Συνέχεια από Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑEDITH STEIN [Πεπερασμένο και αιώνιο]
ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Πρόσωπο, στο παραπάνω απόσπασμα του Ακινάτη, είναι η πιό περιορισμένη έννοια. H νόηση είναι η συγκεκριμένη διαφορά. Εάν θα θέλαμε να σταθούμε ακόμη περισσότερο στις διαφορές σημασίας των όρων res, subsistentia, hypostasis, δέν θα μπορούσαν να ονομασθούν υποστάσεις τα Θεία πρόσωπα, διότι δέν χρησιμεύουν σαν υπόβαθρο σε συμβεβηκότα. Παρ’όλα αυτά είχε επικρατήσει να χρησιμοποιείται κοινώς η υπόσταση με την σημασία τής υπάρξεως, τού υφίσταμαι. Και μ’αυτή την σημασία είναι αλήθεια και για τα Θεία πρόσωπα. Πρέπει όμως να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κατανοητός ο όρος υποκείμενο (subsistere). Ο Ακινάτης λέει: αυτό που είναι εις εαυτόν, όχι σε άλλο. Εάν θέλουμε να το κατανοήσουμε σαν «αυτονομία», αυτό δέν θα ανταποκρινόταν στα Θεία πρόσωπα, διότι κανένα απο αυτά δέν μπορεί να είναι χωρίς τα άλλα και χωρίς την ουσία που είναι κοινή σε όλα, παρότι είναι διακριτά το ένα απο το άλλο και απο την Θεία ουσία;;;;. Προηγουμένως μεταφράσαμε την υπόσταση σαν υπόβαθρο, σαν υποστήριγμα. Όμως ο όρος υπόβαθρο (suppositum) χρησιμοποιήθηκε ήδη δύο φορές με δύο σημασίες οι οποίες δέν συμπίπτουν με εκείνη που απαιτείται εδώ: ορίσαμε το πράγμα υπόβαθρο μίας καθολικής φύσεως, και υποστήριγμα των ιδιοτήτων της. Και οι δύο αυτές σημασίες δέν ταιριάζουν στα Θεία πρόσωπα. Δέν υπάρχουν σ’αυτά ιδιότητες (διακεκριμένες από τήν ουσία) καί επιπλέον η Θεία ουσία δέν είναι μία καθολική Φύσις, η οποία εξατομικεύεται στα πρόσωπα, αλλά είναι κάτι μοναδικό και ξεχωριστό, που είναι κοινό σ’αυτά. Είναι ακριβώς η μία Θεία και αδιαίρετη ουσία που «φέρεται» απο τα πρόσωπα, και τα πρόσωπα λειτουργούν σαν υποστήριγμα. Αυτή η έννοια του υπόβαθρου της ουσίας μοιάζει πολύ πλούσια σε σημασία για την δομή κάθε όντος. Σ’αυτή ακριβώς πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας για να κατανοήσουμε την Αγία Τριάδα.
Δέν εξετάσαμε σ’αυτή την περίπτωση μία διαφορετική ύλη σαν υπόστρωμα μίας ουσιωδούς καθολικής μορφής, για να διακρίνουμε τα πρόσωπα το ένα απο το άλλο (όπως στην περίπτωση των σωματικών όντων), ούτε μία διαφορετικότητα περιεχομένου διακεκριμένων μορφών, που υποστηρίζουν διαφορετικές ιδιότητες (όπως στα καθαρά δημιουργημένα πνεύματα) : η πνευματικότης ή ενότης και η απλότης της Θείας ουσίας δέν επιτρέπουν άλλες δυνατότητες, παρά μόνον εκείνη του υποστηρίγματος απολύτως στερημένου ύλης και περιεχομένου, το οποίο είναι μόνον υποστήριγμα, κενή μορφή της ουσιώδους πληρότητος. Βρεθήκαμε μπροστά σ’αυτή την κενή μορφή του υποστηρίγματος σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. Το καθαρό Εγώ μάς φάνηκε σάν το υποστήριγμα των περιεχομένων της εμπειρίας, το πρόσωπο (το πεπερασμένο) σαν υποστήριγμα της ιδιαιτερότητός του, η μορφή του πράγματος σαν υποστήριγμα τής πληρότητος τού περιεχομένου του, καί τέλος στήν πιό καθολική του εννοιολόγηση τού όντος σαν τέτοιου, το «αντικείμενο» ή το «κάποιο πράγμα» σαν υποστήριγμα τού Είναι.
Τώρα λοιπόν πιστεύουμε πώς έχουμε φτάσει στο αρχέτυπο αυτών των διαφορετικών μορφών υποστηρίγματος και στην δυνατότητα κατανοήσεως της σχέσεως των μ’αυτές και μεταξύ τους. Και παρ’ολα αυτά βρισκόμαστε ακόμη απέναντι στο γεγονός πώς ανάμεσα στο αρχέτυπο και στο αντίγραφο υπάρχει μία άπειρη απόσταση. Αυτή η απόσταση όμως και η αδυναμία συλλήψεως του αρχετύπου, δέν αφαιρούν τίποτε απο το γεγονός πώς η σημασία του αντιγράφου προσδιορίζεται βάσει αυτού. Η αντίθεση ανάμεσα σε μία μοναδική ουσία και σε τρία πρόσωπα αναγκάζει να χωρίσουμε την κενή μορφή, αλλά ακριβώς σ’αυτή την περίπτωση μορφή και πληρότης συνιστούν μία αδιαχώριστη ενότητα. Τα βρίσκουμε ενωμένα βεβαίως και σε άλλες περιπτώσεις: κάθε όν π.χ. είναι μορφή πεπληρωμένη ή πληρότης που διαθέτει μορφή. Όμως και πάλι η ξεχωριστή μορφή δέν είναι σταθερώς δεμένη στην πληρότητα της : υπάρχουν μερικές μεταλλάξεις περιεχομένου, και υπάρχει επίσης, σαν υπέρτατο όριο, μετάλλαξη της ουσίας, του ουσιώδους, στην περίπτωση κατά την οποία το υποστήριγμα παραμένει, αλλά λαμβάνει μίαν άλλη ουσία. Στον Θεό δέν υπάρχει ούτε μεταμόρφωση ούτε μετάλλαξη. Μορφή και πληρότης είναι ενωμένα αδιαιρέτως. Δέν είναι δυνατόν να σκεφτούμε καμμιάν άλλη πληρότητα που είναι δυνατόν να παρεμβληθεί σ’αυτή την μορφή ούτε άλλη μορφή που να μπορεί να περιλάβει αυτή την πληρότητα.
2. ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ.
Ερευνώντας την σημασία του Είναι φτάνουμε αμέσως στο πρώτο Είναι: σ’αυτό το ίδιο το Είναι, στην προσωπική του παρουσία, μάλιστα δέ σε τρία πρόσωπα. Για να κατανοήσουμε την πρόοδο αυτή, όσο αυτό είναι δυνατόν και για να φτάσουμε μέσω του πρώτου Είναι σε μία νέα κατανόηση του πεπερασμένου Είναι, προσπαθήσαμε να ξεκαθαρίσουμε τί πράγμα εννοείται με τον όρο πρόσωπο. Άλλά το πρόσωπο καθεαυτό, και επομένως το πρώτο όν παραμένει σκοτεινό όσο δέν κατορθώνουμε να ξεκαθαρίσουμε, περισσότερο απο όσο το έχουμε πετύχει μέχρι στιγμής, την ουσία του πνεύματος. Θεωρήσαμε πνευματικό το Θείο Είναι. Και ορίζοντας το πρόσωπο σαν το υπόβαθρο μίας λογικής φύσεως, εκφράσαμε ταυτοχρόνως και την πνευματική του φύση, διότι πνεύμα και νόηση φαίνονται να είναι αδιαχώριστα και αμοιβαίως εννοούμενα. Αλλά τί πράγμα σημαίνει πνεύμα; Το πνευματικό μπορεί να ορισθεί σαν αδιάστατο και άϋλο. Έχει μία εσωτερικότητα απολύτως αδιάστατη, χωρίς έκταση, η οποία παραμένει «αυτή», έχοντας την καταγωγή της απο τον εαυτό της. Αυτή η έξοδος απο τον εαυτό είναι ουσιώδης για το πνεύμα. Είναι η πλήρης «απώλεια του εαυτού» ή κένωση! Όχι βεβαίως με την έννοια πώς δέν έχει έναν εαυτό, αλλά με την έννοια πώς προσφέρει ολοκληρωτικώς το Είναι του χωρίς να το χάνει. Σ’αυτό το δόσιμο φανερώνεται ολοκληρωτικώς σε αντίθεση με την κρυμμένη φύση της ψυχής. Σ’αυτό το ανεπιφύλακτο δόσιμο των Θείων προσώπων, στο οποίο κάθε πρόσωπο χάνει ολοκληρωτικώς την ουσία του παρότι την διατηρεί αναλλοίωτη, κάθε πρόσωπο είναι ολοκληρωτικώς αυτό και είναι και στα άλλα. Μ’αυτό τον τρόπο έχουμε μπροστά μας το πνεύμα στην πιό πλούσια και τέλεια πραγματοποίηση. Η Τριαδική θεότης είναι το αληθινό «Βασίλειο του πνεύματος» το «υπέργειο» καθεαυτό. Η πνευματικότης ή το δώρο του πνεύματος των κτισμάτων σημαίνει μία «ανύψωση» σ’αυτό το Βασίλειο, παρότι με μία σημασία και έναν τρόπο διαφορετικό.
Παρ’όλα αυτά και οι άλλες θεμελιώδεις μορφές τού είναι έχουν εδώ στο Βασίλειο τού πνεύματος το αρχέτυπό τους. Διότι δέν μπορεί να είναι διαφορετικά τα πράγματα εάν το βασίλειο του πνεύματος συμπίπτει με το πρώτο Είναι και κάθε Είναι σημαίνει μία συμμετοχή στο πρώτο Είναι, ότι κατάγεται απο αυτό και σ’αυτό έχει προνοηθεί. Εάν ονομάζουμε «ζωντανό» ένα όν που έχει την ουσία του σε μία μορφή η οποία γεννήθηκε έξω απο αυτή, πρέπει να πούμε πώς ο Θεός έχει ένα αληθινό σώμα (φυσικά δέν έχει υλικό σώμα, αλλά πνευματικό), καθότι διαθέτει την πληρότητα της ουσίας του σε ενεργητική μορφή, φανερωμένη και ξεκάθαρη και παρά την απειρία του, η οποία συνάπτεται εις εαυτόν, μπορούμε να πούμε πώς τελικώς έχει τα πάντα στα χέρια του. Εδώ δέν υπάρχει τίποτε «πρό-πραγματικό», τίποτε που να περιμένει την μορφοποίησή του. Και παρ’όλα αυτά και η ψυχή καθότι δημιουργική, πηγή της ζωής έχει το αρχέτυπο της στον Θεό, διότι η Θεία ζωή δημιουργείται αιωνίως απο τον εαυτό της, και ξεπηδά απο την δική της πηγή. Εάν ήταν ψυχρή και ακίνητη δέν θα ήταν ζωή. Ενώ είναι η ζωή-όλη η γήϊνη ζωή δέν είναι παρα μιά μακρυνή εικόνα της. Οι τρείς βασικές μορφές του πραγματικού είναι, δέν θα έπρεπε στην ενότητα τους να είναι σε πάρα πολύ στενή σχέση με την Τριάδα; Στον Πατέρα, τον πρώτο δημιουργό, απο τον οποίο κατάγεται το πάν, ο οποίος είναι μόνον για τον εαυτό του, θα αντιστοιχούσε το Είναι της ψυχής. Στον Υιό καθώς είναι ουσιώδης μορφή γεννημένη θα αντιστοιχούσε το σωματικό Είναι. Η ελεύθερη και αδιάφορη πτήση θα άξιζε μάλλον το όνομα του πνεύματος, όμως με μία ιδιαίτερη σημασία. Έτσι θα είχαμε και εμείς στο πεδίο του πραγματικού Είναι μία ανάπτυξη του Ενός και Τριπλού Είναι.
Με ποιά σχέση υπάρχουν πνευματικότης και προσωπικότης; Σαν πρόσωπο εννοήσαμε το υποστήριγμα της ουσίας και για την ακρίβεια την υποστήριξη μίας λογικής φύσεως. Το έλλογο διακρίνει την προσωπικότητα απο την υπόσταση καθότι υποστήριγμα της ουσίας στην πλατειά της, ευρεία της σημασία. Εάν ανάμεσα σε πρόσωπο και υπόσταση υπάρχει μία αληθινή διαφορά και πρέπει να είναι έτσι όταν μία άδεια μορφή και η πληρότητα της δέν ενώνονται μόνον εξωτερικώς, αλλά εμπλέκονται ουσιωδώς-τότε λοιπόν όχι μόνον η φύσις αλλά και ο φορέας του προσώπου, πρέπει να είναι ιδιαίτερος. Καθορίσαμε το ΕΓΩ υποστήριγμα της ζωής του: απο αυτό ξεπηδά η εσωτερική ζωή (σε αντίθεση με την ζωή η οποία φανερώνεται απ’έξω στην υλική δομή των ζωντανών όντων ), η οποία ζεί σ’αυτή την ζωή και την ζεί σαν δικής της.
Είναι ξεκάθαρο πάντως ότι φέρω, δέν έχει την ίδια σημασία που έχει όταν χρησιμοποιείται σε ένα πράγμα που φέρει μία ουσία. Η ζωή δέν φέρεται μόνον, αλλά η «μεταφορά» η ίδια είναι ζωή και αυτή η ίδια εμπλέκει ένα όν εσωτερικό του εαυτού του, που δέν είναι αναγκαίως μία γνώση του εαυτού του, αλλά ούτε και συναίσθηση απο την οποία μπορεί να ξεκινήσει μία εννοιολογική γνώση. ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΜΕ ΕΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΙΝΑΙ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΣΗ Ή ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ. Και γι’αυτό δέν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ ούτε για «αίσθηση» ούτε για λογική. Διότι μιλούμε για λογική όταν κυριαρχώντας μία εσωτερική νομιμότητα του Είναι, αυτή γίνεται κατανοητή. Στην περίπτωση κατά την οποία ένα όν ρυθμίζεται απο έναν νοερό νόμο και συμπεριφέρεται συμμορφωνόμενο πρός αυτόν αλλά δέν μπορεί να τον κατανοήσει, τότε μιλάμε για κρυφή νόηση. Ένα όν είναι λογικό εφ’όσον μπορεί να κατανοήσει τους δικούς του νόμους και είναι εις θέσιν να συμμορφώσει την συμπεριφορά του σ’αυτούς τους νόμους. Γι’αυτό αυτό το όν είναι έλλογο, σαν δώρο του κατανοείν και της ελευθερίας, σαν δώρο που τού επιρτέπει να ρυθμίσει απο μόνο του την συμπεριφορά του. Εάν το προσωπικό Είναι εμπλέκει το Είναι το οποίο είναι προικισμένο με λογική, το πρόσωπο καθεαυτό πρέπει να κατέχει νόηση και ελευθερία. Και έτσι φτάνουμε στην διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και στο ΠΡΟΣΩΠΟ. Δέν έχει κάθε ΕΓΩ την ανάγκη να είναι πρόσωπο, ενώ αντιθέτως κάθε πρόσωπο πρέπει να είναι ένα ΕΓΩ:
Πρέπει δηλ. να έχει εντός του το Είναι του, γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό κάθε όντος προικισμένου με λογική. Είναι σημαντικό, σχετικά μ’αυτό το θέμα, να κατανοήσουμε καλώς τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο «φέρεται» το όν πρόσωπο. Εάν είναι χαρακτηριστικό του ΕΓΩ σαν τέτοιου η ζωή να ξεπηδά απο αυτό και αυτό να διαθέτει αυτή την ζωή, το ΕΓΩ πρόσωπο, ή το προσωπικό ΕΓΩ πρέπει να κατανοεί την ζωή του και πρέπει να μπορεί να την διαθέτει ελευθέρως αφ’εαυτού. Επομένως μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ο Θεός, ο οποίος μορφώνει την ζωή του αφ’εαυτού σε τέλεια ελευθερία και ο οποίος είναι όλος Φώς (στο οποίο τίποτε δέν είναι κρυφό), πρέπει να είναι ΠΡΟΣΩΠΟ με την πιό υψηλή σημασία του Όρου. Επειδή όμως η προσωπική ζωή είναι μία έξοδος απο τον εαυτό και ταυτοχρόνως μία παραμονή εις εαυτόν και αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά του πνεύματος, το Πρόσωπο πρέπει να είναι και πνευματικό. Θα πρέπει όμως ακόμη να αναρωτηθούμε εάν το να είμαστε πρόσωπο και να είμαστε πνεύμα συμπίπτουν: εάν είναι κάν κατανοητό ένα απρόσωπο πνευματικό όν. Και εάν αυτό, του οποίου το πρόσωπο λειτουργεί σαν φορέας πρέπει να είναι αναγκαίως καθαρό πνεύμα. Αυτό το πρόβλημα εξάλλου βρίσκεται σε σχέση με το άλλο, δηλαδή πώς το πρόσωπο είναι υποστήριγμα της ουσίας του. Κατανοώντας το πρόσωπο σαν Εγώ και το ΕΓΩ σαν υποστήριγμα της ζωής του, χαρακτηρίσαμε τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπο υποστηρίζει την ζωή του. Στον Θεό δέν υπάρχει καμμία διάκριση ανάμεσα στην ζωή και στην ουσία – όπως δέν υπάρχει και ανάμεσα στο Είναι και στην Ουσία. Εκεί όμως όπου η ζωή και η ουσία δέν συμπίπτουν, ο φορέας του Ενός, και του άλλου, θα έχουν διαφορετικές σημασίες.
Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου ΣμέμανΠρόσωπο, στο παραπάνω απόσπασμα του Ακινάτη, είναι η πιό περιορισμένη έννοια. H νόηση είναι η συγκεκριμένη διαφορά. Εάν θα θέλαμε να σταθούμε ακόμη περισσότερο στις διαφορές σημασίας των όρων res, subsistentia, hypostasis, δέν θα μπορούσαν να ονομασθούν υποστάσεις τα Θεία πρόσωπα, διότι δέν χρησιμεύουν σαν υπόβαθρο σε συμβεβηκότα. Παρ’όλα αυτά είχε επικρατήσει να χρησιμοποιείται κοινώς η υπόσταση με την σημασία τής υπάρξεως, τού υφίσταμαι. Και μ’αυτή την σημασία είναι αλήθεια και για τα Θεία πρόσωπα. Πρέπει όμως να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κατανοητός ο όρος υποκείμενο (subsistere). Ο Ακινάτης λέει: αυτό που είναι εις εαυτόν, όχι σε άλλο. Εάν θέλουμε να το κατανοήσουμε σαν «αυτονομία», αυτό δέν θα ανταποκρινόταν στα Θεία πρόσωπα, διότι κανένα απο αυτά δέν μπορεί να είναι χωρίς τα άλλα και χωρίς την ουσία που είναι κοινή σε όλα, παρότι είναι διακριτά το ένα απο το άλλο και απο την Θεία ουσία;;;;. Προηγουμένως μεταφράσαμε την υπόσταση σαν υπόβαθρο, σαν υποστήριγμα. Όμως ο όρος υπόβαθρο (suppositum) χρησιμοποιήθηκε ήδη δύο φορές με δύο σημασίες οι οποίες δέν συμπίπτουν με εκείνη που απαιτείται εδώ: ορίσαμε το πράγμα υπόβαθρο μίας καθολικής φύσεως, και υποστήριγμα των ιδιοτήτων της. Και οι δύο αυτές σημασίες δέν ταιριάζουν στα Θεία πρόσωπα. Δέν υπάρχουν σ’αυτά ιδιότητες (διακεκριμένες από τήν ουσία) καί επιπλέον η Θεία ουσία δέν είναι μία καθολική Φύσις, η οποία εξατομικεύεται στα πρόσωπα, αλλά είναι κάτι μοναδικό και ξεχωριστό, που είναι κοινό σ’αυτά. Είναι ακριβώς η μία Θεία και αδιαίρετη ουσία που «φέρεται» απο τα πρόσωπα, και τα πρόσωπα λειτουργούν σαν υποστήριγμα. Αυτή η έννοια του υπόβαθρου της ουσίας μοιάζει πολύ πλούσια σε σημασία για την δομή κάθε όντος. Σ’αυτή ακριβώς πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας για να κατανοήσουμε την Αγία Τριάδα.
Δέν εξετάσαμε σ’αυτή την περίπτωση μία διαφορετική ύλη σαν υπόστρωμα μίας ουσιωδούς καθολικής μορφής, για να διακρίνουμε τα πρόσωπα το ένα απο το άλλο (όπως στην περίπτωση των σωματικών όντων), ούτε μία διαφορετικότητα περιεχομένου διακεκριμένων μορφών, που υποστηρίζουν διαφορετικές ιδιότητες (όπως στα καθαρά δημιουργημένα πνεύματα) : η πνευματικότης ή ενότης και η απλότης της Θείας ουσίας δέν επιτρέπουν άλλες δυνατότητες, παρά μόνον εκείνη του υποστηρίγματος απολύτως στερημένου ύλης και περιεχομένου, το οποίο είναι μόνον υποστήριγμα, κενή μορφή της ουσιώδους πληρότητος. Βρεθήκαμε μπροστά σ’αυτή την κενή μορφή του υποστηρίγματος σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. Το καθαρό Εγώ μάς φάνηκε σάν το υποστήριγμα των περιεχομένων της εμπειρίας, το πρόσωπο (το πεπερασμένο) σαν υποστήριγμα της ιδιαιτερότητός του, η μορφή του πράγματος σαν υποστήριγμα τής πληρότητος τού περιεχομένου του, καί τέλος στήν πιό καθολική του εννοιολόγηση τού όντος σαν τέτοιου, το «αντικείμενο» ή το «κάποιο πράγμα» σαν υποστήριγμα τού Είναι.
Τώρα λοιπόν πιστεύουμε πώς έχουμε φτάσει στο αρχέτυπο αυτών των διαφορετικών μορφών υποστηρίγματος και στην δυνατότητα κατανοήσεως της σχέσεως των μ’αυτές και μεταξύ τους. Και παρ’ολα αυτά βρισκόμαστε ακόμη απέναντι στο γεγονός πώς ανάμεσα στο αρχέτυπο και στο αντίγραφο υπάρχει μία άπειρη απόσταση. Αυτή η απόσταση όμως και η αδυναμία συλλήψεως του αρχετύπου, δέν αφαιρούν τίποτε απο το γεγονός πώς η σημασία του αντιγράφου προσδιορίζεται βάσει αυτού. Η αντίθεση ανάμεσα σε μία μοναδική ουσία και σε τρία πρόσωπα αναγκάζει να χωρίσουμε την κενή μορφή, αλλά ακριβώς σ’αυτή την περίπτωση μορφή και πληρότης συνιστούν μία αδιαχώριστη ενότητα. Τα βρίσκουμε ενωμένα βεβαίως και σε άλλες περιπτώσεις: κάθε όν π.χ. είναι μορφή πεπληρωμένη ή πληρότης που διαθέτει μορφή. Όμως και πάλι η ξεχωριστή μορφή δέν είναι σταθερώς δεμένη στην πληρότητα της : υπάρχουν μερικές μεταλλάξεις περιεχομένου, και υπάρχει επίσης, σαν υπέρτατο όριο, μετάλλαξη της ουσίας, του ουσιώδους, στην περίπτωση κατά την οποία το υποστήριγμα παραμένει, αλλά λαμβάνει μίαν άλλη ουσία. Στον Θεό δέν υπάρχει ούτε μεταμόρφωση ούτε μετάλλαξη. Μορφή και πληρότης είναι ενωμένα αδιαιρέτως. Δέν είναι δυνατόν να σκεφτούμε καμμιάν άλλη πληρότητα που είναι δυνατόν να παρεμβληθεί σ’αυτή την μορφή ούτε άλλη μορφή που να μπορεί να περιλάβει αυτή την πληρότητα.
2. ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ.
Ερευνώντας την σημασία του Είναι φτάνουμε αμέσως στο πρώτο Είναι: σ’αυτό το ίδιο το Είναι, στην προσωπική του παρουσία, μάλιστα δέ σε τρία πρόσωπα. Για να κατανοήσουμε την πρόοδο αυτή, όσο αυτό είναι δυνατόν και για να φτάσουμε μέσω του πρώτου Είναι σε μία νέα κατανόηση του πεπερασμένου Είναι, προσπαθήσαμε να ξεκαθαρίσουμε τί πράγμα εννοείται με τον όρο πρόσωπο. Άλλά το πρόσωπο καθεαυτό, και επομένως το πρώτο όν παραμένει σκοτεινό όσο δέν κατορθώνουμε να ξεκαθαρίσουμε, περισσότερο απο όσο το έχουμε πετύχει μέχρι στιγμής, την ουσία του πνεύματος. Θεωρήσαμε πνευματικό το Θείο Είναι. Και ορίζοντας το πρόσωπο σαν το υπόβαθρο μίας λογικής φύσεως, εκφράσαμε ταυτοχρόνως και την πνευματική του φύση, διότι πνεύμα και νόηση φαίνονται να είναι αδιαχώριστα και αμοιβαίως εννοούμενα. Αλλά τί πράγμα σημαίνει πνεύμα; Το πνευματικό μπορεί να ορισθεί σαν αδιάστατο και άϋλο. Έχει μία εσωτερικότητα απολύτως αδιάστατη, χωρίς έκταση, η οποία παραμένει «αυτή», έχοντας την καταγωγή της απο τον εαυτό της. Αυτή η έξοδος απο τον εαυτό είναι ουσιώδης για το πνεύμα. Είναι η πλήρης «απώλεια του εαυτού» ή κένωση! Όχι βεβαίως με την έννοια πώς δέν έχει έναν εαυτό, αλλά με την έννοια πώς προσφέρει ολοκληρωτικώς το Είναι του χωρίς να το χάνει. Σ’αυτό το δόσιμο φανερώνεται ολοκληρωτικώς σε αντίθεση με την κρυμμένη φύση της ψυχής. Σ’αυτό το ανεπιφύλακτο δόσιμο των Θείων προσώπων, στο οποίο κάθε πρόσωπο χάνει ολοκληρωτικώς την ουσία του παρότι την διατηρεί αναλλοίωτη, κάθε πρόσωπο είναι ολοκληρωτικώς αυτό και είναι και στα άλλα. Μ’αυτό τον τρόπο έχουμε μπροστά μας το πνεύμα στην πιό πλούσια και τέλεια πραγματοποίηση. Η Τριαδική θεότης είναι το αληθινό «Βασίλειο του πνεύματος» το «υπέργειο» καθεαυτό. Η πνευματικότης ή το δώρο του πνεύματος των κτισμάτων σημαίνει μία «ανύψωση» σ’αυτό το Βασίλειο, παρότι με μία σημασία και έναν τρόπο διαφορετικό.
Παρ’όλα αυτά και οι άλλες θεμελιώδεις μορφές τού είναι έχουν εδώ στο Βασίλειο τού πνεύματος το αρχέτυπό τους. Διότι δέν μπορεί να είναι διαφορετικά τα πράγματα εάν το βασίλειο του πνεύματος συμπίπτει με το πρώτο Είναι και κάθε Είναι σημαίνει μία συμμετοχή στο πρώτο Είναι, ότι κατάγεται απο αυτό και σ’αυτό έχει προνοηθεί. Εάν ονομάζουμε «ζωντανό» ένα όν που έχει την ουσία του σε μία μορφή η οποία γεννήθηκε έξω απο αυτή, πρέπει να πούμε πώς ο Θεός έχει ένα αληθινό σώμα (φυσικά δέν έχει υλικό σώμα, αλλά πνευματικό), καθότι διαθέτει την πληρότητα της ουσίας του σε ενεργητική μορφή, φανερωμένη και ξεκάθαρη και παρά την απειρία του, η οποία συνάπτεται εις εαυτόν, μπορούμε να πούμε πώς τελικώς έχει τα πάντα στα χέρια του. Εδώ δέν υπάρχει τίποτε «πρό-πραγματικό», τίποτε που να περιμένει την μορφοποίησή του. Και παρ’όλα αυτά και η ψυχή καθότι δημιουργική, πηγή της ζωής έχει το αρχέτυπο της στον Θεό, διότι η Θεία ζωή δημιουργείται αιωνίως απο τον εαυτό της, και ξεπηδά απο την δική της πηγή. Εάν ήταν ψυχρή και ακίνητη δέν θα ήταν ζωή. Ενώ είναι η ζωή-όλη η γήϊνη ζωή δέν είναι παρα μιά μακρυνή εικόνα της. Οι τρείς βασικές μορφές του πραγματικού είναι, δέν θα έπρεπε στην ενότητα τους να είναι σε πάρα πολύ στενή σχέση με την Τριάδα; Στον Πατέρα, τον πρώτο δημιουργό, απο τον οποίο κατάγεται το πάν, ο οποίος είναι μόνον για τον εαυτό του, θα αντιστοιχούσε το Είναι της ψυχής. Στον Υιό καθώς είναι ουσιώδης μορφή γεννημένη θα αντιστοιχούσε το σωματικό Είναι. Η ελεύθερη και αδιάφορη πτήση θα άξιζε μάλλον το όνομα του πνεύματος, όμως με μία ιδιαίτερη σημασία. Έτσι θα είχαμε και εμείς στο πεδίο του πραγματικού Είναι μία ανάπτυξη του Ενός και Τριπλού Είναι.
Με ποιά σχέση υπάρχουν πνευματικότης και προσωπικότης; Σαν πρόσωπο εννοήσαμε το υποστήριγμα της ουσίας και για την ακρίβεια την υποστήριξη μίας λογικής φύσεως. Το έλλογο διακρίνει την προσωπικότητα απο την υπόσταση καθότι υποστήριγμα της ουσίας στην πλατειά της, ευρεία της σημασία. Εάν ανάμεσα σε πρόσωπο και υπόσταση υπάρχει μία αληθινή διαφορά και πρέπει να είναι έτσι όταν μία άδεια μορφή και η πληρότητα της δέν ενώνονται μόνον εξωτερικώς, αλλά εμπλέκονται ουσιωδώς-τότε λοιπόν όχι μόνον η φύσις αλλά και ο φορέας του προσώπου, πρέπει να είναι ιδιαίτερος. Καθορίσαμε το ΕΓΩ υποστήριγμα της ζωής του: απο αυτό ξεπηδά η εσωτερική ζωή (σε αντίθεση με την ζωή η οποία φανερώνεται απ’έξω στην υλική δομή των ζωντανών όντων ), η οποία ζεί σ’αυτή την ζωή και την ζεί σαν δικής της.
Είναι ξεκάθαρο πάντως ότι φέρω, δέν έχει την ίδια σημασία που έχει όταν χρησιμοποιείται σε ένα πράγμα που φέρει μία ουσία. Η ζωή δέν φέρεται μόνον, αλλά η «μεταφορά» η ίδια είναι ζωή και αυτή η ίδια εμπλέκει ένα όν εσωτερικό του εαυτού του, που δέν είναι αναγκαίως μία γνώση του εαυτού του, αλλά ούτε και συναίσθηση απο την οποία μπορεί να ξεκινήσει μία εννοιολογική γνώση. ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΜΕ ΕΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΙΝΑΙ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΣΗ Ή ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ. Και γι’αυτό δέν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ ούτε για «αίσθηση» ούτε για λογική. Διότι μιλούμε για λογική όταν κυριαρχώντας μία εσωτερική νομιμότητα του Είναι, αυτή γίνεται κατανοητή. Στην περίπτωση κατά την οποία ένα όν ρυθμίζεται απο έναν νοερό νόμο και συμπεριφέρεται συμμορφωνόμενο πρός αυτόν αλλά δέν μπορεί να τον κατανοήσει, τότε μιλάμε για κρυφή νόηση. Ένα όν είναι λογικό εφ’όσον μπορεί να κατανοήσει τους δικούς του νόμους και είναι εις θέσιν να συμμορφώσει την συμπεριφορά του σ’αυτούς τους νόμους. Γι’αυτό αυτό το όν είναι έλλογο, σαν δώρο του κατανοείν και της ελευθερίας, σαν δώρο που τού επιρτέπει να ρυθμίσει απο μόνο του την συμπεριφορά του. Εάν το προσωπικό Είναι εμπλέκει το Είναι το οποίο είναι προικισμένο με λογική, το πρόσωπο καθεαυτό πρέπει να κατέχει νόηση και ελευθερία. Και έτσι φτάνουμε στην διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και στο ΠΡΟΣΩΠΟ. Δέν έχει κάθε ΕΓΩ την ανάγκη να είναι πρόσωπο, ενώ αντιθέτως κάθε πρόσωπο πρέπει να είναι ένα ΕΓΩ:
Πρέπει δηλ. να έχει εντός του το Είναι του, γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό κάθε όντος προικισμένου με λογική. Είναι σημαντικό, σχετικά μ’αυτό το θέμα, να κατανοήσουμε καλώς τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο «φέρεται» το όν πρόσωπο. Εάν είναι χαρακτηριστικό του ΕΓΩ σαν τέτοιου η ζωή να ξεπηδά απο αυτό και αυτό να διαθέτει αυτή την ζωή, το ΕΓΩ πρόσωπο, ή το προσωπικό ΕΓΩ πρέπει να κατανοεί την ζωή του και πρέπει να μπορεί να την διαθέτει ελευθέρως αφ’εαυτού. Επομένως μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ο Θεός, ο οποίος μορφώνει την ζωή του αφ’εαυτού σε τέλεια ελευθερία και ο οποίος είναι όλος Φώς (στο οποίο τίποτε δέν είναι κρυφό), πρέπει να είναι ΠΡΟΣΩΠΟ με την πιό υψηλή σημασία του Όρου. Επειδή όμως η προσωπική ζωή είναι μία έξοδος απο τον εαυτό και ταυτοχρόνως μία παραμονή εις εαυτόν και αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά του πνεύματος, το Πρόσωπο πρέπει να είναι και πνευματικό. Θα πρέπει όμως ακόμη να αναρωτηθούμε εάν το να είμαστε πρόσωπο και να είμαστε πνεύμα συμπίπτουν: εάν είναι κάν κατανοητό ένα απρόσωπο πνευματικό όν. Και εάν αυτό, του οποίου το πρόσωπο λειτουργεί σαν φορέας πρέπει να είναι αναγκαίως καθαρό πνεύμα. Αυτό το πρόβλημα εξάλλου βρίσκεται σε σχέση με το άλλο, δηλαδή πώς το πρόσωπο είναι υποστήριγμα της ουσίας του. Κατανοώντας το πρόσωπο σαν Εγώ και το ΕΓΩ σαν υποστήριγμα της ζωής του, χαρακτηρίσαμε τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπο υποστηρίζει την ζωή του. Στον Θεό δέν υπάρχει καμμία διάκριση ανάμεσα στην ζωή και στην ουσία – όπως δέν υπάρχει και ανάμεσα στο Είναι και στην Ουσία. Εκεί όμως όπου η ζωή και η ουσία δέν συμπίπτουν, ο φορέας του Ενός, και του άλλου, θα έχουν διαφορετικές σημασίες.
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο: ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΜΕ ΕΝΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΙΝΑΙ» ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΣΗ Ή ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ.
Αυτή την μικρή πρόταση περιμέναμε να συναντήσουμε τόσο καιρό. Αυτή η πρόταση σημαίνει πώς το διάσημο υποκείμενο το οποίο στηρίζει την μετανεωτερικότητα και υποχρεώνει την Νεορθοδοξία να μεταρρυθμίσει ολόκληρη την Εκκλησία, στηρίζεται στην ΓΝΩΜΗ την οποία εκλεπτύνει.
Αυτή την μικρή πρόταση περιμέναμε να συναντήσουμε τόσο καιρό. Αυτή η πρόταση σημαίνει πώς το διάσημο υποκείμενο το οποίο στηρίζει την μετανεωτερικότητα και υποχρεώνει την Νεορθοδοξία να μεταρρυθμίσει ολόκληρη την Εκκλησία, στηρίζεται στην ΓΝΩΜΗ την οποία εκλεπτύνει.
Αμέθυστος
«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980
Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.
Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.
Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός[ΟΧΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ]. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου