Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ.

 


Νηπτική θεωρία

Περί άκρας καί εκτεταμένης βίας τής καρδια-
κής ευχής, έξ ής γεννάτα/ μέν ό δριμύς πόνος έ-
σω είς τόν άνθρωπον, εκ δέ τοϋ πόνου γεννών -
ται τά άένναα δάκρυα καί εκ τούτων προέρχεται ή
θυμηδία καί ή παράκλησ/ς του ' Αγίου Πνεύματος
είς τήν ψυχήν. ’Έτι δέ καί περί τοϋ πώς πτύει τι
-
νάς αίμα, έως ου νά έξορίση άπό τήν καρδίαν του
τόν σαταναν μέ όλα του τά τάγματα.

Ευλόγησον πάτερ
μοναχέ, όπου πραγματεύεσαι την άτίμητον και ουράνιον πραγματείαντης σωτηρίας διά μέσου τών θείωνκαί φωτεινών σου δακρύων! "Οτανστερήσαι ταυτα τά σωτήρια καί άγια δάκρυα καί είναι ή διάνοιά σου τετυφλωμένη καί κατασυννεφιασμένη άπό κάποιαν παχυτάτην ομίχλην τής άναί.σθησίας, ή
οποία περιχύνεται επάνω εις τήν ψυχήν σου καί κρατεί τόν νοΰν σου έν σκότει καί σκιά θανάτου κρατημένον καίδεδεμένον, δταν. λέγω, πάσχης ταΰτα, μή γυρεύης άλλην
θεραπείαν είς τήν ψυχήν σου, μήτε άλλο μέσον διά τοΰοποίου ήμπορεΐς νά άποβάλης άπό τήν διάνοιάν σου τήνπαχυτάτην εκείνην αντάραν της άναισθησίας καί νά ε­λευθερώσεις τον σκλαβωμένον σου νουν άπό τά δεσμά της ψυχικής σου τυφλώσεως, παρά γύρευε, δσον δύνασαι, νά εΰρης τά δάκρυα, όπού τά στερείσαι. Διότι μόνον τών δα­κρύων εργον είναι νά λαμπρύνουν την διάνοιάν σου, νά φωτίσουν την ψυχήν σου, νά διεγείρουν τήν καρδίαν σου καί νά τήν θερμάνουν είς τήν θείαν εργασίαν καί νά υπο­τάξουν τό σώμά σου είς τά θελήματα της ψυχής σου.
Αύτά τά δάκρυα προέρχονται μέν καί γεννώνται άπό πολλάς καί διαφόρους άρετάς, πλήν κατ’ έξαίρετον τρό­πον προέρχονται εύθύς - εύθύς καί βρύουν εν τφ άμα άεν- νάως άπό τήν ύπερβολικήν βίαν της καρδιακής ευχής. Διό­τι ή καρδιακή εύχή, δταν λέγεται βιαίως, δεν βάνει άρ- γοπορίαν είς τό νά τά γέννηση είς τό σώμα καί νά τά δώ- ση είς τήν ψυχήν διά νά πλυθη με ταΰτα καί λευκανθη υ­πέρ τήν χιόνα. «Πλύνεις με, λέγει, καί υπέρ χιόνα λευ- κανθήσομαι».
’Αλλά ίσως μοΰ άποκρίνεσαι καί μοΰ λέγεις· εγώ πολλάκις έβίασα τήν καρδίαν μου μέ τήν ευχήν καί πο­σώς δεν είδα δάκρυον. Ναι! σέ πιστεύω δτι έβίασες τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, άλλά πόσον τήν έβίασες δέν μου λέγεις. Διότι βία άπό βίαν διαφέρει, καθώς διαφέ­ρει άρετή άπό άρετήν, τέχνη άπό τέχνην, ζφον άπό ζφον, καί άνθρωπος άπό άνθρωπον.

"Οταν δέ βιάζης τήν καρδίαν μέ τήν εύχήν, άνίσως δέν σου έρχεται τό δάκρυον, ήξευρε δτι δέν εφθασας μέ τήν βίαν σου έ'ως είς τόν πόνον της καρδίας σου καί έ'ως είς τήν πληγήν της καρδίας σου, ώστε όπού νά σέ πονη εκεί όπού λέγεται ή εύχή μέ κάποιαν άκραν δριμύτητα τοΰ πόνου, ώσάν νά έκατάκοψεν έκεϊνο τό μέρος τοΰ στήθους σου καμμία κοπτερή μάχαιρα καί διά τοΰτο δέν είδες τό δάκρυον. Διότι όση διαφορά είναι είς ενα άνθρωπον, όστις προσεύχεται άπό τό βάθος της καρδίας, εως είς άλλον ε­να, δστις δέν προσεύχεται άπό τό βάθος της καρδίας, τό­ση διαφορά είναι και εις εκείνον, δστις προσεύχεται με πόνον της καρδίας και λέγει την ευχήν από το κέντρον του πόνου, εως εις εκείνον, δστις προσεύχεται μέν μόνον με την καρδίαν άπό καρδίας, δμως δίχως πόνον καρδίας, δίχως πληγήν καρδίας και δίχως τήν έσωτερικήν μάχαι- ραν του στήθους (ό άναγινώσκων νοείτω, δ άναγινώσκει, και ό δυνάμένος χωρεΐν, χωρείτω* ου πάντες γάρ χωροΰ- σι τό λεγόμενον τοϋτο, μάρτυς ό οφθαλμός του Θεοΰ, ό βλέπων τα κρυπτά και ό έτάζων καρδίας καί νεφροΰς, ου ψεύδομαι). Διότι πόνος της καρδίας είναι έκεΐ όπου είναι ή εσωτερική άκρα βία της ευχής, ή όποια κόπτει ε- σωθεν τό στήθος του άγωνιστου εις μέρη - εις μέρη, ώ- σάν με μάχαιραν κοπτερήν.
Τοϋτο λοιπόν είναι εκείνο όπου γεννφ εν τφ άμα τήν κατάνυξιν. Καί άλλοτε μέν χύνονται κρουνηδόν τα δά­κρυα και βρέχεται δχι μόνον τό πρόσωπον του ανθρώπου, άλλα καί τα φορέματά του καί τό έ'δαφος της γης, άλλο­τε δε πάλιν βρέχονται άπό τα δάκρυα μόνον τά δμματα, καί άλλοτε, καθώς δροσίζεται ή επιφάνεια της γης τήν άνοιξιν άπό τήν δρόσον τοΰ ούρανσΰ έν καιρφ της νυκτός, τοιουτοτρόπως δροσίζεται ή διάνοια καί ή καρδία εσω- θεν. Άλλα πάλιν, άφοΰ παυσουν τά δάκρυα, άνίσως στέ­κεται έ'τι ό πόνος σου έσω σου δριμύς καί ή πληγή σου νεκρά, δίχως νά καταπραυνη ή δριμύτης του πόνου σου καθόλου καί δίχως νά ύγιάνη ή πληγή σου καί δίχως νά άναλάβχι ή καρδία σου έν τφ άμα, πάλιν ήμπορεΐς νά ξα- ναφέρης τά δάκρυά σου, δταν θέλης. Διότι ή πηγή άπό τήν όποίαν βρΰουν καί χύνονται είναι ανοικτή καί δεν έ- σφαλίσθη. Βρΰει άκόμη καί δεν έστέρεψεν.
"Αλλοτε δε πάλιν τά άνανεώνεις με τήν ί^ίαν εμπονον ευχήν, διότι λέγοντας πάλιν τήν ευχήν μέ βίαν καί μέ πόνον καί μέ προσοχήν, γνοορίζεις καί έσυ ό ίδιος δτι μα­ζί μέ τήν ευχήν εξέρχονται τά δάκρυα άπό τον ίδιον τό­πον, άπό τον όποιον εξέρχεται καί ή ευχή. Διότι έν τω άμα όπου βιάζεις τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, κατανύγεται εσω σου ή καρδία καί οί οφθαλμοί σου.

"Αλλοτε πάλιν, δταν είναι νέος ό πόνος της καρδίας σου, ανανεώνεις τήν κατάνυξιν μέ τήν θεωρίαν τοΰ νοός σου. Διότι ώντας ετι ό νοΰς σου καθαρώτατος, λαμπικα- ρώτατος καί υψηλότατος, εκτείνεται είς τά ούράνια κάλ­λη, εις τά άφθαρτα ποιήματα, είς τά νοητά τάγματα, είς τήν δοξολογίαν τοΰ Θεοΰ, είς τήν προσκύνησιν τοΰ Κτί­στου σου, είς τον θαυμασμόν τών ποιημάτων Αύτοΰ, είς τήν εκπληξιν τής μεγαλοσύνης Του καί είς τό άκατανόη- τον τής θεότητος.
Αύτά μελετώντας μέ κάποιαν ζωηρότητα ό καθαρώ­τατος καί αθόλωτος νοΰς γλυκαίνεται άρρήτως. Γλυκαι- νόμενος δέ ανανεώνει τήν κατάνυξιν είς τήν καρδίαν σου καί χύνουν οί οφθαλμοί σου δάκρυα, δχι όλιγώτερα άπό τά πρώτα, διότι τότε, πίπτοντας προύμητα, έσυ ό πραγμα­τευόμενος τήν σωτηρίαν σου διά μέσου τών δακρύων, δέν σηκώνεσαι έκεΐθεν έως νά χορτάσης κλαίοντας καί εως ού νά σέ σηκώση άοράτως ό άγιος άγγελος τής πνευ­ματικής παρακλήσεως καί ευφροσύνης.
Μετά δέ τήν χύσιν τών δακρύων, φεύγει ή αναισθη­σία τής ψυχής σου, εξορίζεται ή απελπισία τής σωτηρίας σου, φυγαδεύεται ή ανευλάβεια άπό λόγου σου, χάνεται ; V ή αμέλεια, διαλύεται ή όλιγοπιστία της καρδίας σου καί  ή διάνοιά σου, τόσον φαίνεται καθαρή (καί είναι τή αλη­θείς*), ώσάν φαίνεται καθαρός ό ουρανός μετά τήν κατά- παυσιν τής βροχής.
Ταΰτα δέ τά δάκρυα σου τά έχάρισεν ό Θεός διά μικρήν σου παρηγορίαν, πρός αρραβώνα τής ουρανίου βα­σιλείας, επειδή καί έσυ Τοΰ έθυσίασες, δχι θυσίαν ολοκαυ­τωμάτων, όπου δέν τήν θέλει, καθώς λέγει* «ολοκαυτώμα­τα ούκ ευδοκήσεις», αλλά Τοΰ έθυσίασες θυσίαν τής καρ­δίας σου, θυσίαν τοΰ έαυτοΰ σου, θυσίαν τοΰ πνεύματός σου· «θυσία τφ Θεφ πνεΰμα συντετριμμένον». Διότι ό δρι- μύς πόνος, όπου σέ κυριεύει εσω είς τό στήθος σου καί τό
αίμα, όπού πτύεις άπό την καρδίαν σου διά τήν βίαν της καρδιακής ευχής, λογίζονται ενώπιον τοΰ Θεοΰ ώσάν εΰ- πρόσδεκτος θυσία.

Άλλά διατί εγινεν ό πόνος είς τό κέντρον τοΰ στή­θους σου και όχι άλλοΰ πούποτε; Και διατί έκατάκοψεν έκεΐ ή ευχή εσωθεν είς μέρη - είς μέρη τό στήθος σου, ώ­σάν νά ήτον καμμία κοπτερή μάχαιρα; Και διατί πτύεις αίμα, ποτέ μέν κατάμαυρον και ψυχρόν, ποτέ δέ κόκκινον και ζεστόν; Τοΰτο σοΰ ήκολοΰθησεν αγαπητέ, διατί είς αυτό τό μέρος τοΰ στήθους σου έπάλευσε και έπολέμησε δυνατά ή χαριτωμένη ευχή μέ τόν διάβολον και μέ τούς ύπηρέτας του διά τήν λΰτρωσιν και διά τήν σωτηρίαν της ψυχής σου. Διότι είς αυτά τά μέρη ή δίστομος μάχαιρα τοΰ ονόματος τοΰ Χριστοΰ εύροΰσα τόν σατανάν άναπαυ- μένον μέ τά στρατεύματά τοο, τόν έκατάκοψε μεληδόν και αύτόν καί τά στρατεύματά του· και οχι μόνον τόν έ­κατάκοψε, άλλά και τόν έκατάκαυσε, διότι τό όνομα τοΰ Θεοΰ είναι όχι μόνον δίστομος μάχαιρα κατά τοΰ διαβό­λου, κατά τής αμαρτίας λέγω, άλλά είναι άκόμη και πΰρ καταναλίσκον.
Έκεΐ πρώτα έβασίλευεν ό σατανάς μέ επτά άρχον­τας, διότι επτά είναι τά θανάσιμα αμαρτήματα, άλλά, ά- φοΰ είσηλθεν έκεΐ ή νοητή ρομφαία τοΰ ονόματος τοΰ Χρι- στοΰ καί άφοΰ έπροχώρησεν έ'ως έκεΐ ή βία τής καρδια­κής σου εύχής, έφοβήθη εύθύς ό δείλαιος καί δειλός εκεί­νος τύραννος βασιλεύς. Λέγομεν έφοβήθη ό διάβολος νά μή τόν κατασφάξη καί νά μή τόν κατακαύση τό φοβερόν καί άστεκτον όνομα τοΰ Θεοΰ, καί αύτόν καί τά στρατεύ­ματά του* διά τοΰτο είσηλθεν είς τά εσώτερα μέρη τοΰ στήθους καί έτράβηξεν έμπροστά του κάποιον μπερτέν, διά νά μή φανή πώς είναι έκεΐ κρυμμένος.

Αύτός δέ ό μπερτές είς τόν όποιον όπίσω κρύπτεται ό διάβολος είναι καί εύρίσκεται είς τά έσωτερικά μέρη τοΰ στήθους. Λέγομεν αύτός ό μπερτές είναι νοητόν τίποτες
και αίσθητόν τίποτε, καθώς καί τδ ξύλον τής γνώσεως, άπό τού όποιου τον καρπόν εφαγεν ό ’Αδάμ, γροικάται αίσθητόν τίποτε και νοητόν τίποτε. Καί καθώς ό άνθρω­πος είναι αισθητός καί νοητός, ομοίως καί καθώς ό Πα­ράδεισος γροικάται τρόπον τινά αισθητός καί νοητός, τοιουτοτρόπως είναι καί σδτος ό μπερτές νοητόν τίποτε καί αίσθητόν τίποτε* Καί νοητόν μέν τίποτες είναι αυτός ό μπερτές, διότι αυτός είναι δλη ή δύναμις τού σατανά. Σού κυριεΰει τά βοσκήματα της καρδίας άνεπαισθητως. Αίσθητόν δέ τίποτε πάλιν φαίνεται νά είναι, διότι, δταν τον επιτυχής μέ τήν έσωτερικήν καρδιακήν ευχήν καί προ­σοχήν, αισθάνεσαι καί έσυ μόνος σου δτι εύρήκεν ή έ­σω σου ευχή τον τόπον τού διαβόλου, τήν φωλεάν τού σα­τανά, τήν κατοικίαν τού Βεελζεβοΰλ, τον θρόνον τού εω­σφόρου καί τήν πόλιν τών δαιμόνων. Τό όποιον δεν θέ­λει ποτέ νά τό νοήση ό άνθρωπος, διά νά μή ζητηση τήν ευχήν καί διωχθη έκείθεν, καθώς λέγει ό Σιναΐτης Γρη- γόριος καί άλλοι νηπτικοί Πατέρες. Καί άνίσως δεν εί­ναι αίσθητόν τίποτες εκείνος ό μπερτές, εκείνος ό σελτζι- τές(*) τού σατανά, πώς είναι δυνατόν νά τον αίσθανθης δτι τον έπέτυχεν ή έσω σου ευχή; Τούτο δέ νά τό είπη τι- νας κοινότερα θεωρείται τοιουτοτρόπως.
"Οταν εσύ, ώ άνθρωπε, ερευνάς τά βάθη τού εαυ­τού σου μέ τήν δύναμιν καί μέ τήν σοφίαν καί μέ τήν κρίσιν της νοεράς προσευχής, τότε ευρίσκεις τόσον τον εσω άνθρωπον τού εαυτού σου, δσον καί τον εξω, δτι εί­ναι δλος ζυμωμένος μέ τά πάθη καί δτι κλίνει πάντοτε είς τά θελήματα τού διαβόλου, άνίσως δέν τον έμποδί- ζης μέ τον φόβον τού Θεού καί δέν τον χαλινώνης μέ τήν ένθυμησιν της φρικτης κολάσεως. Διότι, δσον πλη­σιάζεις είς τον Θεόν μέ τήν εργασίαν τών άγιων Του εν­τολών, τόσον βλέπεις τον εαυτόν σου άπομεμακρυσμένον

 *  σελτζιτές καί μπερντές = άδιαπέραστες όφθαλμικώς κουρτίνες. Οί λέξεις είναι τουρκικές.


άπο τον Θεόν(*) καί, δσον καθαρίζεται ή καρδία σου μέ την ευχήν καί φωτίζεται ή διάνοιά σου άπο τά άένναα δά­κρυα, τόσον σοΰ φαίνεται δτι είσαι άμαρτωλός καί άσω­τος.
Αλλά διατί, προτού νά καθαρισθη ή καρδία σου καί νά φωτισθη ή διάνοιά σου, δέν έβλεπες τοιουτον τον εαυ­τόν σου; Καί πρώτα μέν δέν εβλεπες τον εαυτόν σου τοι- οΰτον, διότι δέν ήξευρες τί πράγμα είναι οί άγγελοι καί αυτός ό Θεός καί ό Παράδεισος. Τώρα δμως όπού τά έ- θεώρησεν όποσοΰν ή καρδία σου, κατά τήν καθαρότητά της, καί τά εΐδεν ή διάνοιά σου, κατά τήν φώτησίν της, βλέπεις τον εαυτόν σου τοιοΰτον άχρηστον καί άσωτον, διότι έβεβαιώθης, όποίαν άκραν καθαρότητα είχαν οί θεί­οι άγγελοι καί όποίαν άκατανόητον καί άνέκφραστον ω­ραιότητα καί καθαρότητα έχει ό Κύριος.
Διά τούτο λοιπόν έλεγε καί ό ευλογημένος εκείνος Πατήρ, ό ουράνιος μάλλον ή επίγειος, ό άσαρκος μάλλον ή μέ σώμα, ό Συμεών λέγω ό Μεταφραστής* «"Ηδη δέ καί έν τοίς έργοις διεπραξάμην πορνείαν, μοιχείαν, υπε­ρηφάνειαν, άλαζονείαν, λοιδορίαν, βλασφημίαν, άργολο- γίαν, βρασμόν γέλωτος, μέθην, γαστριμαργίαν, άδηφαγί- αν, μίσος, φθόνον, φιλαργυρίαν, φιλοχρηματίαν, πλεονε^ ξίαν, φιλαυτίαν, φιλοδοξίαν, άρπαγήν, άδικίαν, αισχρο­κέρδειαν, ζηλοτυπίαν, καταλαλιάν, παρανομίαν, πάσαν μου αισθησιν καί πάν μέλος έμίανα, έφθειρα, ήχρείωσα, έργαστήριον γενόμενος καθόλου τοΰ διαβόλου». Διότι τίς είναι δστις δέν μετέχει άπό δλα ταύτα ολίγον ή πολύ; Βέ­βαια δλοι μας μετέχομεν άπό ταΰτα, ώς σώμα φοροΰν- τες καί ώς τον κόσμον οίκοΰντες καί ώς έκ τοΰ διαβόλου πλανώμενοι.
 Είναι χαρακτηριστικόν τής άγιότητος τών Πατέρων μας, δτι δσον έπλησίαζαν ώς καθαροί τόν καθαρώτατον Κύριον, τόοον αισθάνον­ταν τήν μικρότητα τής άνΟρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι έν προκειμένψ ή σχετική κατήχησις τοΰ Ά66ά Δωροθέου. Α·ύτή είναι «τό συντετριμμένον πνεύμα» και ή θεία ταπείνωσις.



Διά τοΰτο λοιπόν λέγομεν δτι εκείνος ό μπερτές εί­ναι τό άγγεΐον της πονηριάς τοΰ διαβόλου, εκείνος είναι τό θησαυροφυλάκιόν του, διότι εκεί ό σατανάς εχει μα- ζωμένα δλα τά σπέρματα τής πονηριάς. Έκεϊθεν πηγά­ζει ή πορνεία, έκεϊθεν πηγάζει ή άκρασία, έκεϊθεν πηγά­ζει ή άσωτεία, έκείθεν πηγάζει και βρΰει ή άρρενομανία, έκείθεν βρΰει ή φιλαργυρία, ή πλεονεξία, ή αισχροκέρδεια, ή αρπαγή, ή αδικία, έκείθεν εξέρχεται ή φιληδονία, ή υ­περηφάνεια, ή οΐησις, ή άνθρωπαρέσκεια, έκεϊθεν κατά­γεται τό μΐσος, ή έ'χθρα, ό φθόνος, ή κατάκρισις, έκεϊθεν βρΰει ή κατάχρησις, ή καΰχησις, ή κακή έπιθυμία, ή βλα­σφημία, καί συντόμως είπείν, έκείθεν πηγάζουν δλαι αί κακίαι, ώσάν άπό καμμίαν βρωμεράν καί δυσώδη πηγήν. Τοΰτο δέ φανερώνει καί έκεϊνο όπου λέγει ό Κύριος είς τό ίερόν Αΰτοΰ Εΰαγγέλιον «έκ της καρδίας τοΰ ανθρώ­που έξέρχονται πορνεΐαι, φόνοι, βλασφημίαι, κάκεΐνα κοι­νοί τον άνθρωπον», ήγουν, δταν τινάς δέν έπιμελήται νά καθαρίση εσωθεν την καρδίαν του, ήτοι τον εσω άνθρω­πον, τότε γίνεται ή καρδία του, λέγομεν, γίνεται ό εσω άνθρωπος καθολικόν κατοικητήριον καί δοχεΐον τοΰ σα­τανά, άπό τό όποιον βρΰουν καί έξέρχονται δλα τά κακά, τά όποια μολΰνουν τον άνθρωπον, ήτοι κολάζουν τήν “ψυ­χήν τοΰ ανθρώπου.

Είδες λοιπόν, αγαπητέ, δτι δλα τά κακά εξέρχον­ται άπό τήν καρδίαν, όπου εγινεν φωλεά καί κατοικία τοΰ σατανά; Έκεΐ εχει ό σατανάς θησαυρισμένα δλα τά πο­νηρά σπέρματα της πονηριάς του καί δλα τά φθοροποιά έφευρέματα της πανουργίας του καί κακίας, έπάνω είς τά όποια άναπαΰεται αυτός, ώσάν είς κανένα μαλακόν καί πολύτιμον αΰτοΰ στρώμα. ’Αλλ’ δμως, άφοΰ φθάση ή ευ­χή εως είς έκείνην τήν κατοικίαν τοΰ σατανά καί τήν σπαράξη καί τήν ταράξη δυνατά, ταράττεται ευθύς καί συγχύζεται ό σατανάς μέ τους πονηρούς του άγγέλους, ώσάν ταράζονται καί θυμώνονται αί σφήκες, δταν ταρά- ξης τήν φωλεάν αυτών.


Άλλα έσύ, ώ Μοναχέ, όπου Χάριτι Θεοΰ έφθασες και έπροχώρησες τήν εύχήν της καρδίας σου εως εκεί κον­τά, σέ παρακαλώ, διά τήν αγάπην της ψυχής σου καί σέ παρακινώ, βάλε δλην σου την δύναμιν είς τήν εύχήν της καρδίας σου, διά νά ξεσχίσης εκείνον τόν μπερτέν τοΰ σα­τανά. Διότι εκείνος ό μπερτές είναι τό χειρόγραφον τοΰ διαβόλου, εκείνος είναι τό κατάστιχον της αμαρτίας, εκεί­νος είναι ή έγγραφος ομολογία τοΰ εωσφόρου, είς τήν όποίαν έχει ό διάβολος γεγραμμένας όλας τάς αμαρτίας.

Άνίσως δμως ήθελες ξεσχίσει τοΰτον τόν νοητόν καί αίσθητόν μπερτέν τοΰ διαβόλου καί τοϋ έαυτοϋ σου μέ τήν βίαν της καρδιακής σου εύχής, εξαλείφεις εύθύς ό­λας σου τάς αμαρτίας, όπού είναι γεγραμμέναι είς αύτόν, καί ματαιώνεις δλους τούς κόπους τοΰ διαβόλου, όπού έ- κοπίασεν, έως όπού νά ίστορίστ] εκεί πάσας τάς κακίας σου· Τόν ξεσχίζεις δέ μέ τήν βιαίαν εύχήν, ώς εΐρηται.

Ή δέ βιαία εύχή, δταν ήθελε φθάσει έκεΐ, γνωρίζεις εύθύς δτι έκεΐ κάθηται ό νοητός λύκος, δστις παραμονεύει έκείθεν νά άρπάξη καί νά ξεσχίστ) τήν νοητήν αμνάδα τοΰ Κυρίου, λέγομεν τήν ψυχήν σου, έν τη ώρα τοΰ θανάτου σου, καί νά καταφάγη δλας τάς αγαθοεργίας σου. Διά τοΰτο λοιπόν εκείνην τήν ώραν καθ’ ήν αισθάνεται ή καρ­δία σου δτι εκεί εμφωλεύει ό παλαιός δφις διά νά φαρμακώση τήν ψυχήν σου, κατ’ εκείνην, λέγω, τήν ώραν σου, έρχεται άοράτως καί θαυμασίως κάποια προθυμία είς τό νά σπαράξης εκείνον τόν μπερτέν τοϋ διαβόλου μέ δλην τήν δύναμιν της καρδιακής εύχής. Διότι, άφοΰ ήθελες καταλάβει τάς ένεργείας τοΰ σατανά, θείω ζήλω κι­νούμενος, τότε αποφασίζεις μέ τόν εαυτόν σου καί λέγεις· «ή εγώ νά άποθάνω ταύτην τήν στιγμήν τής ώρας, άπό τήν ύπερβολικήν βίαν τής εύχής, ή ό διάβολος νά έξορι- σθη καί νά φυγαδευθη άπό την καρδίαν μου μαζί μέ τάς πονηριάς του». 'Όθεν μέ τοΰτον τόν τρόπον βιάζεις καί υ­πέρ βιάζεις καί σπαράττεις καί κατασπαράττεις τόν μπερ­τέν τοΰ διαβόλου, έως όπού νά τρυπηθη καί νά ξεσχισθή.

Καί λοιπόν, άφοΰ ήθελε φθάσει είς τά εσώτερα μέ­ρη ή αήττητος και κραταιά ευχή, εξορίζει έκείθεν τον διά­βολον μέ τους δαίμονας του καί, τέλος πάντων, κατακαίει θαυμασίως και άρρήτως δλον έκεΐνον τόν τόπον καί δλα έκεΐνα τά σπέρματα καί τάς αιτίας της αμαρτίας καί τών παθών καί έρχεται μετά ταΰτα έν τφ άμα ή παρηγορία τοΰ Θεοΰ. Διά τοΰτο λέγει καί ό ύμνογράφος· «κατάφλε- ξον πυρί άΰλφ τάς άμαρτίας μου, καί έμπλησθήναι τής έν σοί τρυφής καταξίωσαν».

ΣΧΟΛΙΟ: Αυτό είναι τό θεμέλιο τής ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΑΣ. Μέ τά σύγχρονα δεδομένα καί χωρίς πνευματική καθοδήγηση, ο σημερινός χριστιανός ορίζεται από αυτό τό τείχος πού τόν χωρίζει από τόν Θεό. Η τόν προστατεύει από τόν θεό. Ολες οι σύγχρονες αξίες πηγάζουν από αυτό τό παρασκήνιο. Αυτοσυνειδησία, αυθυπέρβαση, πρόσωπο. Είναι τά χαρακτηριστικά τού ''Γιού Σατανά''. Η αυτοδικαίωση καί ο Φαρισαισμός εδώ βρίσκουν πατρίδα. Σήμερα μάλιστα η επίδειξη αυτοδικαιώσεως θεωρείται παλληκαριά. Η μόνη μας προσευχή, νά αποδειχθή, έστω κάποια στιγμή, ότι έχουμε δίκαιο.

Aμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο.Ευχαριστούμε!