Συνέχεια από: Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ
Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Η ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης. (συνέχεια)
β) Η απαράβατη τήρηση όλων των εντολών
Η επίτευξη της θεώσεως δια της μετανοίας είναι το αποτέλεσμα της απαράβατης τήρησης όλων των εντολών. [ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΗΡΥΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΕΔΕΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ, ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ, ΠΡΙΝ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ, ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ. Η ΘΕΩΣΗ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ]. Η τήρηση των εντολών είναι σαφώς απόρροια της πίστεως. Όπως, όμως, παρατηρήθηκε με αναφορά στη μετάνοια, η πίστη αυτή δε συνιστά θεωρητική αποδοχή των δογμάτων και ψυχολογική συγκατάθεση στην ύπαρξη του μεταφυσικού, αλλά τρόπο ζωής, μεταστοιχείωση του ανθρώπινου «είναι», στη δεξίωση της παρουσίας της χάρης. Σε μια τέτοια «περιεκτικωτάτην πίστιν», όπως χαρακτηριστικά την ονομάζει ο άγιος Συμεών, συνθεωρεί την ύπαρξη όλων των εντολών και την ανάγκη απαρασάλευτης τήρησής τους. Η τήρηση των εντολών αποτελεί βαπτισματική δέσμευση του πιστού, είναι το περιεχόμενο της τρίτης «προσωπικής» Διαθήκης, που συνάπτει ο πιστός με το βάπτισμά του1391.
Στο σημείο αυτό έχουμε ακόμη μια ουσιαστική σύνδεση της ασκητικής θεολογίας του αγίου με τη μυστηριακή, μια επιπλέον πραγμάτωση της άσκησης σε εκκλησιολογικό έδαφος. Ο συσχηματισμός του ανθρώπινου θελήματος με το θέλημα του Θεού, ήδη από την Κυριακή Προσευχή στην αιτιακή σχέση: «γενηθήτω τό θέλημά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», αναδεικνύει την τήρηση των εντολών ως αρχαία χριστιανική πρακτική και ως απαραίτητη ευαγγελική παράμετρο του οντολογικού ανακαινισμού του ανθρώπου1392.
Το γεγονός ότι οι εντολές δεν έχουν «πρωτογενή χαρακτήρα αλλά αποτελούν συνέπεια της διαθήκης» Θεού και ανθρώπου, εξηγεί αφενός τη σωτηριολογική ανάγκη της τήρησής τους, αφετέρου την πραγμάτωσή τους στην προοπτική της υπέρβασής τους, μιας υπέρβασης εν όψει της καταλυτικής του Θεού παρουσίας. Στο μεταξύ, οι εντολές λαμβάνουν τη θέση των έργων. Και όπως «πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστί»1393, έτσι και η πίστη χωρίς την τήρηση των εντολών καταντά θεωρητική αδολεσχία. Αφετέρου, καταδεικνύεται ότι οι εντολές δεν είναι αυτοσκοπός. στόχος τους είναι να οδηγήσουν στη δεξίωση του Πνεύματος. Με την «μέχρι καί μιᾶς κεραίας» τήρηση των εντολών, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν και… ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσία καί ἔλλαμψις γίνεται», κατακτούμε το πλήθος των αρετών και κατανοούμε μέσα μας το Πνεύμα ως φως1394.
Ασφαλώς, όπως και η μετάνοια, οι εντολές δεν αφορούν σε μια ελίτ του εκκλησιαστικού σώματος, αποκομμένη από τον κόσμο και ενδεδυμένη το μοναχικό σχήμα. Οι εντολές είναι για όλους. Από τους αποστόλους, μέχρι τους ενδιατρίβοντες στον κόσμο, άνδρες και γυναίκες, οι εντολές αποτελούν το μόνο δρόμο οικείωσης της χάρης. Μάλιστα είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του αγίου, πως, πολλές φορές, η δια της τηρήσεως των εντολών τελείωση είναι ανώτερη σε περιπτώσεις ανθρώπων που εγκαταβιούν στον κόσμο, από αυτούς που βρίσκονται μακριά από τον κόσμο: «Πάντα τοίνυν ὅσα τοῖς ἀποστόλοις ὁ Χριστός καί Θεός ἐνετείλατο, ὁμοίως καί ἡμᾶς φυλάττειν προσέταξεν, ἅπερ ἐν τῷ κόσμῳ φυλάξαι δυνάμεθα μέν, οὐ προαιρούμεθα δέ διά τό ἀσθενεῖν ἡμᾶς τῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ τῇ εἰς Χριστόν. Καί ὅτι τοῦτο ἀληθές ἐστι μαρτυροῦσι πάντες οἱ πρό νόμου καί ἐν νόμῳ καί μετά τήν τοῦ Σωτῆρος παρουσίαν μετά παίδων καί γυναικῶν καί τῶν ἐν ἅπασι βιωτικοῖς μεριμνῶν καί φροντίδων εὐαρεστήσαντες τῷ Κυρίῳ, κεχωρισμένοι τούτων ἁπάντων τῇ ἀπροσπαθεῖ προαιρέσει γενόμενοι καί ὑπέρ τούς ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις λαμπρότεροι τῇ πίστει καί τῷ βίῳ ἀναφανέντες»1395.
Η τήρηση των εντολών προϋποθέτει πλήρη εκχώρηση της υπαρκτικής αυτονομίας του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού. Η πραγμάτωσή τους δεν είναι το αποτέλεσμα συμμόρφωσης σε μια κατηγορική προστακτική, ούτε συνέπεια θεωρητικής ενασχόλησης. Η απόκτηση των εντολών –ένα στάδιο πέρα από την τήρηση, στη λογική της απροσπαθούς οικείωσης του θελήματος του Θεού–απαιτεί την καταβολή ενός τιμήματος1396. Το αρχαίο μοναχικό ρητό «Θάνε καί ζήσῃ» που επαναλαμβάνει ο Συμεών, αντιπροσωπεύει το τίμημα της άρσης της υπαρκτικής του ανθρώπου αυτονομίας, της νέκρωσης του οικείου θελήματος, ελεύθερα και ενεργητικά, και το συσχηματισμό με το θέλημα του Θεού, η επίτευξη του οποίου συνιστά τη θεώση1397.
Είναι προφανές για το Νέο Θεολόγο πως δίχως την τήρηση των εντολών δεν υπάρχει σωτηρία. Αν την ανθρώπινη πτωτική συνθήκη χαρακτηρίζει η αμαρτία, ως υπαρκτική αυτονομία και υπηρεσία του οικείου θελήματος, τη θέωση χαρακτηρίζει η απόκτηση των αρετών, η απόκτηση του θελήματος του Θεού ως μια, εν Αγίω Πνεύματι, υποστατική παρουσία1398. Γι’ αυτό και κάθε παραβάτης των θείων εντολών είναι, τελικά, πολέμιος του Θεού. Ο Νέος Θεολόγος επιμένει πως, χωρίς την τήρηση των εντολών, δεν μπορεί κανένα από τα καλούμενα θεάρεστα έργα να είναι επικοδομητικό και προς σωτηρίαν. Ακόμη και η υπηρεσία στον άνθρωπο, οι ειρηνευτικές προσπάθειες και η αφοσίωση στην επίτευξη κοινωνικής προόδου με ανθρωπιστικό χαρακτήρα, κρίνονται ανεπαρκείς και ατελέσφορες, εξ επόψεως οικείωσης προς το Θεό και επίτευξης της θεώσεως: «Πᾶς γάρ ὁ διά τῆς τῶν ἐντολῶν παραβάσεως ἀνθιστάμενος καί πολεμῶν τῷ Θεῷ, οὗτος κἄν εἰρηνεύειν ἅπαντας πρός ἀλλήλους ποιῇ ἐχθρός ἐστι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οὐδέ αὐτούς οὕς εἰρηνεύειν πρός ἀλλήλους ποιεῖ, ὡς ἀρέσκει τῷ Θεῷ ποιεῖ τοῦτο. Ἐχθρός γάρ αὐτός πρῶτος ὤν ἑαυτοῦ καί τοῦ Θεοῦ, ἐχθροί καθεστήκασιν αὐτοῦ καί οἱ διά τῶν τοιούτων εἰρηνεύοντες»1399. Ο Krivochéine παρατηρεί το τεράστιο χάσμα που χωρίζει τη σκέψη του και την εποχή της, από τη μοντέρνα εποχή1400. Στην εποχή μας, όλοι οι άνθρωποι καλής θελήσεως, πιστοί και άπιστοι, ενταγμένοι στο εκκλησιαστικό σώμα ή όχι, αναγνωρίζεται ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην πραγματοποίηση της παγκόσμιας ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανάδειξης των ανθρωπιστικών ιδεωδών. Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαία μία παρέκβαση στην προσπάθεια εκθεολόγησης του ερμηνευτικού ζητήματος που θέτει το ανωτέρω απόσπασμα.
Είναι δυνατό να υποστηριχθεί χωρίς επιφυλάξεις, μια ανατίμηση της ηθικής στους χώρους του σύγχρονου φιλοσοφικού και θεολογικού προβληματισμού1401. Αν και ο ηθικός προβληματισμός δεν έλειψε καθόλη τη διαδρομή της νεωτερικότητας1402, εντοπίζουμε στον Emmanuel Levinas την απαρχή του σύγχρονου ηθικού προβληματισμού στη μοντέρνα διανόηση. Η στροφή του στο Νόμο ως το πεδίο συνάντησης με τον Άλλο, σηματοδοτεί μια διεύρυνση της ηθικής, που την απεγκλωβίζει από το ηθικιστικό πλαίσιο μιας στενά θρησκευτικής κατανόησης και την διανοίγει, από το στίβο του σύχρονου κοινωνικού προβληματισμού, την πολιτική φιλοσοφία, μέχρι τις θεολογικές και μεταφυσικές προεκτάσεις της περί του ανθρώπου διερώτησης1403. Και ενώ δεν έλειψαν οι επιφυλάξεις περί μιας μετεγγραφής της περί διϋποκειμενικότητας αναζήτησης της μοντέρνας φιλοσοφίας στο χώρο της θρησκευτικής μεταφυσικής, η συμβολή του Levinas στην επαναφορά του ηθικού προβληματισμού στο φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, παραμένει αναντίρρητη.
Αναντίρρητη παραμένει και η επιρροή του σε μερίδα της σύγχρονης θεολογικής σκέψης στην Ελλάδα. Η τοποθέτηση της ηθικής σε δεύτερη μοίρα από την καλούμενη γενιά του’ 60, η ταύτισή της, πολλές φορές, με τον ηθικισμό και τον νομικισμό, μπορεί να προέκυψε ως αντίδραση στον επείσακτο θρησκευτικό πουριτανισμό που αλλοίωσε την ορθόδοξη πνευματικότητα, στιγμάτισε όμως πολλές φορές τη θεολογική προβληματική –ενίοτε και πρακτική –με μια στοφή στην εσωτερικότητα, την ιλαρότητα, την κατάνυξη, τη φυγή από σύγχρονους προβληματισμούς, το συντηρητισμό της παράδοσης. Υπό την προϋπόθεση αυτή, η επανεμφάνιση της ηθικής φαίνεται ότι σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια θεολογική καταξίωση της ετερότητας, της μέριμνας για κοινωνική δικαιοσύνη, του ενδιαφέροντος για τον άλλο ως εικόνα του Θεού κ.τ.λ.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας κατανόησης της επαναφοράς της ηθικής στο θεολογικό προβληματισμό, η θέση του Νέου Θεολόγου περί αδυναμίας διάπραξης του κοινωνικού καλού, χωρίς την καθαρτική τήρηση των εντολών, που οδηγεί στη δεξίωση της χάρης του Πνεύματος, μοιάζει μάλλον αδικαίωτη. Όπως και η μέριμνα για τον άλλο, χωρίς την προϋπόθεση της, εν Αγίω Πνεύματι, αγάπης, της μέριμνας για κάθαρση από τα πάθη, για ταπείνωση και εκζήτηση της χάρης, για απεμπόληση της αμαρτίας και μετοχής στο φως των θεοποιών ενεργειών, κρίνεται από τον Συμεών ατελέσφορη.
Η κατανόηση της διαφοράς ως αδυναμία εκσυγχρονισμού της παράδοσης, ή ως ανάγκη για την αναζήτηση μιας σύγχρονης ερμηνευτικής των πατερικών κειμένων, αδικεί το πρόβλημα. Το ζήτημα φαίνεται να εντοπίζεται στην αναζήτηση του «ενός, ου έστι χρεία». Ο Νέος Θεολόγος δεν αναζητά τη δικαίωση της θεολογίας και της πνευματικότητός του, μέσα από την κοινωνική, διασκεπτική, ή ανθρωπιστική της ωφελιμότητα. Αντίθετα, η πνευματικότητά του, η εν Πνεύματι θεία ένωση στο φως της χάρης, δικαιώνει κάθε προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής. Το σκοπούμενο τέλος δε βρίσκεται στην καλυτέρευση των κοινωνικών δομών, στην εκζήτηση της διακαιοσύνης ή της παγκόσμιας ειρήνης. Χωρίς ίχνος ελιτισμού ο Συμεών τοποθετεί το στόχο του στην επίτευξη της θέωσης, από την οποία, όλα τα παραπάνω, προκύπτουν αβίαστα.
Γι’ αυτό και, για να επιστρέψουμε στην περί εντολών διδασκαλία του Συμεών, η άποψη πως η τήρηση όλων των εντολών δεν είναι δυνατή, συνιστά παναίρεση. Για το Θεολόγο πατέρα αίρεση δεν αποτελεί μόνον η διαστρέβλωση των δογμάτων ή η εισαγωγή νέων. Αιρετικοί δεν είναι μόνον όσοι θεολόγησαν εσφαλμένα περί της Τριάδος, της ενσάρκωσης του Λόγου ή της θεότητας του Πνεύματος1404, αλλά, όπως σημειώνει: «περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναί τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας·πρῶτον μέν πάντων πιστόν καί πρακτικόν –διά γάρ τῶν ἔργων ἡ πίστις δείκνυται, ὡς διά τοῦ ἐσόπτρου ἡ τοῦ προσώπου ἐμφέρεια–, ἔπειτα θεωρητικώτατόν τε ὁμοῦ καί θεόπτην, ἐν τῷ φωτισθῆναι δηλαδή καί λαβεῖν Πνεῦμα Ἅγιον καί δι᾿ αὐτοῦ τόν Υἱόν σύν τῷ Πατρί κατιδεῖν. Οἱ τοίνυν τοῦτο ἀδύνατον εἶναι λέγοντες οὐ μερικήν τινα αἵρεσιν κέκτηνται, ἀλλά πάσας, εἰ οἷόν τε εἰπεῖν, ὡς ταύτης πάσας ἐκείνας τῇ ἀσεβείᾳ καί τῇ τῆς βλασφημίας ὑπερβολῇ ὑπεραιρούσης καί καλυπτούσης. Ὁ τοῦτο λέγων ἀνατρέπει πάσας τάς θείας Γραφάς»1405. Οι εκκλησιολογικές βάσεις για τον χαρακτηρισμό ως παναίρεση της άποψης ότι είναι αδύνατο να τηρηθούν οι εντολές, είναι προφανείς. Με τον τρόπο αυτό αμφισβητείται η λειτουργία του Πνεύματος στην Εκκλησία σε κάθε εποχή και η δυνατότητα του ανθρώπου να φωτιστεί από το Πνεύμα και να πετύχει τη θέωση. Ο στόχος του οντολογικού ανακαινισμού από την τήρηση των εντολών, είναι αυταπόδεικτος.
Αν η ανθρώπινη πτωτική συνθήκη είναι το αποτέλεσμα της παράβασης μιας εντολής, αναρρωτιέται ο Θεολόγος, τότε ποια θα είναι η κατάληξη του ανθρώπου από τη μη τήρηση όλων των εντολών του Θεού1406; Αλλά όμως, ο ίδιος παρηγορεί, το φορτίο των εντολών είναι ελαφρύ και η αντίρρηση για το δυνατό της τήρησής τους προσβάλλει το Θεό που τις θέσπισε1407. Τελικά: «Ὁ δέ μή πάσας τάς ἐντολάς ἀλλά τινάς μέν φυλάττειν δοκῶν, τινάς δέ προδιδούς γινωσκέτω ὅτι κἄν μιᾶς ἀμελήσῃ καί οὕτω τόν πλοῦτον ὅλον ἀπόλλυσιν»1408.
Ο άγιος Συμεών κάνει λόγο για περιεκτικές εντολές. Σε μια αποδείξη μη φετιχιστικής αντίληψής του για αυτές και σε πνεύμα αντινομικισμού και αντικομφορμισμού, ο Θεολόγος διατείνεται ότι το ενδιαφέρον του δεν ενοπίζεται στον φετιχισμό της περιπτωσιολογικής τήρησης ενός πλήρους κώδικα εντολών, αλλά στην απόκτηση των αρετών, που εμπεριέχουν την πληρότητα της χριστιανικής ζωής1409. Ταυτόχρονα μια τέτοια άποψη διατρανώνει την ενότητα τόσο των εντολών, όσο και των αρετών και την κατανόησή τους ως μιας αδιάσπαστης αλυσίδας1410. Όπως παρατηρεί ο Σταυρόπουλος1411, η έννοια των περιεκτικών εντολών και αρετών, δεν πρωτοπαρουσιάζεται στον Συμεών. Υπάρχει, ήδη, στον Μ. Βασίλειο, ενώ τη συναντούμε στο Γρηγόριο Σιναΐτη και άλλους μυστικοασκητικούς πατέρες. Φυσικά το δόγμα περί ενότητος των αρετών απηχεί θέσεις της αρχαιοελληνικής ηθικής και είναι απολύτως σύστοιχο με την πλατωνική αντίληψη περί ενότητος της ψυχής1412. Η παρατήρηση ότι, παρά την προαναφερθείσα αντιστοιχία, δεν υπάρχει ουσιαστική εξάρτηση μεταξύ της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής αρεταλογίας, μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί.
Η θέαση των εντολών από το «πνευματικό» (εν Πνεύματι) ύψος της θεώσεως, επιβάλλει την ελεύθερη συγκατάνευση του ανθρώπου για την τήρησή τους: «Ἐπεί δέ οὐ βίᾳ ἡμᾶς, ἀλλ᾿ αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ σῴζεσθαι ἐδικαίωσας, εἴασας κἀμέ τῷ αὐτεξουσίῳ τιμᾶσθαι καί τήν πρός σέ ἀγάπην ἐκ τῆς τῶν ἐντολῶν σου φυλακῆς αὐτοπροαίρετον ἐπιδείκνυσθαι,....»1413. Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι ιδιαζόντως σημαντικό. Συνδέει τις εντολές με το αυτεξούσιο του ανθρώπου και την αγάπη προς το Θεό. Η τήρηση των εντολών είναι μεν σωτηριολογικά αναγκαία, πλην αυτοπροαίρετη. Η προσήλωση στην απόκτηση των εντολών δεν μπορεί να εξαντληθεί στα όρια μιας τυπικής ορθοπραξίας, την οποία δεν υποστηρίζει η ελεύθερη συγκατάνευση του ανθρώπου, ως υπέρβαση της υπαρκτικής του αυτονομίας και ανταπόκριση στη θεία αγάπη. Στο σημείο αυτό, πέρα από τις όποιες σημαντικές διαφορές, η σκέψη του Συμεών καθίσταται προδρομική της σύγχρονης φιλοσοφικής ηθικής1414.
Σαφής και απαρέγκλιτος στόχος των εντολών είναι η θέα του Θεού και η θέωση. Η απόκτησή τους, κομίζοντας «τόν μισθόν τῆς θεοπτίας» και καθιστώντας τον άνθρωπο θέσει Θεό, αποδεικνύει, εν τέλει, τόσο τη μη αυτονομία τους, όσο και τον αντικομφορμισμό και αντινομικισμό της ηθικής διδασκαλίας του αγίου: «Ἄλλως δέ θεάσασθαι τοῦτον ἀμήχανον εἰ μή διά τῆς τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ ἀκριβοῦς φυλακῆς, μή παραφθειρομένης δηλονότι τῇ ἀμελείᾳ καί καταφρονήσει τῆς ἐργασίας αὐτῶν ἐν μηδενί μηδαμῶς, ἀλλά διατηρουμένης καί ἐργαζομένης ἐμμελῶς καί σπουδαίως. Τοιγαροῦν “καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν” “οὐ μακράν εὑρεθήσονται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν” ἀλλά κατά ἀναλογίαν τῆς σπουδῆς καί τῆς μετά προθυμίας καί ἐν χαρᾷ ἐργασίας αὐτῶν, ἤ συντομώτερον ἤ βραδύτερον, πλεῖον ἤ ἔλαττον, τόν μισθόν τῆς θεοπτίας κομίσονται καί κοινωνοί θείας γενήσονται φύσεως καί θεοί καί θέσει καί υἱοί Θεοῦ χρηματίσουσιν....»1415.
Τέλος, στο ίδιο πλαίσιο του αντικομφορμισμού και του αντινομικισμού, ο ίδιος ο Συμεών, έρχεται να «ανατρέψει» τη διδασκαλία του περί απαράβατης τήρησης όλων των εντολών, με ένα προσωπικό κείμενο, το οποίο θυμίζει έντονα τον Ιωάννη της Κλίμακος: «Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα,/οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου,/ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τόν βίον μου μετῆλθον,/πλήν αὐτός οὐ παρεῖδές με, ἀλλά ζητήσας εὗρες/πλανώμενον, ἐπέστρεψας ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης/καί ἐπ᾿ ἀχράντους ὤμους σου φωτί τῆς χάριτός σου/ἐπανεβίβασας, Χριστέ, ἐβάστασας, οἰκτίρμον,/καί κόπου με οὐκ εἴασας ὅλως ἐπαισθανθῆναι,/ἀλλ᾿ ἐπαναπαυόμενον ὡς ἐν ὀχήματί με/κούφως ὁδεῦσαι δέδωκας τάς ὁδούς τάς τραχείας,/ἕως ἀποκατέστησας μάνδρᾳ τῶν σῶν προβάτων,/ἕως συνήνωσας τοῖς σοῖς καί κατέταξας δούλοις»1416. Όσο κόπο και ασκητικό αγώνα κι αν καταβάλλει κανείς, είναι η χάρη του Θεού που ελκύει στην τήρηση των εντολών και την επίτευξη του συσχηματισμού του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού.
Το παραπάνω απόσπασμα μοιάζει κάπως αντιφατικό σε σύγκριση με την προηγούμενη εμμονή του αγίου στην τήρηση των εντολών, ως την απαρέγκλιτη προϋπόθεση για τη δεξίωση της χάρης. Μοιάζει αντιφατικό, όχι με την έννοια ότι απαξιώνει τη σωτηριολογική σημασία των εντολών, αλλά με τη συνείδηση ότι η τήρησή τους δεν είναι ατομικό κατόρθωμα, ούτε μπορεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να εκβιάσει τη χάρη. Σωστά ο Ράμφος1417 (με αφορμή αντίστοιχες ιδέες του Μάρκου του Ερημίτη) αναγνωρίζει αντιμεσσαλιανικές ιδέες στη διδασκαλία αυτή. Για τους Μεσσαλιανούς υφίσταται μια ανθρωποκεντρική κατανόηση των ευαγγελικών εντολών, που εκλαμβάνονται ως ατομικό κατόρθωμα αυτοβελτίωσης και, συνεκδοχικά, αξιομισθίας. Για τους Ορθόδοξους η χριστοκεντρική κατανόηση των εντολών δεν επιτρέπει την αυτονόμησή τους. Η τήρηση των εντολών σημαίνει ελπίδα στο Χριστό, στη θυσιαστική αγάπη και φιλανθρωπία Του, ως εχέγγυο κάθε ασκητικής προσπάθειας.
Σημειώσεις
1391 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος VII, SC 104, 158-168: «Πίστιν ἐνταῦθα οὐ ταύτην λέγει ὅτι Θεός ἐστιν ὁ Χριστός μόνον, ἀλλά τήν περί πασῶν τῶν παρ᾿ αὐτοῦ λεχθεισῶν ἁγίων ἐντολῶν περιεκτικωτάτην πίστιν τήν συνέχουσάν πως ἐν ἑαυτῇ πάσας τάς θείας αὐτοῦ ἐντολάς καί πιστεύουσαν μηδέν εἶναι ἀργόν μέχρι καί μιᾶς κεραίας ἐν αὐτοῖς, ἀλλά πάντα ἕως ἑνός ἰῶτα ζωή καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενα· ὡς ἄν ὁ πιστεύων οὕτως ἔχειν αὐτάς καί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος συνταξάμενος ταῦτα πάντα φυλάσσειν καί ἀπαραλείπτως ποιεῖν σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας ἔν τινι τοῖς λόγοις αὐτοῦ μέχρι καί μιᾶς, ὡς εἴρηται, κεραίας ἤ ἑνός ἰῶτα, ὡς αὐτόν ἐκεῖνον ὅλον ἀπαρνησάμενος, κατακριθῇ».
1392 Όπως παρατηρεί ο καθηγητής ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Π., Lex Orandi, Αθήνα 2005, σελ. 272: «…το αίτημα της διδασκαλίας του συνόλου των εντολών του Χριστού δεν αποβλέπει στην επιβολή ενός νέου Νόμου με τη μετάδοση δογματικών αρχών και ηθικών αξιών, αλλά πρωταρχικά στην εγκαθίδρυση της καινής διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Η φράση «διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» απηχεί, στο κατά Ματθαίον, την παρουσίαση του Ιησού ως του νέου Μωυσή του νέου Ισραήλ. Ακόμη και στην Π.Δ. (ειδικά στο Δευτερονόμιο), η θεολογική σημασία των εντολών του Θεού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της διαθήκης. Οι εντολές δεν έχουν πρωτογενή χαρακτήρα, αλλά αποτελούν συνέπεια της διαθήκης, την οποία ο Θεός με δική του πρωτοβουλία συνήψε με τον εκλεκτό λαό του». Για το ρόλο και τη σημασία της τήρησης των εντολών (λόγου του Θεού) στην ιωάννεια Εκκλησιολογία, βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ Π., ο.π., σσ. 181-182.
1393 Ιακ. 2:26.
1394 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος VIII, SC 104, 159-180: «Εἰ δέ πᾶς μέν ὁ ἀγωνιζόμεος καί φυλάττων ἀπαρατρώτως πάσας τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, καί τέκνον Θεοῦ καί υἱός Θεοῦ γεννηθείς ἄνωθεν γίνεται, καί πιστός ὄντως καί χριστιανός τοῖς πᾶσι γνωρίζεται, ἡμεῖς δέ τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν καταφρονοῦμεν καί ἀθετοῦμεν τούς νόμους αὐτοῦ, οὕς ἐκδικήσει ἐκεῖνος ἐλθών μετά δόξης αὖθις καί δυνάμεως φοβερᾶς, καί δεικνύομεν ἑαυτούς ἐν μέν τῇ πίστει τοῖς ἔργοις αὐτοῖς ἀπίστους, ἐν δέ τῇ ἀπιστίᾳ διά τῶν λόγων μόνον πιστούς. Ἄνευ γάρ ἔργων, μή πλανᾶσθε, οὐδέν ἡμᾶς ἡ πίστις μόνη ὠφελήσει· νεκρά γάρ ἐστι, νεκροί δέ ζωῆς οὐ γίνονται μέτοχοι, εἰ μή πρότερον διά τῆς τῶν ἐντολῶν ἐργασίας ταύτην ζητήσουσιν. Ἐν γάρ τῇ ἐργασίᾳ τούτῃ ἀναφύεται ὥσπερ τις πολύχους καρπός ἐντός ἡμῶν ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πρός τόν πλησίον συμπάθεια, ἡ πραότης, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονή τῶν πειρασμῶν, ἡ ἁγνεία, ἡ καθαρότης τῆς καρδίας, δι᾿ ἧς καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἐν ᾗ ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσία καί ἔλλαμψις γίνεται, ἥτις καί ἄνωθεν ἡμᾶς γεννᾷ καί υἱούς Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τόν Χριστόν ἐπενδύει καί τήν λαμπάδα ἀνάπτει καί τέκνα φωτός ἀποδεικνύει καί τοῦ σκότους τάς ψυχάς ἐλεθεροῖ καί τῆς αἰωνίου ζωῆς κοινωνούς ἡμᾶς ἀπ᾿ ἐντεῦθεν ἤδη γνωστῶς ἀπεργάζεται».
1395 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος VII, SC 104, 221-231.
1396 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 11ος, SC 129, 33-40: «Ὁ δέ γε ἀναγινώσκων, πῶς ἀπό μόνων τῶν λόγων θεωρός αὐτῶν τῶν πραγμάτων γενήσεται; Οὐδαμῶς, εἴποι ἄν. Εἰ δέ θεωρός γενέσθαι οὐ δύναται, κύριος τούτων ἑνός πῶς γένηται; Ἔστι μέν γάρ ἰδεῖν αὐτά ἤ ἐξ αὐτῶν τινα μερικῶς, μή κτήσασθαι δέ. Τό μέν γάρ ἰδεῖν, ἤ καί ἀκοῦσαι καί ἑτέροις πάλιν τά ἀκουσθέντα εἰπεῖν, ῥᾴδιον τοῖς πᾶσιν ὑπάρχει καί εὔκολον, τό δέ κτήσασθαί τι τῶν τοιούτων τιμήματος ἀγοράζεται. Τό δέ εἰς ἀγοράν τῶν τοιούτων διδόμενον οὐ χρυσίον ἐστίν, ἀλλ᾿ οὐδέ ἀργύριον, αἷμα δέ· αἵματι γάρ ταῦτα ἕκαστος ἡμῶν τῶν βουλομένων ἕνα καθ᾿ ἕνα ἐξαγοράζεται».
1397 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 11ος, SC 129, 43-49: «Ἐν ἀληθείᾳ γάρ, εἰ μή τις ὡς πρόβατον σφαγιασθῇ ὑπέρ μιᾶς καί τῆς τυχούσης ἀρετῆς καί τό αἷμα ἐκχέῃ τό ἴδιον ὑπέρ αὐτῆς, οὐ κτήσεται ταύτην ποτέ· διά θανάτου γάρ τοῦ κατά πρόθεσιν ᾠκονόμησεν ὁ Θεός τήν ζωήν λαμβάνειν ἡμᾶς τήν αἰώνιον. Θάνε καί ζήσῃ. Οὐ βούλει; Καί ἰδού σύ νεκρός».
1398 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος IX, SC 104, 45-51: «Διψᾷ γάρ ἀληθῶς τήν σωτηρίαν ἑνός ἑκάστου ἡμῶν καί πεινᾷ, ἡ δέ σωτηρία ἡμῶν ἡ ἀποχή πάσης ἁμαρτίας ἐστίν· ἀποχήν δέ πάσης ἁμαρτίας δίχα τῆς τῶν ἀρετῶν ἐργασίας καί τῆς ἐκπληρώσεως πασῶν τῶν ἐντολῶν κατορθωθῆναι ἀδύνατον. Διά γάρ τῆς τῶν ἐντολῶν ἐκπληρώσεως τρέφεσθαι εἴωθε παρ᾿ ἡμῶν ὁ Δεσπότης ἡμῶν καί Θεός καί Κύριος τοῦ παντός».
1399 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος II, SC 96, 328-334.
1400 SC 96, σελ. 269, σημ. 1.
1401 Ενδεικτικός της προσπάθειας αυτής είναι ο πρόσφατα εκδοθείς συλλογικός τόμος με τίτλο: Η Επιστροφή της Ηθικής: Παλαιά και νέα ερωτήματα, επιμ, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αθήνα 2013, πραγματεύεται την επανεμφάνιση της ηθικής στο σύγχρονο προβληματισμό σε ποικίλα πεδία: το θεολογικό, φιλοσοφικό, το πεδίο του μοντέρνου κοινωνικού προβληματισμού, ενώ δε λείπουν και πλέον εξειδικευμένες θεωρήσεις όπως, για παράδειγμα, της σχέσης της ηθικής με την ψυχανάλυση, κ.α.
1402 Για τη διαδρομή του ηθικού προβληματισμού στη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη, με ιδιαίτερη έμφαση στον αγγλοσαξωνικό στοχασμό, βλ. το βασικό μελέτημα της ΔΡΑΓΩΝΑ –ΜΟΝΑΧΟΥ Μ., Η σύγχρονη ηθική φιλοσοφία. Ο αγγλόφωνος στοχασμός, Αθήνα 1995. Σ’ ό,τι αφορά στο διαρκή προβληματισμό για την (ηθική) πράξη, ως επαλλήθευση, αποδοχή και νομιμοποίηση της θεωρίας, εντύπωση προκαλούν οι ιδέες του BERGSON H., Οι δύο πηγές της Ηθικής και της Θρησκείας, μετ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 39-40: «…λίγο με ενδιαφέρει η ομορφιά της θεωρίας, θα μπορώ πάντα να πω πως δεν τη δέχομαι. και αν ακόμη την δεχθώ, θα ισχυριστώ πως μένω ελεύθερος να συμπεριφέρομαι όπως μου αρέσει…Αρέσκονται ορισμένοι να λένε ότι αν μια θρησκεία φέρνει μια νέα ηθική, την επιβάλει με τη μεταφυσική που μας κάνει να δεχθούμε, με τις ιδέες της για τον Θεό, για το σύμπαν, για τις μεταξύ μας σχέσεις…Και αν ακόμη μας φαίνεται ότι συστήνει ορισμένους νέους κανόνες διαγωγής, που εναρμονίζονται καλύτερα με αυτήν, θα υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην αποδοχή από τη νόηση και τη μεταστροφή της βούλησης. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ούτε το δόγμα, στην κατάσταση καθαρής διανοητικής παράστασης, θα μας κάνει να υιοθετήσουμε και κυρίως να εφαρμόσουμε την ηθική, ούτε η ηθική, άμα την θεωρήσει η νόηση ένα σύστημα κανόνων διαγωγής, θα κάνει διανοητικά προτιμότερο το δόγμα. Πριν από τη νέα ηθική, πριν από τη νέα μεταφυσική, υπάρχει η συγκίνηση, που προεκτείνεται ως ορμή προς τη μεριά της βούλησης, και ως εξηγητική παράσταση προς τη μεριά της νόησης». Περισσότερη εντύπωση προκαλούν οι θέσεις του TAYLOR CH., Οι πηγές του Εαυτού, μετ. Ξενοφών Κομνηνός, Αθήνα 1989. Ο Taylor, αν και οπαδός της νεωτερικότητας δε δέχεται τη συρρίκνωση της ιουδαιοχριστιανικής σκέψης στο χώρο του ιδιωτικού, «μια από τις πολλές μορφές ιδιωτικής τρυφής, την απόλαυση της οποίας μερικοί άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους» (σελ. 503). Αναγνωρίζει την καθολικότητα της εβραϊκής παράδοσης στην ανοικτότητα του Νόμου προς τον Άλλο και την κοινωνία, και βλέπει το Νόμο να ολοκληρώνεται στη χριστιανική παράδοση ως αγάπη. Υπ’ αυτή την έννοια η ιουδαιοχριστιανική παράδοση διαθέτει τα εννοιολογικά εργαλεία να απαντήσει στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Πρβλ. και Πάγκαλος Μ., «Αναγνώσεις», Σύναξη 111, (Ιούλιος –Σεπτέμβριος 2009), σσ. 96 κ.εξ.
1403 LEVINAS Ε., Ελευθερία και εντολή, μετ. Μιχάλης Πάγκαλος, Αθήνα 2007, σελ. 18: «Το συμπέρασμά μας μέχρι εδώ συνοψίζεται λοιπόν στα εξής: προκειμένου να είμαστε ελεύθεροι χρειάζεται να επιβάλουμε στον εαυτό μας ένα νόμο που θα προσλάβει τη μορφή μιας εξωτερικής εντολής, όχι απλώς ένα έλλογο νόμο, μια απλή κατηγορική προσταγή που θα μας άφηνε όμως ανυπεράσπιστους έναντι της τυραννίας, αλλά ένα γραπτό νόμο, περιβεβλημένο με την ισχύ εκείνη που τον καθιστά ικανό να αντιστέκεται αποτελεσματικά στην τυραννία. Ιδού, υπό την πολιτική μορφή της, η εντολή ως προϋπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας». Και λίγο παρακάτω: «Η ελευθερία αναζητεί λοιπόν τον εαυτό της μέσα στη σχέση της με το απολύτως άλλο, το αμετάτρεπτο στο ήδη γνωστό. Δεν αρκείται σε μια έννοια υπερβατικού του οποίου το νόημα δεν παρέχεται παρά εκ των υστέρων, στην προοπτική μιας ιστορίας που κρυσταλλώνεται σε πεπρωμένο εντός του οποίου το υπερβατικό ενσωματώνεται παρά την κοινότητά του. Η ελευθερία που καταλήγει να περιορίζεται στην ταυτότητα του Ίδιου δεν μπορεί να κατασιγάσει τον Ίμερο του απολύτως Άλλου» (σσ. 40-41).
1404 Ο Krivochéine (SC 113, σελ. 174, σημ. 1) σημειώνει ότι, στο κείμενό του ο Συμεών, παρουσιάζει τις αιρέσεις με τη διάταξη που τις παρουσιάζει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο: PG 94, 677-780.
1405 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXIX, SC 113, 137-150.
1406 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Πρώτος, SC 122, 373-380.
1407 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 10ος, SC 129, 211-234: «Εἰ δέ λέγοι τις ὅτι ουδείς δύναται τηρῆσαι πάσας τάς ἐντολάς, γινωσκέτω ὅτι τόν Θεόν ἐνδιαβάλλει καί κατακρίνει ὡς ἀδύνατα ἡμῖν ἐπιτάξαντα· ὅς οὐκ ἐκφεύξεται τό τῆς δίκης ἄφυκτον,[....]Ἀλλ᾿ οὐαί τοῖς ταῦτα λέγουσιν, ἐάν μή μετανοήσωσιν· οὐδέν γάρ φορτικόν, οὐδέν ἐπαχθές ὁ Δεσπότης ἡμῶν καί Θεός ἐνετείλατο, μᾶλλον μέν οὖν ῥᾴδιά τε ὁμοῦ πάντα καί εὔκολα, καθά – πιστεύσατέ μοι – καί αὐτός ἔγνων ἐγώ εὔκολον εἶναι τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίτευξιν αὐτοῦ τε καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ».
1408 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Επιστολή 1, 80-83, (ed.) Turner H. J. M., The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford University Press, 2009, σελ. 32.
1409 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά, ρ΄, SC 512bis, σσ. 184-186: «Καθάπερ αἱ περιεκτικαί ἐντολαί συμπεριέχουσι πάσας ἐν ἑαυταῖς τάς μερικάς ἐντολάς, οὕτω καί αἱ περιεκτικαί ἀρεταί τάς μερικάς ἐν ἑαυταῖς συμπεριλαμβάνουσιν ἀρετάς. Ὁ γάρ πωλῶν τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ ἤ καί διασκορπίζων αὐτά τοῖς πτωχοῖς καί πένης ἐφ᾿ ἅπαξ γενόμενος πάντα ὑφ᾿ ἕν τά τῶν μερικῶν ἐντολῶν ἐξεπλήρωσεν˙ οὐκέτι γάρ χρείαν ἔχει τῷ αἰτοῦντι διδόναι ἤ μή ἀποστραφῆναι τόν θέλοντα δανείσασθαι ἀπ᾿ αὐτοῦ. Οὕτω καί ὁ ἀδιαλείπτως εὐχόμενος ἐν τούτῳ πάντα συνέκλεισε καί οὐκέτι ἑπτάκις αἰνεῖν τῆς ἡμέρας τόν Κύριον ἤ ἑσπέρας καί πρωΐ καί μεσημβρίας ὑπ᾿ ἀνάγκην ἐστίν, ὡς ἤδη πάντα πεπληρωκώς ὅσα ἄν κανονικῶς καί ἐν ἀφωρισμένοις καιροῖς καί ὥραις εὐχόμεθά τε καί ψάλλομεν. Οὕτω καί ὁ τόν διδόντα ἀνθρώποις γνῶσιν Θεόν γνωστῶς ἐν ἑαυτῷ κτησάμενος, πᾶσαν ἁγίαν διῆλθε Γραφήν καί πᾶσαν τήν ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ὠφέλειαν ἐκαρπώσατο καί οὐκέτι βιβλίων ἀναγνώσεως δεηθήσεται. Πῶς γάρ, ὁ τόν ἐμπνεύσαντα τοῖς τάς θείας γεγραφόσι Γραφάς συνόμιλον κεκτημένος καί παρ᾿ ἐκείνου μυούμενος τά τῶν ἀποκεκρυμμένων μυστηρίων ἀπόρρητα, ἀλλά βίβλος οὗτος τοῖς ἄλλοις θεόπνευστος ἔσται, καινά τε καί παλαιά φέρουσα μυστήρια γεγραμμένα δακτύλῳ Θεοῦ ἐν αὐτῷ, ὡς πάντα τελέσας καί καταπαύσας ἐν Θεῷ τῇ ἀρχικῇ τελειότητι ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ;».
1410 Βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Χ., Οι νηπτικοί πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του Ανθρώπου, Αθήναι 1993, σσ. 54-55.
1411 ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Νηπτική θεματική του Δ΄ αιώνα, Αθήνα 2005, σελ. 25, σημ. 11.
1412 ΒΟΥΔΟΥΡΗ Κ., «Η ενότητα της Ελληνικής Αρεταλογίας και Θεμελιώδεις Αρετές», στον τόμο: Η Ηθική φιλοσοφία των Ελλήνων, Αθήνα 1996, σσ. 32 κ.εξ.
1413 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ευχαριστίαι, 2, 36, SC 113, 22-25.
1414 Βλ. LEVINAS Ε., Ελευθερία και εντολή, μετ. Μιχάλης Πάγκαλος, Αθήνα 2007, σσ. 32-33: «Το να σχετιζόμαστε λοιπόν με το πρόσωπο, την έκφραση, το καθεαυτό ον, σημαίνει ότι προσανατολιζόμαστε από την ειρηνική μεταβατικότητα που ορίζει η τάξη του δημιουργήματος, η οποία εξοβελίζει κάθε μορφή τυραννίας. Η δια της αποκάλυψης του προσώπου πρόσβασή μας στην τάξη αυτή προϋποθέτει, ωστόσο την άρνηση της ιδέας ότι όλες οι εξωτερικότητες πηγάζουν από την εσωτερικότητά μας, όλα τα παρελθόντα εντοιχίζονται σε ένα παρόν, κάθε εντολή είναι αυτονομία και κάθε δοδαχή ανάμνηση. Εάν λοιπόν η σημασία προηγείται ως προς εμένα ή μου είναι εξωτερική… τότε η εντολή είναι το αρχέτυπο της μη τυραννικής σχέσης».
1415 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός Δεύτερος, SC 122, 304-314.
1416 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XLI, SC 196, 19-30.
1417 ΡΑΜΦΟΥ Σ., Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού. Δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, Αθήνα 2010, σσ. 176-177.
2 σχόλια:
Apo to ligo pou diavasa Kai san palios vivliofilos den xreiazetai pia na diavaso olokliro keimeno grafei loipon o epidoxos patir tis Ekklisias. O epeisaktos thriskeytikos pouritanismos. Diladi kata tin gnomi aytou tou xeganotou teneke kapoioi kakoi profanestata organosiakoi kanan tous Ellines filous tis ithikis. E loipon apo ton kairo tou Omirou stin Ellada o fonias o bekris o moixos o kleftis kai I poutana itan katadikastea prosopa. Etsi to eixan oi arxaioi etsi oi vyzantinoi etsi kai oi neoteroi Ellines. An aytos agaletai me to kathe antikoinoniko kathiki gousto tou kapelo tou. Alla den tha foresei stous Ellines to gousto tou. AM
ΑΜ.Ευχές!
Δημοσίευση σχολίου