Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (29)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Η ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης. (συνέχεια)

γ) Το μεγαλείο της ταπείνωσης.

Απαραίτητη ανθρωπολογική συνθήκη για την τήρηση των εντολών και την επίτευξη της μετάνοιας είναι η ταπείνωση. Ο Αυγουστίνος βεβαιώνει πως η ταπείνωση είναι αποκλειστικά χριστιανική αρετή1418. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας είχε αντίθετη γνώμη, θεωρώντας πως οι αρχαίοι, ιδιαίτερα ο Πλάτων1419, γνώριζαν τη συγκεκριμένη αρετή1420. Ο Ωριγένης ταυτίζει την ταπείνωση με την ατυφία, την απουσία φυσίωσης ή τη μετριότητα, για την οποία μιλούν οι Έλληνες σοφοί, όπως ο Αριστοτέλης1421.

Για τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, η ταπείνωση παρουσιάζεται αρχικά, ως το αντίθετο, αλλά και το αντίδοτο στην κενοδοξία. Ο Θεολόγος σπεύδει να βεβαιώσει πως οι αμαρτίες δεν εξαντλούνται σ’ αυτές που διαπράτονται σωματικά, ούτε σ’ αυτές που γίνονται αντιληπτές ή έχουν κοινωνικό αντίκτυπο. Η δόξα του κόσμου τούτου, για παράδειγμα, κρίνεται από τον άγιο ισοδύναμη με την ειδωλολατρεία και την πορνεία. Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε, γι’ ακόμη μία φορά, τον αντικομφορμισμό της ηθικής διδακαλίας του Συμεών. Οι αρετές και οι εντολές που οδηγούν σ’ αυτές, δε συνιστούν αυτόνομες αξίες, το τέλος ή το σκοπό της πνευματικής ζωής. Το υπαρξιακό βάθος της ταπεινότητας, ως ετοιμότητα διάνοιξης προς τη σχεσιακή δυναμική της θείας αγάπης, αποτελεί τον καταλύτη της αποτελεσματικότητας των εντολών και των συνεπόμενων αρετών1422.

Απόδειξη των ανωτέρω είναι η αντίληψή του για το ότι ο Θεός προσεγγίζει την ανθρώπινη ηθική, με μια προσέγγιση, αποκαλυπτική της ποιότητας των σχέσεων Θεού –ανθρώπου: «Ἀλλ᾿ οὐχ᾿ οὕτως ἔχει· Θεός γάρ οὐ βλέπει εἰς πρόσωπον, οὐδέ εἰς μόνην τήν ἔξωθεν καταστολήν τῶν ἠθῶν, οὐδέ εἰς τάς κραυγάς ἡμῶν, ἀδελφοί, ἀλλ᾿ εἰς καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην καί ἥσυχον καί τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιφερομένην· “Ἐπί τίνα γάρ, φησίν, ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἤ ἐπί τόν πρᾷον καί ἥσυχον καί τρέμοντά μου τούς λόγους”»1423.

Το μέγεθος της ταπεινώσεως για τη χριστιανική πνευματικότητα δεν εξαντλείται στην ελληνική μεσότητα ως συμπεριφορική τεχνική. Ούτε καν στην ατυφία ως ψυχολογική ισορροπία. Προσεγγίζει εκείνο το βάθος της υπαρξιακής καθαρότητας, ως δέος απέναντι στην Παρουσία (φόβος Θεού), ως ετοιμότητα για τον εν Αγίω Πνεύματι οντολογικό ανακαινισμό. Γι’ αυτό και είναι «ο φόβος» του Θεού που οδηγεί στην ταπείνωση. Και αυτή με τη σειρά της, σε άμεση σχέση με τις υπόλοιπες ασκητικές πρακτικές, στην απάθεια1424.

Η τανείνωση, για το Νέο Θεολόγο, καταλαμβάνει το εύρος από την ασκητική πρακτική μέχρι την αρετή. Στα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, όταν ο πιστός αγωνίζεται εναντίον του τύφου και της κενοδοξίας, η ταπείνωση έχει τον χαρακτήρα της ασκητικής. Έχει τον χαρακτήρα της προσπάθειας για εκκοπή του ιδίου θελήματος, για υπακοή, για οικείωση του θελήματος του Θεού κ.α. Για τους τελείους την ταπείνωση απεργάζεται η ίδια η παρουσία του Πνεύματος στις καρδιές τους, ενός Πνεύματος ευθύτητος, καθαρότητος και ταπεινώσεως. Στην πρώτη περίπτωση ο πιστός διδάσκεται και ενδυμαμώνεται στην ταπείνωση από το ίδιο το χριστολογικό γεγονός. Γι’ αυτόν η ενσάρκωση είναι ταπείνωση, η εμπλοκή του Θεού στην ανθρώπινη συνθήκη, το χρόνο και την ιστορία ομοίως, το πάθος, οι εξευτελισμοί, τα ραπίσματα, ο σταυρός και ο θάνατος περιγράφουν το μέγεθος της κενώσεως (ταπεινώσεως) του Λόγου;;;. Έτσι που κάθε ανθρώπινη άρνηση για ταπείνωση να σημαίνει άρνηση του χριστολογικού γεγονότος, του πάθους και της αναστάσεως1425.

Η χριστιανική ταπείνωση πόρω απέχει από μια παθητική κατάσταση αδυναμίας ή ετεροκαθορισμού: «Ἔστι νομιζομένη ταπείνωσις ἐξ ἀμελείας τε καί νωθρότητος καί τῆς τοῦ συνειδότος σφοδρᾶς καταγνώσεως, ἥν οἱ κεκτημένοι ὡς σωτηρίας λογίζονται πρόξενον οὐκ ἔστι δέ, τό γάρ χαροποιόν πένθος ταύτῃ συνεζευγμένον οὐ κέκτηται»1426. Η εκκοπή του ιδίου θελήματος, αυτόβουλη και θεληματική, δεν κατανοείται και δεν προσεγγίζεται στη λογική της a priori υποταγής σε μια κατάσταση που προσπορίζει ψυχολογική κατασφάλιση. Άλλωστε, ο Νέος Θεολόγος, μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλογής του πνευματικού πατρός, που συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση οφειλόμενης υπακοής και ταπείνωσης, τα καθορίζει στη βάση του κατά πόσο ο αποδέκτης της υπακοής και της ταπείνωσης είναι ικανός να οδηγήσει τον υποτακτικό στην ελευθερία του Πνεύματος και όχι στον ετεροκαθορισμό. Η άρνηση της υπηρεσίας στο ίδιον θέλημα, ως πεμπτουσία της ταπείνωσης και της υπακοής, δε στοχεύει στην εξάλειψη του εγώ[ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΓΩ], ως είδος χριστιανικού νιρβάνα, αλλά στη διάνοιξη προς την προσωπκή συνάντηση με τη χάρη του Πνεύματος.

Γι’ αυτό και, σε τελική ανάλυση, η ταπείνωση, όπως και κάθε χριστιανική αρετή είναι δώρο Θεού, καρπός της προσωπικής συνάντησης μαζί Του, αποτέλεσμα της χάρης. Σε μια προσπάθεια κατανόησης του παραπάνω, ο Συμεών θα περάσει σε μια σειρά λεπτών διακρίσεων που αφορούν στην ταπείνωση. «Ἄλλο τό ταπεινολογεῖν καί ἕτερον ταπεινοφρονεῖν», θα υποστηρίξει ο Θεολόγος, επισημαίνοντας πως είναι άλλο πράγμα ο ασκητικός αγώνας για την απόκτηση του ταπεινού φρονήματος και άλλο πράγμα η κατάκτηση της ταπεινώσεως. Το πρώτο, θα υποστηρίξει, ανοίκει στα «ἐφ᾿ ἡμῖν», χρησιμοποιώντας στωϊκή ορολογία δανεισμένη πιθανόν από το Μ. Βασίλειο, το δεύτερο «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσι», αποτελώντας δώρο Θεού και καρπό δράσης του Πνεύματος1427.

H δια της ταπεινώσεως εκκοπή του οικείου θελήματος, απεργάζεται, για τον άγιο Συμεών, και μια άλλη θέαση του κοινωνικού και του πολιτικού. Μια άλλη θεώρηση της εξουσίας και του πλούτου, της οικονομίας των ανθρωπίνων και της διοίκησης: «Πᾶς οὖν ὁ τήν τοῦ Θεοῦ δόξαν ζητῶν καί τό ἐκείνου θέλημα παντί τρόπῳ καί ἐν παντί πράγματι σπουδάζων ποιεῖν, οὐδέποτε ἄρχειν τινός ἤ ὅλως ὑπερέχειν μικροῦ ἤ μεγάλου καθ᾿ ἑαυτόν ἐννοήσειεν, ἀλλ᾿ ὅσῳ πλειόνων οἰκονομίαν καί φροντίδα ἐγχειρισθήσεται, τοσούτῳ μᾶλλον ἑαυτόν ἐσχατώτερον καί δοῦλον τῶν πολλῶν ἐκείνων λαῶν ἕξει, ἐν αἰσθήσει γενόμενον. Οἱ δέ μή τοιοῦτοι τῇ διαθέσει γενόμενοι, ἀλλ᾿ ὅλως αἴσθησιν τῆς ἀνθρωπίνης δόξης ἐσχηκότες καί ὄρεξιν πλούτου κτησάμενοι καί τρυφῆς, ὄντως ὀκνῶ εἰπεῖν ὅτι ἐθνικοί εἰσιν οἱ τοιοῦτοι, καί οὐ χριστιανοί ἀληθεῖς…»1428. Η επικαιρότητα του παραπάνω κειμένου, είναι, δυστυχώς, διαχρονική.

Κεντρική διήκουσα έννοια όλης αυτής της συλλογιστικής, συνιστά το να πάψει ο άνθρωπος να λειτουργεί ως εγωτικό υποκείμενο, ως αυτόνομη μονάδα υπηρετική της αυτάρκειάς της . Και την πλέον εμφανή κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί η άρνηση της δόξας του κόσμου, της ματαιοδοξίας και της αυτοεπιβεβαίωσης. Είναι χαρακτηριστική η απόφανση του Συμεών: «Πολλάκις ἐπεθύμησα δόξης ἀναμαρτήτως/καί οὔπω ταύτην εὕρηκα ἐν τῷ παρόντι βίῳ˙/ἡ δόξα γάρ ἡ κοσμική, καθώς ἐβεβαιώθην,/καί δίχα ἄλλης πράξεως ἁμαρτία τυγχάνει»1429.

Στο βυθό της θεάρεστης ταπεινοφροσύνης, αυγάζει πάντοτε η έλλαμψη του Πνεύματος. Και όπου η έλλαμψη του Πνεύματος, εκεί «Ἀρραβών γάρ ἐστι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν», θα παρατηρήσει ο Θεολόγος Συμεών, οριοθετώντας απαράβατα το στόχο και της σημασία της ταπείνωσης, ως ασκητικής προϋπόθεσης της θεώσεως1430.

Σημειώσεις


1418 ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, Enarrationes in Psalmos, 31, 18, PL 36, 270B.

1419 Νόμοι, IV, 715e-717a.

1420 Στρωματείς, 2, 22, SC 38, 132-133.

1421 Ομιλία εις Λουκάν, 8, 4-5, SC 87, σσ. 169-171. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Ηθικά 4, 7, 1123β. Πρβλ. και ŠPIDLIK T., Η πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, μετ. Βασίλειος Ψευτογκάς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 129.

1422 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος X, SC 104, 115-129: «Οὐ λέγω ἁμαρτίαν τήν ἐπιτελουμένην μόνον διά τοῦ σώματος, ἀλλά καί τά ἄλλα πάθη τά ἔνδοθεν καί ἐν ἡμῖν ἀοράτως τελούμενα δι᾿ ἡμῶν. Καί μή ἀπιστήσετέ μοι λέγοντι, ἀδελφοί, τοῦτο δέ γινώσκοντες ἔσεσθε, ὅτι εἰ πᾶσαν ἀρετήν ἐξασκήσομεν καί θαύματα ἐκτελέσομεν, εἰ μηδέν ἤ μικρόν ἤ μέγα τῆς ἐντολῆς παραλείψομεν, μόνην δέ τήν ἐξ ἀνθρώπων δόξαν ποθήσομεν καί ταύτην κἄν ὁπωσοῦν δι᾿ ἐπιτηδευμάτων ζητήσομεν καί πρός τό λαβεῖν ταύτην σπεύσομεν, τῶν ἄλλων ἁπάντων τόν μισθόν ἐστερήθημεν. Τήν τῶν ἀνθρώπων γάρ δόξαν λαμβάνοντες καί τήν τοῦ Θεοῦ μή προκρίνοντες, ὡς εἰδωλολάτραι κρινόμεθα λατρεύοντες τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα. Ἀλλά καί διδομένην τήν ἐπίγειον δόξαν, ὁ μεθ᾿ ἡδονῆς καί χαρᾶς ταύτην ἀποδεξάμενος καί ἐν ταύτῃ ἐναμβρυνόμενος καί τῇ καρδίᾳ ἐνευφραινόμενος, ὡς πόρνος κατακριθήσεται».

1423 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος IV, SC 96, 201-207.

1424 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXIII, SC 113, 209-223: «Τάς μέν γάρ σταφυλάς πρῶτον πατοῦντες οἱ ἄνθρωποι, ὕστερον αὐτάς πιέζουσιν ὑπό τοῦ λίθου καί πάσης ὑγρότητος αὐτάς χωρίς ἀποφαίνουσι, τόν δέ εἰσελθόντα ἄνθρωπον εἰς τόν φόβον τοῦ Θεοῦ αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος ποιεῖ αὐτόν γενέσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ἄλλοις εἰς καταπάτημα. Καί ὅτε καταλεάνῃ καί συντρίψει τελείως τό ὑπερήφανον καί κενόδοξον τῆς σαρκός αὐτοῦ φρόνημα, τότε ἡ ἁγία ταπείνωσις, ὁ νοητός λίθος ὁ ἐλαφρότατος καί χρηστός, ἐπιπεσών ἄνωθεν, πᾶσαν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καί παθῶν ἐκπιέσασα, οὐκ ἄχρηστον τήν ἐκπιεσθεῖσαν ψυχήν ἀποδείκνυσιν, ἀλλά δάκρυα ποταμηδόν αὐτήν καταντλήσασα τό ζῶν ὕδωρ ἐκβλύζειν ποιεῖ καί τά ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων τραύματα ἰᾶται καί τόν ἰχῶρα καί τά ἕλκη αὐτῶν ἀποπλύνει καί χιόνος λαμπρότερον ὅλον ἐκεῖνον ἀποδεικνύει τόν ἄνθρωπον».

1425 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVII, SC 113, 268-330: «Φρίξατε, ἄνθρωποι, καί τρομάξατε, καί τάς ὕβρεις ἅς ὁ Θεός ὑπέστη διά τήν σωτηρίαν ἡμῶν, μετά χαρᾶς καί ὑμεῖς ὑπομείνατε! Ὁ Θεός ὑπό αἰσχίστου δούλου ῥαπίζεται ὑπόδειγμά σοι νίκης διδούς, καί σύ παρά τοῦ ὁμοιοπαθοῦς σου ἀνθρώπου οὐ καταδέχῃ τοῦτο παθεῖν; Θεοῦ μιμιτής αἰσχύνῃ γενέσθαι, καί πῶς συμβασιλεύσεις αὐτῷ καί συνδοξασθήσῃ ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν βασιλείᾳ, μή ὑπομείνας αὐτόν; Εἰ γάρ κἀκεῖνος, ὅσον τό ἐπί σοί, ἄνθρωπος ἐπῃσχύνθη γενέσθαι διά σέ καί ἐν τῷ τῆς παραβάσεως πτώματι κείμενόν σε μέχρι τοῦ παρόντος κατέλιπεν, οὐχί μετά τῶν ἀπίστων καί ἀσεβῶν ἐν τοῖς τοῦ ᾅδου μυχοῖς ἐναπέμεινας, ἄθλιε; Πιστεύεις ὅτι Θεός ὁ Χριστός; “Ναί”, φησίν. Εἰ οὖν πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός ὁ ποιήσας τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ἐστιν ὅς ἀκενώτως ἐκενώθη ἐκ τῶν κόλπων τῶν πατρικῶν, ὅς κατῆλθεν ἐπί τῆς γῆς ἐκ τοῦ ἀπείρου ὕψους τῆς Θεότητος καί τῆς ἀφράστου δόξης αὐτοῦ καί γέγονεν ἄνθρωπος εὐτελής καί πτωχός διά σέ, σύ πηλός ὤν καί τέφρα καί κόνις, οὐ καταδέχῃ τοῦ νομιζομένου ὑψηλοῦ σου θρόνου κατελθεῖν καί ταπεινωθῆναι τῷ ἀδελφῷ σου, τῷ κάτω μέν ἱσταμένῳ κατά γε τοῦτο δή τό ὁρώμενον, ἴσως δέ ταῖς ἀρεταῖς ὑπερκειμένῳ σου;».

1426 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά ρ΄, ι΄, SC 51bis, σελ. 124.

1427 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 4ος, SC 129, 85-96: «Ἄλλο τό ταπεινολογεῖν καί ἕτερον ταπεινοφρονεῖν· καί ἄλλο ταπείνωσις καί ἕτερον τό τῆς ταπεινώσεως ἄνθος καί ἕτερον ὁ ταύτης καρπός καί τό τοῦ καρποῦ ταύτης κάλλος καί ἡ ἡδύτης αὐτοῦ καί ἕτερον αἱ ἐκ τούτου ἐνέργειαι. Τούτων δέ τά μέν ἐφ᾿ ἡμῖν, τά δέ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσι· καί τά μέν ἐφ᾿ ἡμῖν τό πάντα νοεῖν, τό φρονεῖν, τό λογίζεσθαι, τό λέγειν καί πράττειν ὅσα πρός ταπείνωσιν ἡμᾶς φέρουσιν· ἡ δέ ἁγία ταπείνωσις καί τά λοιπά ταύτης ἰδιώματα καί χαρίσματα καί αἱ ταύτης ἐνέργειαι δῶρόν εἰσι Θεοῦ καί οὐ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσιν, ἵνα μηδέ ἐν τούτῳ τις καυχήσηται· ὧν καί οὐδείς ποτε τυχεῖν καταξιωθήσεται, εἰ μή καλῶς τά ὅσα ἐφ᾿ ἑαυτόν εἰσι σπέρματα καταβάληται».

1428 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 3ος, SC 122, 620-630.

1429 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XX, SC 174, 104-107.

1430 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος II, SC 96, 208-228: «Ἀρραβών γάρ ἐστι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἡ ἐκ τοῦ πένθους ἐγγινομένη παράκλησις.(....)Ὅπου γάρ ταπείνωσις ἀψευδής, ἐκεῖ καί ταπεινοφροσύνης βυθός· καί ὅπου ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ καί ἐλλάμψεις τοῦ Πνεύματος. Ὅπου δέ αἱ ἐλλάμψεις τοῦ Πνεύματος, ἐκεῖ φωτοχυσία Θεοῦ καί Θεός ἐν σοφίᾳ καί γνώσει τῶν μυστηρίων αὐτοῦ. Ἔνθα δέ ταῦτα, ἐκεῖ βασιλεία οὐρανῶν καί βασιλείας ἐπίγνωσις καί οἱ ἀποκεκρυμμένοι θησαυροί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἐν οἷς καί ἡ φανέρωσίς ἐστι τῆς πτωχείας τῆς πνευματικῆς. Ὅπου δέ πτωχείας πνευματικῆς αἴσθησις, ἐκεῖ καί τό χαρμόσυνον πένθος, ἐκεῖ καί τά ἀεννάως ῥέοντα δάκρυα, τά τήν φιλοῦσαν ταῦτα ψυχήν ἐκκαθαίροντα καί τελείως αὐτήν ἀπεργαζόμενα φωτεινοτάτην».

Δεν υπάρχουν σχόλια: