Συνέχεια από: Tετάρτη 2 Ιουνίου 2021
Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ
Η εποχή των μάγων
Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας
1919-1929
Wolfram Eilenberger
Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018
ΙΙ. Άλματα
Η μεταμόρφωση
Γνώριζε συνειδητά την έκταση
των συνεπειών που θα επέφερε η απόφαση του; Μήπως να το ξανασκεφτεί; Όχι, δε
θέλει. «Καλά», αναστενάζει ο συμβολαιογράφος της οικογένειας, «είστε επομένως
αποφασισμένος να αυτοκτονήσετε οικονομικά»24. Πράγματι. Η απόφαση
του Wittgenstein είναι αμετάκλητη. Αντί να επιδείξει κάποιο δισταγμό-φορώντας
ακόμα την λευκή στολή του ανθυπολοχαγού-ρωτά και ξαναρωτά, για να διαβεβαιωθεί
ότι δεν υπάρχει κάποιο κενό του νόμου, κάποια ειδική ρήτρα, δυνατότητα
επιστροφής, ότι με την υπογραφή του απαρνήθηκε ανεπιστρεπτί ολόκληρη την
περιουσία του. Οικονομική αυτοκτονία, αυτό ωραία το είπε το δικηγόρος.
Δεν είχε περάσει μια
εβδομάδα από τη μέρα που επέστρεψε στη Βιέννη. Ήταν ένας από τους τελευταίους
αξιωματικούς που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία στην Ιταλία. Τώρα, στις 31
Αυγούστου του 1919 κάθεται σε ένα πολυτελές δικηγορικό γραφείο και μεταβιβάζει
ολόκληρη την περιουσία του -με τα σημερινά δεδομένα εκατοντάδες εκατομμύρια
ευρώ- στα μεγαλύτερα αδέλφια του, Hermine, Helene, και Paul. Βιέννη, η άλλοτε περήφανη πρωτεύουσα των αυτοκρατόρων,
είναι πια πρωτεύουσα μιας μικροσκοπικής και χρεοκοπημένες δημοκρατίας στην
περιοχή των Άλπεων, η οποία το πρώτο εκείνο μεταπολεμικό καλοκαίρι βρίσκεται στην
τελική ευθεία προς το χάος. Η πλειοψηφία των Αυστριακών, ενώπιον της
καταστροφής, είχε εκφραστεί υπέρ της ένωσης με την Γερμανία, η οποία βρισκόταν
επίσης στην φάση της αυτοδιάλυσης. Οι νικητήριες δυνάμεις όμως δεν το
επέτρεψαν. Το 96% των παιδιών στην Αυστρία υποφέρει το καλοκαίρι αυτό από
υποσιτισμό. Ο πληθωρισμός οδηγεί στην έκρηξη των τιμών. Το νόμισμα βρίσκεται σε
ελεύθερη πτώση-και μαζί με αυτό και η ηθική στην πόλη. Οι παλιές ιεραρχίες της
αυτοκρατορίας των Αψβούργων έχουν καταρρεύσει πλήρως, οι νέοι θεσμοί δεν είναι ακόμα
λειτουργικοί. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Και ο 30-χρονος πια Ludwig Wittgenstein έχει γίνει κάποιος
άλλος στα χρόνια του πολέμου.
Λίγες μέρες μετά την
έναρξη του πολέμου το καλοκαίρι του 1914, ο Wittgenstein είχε δηλωθεί
εθελοντής υποδεκανέας, ελπίζοντας πως η συμμετοχή του θα συμβάλει σε μια θεμελιώδη
μεταβολή της ζωής του. Αυτός, ο γιος καταγόμενος από τους καλύτερους κύκλους
της Βιέννης, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες οικογένειες βιομηχάνων της Ευρώπης,
μαθητής στο Cambridge, ήδη
από τότε αναγνωρισμένος ως το φιλοσοφικό ταλέντο του αιώνα, και οι αρωγοί του Bertrand Russel και Gottlob Frege, δεν περίμεναν από αυτόν τίποτα μικρότερο από το
«επόμενο μεγάλο βήμα». Αν δούμε σωστά τα πράγματα, ο πόλεμος εκπλήρωσε την προσωπική
ελπίδα του Wittgenstein: έδειξε ανδρεία, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στο
μέτωπο στην Γαλικία, Ρωσία και Ιταλία, είδε τον θάνατο κατά πρόσωπον
περισσότερες από μια φορές, πυροβόλησε για να σκοτώσει, στράφηκε στην
χριστιανική πίστη-μέσω της ανάγνωσης ενός μικρού βιβλίου του Leo Tolstoi-και, κατά τις μακρές νύχτες στο μέτωπο, ολοκλήρωσε το
φιλοσοφικό του βιβλίο, ένα έργο, για το οποίο ήταν πεπεισμένος, πως δεν
αποτελεί απλά το επόμενο μεγάλο βήμα στην Φιλοσοφία, αλλά το τελευταίο και τελειωτικό.
Τι είχε όμως πετύχει πραγματικά
με την συμμετοχή του στον πόλεμο; Στην ουσία τίποτα. Πάντως τίποτα για τον ίδιο
και για τις επιθέσεις περί έλλειψης νοήματος, που τον βασάνιζαν καθημερινά. Όπως
είχε σημειώσει στον πρόλογο, το καλοκαίρι του 1918, όταν έβαζε τις τελευταίες
πινελιές στη «Λογικο-φιλοσοφική Πραγματεία» του, κατά τις διακοπές στην
πατρίδα, πριν την τελευταία επιχείρηση στο μέτωπο:
«Είμαι λοιπόν της γνώμης, πως
έλυσα τελειωτικά τα προβλήματα. Και αν δεν απατώμαι στο σημείο αυτό, η αξία του
έργου αυτού έγκειται κατά δεύτερον, στο ότι δείχνει, πόσο μικρή σημασία έχει,
το ότι λύθηκαν τα προβλήματα αυτά.»
Με άλλα λόγια: για όλα αυτά που καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή, της δίνουν νόημα, αξία και καθημερινή ελπίδα, η φιλοσοφία δεν έχει να πει κάτι και να διαφωνήσει με κάτι. Όμως, το γιατί η φιλοσοφία δεν είναι σε θέση να τα κάνει αυτά-γιατί κανένα λογικό συμπέρασμα, κανένα επιχείρημα, και καμιά στιβαρή θεωρία περί νοήματος, δεν μπορεί ούτε καν να αγγίξει τα πραγματικά ερωτήματα της ζωής-, ακριβώς αυτό πίστευε ο Wittgenstein πως κατέδειξε μια για πάντα με το βιβλίο του.
Ηθικά δρώμενα
Στην πραγματικότητα, έτσι
εξήγησε στον εκδότη Ludwig von Ficker, δυο μήνες μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο, πως
«το νόημα του βιβλίου είναι ηθικό…», καθώς το έργο του αποτελείται από δυο μέρη:
«από αυτό εδώ, και από όλα αυτά που δεν έγραψα. Και αυτό το δεύτερο μέρος είναι
το σημαντικό. Το ηθικό (στοιχείο) περιορίζεται από μέσα με το βιβλίο μου»25.
Ο χώρος του ρητού, τον
οποίο το έργο του Wittgenstein με τα έργα του της
λογικής γλωσσικής ανάλυσης περιορίζει «ξεκινώντας από μέσα», αφορά μόνο τον
κόσμο των γεγονότων και με τον τρόπο αυτό την μοναδική περιοχή, για την οποία μπορεί να μιλήσει κανείς. Είναι όμως δουλειά των φυσικών επιστημών, να περιγράψει
με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, το πως είναι καμωμένος ο κόσμος αυτός
των γεγονότων (δεδομένων). Σύμφωνα με την πεποίθηση του Wittgenstein, «επομένως κάτι που δεν έχει σχέση με την φιλοσοφία»
(Τ6.53).Το πρόβλημα, ή μάλλον η φιλοσοφική λύση, έγκειται βάσει αυτού του
δεδομένου, στην ακόλουθη πεποίθηση, η καλύτερα αίσθηση:
«6.52: Αισθανόμαστε, πως
ακόμα και όταν όλα τα πιθανά επιστημονικά ερωτήματα έχουν απαντηθεί, τα
προβλήματα της ζωής μας έχουν παραμείνει ανέγγιχτα. Δεν παραμένει καμιά ερώτηση
πια. Και αυτή ακριβώς είναι η απάντηση».
Ενώ το θετικιστικά
προσανατολισμένο πνεύμα της εποχής θεωρούσε ακριβώς πως μόνο τα πράγματα για την προσωπική ζωή του
καθενός θα έπρεπε να έχουν σημασία, για τα οποία μπορούσε να μιλήσει κανείς με
νόημα, και για τα οποία μπορούσε να προσκομίσει χωρίς αμφιβολία στοιχεία για
την ύπαρξη τους-τα λεγόμενα δεδομένα-, ο Wittgenstein έδειξε, με την εφαρμογή
του μεθοδολογικού θεμελίου αυτής της καθαρά επιστημονικής αντίληψης περί κόσμου-
της λογικής ανάλυσης δηλαδή-πως τα πράγματα είναι στην πραγματικότητα
διαφορετικά. Κάθε τι που προσδίδει στη ζωή και στον κόσμο με την κυριολεκτική
έννοια του όρου νόημα, βρίσκεται πέρα από τα όρια του άμεσα ρητού. Η φιλοσοφική
προσέγγιση του Wittgenstein ήταν αυστηρά
επιστημονική, η ηθική του όμως υπαρξιακή. Μια καλή ζωή δεν βασίζεται σε
αντικειμενικά θεμέλια, αλλά σε ριζικά υποκειμενικές αποφάσεις. Σε τι συνίσταται
δεν μπορεί να ειπωθεί με τρόπο που να έχει νόημα, και πρέπει να δειχθεί στην
συγκεκριμένη, καθημερινή εκτέλεση του. Το 1919, ο Wittgenstein είναι αποφασισμένος
γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα.
Μια επιστροφή στον παλιό βιεννέζικο κόσμο θα ήταν αδιανόητη γι’ αυτόν, ακόμα και στην περίπτωση που ο κόσμος αυτός υπήρχε ακόμα. Ούτε ο πόλεμος, ούτε η φιλοσοφία τον ελευθέρωσαν από το αίνιγμα και την δυστυχία, γι΄αυτό που ήταν. Για να καταπολεμήσει το χάος στο εσωτερικό του, το οποίο παρέμενε, έστρωσε ένα ριζικό σχέδιο κατά τους μακρύς μήνες της αιχμαλωσίας στο Campo Cassino, στην Ιταλία. Κατά πρώτο: μεταβίβαση ολόκληρης της περιουσίας του στα αδέλφια του. Κατά δεύτερο: Ποτέ ξανά φιλοσοφία. Κατά τρίτο: Μια ζωή με τίμια εργασία-και διαρκή φτώχεια.
Δυστυχία χωρίς επιθυμία
Η σταθερότητα με την οποία
ο Wittgenstein ρίχνεται στην εφαρμογή του σχδίου του, λίγες μόνο μέρες
μετά την επιστροφή του, γεμίζει με μεγάλη ανησυχία τα εναπομείναντα αδέλφια του,
και περισσότερο απ’ όλους την μεγάλη του αδελφή Hermine. Τις τελευταίες αυτές μέρες του Αυγούστου, πρέπει να φοβήθηκε
πως θα χάσει και τον τέταρτο αδελφό της από αυτοκτονία, καθώς ο Johannes (1902), ο Rudolf (1904) και ο Kurt (1918) είχαν αυτοκτονήσει.
Ο μεγαλύτερος αδελφός, Johannes, είχε καταφύγει στην Αμερική, για να γλυτώσει από τον
εξουσιαστικό πατέρα, και εκεί «πνίγηκε», κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε
ένα ατύχημα σε βάρκα. Ο τρίτος γιος, Rudolf, γεννημένος το 1888, ήπιε στα 22 του υδροκυάνιο σε
κάποιο εστιατόριο στο Βερολίνο. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του, αιτιολογούσε
την πράξη του με το πένθος για τον θάνατο ενός φίλου του. Σύμφωνα με άλλες
θεωρίες, φοβόταν πως από μια δημοσίευση του σεξολόγου Magnus Hirschfeld, για ένα «ομοφυλόφιλο φοιτητή», μπορούσε να αποκαλυφθεί
ότι αναφερόταν σε αυτόν26. Η αυτοκτονία του Konrad, που τον φώναζαν Kurt, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ηρωική τραγικότητα, καθώς
τις τελευταίες μέρες του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1918, κατά την οπισθοχώρηση
από την Ιταλία, έριξε μια σφαίρα στο κεφάλι του, για να μην τον πιάσουν
αιχμάλωτο οι Ιταλοί.
Σύμφωνα με τα
ενδοοικογενειακά κριτήρια, ο τέταρτος από τους συνολικά πέντε αδελφούς, ο Paul, καλά την είχε. Με μεγάλο μουσικό ταλέντο, όπως όλοι οι
γόνοι της οικογένειας, άρχισε πολύ πριν τον πόλεμο να χτίζει μια καριέρα ως
πιανίστας κονσέρτων. Οι μουσικές βραδιές που διοργάνωνε ο πατέρας Wittgenstein στο παλάτι της
οικογένειας, αποτελούσαν την κορύφωση της κοινωνικής ζωής στη Βιέννη κατά το
τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Ο νεαρός Paul είχε εξαιρετικό ταλέντο. Στους πρώτους όμως μήνες του
πολέμου τραυματίζεται βαριά και το δεξί του χέρι πρέπει να ακρωτηριαστεί. Κατόπιν
αιχμαλωτίζεται από τους Ρώσους, και μπόρεσαν να τον ελευθερώσουν πληρώνοντας
λύτρα, μόλις το 1916. Και αυτός σκέφτεται την αυτοκτονία μετά την επιστροφή του,
βρίσκει όμως καινούργιο νόημα στη ζωή του, εξασκούμενος αμέτρητες ώρες στο
πιάνο, σε μια ειδικά από αυτόν ανεπτυγμένη
τεχνική, ώστε να παίζει και με το ένα χέρι στο ύψιστο επίπεδο, ώστε να είναι σε
θέση να παίζει σε κονσέρτα με μεγάλη επιτυχία.
Και τώρα βρίσκεται ο Luki, όπως έλεγαν τον Ludwig στην οικογένεια, στο
μεταίχμιο. Υπολογίζοντας την μέχρι τότε εμπειρία τους, θεώρησαν πως είναι πιο
έξυπνο να τον αφήσουν ήσυχο. Προπάντων γιατί όλη η στρατιωτική θητεία του
έμοιαζε με μια μακρά απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Wittgenstein που ανέβαινε ραγδαία
την ιεραρχία στο στρατό, απαιτούσε να τον στέλνουν στο μέτωπο, και μάλιστα εκεί
όπου είναι πιο επικίνδυνο.
Σαν να βρίσκεται υπό
καταναγκασμό, επέστρεφε στα πολεμικά ημερολόγια του στη σκέψη, πως μόνο στη
οριακή εμπειρία της έκθεσης της ιδίας ύπαρξης, αναδεικνύεται το πραγματικό
πρόσωπο του εγώ, προπάντων η αληθινή του πίστη στο Θεό,- και με τον τρόπο αυτό η ικανότητα να είναι ευτυχισμένος. Έτσι για παράδειγμα, οι καταχωρήσεις κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες του 1916 στο μέτωπο της Γαλικίας, δείχνουν πόσο στενά
εμπλέκονται στη σκέψη τού Wittgenstein κατά τα χρόνια του
πολέμου, το πρόγραμμα της λογικής ανάλυσης της γλώσσας και μια
χριστιανική-υπαρξιακή ηθική, όπως αυτή του Kierkegaard και του Tolstoi:
«Για να ζήσεις
ευτυχισμένος, πρέπει να βρίσκεσαι σε συμφωνία με τον κόσμο. Και αυτό σημαίνει
να είσαι ευτυχισμένος.
Βρίσκομαι λοιπόν σε
συμφωνία με εκείνη την ξένη βούληση, από
την οποία φαίνεται να εξαρτώμαι. Αυτό σημαίνει: «κάνω το θέλημα του Θεού»27.
Ο φόβος του θανάτου είναι
το καλύτερο σημάδι μιας εσφαλμένης, δηλαδή μιας κακής ζωής28.
Το καλό και το κακό
εμφανίζονται κατ’ αρχάς δια του υποκειμένου. Και το υποκείμενο δεν ανήκει στον
κόσμο, αλλά είναι ένα όριο του κόσμου…
Καλό και κακό είναι
ουσιαστικά μόνο το εγώ, όχι ο κόσμος. Το εγώ, το εγώ είναι το βαθιά μυστηριώδες»29.
Τον Αύγουστο του 1919 ο Wittgenstein σίγουρα δεν έχει πια
φόβο θανάτου. Αμφιβολίες τον βασανίζουν μόνο ως προς το αποφασιστικό ερώτημα, αν
μια καλή, γεμάτη νόημα, ευτυχισμένη ζωή, ανήκει στην σφαίρα του επιτεύξιμου για
έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Έτσι στις 5. Σεπτεμβρίου του1919 βάζει μπρος την
εφαρμογή του δεύτερου βήματος τού προγράμματος επιβίωσης, και ξεκινά, αφού κατέστη εντελώς άπορος, μια
μονοετή εκπαίδευση δασκάλου δημοτικού σχολείου, στο παιδαγωγικό ινστιτούτο της
Βιέννης, στην Kundmanngasse. Ποτέ ξανά φιλοσοφία λοιπόν. Ποτέ ξανά!
Ο Martin Heidegger δεν γνώριζε τότε
τίποτα για το υπαρξιακό πρόγραμμα του Wittgenstein. Θα μπορούσε να τον είχε συνταράξει συθέμελα. Γιατί και
αυτός είχε μόλις γυρίσει από τον πόλεμο-και ήθελε από εδώ και στο εξής μόνο
ένα: να φιλοσοφεί.
Συνεχίζεται
ΧΑΜΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΑΝΟΗΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου