλίο1460.

Παρόλα αυτά ο Συμεών κάνει λόγο για μια πρακτική που ονομάζει «κρυπτάς ἐργασίας»1461 ή «ἐντολήν μικράν»1462. Αν και δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για το τι μπορεί να περιλάμβαναν όλα αυτά –πέρα από το ότι η «μικρά ἐντολή» συνοδεύονταν από το βιβλίο του Μάρκου του Ερημίτη– μπορούμε να συμπεράνουμε, εκτιμώντας το σύνολο του έργου του αγίου, πως οι κρυπτές εργασίες αφορούσαν στο σύνολο των εντολών που είχε λάβει από τον γέροντά του, για το πώς πρέπει να προσεύχεται, ποιες τυπωμένες ευχές να διαβάζει, πόσες μετάνοιες να κάνει κ.τ.λ. Στην Κατήχηση 22, ο Νέος Θεολόγος αναφέρεται στην επανάληψη του «Κύριε ἐλέησον»: «Τῆς συνειδήσεως οὖν λεγούσης αὐτῷ· “Ποίησον πάντως καί ἑτέρας μετανοίας καί ἄλλους ψαλμούς πρόσθες, καί πλεῖον λέγειν τό ῾ Κύριε, ἐλέησον᾿ , δύνασαι γάρ”»1463. Στο κείμενο αυτό, αυτοβιογραφικό κατά κοινή ομολογία των ερευνητών, ο Συμεών παρουσιάζεται πίσω από το όνομα του νεαρού Γεωργίου να ακούει τη φωνή της συνεδήσεώς του να τον προτρέπει στην επανάληψη του «Κύριε ἐλέησον». Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ησυχαστική προσευχή, δεδομένου ότι αφενός η επανάληψη του «Κύριε ἐλέησον» αποτελεί πανάρχαια προσευχητική τακτική, αφετέρου απουσιάζει από τη διήγηση κάθε αναφορά στην ψυχοφυσική τεχνική, συγκράτηση της αναπνοής, στάση του σώματος κ.ά.1464.

Τέλος, το ιδιάζον χαρακτηριστικό της προσευχής στον άγιο Συμεών, όπως ορθά επισημαίνει ο Ράμφος1465, είναι η εμπειρία της θέας του ενυποστάτου φωτός στην οποία καταλήγει. Τόσο στα αυτοβιογραφικά του κομμάτια όπου ο άγιος αφηγείται την προσωπική του φωτοειδή και θεοποιό εμπειρία, όσο και στα πλέον διδακτικά αποσπάσματά του για την προσευχή, το κεντρικό σημείο βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος γίνεται, με την επίσκεψη του φωτός, ναός και κατοικητήριο του Πνεύματος1466. Η πιστοποίση αυτή υποβάλλει την άποψη ότι είναι το ίδιο το Πνεύμα που προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο: «Ὑπό πιστῶν με, Δέσποτα, λοιδορούμενον βλέπων,/ὡς ὑπάρχοντα πλάνον τε και προπεπλανημένον,/ὅτι τό Πνεῦμα λέγοιμι, τῇ σῇ φιλανθρωπίᾳ/καί τοῦ πατρός μου ταῖς εὐχαῖς, τό Ἅγιον λαβεῖν με,/ἐλέησον καί χάρισαι λόγον, γνῶσιν σοφίαν,/ἵνα οἱ πάντες γνώσωνται οἱ ἀντικείμενοί μοι,/ὅτι τό σόν ἐντός ἐμοῦ λαλεῖ Πνεῦμα τό Θεῖον»1467.

Άλλωστε, σύνολη η ασκητική εργασία ως προϋπόθεση, εκβάλλει στην ένδυση του αδιάφθορου και θείου ενδύματος1468, του ενδύματος που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος, δια της καθαράς και αΰλου προσευχής που αναδεικνύει την ενυπάρχουσα μυστηριακή χάρη, κατακλύει την ύπαρξη του πιστού: «...ἀποδυσώμεθα τόν παλαιόν ἄνθρωπον τῇ ἐκκοπῇ τοῦ γεώδους θελήματος καί τῇ νεκρώσει τοῦ χοϊκοῦ φρονήματος, ἐνδυσώμεθα τόν νέον Ἀδάμ, Ἰησοῦν Χριστόν, διά τῆς καθαρᾶς καί ἀῢλου προσευχῆς, τοῖς διηνεκέσι δάκρυσιν ἀποσμήξαντες ἑαυτούς»1469.

Σημειώσεις


1431 JAMES W., Οι παραλλαγές της θρησκευτικής εμπειρίας, τομ. Β΄, μετ. Βασίλης Τομανάς, Αθήνα 1999, σελ. 259 κ.εξ.

1432 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί του κατά Θεόν σκοπού, PG 46, 301D.

1433 Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum (CSEL), 20, Wien (1890), 180.

1434 ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς, PG 9, 207-538.

1435 ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Περί Ευχής, PG 11, 416-562.

1436 Πρβλ. αντί πολλών το: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί του κατά Θεόν σκοπού, PG 46, 301D. Ο HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 215, σημ. 50, σχολιάζει τις απόψεις των: DÖRRIES H., Symeon von Mesopotamien. Die Überlieferung der messaliniaschen “Makarios” –Schriften (TU 55, 1), Leipzig 1941, σελ. 144, και: KEMMER A., «Gregorius Nyssenus estne inter fontes Johannis Cassiani numerandus», OCP 21, (1955), σσ. 454-455, περί μεσσαλιανικού χαρακτήρα υπερέξαρσης της προσευχής στον Νύσσης, με την θεώρησή της ως κορυφαίας των αρετών, παρατηρεί ότι αυτό είναι παρανάγνωση, δεδομένου ότι ο Γρηγόριος δε θεωρεί αυτονομημένη την προσευχή έναντι των μυστηρίων και της λατρείας. Την ίδια άποψη έχει και ο DANIELOU J., «Grégoire de Nysse et le messalianisme», Revue des sciences religieuses 48, (1960), σσ. 119-134.

1437 ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ, Conferences IX, 2, PL 49, 771B-772A: «ad orationis perfectionem omnium tendit structura virtutum… virtutes que hanc praestruunt, absque huius possunt assiduitate comrleri».

1438 ΡΑΜΦΟΥ Σ., Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού. Δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, Αθήνα 2010, σελ. 137.

1439 ΜΑΡΚΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ, Περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι, 33, PG 65, 936B.

1440 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, De haeresibus, PG 44, 729B.

1441 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 205: «the touchstone of true prayer is the Church herself, not some charmed ascetic circle». Ασφαλώς, η λυδία αυτή λίθος είναι διαχρονική και βρίσκεται σε ισχύ και σήμερα έναντι στις αιτιάσεις νεώτερων θεολογικών κύκλων ότι η ασκητική ή η νηπτική προσευχή βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση με την ευαγριανή νοησιαρχία ή αντιστρατεύεται τα μυστήρια και τη βιβλική εσχατολογία.

1442 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC 113, 20-28.

1443 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC 113, 67-71.

1444 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC 113, 148 . 246-247.

1445 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX, SC 113, 185-191: «Ὅτε δέ ἔξυπνος γένῃ, μή στραφῇς ἐπί τό ἕτερον μέρος, ἀλλ᾿ εὐθύς ἀναστάς πάλιν εὖξαι τῷ προειρημένῳ τρόπῳ καί μηκέτι ὑπνώσῃς, ἀλλά εὐχῇ και ἀναγνώσει καρτέρησον, ἕως οὗ τό ξύλον κρούσει, καί τότε μετά πάντων εἰς τήν σύναξιν ἄπελθε καί στῆθι ἐν τῷ ναῷ, ὡς μετά ἀγγέλων ἐν τῷ οὐρανῷ, σύντρομος, ἀνάξιον ἑαυτόν ἡγούμενος καί τῆς ἐκεῖσε μετά τῶν ἀδελφῶν παραστάσεως».

1446 Για το μοναδικό και αναντικατάστατο σωτηριολογικό ρόλο των μυστηρίων έχει, ήδη, γίνει εξαντλητικός λόγος στις οικείες παραγράφους του προηγούμενου κεφαλαίου, έτσι ώστε κάθε επιπλέον αναφορά παρέλκει.

1447 HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 207.

1448 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 9ος, SC 129, 167-178.

1449 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος 182-201: «Καί οὕτως ἀναισθήτως ἤ μᾶλλον εἰπεῖν ἀναλγήτως τοῖς πνευματικοῖς καί θεοσεβέσιν ἀνδράσι συνεισερχόμενος ἐν ταῖς θείαις συνάξεσιν, ἀνωφελῶς ἐκεῖθεν ἐξέρχεται, μηδεμίαν ἀλλοίωσιν ὅλως πρός τό κρεῖττον ἐπαισθανόμενος προσγινομένην αὐτῷ, τήν διά τῆς κατανύξεως τοῖς ἀγωνιζομένοις ἀπό Θεοῦ διδομένην, τοῦτο μᾶλλον ἀρκεῖν ἑαυτῷ οἰόμενος, τό μή ἀπολιμπάνεσθαι τῶν τετυπωμένων συνάξεων – ὄρθρου λέγω καί λυχνικοῦ καί τῶν ψαλλομένων ὡρῶν -, οὕτως ἁπλῶς εἰς τήν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν καί τήν τελείωσιν τῶν τετελειωμένων, εἰς τήν κατά Χριστόν ἡλικίαν. Ἔγνων γάρ τινας ὑπό τῆς τοιαύτης ἀπάτης κατασχεθέντας καί σπουδήν μέν ποιουμένους ὥστε μή περιπεσεῖν εἰς ἁμαρτίαν τινά σαρκικήν μεθ᾿ ἑτέρων συναφθέντας σωμάτων· ὅπως δέ τά ἐν κρυφῇ γινόμενα ἤ καί ἐν τῷ ἀφανεῖ μελετώμενα τῆς καρδίας μή ἐκφυγεῖν τό καθόλου φροντίζοντας, καί οἰομένους σωθήσεσθαι ἄνευ τινός ἄλλης ἐργασίας, εὐχῆς λέγω καί σιωπῆς χειλέων καί ἀγρυπνίας καί ἐγκρατείας καί πτωχείας πνευματικῆς καί ταπεινώσεως καί ἀγάπης, μετά μόνης τῆς ἁπλῶς οὕτω γινομένοις ἐν ταῖς συνάξεσιν ὑπαντῆς.»

1450 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 14ος, SC 129, 38-72.

1451 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 14ος, SC 129, 122-139.

1452 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 14ος, SC 129, 83-92.

1453 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Πρώτος, SC 122, 146-147: «…ὡς ἄν συνεχῆ τήν περί αὐτοῦ μνήμην ἀναλαμβάνοντες δοξάζωμεν τήν αὐτοῦ ἀγαθότητα καί τήν περί ἡμᾶς φιλάνθρωπον οἰκονομίαν αὐτοῦ»

1454 Ο ŠPIDLIK T., Η πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, μετ. Βασίλειος Ψευτογκάς, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 400-401, παρατηρεί ότι η παύλεια προτροπή περί του «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (1 Θεσ. 5:17), απηχείται έντονα σε όλη τη διαδρομή της χριστιανικής γραμματείας, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία κατανοήσεων. Από τους Μεσσαλιανούς που είχαν μια προνομιούχα τάξη αφιερωμένη σ’ αυτό, μέχρι του ακοιμήτους, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την αδιάλειπτη προσευχή, ως διαδοχική επανακύκλιση της λατρείας από ομάδες μοναχών σε εικοσιτετράωρη βάση. Η πατερική ερμηνευτική του «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» θα φτάσει μέχρι του σημείου να κατανοήσει ως ακατάπαυστη προσευχή ολόκληρη τη ζωή του πιστού (ασκητή), όποια δραστηριότητα κι αν αυτός εκτελεί. Για την κατανόηση και την προτροπή του Ευαγρίου στην αδιάλειπτη προσευχή βλ. ΕΥΑΓΡΙΟΥ, Πρακτικός 49, SC 171, 611. Πρβλ. και ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Γ., Νηπτική θεματική του Δ΄ αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 100 κ.εξ.

1455 HAUSHERR I., «La Méthode d’ oraison hésychaste», Orientalia Christiana, Vol. IX-2, Num.36, Iunio et Ioulio 1927.

1456 Περισσότερα για το έργο αυτό, την κριτική των θέσεών του, τη διερώτηση περί της πατρότητάς του και τη σχέση του με τον άγιο Συμεών, βλ. στη σελ. 167 της παρούσης, όπου εξατάζεται το σύνολο των έργων του Συμεώνος.

1457 HAUSHERR Ι., «Noms du Christ et voies d’ oraison», Orientalia Christiana Analecta, 157, Roma (1960), σελ. 222.

1458 PG 120, 897B.

1459 HAUSHERR Ι., «Noms du Christ et voies d’ oraison», Orientalia Christiana Analecta, 157, Roma (1960), σελ. 259.

1460 HAUSHERR I., Vie, σελ. 76.

1461 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXII, SC 104, 278.

1462 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXII, SC 104, 30.

1463 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXII, SC 104, 61-64.

1464 Ο HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 210, σημ. 24, επικαλούμενος τις μαρτυρίες των Were και Krivochéine, επισημαίνει ότι αποτελεί σφάλμα να υποθέσει κανείς μια καθολική υιοθέτηση της προσευχής του Ιησού στη βυζαντινή πνευματικότητα. Πέρα από μια αναφορά στην «επίκληση του Ιησού» από το Νικήτα Στηθάτο (Εκατοντάς 1η, 97, PG 120, 897B), η προσευχή του Ιησού απουσιάζει προκλητικά από τα κείμενα του 11ου αιώνος, την απέραντης συστηματικής συλλογής του Παύλου Ευεργετηνού συμπεριλαμβανομένης.

1465 ΡΑΜΦΟΥ Σ., Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού. Δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, Αθήνα 2010, σελ. 295.

1466 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος IX, SC 104, 328-331.

1467 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XXXII, SC 174, 1-7.

1468 Για την έννοια του αδιάφθορου και θείου ενδύματος στους αγίους Συμεών και Μακάριο βλ. HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 220- 227.

1469 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος III, SC 96, 308-312.

Δεν υπάρχουν σχόλια: