Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Η μεγάλη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ και το υπαρξιακό δίλημμα του Τσίπρα

τσιπρας
Γράφει ο Ceteris Paribus 

Η επαλήθευση των προβλέψεών μας για τα αποτελέσματα του Eurogroup ήταν πλήρης. Αν κάτι πρέπει να προσθέσουμε, αυτό είναι πως το ΔΝΤ αποδεικνύουν ότι μάλλον ετοιμάζεται να δώσει «μάχη» το 2018 για τους όρους της παραμονής του – αν φύγει, μάλλον δεν θα φύγει «ήσυχα»… 
Κατά τα άλλα, για την κυβέρνηση -όπως και για όλους τους «παίκτες» του ελληνικού «δράματος»- ανοίγεται τώρα μπροστά της ένα διάστημα εν δυνάμει «ωφέλιμου» χρόνου περίπου ενός έτους. Ο χρόνος αυτός δεν θα είναι «άνετος», αλλά γεμάτος προκλήσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσουν πώς θα τον αξιοποιήσουν.

Μαθαίνοντας πώς να σπαταλάς ωφέλιμο χρόνο

Τις δύο προηγούμενες φορές που βρέθηκαν με «ωφέλιμο» χρόνο στη διάθεσή τους, αποδείχθηκε ότι δεν κατάφεραν να τον αξιοποιήσουν.
Την πρώτη, ύστερα από τον εκλογικό θρίαμβο του Σεπτεμβρίου 2015, η επιλογή να χτίσουν «μεγάλη αφήγηση» με άξονα το υποτιθέμενο «παράλληλο πρόγραμμα» και τα «ισοδύναμα», οδήγησε σε κρίση στις σχέσεις με τους δανειστές και σε διολίσθηση της πρώτης αξιολόγησης επί μήνες σε κρισιακό κλίμα. Ο όποιος ωφέλιμος χρόνος αποδείχθηκε «δηλητηριασμένος» και σπαταλήθηκε.

Ύστερα από το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, ήρθε η δεύτερη ευκαιρία. Αισθανόμενη ότι δεν έχει χρόνο μέχρι να επανέλθουν τα σύννεφα της (δεύτερης) αξιολόγησης αποδύθηκε σε μια προσπάθεια να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς και παράλληλα να δημιουργήσει «προγεφυρώματα» επιρροής και ισχύος στο δικαστικό σώμα και στα μίντια. Η ήττα του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος με τις τηλεοπτικές άδειες ήταν το «Βατερλό» αυτής της προσπάθειας – για δεύτερη φορά, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν κατάφερε να αξιοποιήσει, αλλά σπατάλησε τον ωφέλιμο χρόνο.

Ηττημένη, μπήκε στην ατραπό της δεύτερης αξιολόγησης με μεγαλεπήβολους μελοδραματισμούς και λάθος στρατηγική, με άξονα την επιδίωξη λύσης στο ζήτημα του χρέους. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε λάθος και οδήγησε σε στρατηγική ήττα, καθώς η διευθέτηση του χρέους είναι εξ ορισμού συνδεμένη με τον υπολογισμό των ρυθμών ανάπτυξης αλλά και των πρωτογενών πλεονασμάτων σε μακροχρόνια βάση – μερικές δεκαετίες μπροστά! Επιπλέον, η καθυστέρηση της αξιολόγησης επί μήνες σε κλίμα κρίσης και αβεβαιότητας, έδωσαν την αφορμή για μεσοπρόθεσμες διευθετήσεις μέχρι και το 2022 – στην πραγματικότητα, ένα νέο πρόγραμμα που εκτείνεται μερικά χρόνια πέραν του τρέχοντος, αν και χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση.

Τώρα η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα ευφορίας και «νίκης» πάνω στα συντρίμμια μιας στρατηγικής ήττας: Τα μόνα απτά αποτελέσματα της «μεγάλης ιδέας» της διευθέτησης του χρέους είναι ένα νέο πρόγραμμα μέχρι και το 2022 με πλεονάσματα 3,5% και κλείδωμα πλεονασμάτων τουλάχιστον 2% από το 2023 και ύστερα. Με λίγα λόγια, η μόνη που δεσμεύτηκε συγκεκριμένα όσον αφορά τις παραμέτρους διευθέτησης του χρέους ήταν η κυβέρνηση – όσον αφορά τους δανειστές και ιδιαίτερα τη Γερμανία, όλα τελούν υπό προσδιορισμό και υπό την αίρεση του «εάν απαιτηθεί».   

Η μεγάλη αντίφαση…

Ο «ωφέλιμος» χρόνος από τούδε και μέχρι το καλοκαίρι του 2018, είναι ξανά «δηλητηριασμένος». Όχι μόνο γιατί είναι προϊόν ήττας στη διαπραγματευτική στρατηγική που οδήγησε σε υπερβάλλουσες δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα, αλλά και γιατί τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να κατατρώγει μια μεγάλη αντίφαση: Ενώ πολιτεύεται μνημονιακά, είναι υποχρεωμένος να χτίζει πολιτική αφήγηση σαν Αριστερά. Να υπόσχεται «παράλληλα προγράμματα», «ισοδύναμα», «αντίμετρα», «επούλωση πληγών», «έξοδο από τα μνημόνια». Αναπόφευκτα, η αντίφαση εκρήγνυται ξανά και ξανά…

Το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χειραφετηθεί από αυτή την αντίφαση. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, και αν έπρεπε να απαντήσω οπωσδήποτε με τα σημερινά διαθέσιμα στοιχεία, θα έλεγα πως είναι όχι! Ύστερα από τη στροφή του Ιουλίου του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να είναι αντιμνημονιακή Αριστερά. Στην κυβέρνηση ων, έγινε μια μνημονιακή Αριστερά. Αντί για μνημόνιο 70 ή 80 ή έστω 90%, αναγκάστηκε να εφαρμόζει μνημόνιο 120%. Και ενώ σε επίπεδο εφαρμοσμένης κυβερνητικής πολιτικής έγινε εκών άκων μνημονιακός… 120%, σε επίπεδο «αφήγησης» παρέμεινε Αριστερά – όχι αντιμνημονιακή, αλλά κατά κάποιο τρόπο μη μνημονιακή, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις.

Αν επρόκειτο απλώς για επικοινωνιακή στρατηγική, θα ήταν απλό να αλλάξει. Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό, αλλά για κάτι βαθύτερο και υπαρξιακό. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια ατίθαση αριστερή «ψυχή» της ηγεσίας του ή των στελεχών του, αλλά για κάτι άλλο: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αλλάξει κοινωνική, άρα και εκλογική βάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θριάμβευσε το Σεπτέμβριο του 2015 ανατρέποντας την προηγούμενη πολιτική του αλλά η εκλογική του βάση παρέμεινε η ίδια: τα κοινωνικά στρώματα που κατεξοχήν πλήττονται από την πολιτική των περικοπών και των φοροεπιβαρύνσεων. Τον ψήφισαν πιστεύοντας ότι έκανε ό,τι έκανε «με στο πιστόλι στον κρόταφο» και άρα «είναι προτιμότερος» μνημονιακός κυβερνήτης σε σχέση μες τους παλαιούς μνημονιακούς. Οι εξελίξεις από τότε έως σήμερα διέλυσαν σε ένα βαθμό αυτές τις προσδοκίες – εξ ου και η δημοσκοπική αποδυνάμωσή του. Σε ένα άλλο τμήμα της εκλογικής του επιρροής, ωστόσο, η θετική προσδοκία μετατράπηκε σε παθητική συναίνεση ή συναίνεση του φόβου: «ακόμη κι αν κάνει τα ίδια με τους άλλους, καλύτερα αυτός παρά οι άλλοι» ή «κυβερνά άθλια, μας εξαπάτησε σε όλα, αλλά είναι προτιμότερος από τον Μητσοτάκη».

Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να «διορίσουν έναν καινούργιο λαό» – για να θυμηθούμε παραφράζοντας τον ποιητή. Η πολιτική άλγεβρα των κοινωνικών εκπροσωπήσεων παραμένει δυσνόητη για τους τεχνοκράτες, γι’ αυτό οι εκπλήξεις τύπου Brexit ή Κόρμπιν ή Μελανσόν -για να μη μιλήσουμε για την άκρα δεξιά, που αποτελεί ένα άλλο κεφάλαιο- είναι απανωτές.

Ούτε βεβαίως μπορούν να κάνουν πολιτική «δωρεά σώματος»: να εφαρμόσουν περιχαρείς τις μνημονιακές πολιτικές, ακόμη και αν εξαφανιστούν πολιτικά. Αν ένας Σαμαράς δεν κατάφερε να φανταστεί την πολιτική του επιβίωση χωρίς να κηρύξει την πρόωρη έξοδο από τα μνημόνια, αντιλαμβανόμαστε ότι για τον Αλέξη Τσίπρα αυτό είναι δύο φορές πιο δύσκολο!

Αυτή είναι η μεγάλη εγγενής αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ κι όχι βέβαια η υποτιθέμενη μάχη ανάμεσα στους συστημικούς και στους… φοβερούς «στρατηλάτες» της αριστερής πτέρυγας (53 plus κ.λπ.).

…Και το μεγάλο δίλημμα

Καθώς λοιπόν ανοίγεται μπροστά του ένας καθαρός χρόνος στη διάρκεια του οποίου μπορεί να σχεδιάσει πολιτικά, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση είναι αναγκασμένοι να απαντήσουν στο εξής «υπαρξιακό» δίλημμα: θα φτάσουν ως τα μέσα του 2018 προετοιμάζοντας μια νέα «σύγκρουση» με τους δανειστές ώστε να αποδυθούν σε ένα επεισοδιακό εκλογικό εγχείρημα ή θα είναι απολύτως τυπικοί όσον αφορά τις μνημονιακές τους «υποχρεώσεις» και θα ποντάρουν στις τάσεις ανάκαμψης της οικονομίας ώστε να χτίσουν πάνω σε αυτές τις βάσεις ένα πολιτικό success story. Παράγωγο αυτού του διλήμματος είναι ένα ακόμη: θα συνεχιστεί η προσπάθεια για «εξ εφόδου» κατάληψη θέσεων και δημιουργία «προγεφυρωμάτων» στο δικαστικό σώμα και στα μίντια ή θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής και σε αυτό τον τομέα;

Αν θέτουμε συστηματικά τη λέξη «ωφέλιμος» σε εισαγωγικά, είναι γιατί πιστεύουμε ότι οι μνημονιακοί περισπασμοί θα είναι διαρκείς στη διάρκεια αυτού του χρόνου: οι περικοπές συντάξεων είναι ήδη γεγονός με τις «ωριμάνσεις» του νόμου Κατρούγκαλου, οι νέες περικοπές των επιδομάτων θα αρχίσουν να υλοποιούνται από το φθινόπωρο, τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης θα γίνουν πραγματικό τσουνάμι στη διάρκεια αυτού του χρόνου, η τρίτη αξιολόγηση με μενού τα ζητήματα ανάπτυξης είναι επίσης μπροστά, η «επιχείρηση» των τραπεζικών NPLsτο ίδιο.

Με ένα λόγο η εγγενής αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να (επιχειρηθεί να) λυθεί είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο: είτε με το να γίνει και με τους τύπους τόσο συστημικός και τόσο μνημονιακός όσο και η πολιτική του είτε με το να καλλιεργηθεί μια νέα -και εκ νέου απραγματοποίητη- «αντιμνημονιακή υπόσχεση».

Προσωπικά, πιστεύω ότι η αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επιλυθεί με κανένα τρόπο. Ωστόσο, για τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση είναι υποχρεωτικό να επιχειρηθεί να λυθεί με κάποιον τρόπο, ακριβώς επειδή είναι υποχρεωμένοι να κάνουν πολιτική! Υπάρχει βέβαια και η «λύση» να άγεται και να φέρεται κανείς από τις αντιφάσεις που τον… ταλαιπωρούν χωρίς να μπορεί να τις διαχειριστεί με κανένα τρόπο. Ίδωμεν…

Πηγή RizopoulosPost 

kostasxan

Δεν υπάρχουν σχόλια: