ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 7 Νοεμβρίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -18
Ελληνικός πάντως είναι ο μύθος που εξιστορεί την λανθασμένη αντίληψη για τη ζωή ακόμη και των ζώων · απογοητευμένοι από τη μοίρα που τους ήθελε ανίσχυρους και δειλούς, ικανούς μόνο να το βάζουν στα πόδια, οι λαγοί αποφάσισαν να πνιγούν στη λίμνη· το ποδοβολητό που συνόδεψε την άφιξή τους ανάγκασε ένα κοπάδι από τρομαγμένα βατράχια να πηδήξoυν στο νερό, και έτσι οι λαγοί που αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν ακόμη πιο ανίσχυρα ζώα απ’ αυτούς παρέμειναν στη ζωή.
Αξίζει όμως να προσεγγίσουμε λεπτομερέστερα το ζήτημα του θανάτου, όταν ένα ολόκληρο, ιδιαίτερα προικισμένο έθνος, διακατέχεται από μια τόσο αρνητική τοποθέτηση απέναντι στη ζωή. Εδώ αγγίζουμε την έρευνα της αυτοχειρίας στους Έλληνες, αλλά σχετικά με αυτό το πολυσυζητημένο θέμα, θα προσθέσουμε μόνο τα στοιχειώδη, καθώς και κάποιες λιγότερο γνωστές παρατηρήσεις.
Οπωσδήποτε η ανησυχία για το τι ακολουθεί τον θάνατο έπαιξε σημαντικό ρόλο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην πολυμορφία και την αβεβαιότητα των απόψεων για τον κάτω κόσμο· ο καθένας μπορούσε να σχηματίσει ελεύθερα τις δικές του ιδέες· ακόμη και ένας ένθερμος ζηλωτής των θυσιών ήταν δυνατόν να μην έχει υπερβεί, για παράδειγμα, την ομηρική εκδοχή της μετά θάνατον μετάβασης σε μιαν απόκοσμη και θλιβερά αδιάφορη ύπαρξη, την ίδια για όλους. Πολλοί ήταν όμως αυτοί που πίστευαν σε ανταμοιβές ή κολασμούς, και είναι γνωστό ότι οι εγκληματίες έζησαν συχνά μέσα στην απόλυτη αγωνία. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ορισμένες σχετικές αναφορές που αναδεικνύουν μια σημαντική ποικιλία απόψεων.
Ο Δημόκριτος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να αποκαλέσει το φόβο για το υπερπέραν, «αυτή τη μυθική εφεύρεση» που επινόησαν οι θνητοί, μιαν ακόμη αθλιότητα αυτού του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε, πρέσβευε, τί είναι το απόλυτο μηδέν, αλλά πολλοί συμμερίζονται αυτή την άποψη. Ας δώσουμε το λόγο σε έναν αποθανόντα του οποίου το επιτάφιο επίγραμμα αναφέρει τα ακόλουθα: «Οι γονείς μου με έφεραν στην ύπαρξη χωρίς να το δικαιούμαι, και τώρα κατέβηκα ο δυστυχής στο Άδη… Δεν ήμουν τίποτα, γεννήθηκα και επιστρέφω στο τίποτα, εκεί όπου προηγουμένως ανήκα. Το ανθρώπινο είδος είναι ένα τίποτα, απολύτως τίποτα. Σήκωσε λοιπόν την κούπα, φίλε, και δώσε μου να πιώ για να μετριάσω τη θλίψη μου, δηλαδή ράντισε το μνήμα μου με κρασί».
Αλλά εδώ είναι πρέπον να ακούσουμε ξανά από τον Ευριπίδη, τον απόηχο όλων αυτών των απόψεων και των διαλόγων που συνηθίζονταν στον περίγυρό του. Περισσότερες από μια φορά, και προφανώς με μεγάλη έμφαση τόλμησε να πει: «Ποιος γνωρίζει αν ο (επίγειος) βίος δεν είναι απλώς ένας θάνατος, και ο θάνατος μια ζωή», δήλωση που του στοίχισε δύο φορές το χλευασμό που από τον Αριστοφάνη στους Βατράχους. Αν όμως αυτή η εκδοχή, που ακούστηκε επί σκηνής, συνάντησε την κατανόηση του κοινού της Αθήνας, ασφαλώς ένα σημαντικό μέρος του ήταν διατεθειμένο, όχι μόνο να απαρνηθεί πλήρως όλα αυτά που ο τόσο επαινούμενος αθηναϊκός βίος μπορούσε να του προσφέρει, αλλά και να πάψει να τρέφει ασφαλείς προσδοκίες για τον άλλο κόσμο. Θα μπορούσαμε εδώ να προσθέσουμε το μονόλογο της τροφού, στον Ιππόλυτο, που θυμίζει τόσο πολύ τον περίφημο μονόλογο του Άμλετ· μετά την αναφορά, ως συνήθως, στα βάσανα των ανθρώπων σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, προσθέτει: «Οτιδήποτε άλλο, καλύτερο απ’ αυτή τη ζωή, το καλύπτει το σκότος, το κρύβουν τα νέφη. Αλλόφρονες αναζητάμε ότι λάμπει πάνω στη γη, «έρμαια μιας μάταιης μυθοπλασίας», επειδή καμιά γνώση δεν έχουμε μιας διαφορετικής υπάρξεως, καμιά αποκάλυψη για τον χθόνιο κόσμο.
Μπορεί οι προσδοκίες για τη μετά θάνατον ζωή να υπήρξαν υψηλές, προβληματικές, ή μάταιες, οι υπάρχουσες μαρτυρίες είναι όμως ελλειπείς και δεν μας παρέχουν καμιά πληροφορία σχετικά με το αν η ηθελημένη αποχώρηση από τον βίο μπορούσε να είναι βλαπτική για τον άνθρωπο. Ήταν άραγε μεγάλο το ποσοστό αυτών που πίστευαν σε μια μετάβαση στο μηδέν ; μήπως ο αριθμός των αυτοκτονιών αποδεικνύει κάτι τέτοιο ; Εκείνο που ασφαλώς αποδεικνύει είναι ότι ελάχιστη απήχηση είχαν, στους αξιόλογους και φημισμένους ανθρώπους, η πυθαγόρεια και η ορφική αντίληψη για την μετάσταση των ψυχών, δεδομένου ότι η αυτοχειρία δεν συνεπικουρεί την μετεμψύχωση. «Αλλά, όπως λέει ο Nägelsbach, τίποτε δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αυτοκτονία συνιστούσε, στην αντίληψη του λαού, αμάρτημα κατά των θεών». Ασφαλώς και δεν συνιστούσε, αφού οι άνθρωποι δεν όφειλαν την ύπαρξή τους στους θεούς.
Η καταγραφή των σημαντικότερων κινήτρων αυτοκτονίας, τόσο στη μυθική όσο και στην ιστορική εποχή, ανήκει σ’ αυτόν τον διάσημο κλασσικό φιλόλογο, ενώ για τα σχετικά με την αντιμετώπιση του θέματος από την ελληνική πόλη μπορεί να ανατρέξει κανείς στον C. F. Hermann. Η πόλη επέδειξε την ίδια ανόητη εμμονή, όπως και στην περίπτωση της εσχάτης των ποινών· αφού κατέστησε το βίο αβίωτο σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων και σε πολλούς από τους καλύτερους συμπολίτες της, αποκάλεσε την αυτοκτονία ατιμία, αρνούμενη να ενταφιάσει τους αυτόχειρες, αποκόπτοντας τους το δεξί χέρι κ. ο. κ. Επέδειξε δηλαδή την ίδια οργή, όπως στην περίπτωση που κάποιος επέμενε στο δικαίωμά του να διαχειρίζεται ο ίδιος την περιουσία του, αντί να της επιτρέπει να του την απομυζά ή να την κατάσχει. Γνωρίζουμε όμως δυο ελληνικές πόλεις που προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την πρακτική του εκούσιου θανάτου, όταν είχε πλέον καθιερωθεί.
Απέναντι ακριβώς από το ακρωτήριο (Σούνιο) της Αττικής βρίσκεται η νήσος Κέα με πρωτεύουσα την Ιουλίδα, και δεν θα ήταν δύσκολο για τους Αθηναίους να μας προσφέρουν κάποια συγκεκριμένη πληροφόρηση για όσα συνέβαιναν εκεί. Αντίθετα οι αναφορές που διαθέτουμε είναι εντελώς αμφιλεγόμενες· μία μόνο συγκεκριμένη πληροφορία υπάρχει, και αναφέρει ότι ηλικιωμένα άτομα (περίπου εξήντα ετών) συνήθιζαν να πεθαίνουν ομαδικά, και ότι υπήρχε κάποια σχετική νομοθεσία. Η πρακτική αυτή οφειλόταν μεταξύ άλλων στη λιγοστή τροφή που παρείχε το νησί, ή σε κάποιο ξαφνικό λιμό: πράγματι, κατά τη διάρκεια άλλοτε μιας πολιορκίας από τους Αθηναίους, αποφασίστηκε ότι οι γηραιότεροι κάτοικοι του νησιού θα έπρεπε να δώσουν τέλος στη ζωή τους, καθιερώνοντας ένα προηγούμενο αυτής της πρακτικής, η οποία έχοντας οικειοθελή χαρακτήρα απέκτησε και νομική κατοχύρωση. Έτσι παραχωρήθηκε η δυνατότητα της ελεύθερης συγκατάθεσης σε μια κοινή απόφαση θανάτου, την οποία μπορούσαν να πάρουν οι γέροντας, όταν έκριναν ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η τελετή κατά την οποία ελάμβαναν από κοινού το κώνειο, ή εκχύλισμα οπιοειδών, είχε εορταστικό περιεχόμενο, και οι μελλοθάνατοι στολίζονταν με στεφάνους. Η ζωή στο νησί ήταν ασκητική, και οι κάτοικοι συχνά έφταναν σε προχωρημένη ηλικία χωρίς προβλήματα υγείας· αντί όμως να αναμένουν τις ασθένειες, ή άλλα ενδεχόμενα δεινά, ένας μεγάλος αριθμός γερόντων αποφάσιζε να ορίσει μια ημέρα συλλογικής αποχώρησης. Όπως αναφέραμε ήδη στην Κέα δεν συνήθιζαν να πενθούν.
Ο Βαλέριος Μάξιμος, που συνόδευε την εποχή του Τιβέριου στο ταξίδι του στην Ελλάδα τον Σέξτο Πομπήιο, εγγονό του Πομπήιου του Μέγα, υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, όχι μιας συλλογικής αποχαιρετιστήριας τελετής, αλλά της αποχώρησης από τη ζωή μιας γηραιάς κατοίκου της Κέας, την οποία και μας περιγράφει. Η αναφορά του είναι αποκαλυπτική γενικότερα ως προς το ζήτημα της αυτοκτονίας στην Ελλάδα. Μια γηραιά πολίτης της Κέας, άνω των ενενήντα ετών, δήλωσε δημόσια ότι επιθυμεί να λάβει το κώνειο, και ότι εύχεται να τιμήσει με την παρουσία του το θάνατό της ο Σέξτος Πομπήιος. Ανακαθισμένη στην ειδικά στολισμένη για την περίσταση κλίνη της, τον ευχαριστεί κατ’ αρχάς για την παρότρυνσή του να παραμείνει στη ζωή, καθώς και για το ότι παρίσταται τώρα στο θάνατό της, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε πάντοτε υγιής και δεν επιθυμεί να παρατείνει τη ζωή της διακινδυνεύοντας ενδεχόμενα βάσανα· ακολούθως παροτρύνει τις δύο θυγατέρες και πολλά από τα εγγόνια της να έχουν μεταξύ τους ειρηνικές σχέσεις, και τους παραχωρεί την κληρονομιά της, παραδίδοντας στην πρωτότοκο κόρη της τα ιερά κειμήλια της οικογένειας και τα κοσμήματά της· παίρνοντας μετά θαρραλέα με το δεξί της χέρι το κύπελλο, προσφέρει σπονδή στον Ερμή, τον επικαλείται παρακαλώντας τον να την οδηγήσει απαλά σε μια τερπνή τοποθεσία του Άδη, και καταπίνει πρόθυμα το θανατηφόρο ποτό· στη συνέχεια επιδεικνύει το πώς σταδιακά η ακαμψία κερδίζει τα μέλη της, και καθώς ο θάνατος πλησιάζει την καρδιά της ζητάει από την κόρη της να της κλείσει τα μάτια. Ατενίζοντας ένα τέτοιο τέλος οι ίδιοι οι Ρωμαίοι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
Ο Βαλέριος Μάξιμος μας παρέδωσε επίσης τη σημαντικότερη πληροφόρηση για τον τρόπο που η πόλη της Μασσαλίας αντιμετώπισε τους εκούσιους θανάτους. Φαίνεται ότι εδώ δεν είχε εκλείψει εντελώς μεταξύ των Ρωμαίων το αρχαίο πνεύμα της Φώκαιας, επιτρέποντας μια πιο πειθαρχημένη αντιμετώπιση της αυτοκτονίας από ότι στην Κέα. Στην λιτή Μασσαλία δεν υπήρχε ήδη ούτε πένθος, ούτε θρήνος στις κηδείες· η τελετή περιλάμβανε μια θυσία και ένα συμπόσιο στον περιορισμένο κύκλο της οικογένειας του νεκρού, διότι και εδώ η ζωή δεν ήταν υπερτιμημένη. Όσοι όμως επιθυμούσαν να την εγκαταλείψουν συναντούσαν κάποιες δυσκολίες, όπως το ότι θα έπρεπε να αιτιολογήσουν την επιθυμία τους ενώπιον του Συμβουλίου των Εξακοσίων, ενώ το κώνειο, που οδηγούσε ταχύτατα στο θάνατο, το χορηγούσε η ίδια η πόλη. Κίνητρο θα μπορούσε να είναι μια δυστυχία, όπως και μια απόλυτα σταθερή ευτυχία, της οποίας όμως τις συνέπειες θα επιθυμούσε κάποιος να αποφύγει. Υπήρξαν ασφαλώς μαζικές και εκ προμελέτης αυτοκτονίες, αλλά εδώ τουλάχιστον είχε εξασφαλιστεί η παρέμβαση της πολιτείας στην οποία μπορούσε κάποιος να ανατρέξει.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου