Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (144)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου  2022                                       

                                                   Jacob Burckhardt
                                                        ΤΟΜΟΣ 2ος
                                ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -19


Για τους Έλληνες ήταν πάντοτε φανερό, ότι το αληθινό μεγαλείο συνίσταται στο να έχει κάποιος την τόλμη να υπομείνει και τις πλέον δυσβάσταχτες συνθήκες. Σε μιαν από τις ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές τής ζωής του ο Οδυσσέας αναφωνεί: «Υπόμεινε καρδιά μου και αυτή τη δοκιμασία, έχεις αντέξει πολύ χειρότερες !»· και όταν οι σύντροφοί του άνοιξαν, ενώ κοιμόταν, τους ασκούς τού Αιόλου, αναρωτήθηκε, διατηρώντας ακόμη την ψυχραιμία να επιλέξει, αν θα πηδήξει στη θάλασσα ή θα κρατηθεί στη ζωή: «Έκανα κουράγιο και έμεινα στη θέση μου», λέει· τυλίχτηκε σε ένα πανωφόρι και κουλουριάστηκε στο βάθος τού σκάφους του. Και παρ’ όλα αυτά ο Ηρακλής, ο πιο βασανισμένος απ’ όλους τούς ήρωες, έδωσε τέλος στις δοκιμασίες του πάνω στην πυρά τής Οίτης, παρότι αυτή συμβόλιζε αρχικά το τέλος, όπως λέγεται, του ηλιακού έτους.

Πόσο μεγάλο όμως μοιάζει το χάσμα ανάμεσα σ’ έναν τέτοιον θάνατο, και τα αναίτια κίνητρα που χρησιμοποίησαν αργότερα οι Έλληνες ως πρόσχημα για να αναχωρήσουν από την ζωή ! Δεδομένης τής επικράτησης ενός καθολικού πεσιμισμού, μια παροδική κατάθλιψη ή ένας επιπόλαιος ενθουσιασμός αρκούσαν για να κρίνουν την απόφαση. Όσοι επέλεγαν να τερματίσουν τον βίο τους από φόβο μήπως στερηθούν την αποκτηθείσα ευμάρεια, θα πρέπει να έτρεφαν τέτοιου είδους σκέψεις για μεγάλο διάστημα, ακόμη και σε στιγμές αναψυχής. Συνήθως όμως τα κίνητρα ήταν ευκαιριακά, όπως η ξαφνική απώλεια μιας περιουσίας που θα μεταμόρφωνε εντελώς την καθημερινότητα. Διηγούνται την ιστορία τριών διακεκριμένων Αθηναίων οι οποίοι, όταν καταστράφηκαν εξ αιτίας τού πολυτελούς βίου τους, σήκωσαν την κούπα με το κώνειο και ήπιαν στην υγεία τους, «αποχωρώντας από τη ζωή, όπως από ένα συμπόσιο». Διαφορετική είναι η περίπτωση αυτών που επιλέγουν τον θάνατο εξ αιτίας τής απώλειας αγαπημένων προσώπων, και από τον Φαίδωνα του Πλάτωνα μαθαίνουμε ότι υπήρχε η ευτυχής προοπτική μιας συνάντησης στον Άδη. Και μόνον η ανάγνωση αυτού τού κειμένου θα μπορούσε ωστόσο να οδηγήσει έναν άμυαλο στην αυτοκτονία· λέγεται ότι κάποιος με το όνομα Κλεόμβροτος από την Αμβρακία πήδηξε στον θάνατο, επειδή εκείνο που συγκράτησε από αυτό το βιβλίο ήταν πως για την ψυχή ήταν αφάνταστα προτιμότερο να αποχωριστεί από το σώμα.

Αυτό που στην εποχή μας συμβαίνει καμμιά φορά, να πολλαπλασιάζονται δηλαδή οι αυτοκτονίες σε κάποια περιοχή σαν να πρόκειται για επιδημία, δεν θα εντυπωσίαζε καθόλου τούς Έλληνες της αρχαίας πόλης. Μια επιδημία αυτού τού είδους ενέσκηψε κάποτε μεταξύ τών νεανίδων τής Μιλήτου εξ αιτίας μιας μόλυνσης, όπως λέγεται, της ατμόσφαιρας· προσκαλούσαν με παρακλήσεις τον θάνατο και αρκετές απ’ αυτές κατέφευγαν κρυφά στον πνιγμό· οι παρακλήσεις και τα δάκρυα των γονιών τους, καθώς και οι προτροπές τών φίλων αποδείχθηκαν μάταιες· προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από την προσοχή τών δικών τους, ως την ημέρα που ένας σύννους πολίτης πρότεινε το ζήτημα να αντιμετωπιστεί με το εξής επίσημο διάταγμα: το νεκρό σώμα τών κοριτσιών θα το περιέφεραν γυμνό στην αγορά· και έτσι η υπόθεση έληξε!

Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε και τον βράχο τής Λευκάδας, από τον οποίον οι δυστυχείς ερωτευμένοι πηδούσαν στη θάλασσα. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν ακριβώς η τοποθεσία και το ύψος αυτού τού βράχου στο απόκρημνο νησί τής Λευκάδας (ενδεχομένως η αποκαλούμενη σήμερα τοποθεσία τής Αγίας Μαύρας)· κάποιοι ωστόσο πνίγονταν, και κάποιοι που επιζούσαν, θεραπεύονταν από το πάθος τους έτσι, ώστε αυτή η απόπειρα να συνιστά ένα ερώτημα απευθυνόμενο στη μοίρα. Κάποιος αποκαλούμενος Μάκητας από το Βουθρώτιον επιχείρησε τέσσερις μάλιστα φορές αυτή την εμπειρία. Οι κάτοικοι της Λευκάδας που δεν επιδοκίμαζαν μια τέτοια πρακτική, αποφάσισαν αργότερα να επιλέγουν, κατά τούς εορτασμούς κάθε χρόνο προς τιμήν τού Απόλλωνα, έναν κατάδικο και να τον ρίχνουν από τον συγκεκριμένο βράχο, αφού όμως τον είχαν προηγουμένως προσδέσει σε ζωντανά πτηνά, ώστε να μετριάσουν την πτώση του, και ενώ πολλές βάρκες έσπευδαν, κάτω στη θάλασσα, να τον σώσουν· μετά δε από όλη αυτή τη διαδικασία τον έδιωχναν από τη χώρα.

Ένα από τα γενικώς αποδεκτά κίνητρα εκούσιου θανάτου, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη ρωμαϊκη εποχή, ήταν η περίπτωση κάποιας ανίατης ασθένειας. Οι προσπάθειες παράτασης μιας τέτοιας ζωής δια της ιατρικής φροντίδας ήταν απόλυτα καταδικαστέες, και αξίζει να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τον Πλάτωνα: «Οι ασθενείς δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να επιβιώνουν, ούτε να αποκτούν τέκνα· ο Ασκληπιός δίδαξε την τέχνη τής ιατρικής για όσους μπορούν να θεραπευτούν από μια συγκεκριμένη ασθένεια, και όχι για τη διατήρηση του σώματος καταπονημένων από την ασθένεια ανθρώπων σε μια θλιβερή και βασανισμένη ζωή, με καθάρσεις και εγχύσεις, ή την αναπαραγωγή τέκνων που αναπόφευκτα θα πάσχουν από τις ίδιες ασθένειες· δεν υποστήριξε τη φροντίδα τών ανθρώπων που θα βρίσκονταν σ’ αυτή την κατάσταση, κάτι που δεν θα συνέφερε ούτε τούς ίδιους ούτε το Κράτος… ακόμη κι αν διέθεταν τα πλούτη τού Μίδα». Ένας παρόμοιος δε συλλογισμός τού Ευριπίδη καταλήγει με την ακόλουθη, σαφέστατη πρόταση: «Η ζωή είναι γι’ αυτούς τούς ανθρώπους ανώφελη, κι είναι καλύτερο να αποχωρήσουν, να πεθάνουν, παραχωρώντας τη θέση τους στους νέους».

Δικαιολογημένος ήταν επίσης ο θάνατος σε μεγάλη ηλικία, και ιδιαίτερα αν επέκειτο κάποια ασθένεια του σώματος ή τού νου. Ως προς τον θάνατο δε των φιλοσόφων, θα πρέπει να τον προσεγγίσουμε με την εκτίμηση που τους αξίζει.

Σε μιαν εντελώς διαφορετική τώρα συνθήκη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η συνείδηση όλων τών λαών θα αντιμετώπιζε θετικά, ή τουλάχιστον όχι εντελώς αρνητικά, την απόφαση εκείνων τών Ελλήνων που είχαν ηττηθεί σ’ έναν πόλεμο και δεν είχαν σκοτωθεί στο μέτωπο, να πεθάνουν, ενίοτε μαζικά, έχοντας επιπλέον θανατώσει προηγουμένως τις συζύγους και τα τέκνα τους. Η απόφαση αυτή, υποκείμενη στους κανόνες τού πολέμου που θεσπίστηκαν από τις αξιοθαύμαστες ενίοτε ελληνικές πόλεις, και προέβλεπαν τη θανάτωση των ηττημένων πολεμιστών και την καταδίκη τών γυναικόπαιδων στη σκλαβιά, αντιμετωπίστηκε ως μια αναγκαία διαδικασία, η οποία ετύγχανε μιας γενικής μάλιστα αναγνωρίσεως και τιμής. «Ένα μόνο λέω: μην πέσεις ζωντανός και με τη θέληση σου στη σκλαβιά, ενόσω μπορείς να πεθάνεις ελεύθερος», λέει ο Ευριπίδης, και οι αρχαίοι αποδέχονταν ομόφωνα ότι η σκλαβιά είναι χειρότερη οπωσδήποτε από τον θάνατο. Όταν επιτρέπονται τα πάντα στον νικητή, η αυτοχειρία είναι ένα αναπότρεπτο δικαίωμα για τον ηττημένο, και δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε κείνον που συμβαίνει να διαθέτει μια στυγνή εξουσία, την ικανοποίηση να στιγματίσει στο όνομα της ηθικής την καταφυγή τού θύματος σ’ αυτήν την έσχατη απόφαση.

Μια σχετική, σχεδόν μυθικής προέλευσης πρακτική, γνωστή με την ονομασία «Φωκική απόγνωση (απόνοια)», υπαγόρευε τη συμπεριφορά στην περίπτωση μιας τέτοιας, έκτακτης ανάγκης. Κατά τον πόλεμο εναντίον τών Θεσσαλών που είχαν εισβάλει στη χώρα τους, οι Φωκείς συγκέντρωσαν πριν από τη μάχη τις γυναίκες, τα παιδιά τους και όλα τα πολύτιμα κειμήλια, και ζήτησαν μάλιστα από τις συζύγους τους να συναινέσουν σε ό,τι θα ακολουθούσε: τοποθέτησαν τριγύρω σορούς από ξύλα, και ανέθεσαν σε τριάντα φρουρούς να φονεύσουν και να πυρπολήσουν τα πάντα σε περίπτωση που θα ηττηθούν· τελικά όμως οι Φωκείς νίκησαν, και ένας μεγαλειώδης ετήσιος εορτασμός στην Υάμπολη, αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη, διέσωσε τη μνήμη τού συμβάντος. Ήταν πάντως γενικά σε όλους γνωστό, τί θα έπρεπε να αναμένουν σε παρόμοια περίσταση. Όταν όλοι οι πολεμιστές που υπερασπίζονταν την τελευταία Σικελική πόλη Τρινάκια από τούς Συρακούσιους έπεσαν στη μάχη, οι γέροντες έδωσαν τέλος στη ζωή τους, για να μην υποστούν τη φρίκη τής ήττας· οι νικητές υποδούλωσαν όλον τον υπόλοιπο πληθυσμό, ισοπέδωσαν την πόλη και έστειλαν λάφυρα στους Δελφούς. Η διαδικασία αυτή ήταν συνήθης, και πολλοί αρχαίοι είχαν ακολουθήσει τον ίδιον δρόμο, όταν οι «πόλεις» τους αναμενόταν να υποκύψουν. Οι ημι-βάρβαροι κάτοικοι της Ισαυρίας ανέμεναν τα χειρότερα αντίποινα από τον Περδίκκα, έναν από τούς απογόνους τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, διότι είχαν φονεύσει επί τής εποχής του έναν σατράπη του· όταν λοιπόν ο μακεδονικός στρατός εξολόθρευσε τους περισσότερους υπερασπιστές τής πόλης, πάρθηκε, την ίδια κιόλας νύχτα, μια ομόφωνη απόφαση: έκλεισαν μέσα στα σπίτια τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέροντες και πυρπόλησαν την πόλη, πετώντας στην πυρά και οτιδήποτε είχε κάποιαν αξία· ωστόσο, επιστρέφοντας στη μάχη, πολέμησαν με τέτοιο σθένος ώστε κατατρόπωσαν τους εχθρούς τους, αναγκάζοντας τον Περδίκκα να υποχωρήσει, και οι τελευταίοι τότε εναπομείναντες νικητές όρμησαν μέσα στα καιόμενα σπίτια και «τυλίχτηκαν στις φλόγες μαζί με τους δικούς τους». Η περίφημη πτώση τού Σαγκούντο (218 π.Χ.) και η εισβολή του Αννίβα στην πόλη το 218 π.Χ., είναι μια ανάλογη περίπτωση· οι απόγονοι των Ζακυνθίων όρμησαν στην πυρά για να γλυτώσουν από τούς Καρχηδονίους. Λίγα δε χρόνια αργότερα η πόλις Άβυδος έδωσε στον Ελλήσποντο, σ’ έναν ερειπωμένο πια ελληνικό κόσμο το 200 π.Χ., ένα ακόμη παράδειγμα των ακραίων αντιδράσεων μιας ελληνικής κοινότητας, απέναντι στον Φίλιππο τον νεώτερο τον Μακεδόνα. Η λεπτομερής τρομακτική περιγραφή τών συμβάντων αναφέρει στο τέλος, ότι αυτοί που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των γυναικών και των παιδιών, αντί να τους θανατώσουν, όταν σχεδόν όλοι οι πολεμιστές είχαν είτε σκοτωθεί είτε βαριά τραυματιστεί, ζήτησαν από τον Φίλιππο ειρήνη· οι ίδιοι όμως οι κάτοικοι της Αβύδου έσπευδαν, έχοντας πάρει μαζί τους και ό,τι πολύτιμο, να αυτοκτονούν μαζικά, καθώς εκείνος καταλάμβανε την πόλη, πηδώντας μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στις φλόγες, μέσα σε στέρνες ή κι από τις στέγες τών σπιτιών τους· πίστευαν ότι θα είχαν προδώσει, αν επιζούσαν, εκείνους που έπεσαν στη μάχη για την πατρίδα τους· έτσι όρμησαν ολόκληρες οικογένειες, χωρίς κανέναν δισταγμό, στον θάνατο· συγκλονισμένος τότε από αυτό το θέαμα ο βασιλιάς, πρέπει να απέδωσε την ευθύνη στον εαυτό του, επειδή είχε απορρίψει πριν από την πολιορκία μια πρόταση των κατοίκων «να εγκαταλείψουν την πόλη με μόνο το ένδυμα που φορούσαν», και είχε ζητήσει την άνευ όρων υποταγή μιας πόλης, που δεν τον είχε βλάψει.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: