Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (15)

Συνέχεια από Κυριακή 24 Αυγούστου

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΒΙΤΤΟΡΙΝΟ
του Pierre Hadot
Στη συνέχεια έχουμε την ανάλυση του τέλους της πρώτης υποθέσεως του Παρμενίδη του Πλάτωνος (Παρμ. 142α). Ο Πλάτων έκλεινε με αυτόν τον τρόπο αυτή την υπόθεση: «Δεν είναι λοιπόν ούτε ονομαζόμενο, ούτε σχεδιασμένο, ούτε διαθέτει κάποια γνώμη μας, ούτε γνωστό είναι και δεν υπάρχει κανένα ον που το αντιλαμβάνεται». Ο Πορφύριος λοιπόν έχει πολλές αντιρρήσεις σε αυτή την πλατωνική διατύπωση. Διότι αναρωτιέται πως είναι δυνατόν αυτό να είναι αλήθεια εφόσον μερικές Ιερές παραδόσεις μας φανερώνουν μία θετική διδασκαλία σχετικά με το Ένα! Στην συνέχεια όμως καταλήγει λέγοντάς μας πως ακόμη και αν κατανοήσουμε όλες αυτές τις αποκαλύψεις των θρησκευμάτων που αναφέρονται στο Ένα –όπως τα Χαλδαϊκά λόγια– δεν θα γνωρίσουμε καλύτερα όμως το Ένα. Διότι μας λείπει το όργανο, η λειτουργία, η οποία θα μας επέτρεπε να αντιληφθούμε το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος. Είμαστε σαν τυφλοί στους οποίους περιγράφονται τα χρώματα.

Γι’ αυτό η καλύτερη μέθοδος για να γνωρίσουμε τον θεό παραμένει η αρνητική (αποφατική) θεολογία, για την οποία μιλούσε ο Πλάτων στο τέλος της πρώτης υπόθεσης, δεδομένου ότι στο τέλος χρειάζεται να αρνηθούμε κάθε θετική δήλωση που μπορούμε να κάνουμε για τον θεό. Εξάλλου όλες μας οι γνωστικές λειτουργίες είναι ανίκανες να τον προσεγγίσουν, διότι όπως πολύ σωστά είδε και ο Πλάτων, μας βοηθούν να γνωρίσουμε μόνον την ποιότητα και ποτέ το Είναι. Ο θεός όμως είναι πέραν του ιδίου του Είναι. Η ψυχή λοιπόν πρέπει να ικανοποιηθεί με την άγνοιά της, η οποία είναι η μοναδική αναπαράσταση που μπορούμε να κάνουμε για τον θεό.
Έτσι λοιπόν το απόσπασμά μας είναι αφιερωμένο στο πρόβλημα της γνώσεως του θεού. Και αναγνωρίζεται αμέσως η τόσο χαρακτηριστική στάση του Πορφυρίου, απέναντι  στους «Χαλδαϊκούς Λόγους». Από το ένα μέρος θέλει να διατηρήσει, ακολουθώντας τον Πλωτίνο, την υπεροχή της φιλοσοφίας του Πλάτωνος στις θετικές αποκαλύψεις, απέναντι στην μαντική. Από την άλλη δεν τολμά να απορρίψει εντελώς την διδασκαλία των “θεών”, αλλά την δηλώνει ακατανόητη για τους ανθρώπους. Ξαναβρίσκουμε σε αυτό το σχόλιο αυτό που ονομάσαμε ήδη, του υποκειμενισμό και τον αγνωστικισμό του Πορφυρίου. Με αυτό εννοούμε την ιδιαίτερη προσοχή για την περιγραφή των ψυχικών καταστάσεων του υποκειμένου, οι οποίες αντιστοιχούν στην γνώση του θεού [χωρίς τον Θεό]. Σχεδιάζεται επίσης και μία θεωρία της γνώσεως. Κατ’ αρχάς θα τονισθεί ο παραλληλισμός ανάμεσα στην αισθητή κατανόηση και την νοητή θέαση. Και από το ένα μέρος και από το άλλο υπάρχει η θέα ενός αντικειμένου και αυτή η θέαση δεν εκφράζεται στον λόγο, στην ομιλία. Όπως το διευκρινίζει στις "Αφορμές προς τα νοητά",43:«Γνωστικα δ δυνάμεις ν μν, με την στενή έννοια, είναι η αίσθησις, η φαντασία και ο νους. ( νος οκ στιν ρχ πάντων· πολλ γάρ στιν νος, , πρ δ τν πολλν νάγκη εναι τ ν). Αυτό δε που χρησιμοποιεί την αίσθηση θεωρεί κάτι που έρχεται απ' έξω, οχ νούμενον κείνοις θεωρε, λλ μόνον τύπον ατν (εντύπωσιν) κ τς πρς ατ προσβολς λαμβάνον. Όταν το μάτι βλέπει τ ρώμενον δεν μπορεί να ενωθεί με αυτό που βλέπει, διότι δεν θα μπορούσε να το δει εάν δεν ήταν στην κατάλληλη απόσταση. Το ίδιο και η φαντασία ε π τ ξω φέρεται και παράγει το εικόνισμα μ' αυτή της την δραστηριότητα. Καμία από αυτές τις λειτουργίες δεν μπορεί να συλλάβει ούτε την αισθητή μορφή ούτε την μη-αισθητή. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον νου. Η κατανόηση συμβαίνει συννεύοντος ες αυτν κα αυτν θεωροντος (συμβαίνει στρέφοντας στον εαυτό του και τον εαυτό του θεωρώντας). Εάν έβγαινε από τον εαυτό του για να κατανοήσει την δραστηριότητά του και να γίνει το μάτι των δραστηριοτήτων του και η θεωρία των ουσιών, δεν θα μπορούσε να νοήσει. Όπως λοιπόν υπάρχει η αίσθησις και το αισθητόν έτσι υπάρχει ο νους και το νοητόν».
Αυτός ο χαρακτήρας της γνώσεως που είναι βασικώς καταληπτός, κατανόηση, καθιστά την ψυχή τυφλή όταν πρόκειται για την άμεση γνώση του θεού. Για δύο λόγους: Κατά πρώτον, η ψυχή θα είχε την ανάγκη μιας τρίτης ικανότητος κατανοήσεως πέραν της αισθήσεως και της νοήσεως [και πράγματι μπορεί να διαθέσει]. Και αυτή η ικανότητα λείπει από την ψυχή. Και δεύτερον, καμία ικανότης γνώσεως δεν μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στην επιθυμία της ψυχής, ακόμη και όταν αυτή θέλει να γνωρίσει τα κατώτερα αντικείμενα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τον θεό. Ο Πορφύριος αναφέρεται σε αυτό το σημείο στην VII επιστολή του Πλάτωνος. Ο Πλάτων έλεγε πως η ψυχή δεν ερευνά πάνω απ’ όλα, την τυχαία ποιότητα των αντικειμένων (τα συμβεβηκότα), αλλά το ίδιο τους το Είναι. Έτσι λοιπόν τα διάφορα όργανα της γνώσεως, το όνομα, ο ορισμός, η εικόνα και η επιστήμη, μας προτείνουν ακριβώς την ποιότητα την συγκεκριμένη των πραγμάτων (7η επιστολή, 343α). Ο Πορφύριος συνδύασε λοιπόν αυτή την απαρίθμηση με εκείνη που κλείνει το χωρίο του Παρμενίδη που εξετάζει: «Του Ενός δεν υπάρχει όνομα, ούτε ορισμός, ούτε επιστήμη, ούτε αίσθηση, ούτε γνώμη»(Παρμ. 142α). Αφομοίωσε τα «όργανα της γνώσεως» της 7ης επιστολή με ικανότητες γνώσεως δηλαδή με την αίσθηση, την φαντασία και την νόηση. Προκύπτει λοιπόν πως για τον Πορφύριο καμία ικανότητα γνώσεως δεν μπορεί να αποκτήσει το «τι ην είναι» και να απαντήσει στον πόθο, στην όρεξη του Είναι, που υπάρχει στο βάθος της ψυχής. Μπορεί να φαίνεται παράξενο που ο Πορφύριος αρνείται στην νόηση το «τι ην είναι». Αλλά αυτή η θέση συμφωνεί με όλη την οντολογία του Πορφυρίου. Για τον Πορφύριο είναι αναγκαίο να διακρίνουμε το καθαρό Είναι ή την ύπαρξη, από το ποιοτικό Είναι ή την ουσία. Η νόηση κατανοεί την Ουσία, δηλαδή συλλαμβάνει το συγκεκριμένο Είναι με τις ουσιώδεις ποιότητες, αλλά δεν κατανοεί την ύπαρξη ή το καθαρό Είναι, το οποίο παραμένει άγνωστο.

Με άλλα λόγια, ο Πορφύριος ταυτίζει ποιότητα και ορισμό, προσδιορισμό. Η νοερή γνώση οδηγεί στον προσδιορισμό, δηλαδή στις ουσιαστικές ποιότητες, αλλά δεν μπορεί να συλλάβει το καθαρό Είναι των πραγμάτων, το οποίο είναι ακριβώς ακαθόριστο. Έτσι η αίσθηση προσλαμβάνει τις αισθητές ποιότητες, η νόηση τις ουσιαστικές ποιότητες. Καμία ικανότητα όμως δεν μπορεί να προσλάβει το καθαρό Είναι. Δηλαδή τον θεό. Διότι ο θεός δεν έχει ποιότητα. Αυτός δεν δίνει καμία αξία στις γνωστικές μας ικανότητες. Και ακόμη περισσότερο: ο θεός είναι προουσιώδης∙ υπερβαίνει το ίδιο το Είναι. Η όρεξις της ψυχής λοιπόν θα παραμείνει απολύτως ανικανοποίητη!

Η ψυχή κατά κάποιο τρόπο θα πλησιάσει περισσότερο τον θεό σ’ αυτή την ανικανοποίηση. Ο Πορφύριος κοντοστέκεται μάλιστα για να περιγράψει την κατάσταση της ψυχής, η οποία αναγνώρισε την καθοριστική της άγνοια. Υπάρχει σε αυτή ένα «εικόνισμα», μια αναπαράσταση δηλαδή, ένα περιεχόμενο συνειδήσεως το οποίο παίρνει την θέση του θείου «αντικειμένου» δεδομένου ότι ο θεός δεν είναι αντικείμενο. Έτσι όπως η προέννοια είχε σαν έργο της να αναπαραστήσει, ενεικονίζεσθαι, το άρρητο, και το άφατο. Αλλά αυτή η αναπαράσταση απορρίπτει κάθε μορφή, είναι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ένα ενεργούν κενό «μία νόηση η οποία δεν κατανοεί τίποτε». Η ψυχή λοιπόν δοκιμάζει κάτι από τον θεό ακριβώς στην μη-γνώση, καθότι είναι ένα επίπεδο ολοκληρωτικής ακαθοριστίας. «πάσαι αι γνωστικαί δυνάμεις, του ποιόν (την ποιότητα) τι εστιν είναι αναγγελτικαί, ουχ ό ζητούμεν κατ’ έφεσιν, αλλ’ ό μη ζητούμεν αναγγέλουσιν. Ουκ έχει δε κριτήριον η ψυχή εις την γνώσιν αυτού, αλλά αύταρκες αυτή, το της αγνωσίας αυτού εικόνισμα, παραιτούμενον παν είδος (μορφή) ό τω γνωρίζοντι ξύνεισιν (που είναι έξω από κάθε μορφή ενός γνωστικού υποκειμένου)» (Σχόλιο στον Παρμενίδη, Χ 28): Διότι πάσαι αι γνωστικαί δυνάμεις το ποιόν μας προσφέρουν, όχι το τι έστι. Και επομένως δεν μπορούν να μας δώσουν αυτό που ψάχνουμε. Διότι ο Θεός όχι μόνον δεν διαθέτει καμμία ποιότητα, αλλά επιπλέον επειδή είναι προούσιος, είναι ξένος από κάθε Είναι και από κάθε έστιν. Η ψυχή δεν διαθέτει κανένα κριτήριο για την γνώση του Θεού. Και πρέπει να μείνει ευχαριστημένη με το της αγνωσίας αυτού εικόνισμα, που δεν είναι γνώσις του Θεού, ο οποίος είναι έξω από κάθε μορφή γνώσεως.

Μπορούμε να διακρίνουμε εδώ την μνήμη του Στωικού λεξιλογίου. Η νοερή έμπνευση συλλαμβάνεται σαν μία πλήρης αναπαράσταση, η οποία εφαρμόζεται σε ένα νοητό αντικείμενο. Η βεβαιότητά της προέρχεται από την άμεση αντίληψη μιας παρούσης στην γνωστική ικανότητα, πραγματικότητος! Διότι για τον Πορφύριο ο Στωικισμός δεν έχει νόημα εάν δεν μετατεθεί στο νοητό επίπεδο. Δεν υπάρχει άλλη αναπαράσταση αληθινά πλήρης παρά μόνον στην μεταστροφή της νοήσεως στον εαυτό της. Η ψυχή λοιπόν όπως είδαμε δεν διαθέτει αυτή την νοερή σύλληψη όταν θέλει να γνωρίσει τον θεό. Και ο Πορφύριος λοιπόν μας λέει πως δεν έχει κριτήριο να εφαρμόσει στην γνώση του θεού. Αυτή η περιεκτική αναπαράσταση ήταν για τους Στωικούς το κριτήριο των πραγμάτων. «καταληπτικήν (φαντασίαν) … ην κριτήριον είναι των πραγμάτων» (Διογένης Λαέρτιος, VII, 46).

Έτσι η θεολογία αποτελείται από τρία επίπεδα: Το πρώτο προσπαθεί να αποκτήσει μία έννοια του θεού χάρη σε μεταφορές και αλληγορίες, ξεκινώντας από τα πράγματα που βρίσκονται εδώ κάτω. Εδώ αναγνωρίζεται λοιπόν η οδός της αναλογίας. Το δεύτερο εφαρμόζεται στα κατηγορήματα που ανήκουν στον θεό. Εδώ ίσως ανήκουν οι Ιερές αποκαλύψεις. Τέλος, το τρίτο επίπεδο, αρνείται όλους τους θετικούς προσδιορισμούς που εφάρμοζε τα δεύτερο επίπεδο στον θεό, και είναι ακριβώς η αποφατική θεολογία, η οδός της αρνήσεως.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος



Δεν υπάρχουν σχόλια: