Συνέχεια από Τετάρτη, 5 Ιουλίου 2023
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
δ) Διάκριση των πνευμάτων (6η συνέχεια)
Οι δε Μαθητές, στους οποίους «δίδεται» απ’ τον Κύριο δύναμη (να κηρύττουν, να θεραπεύουν, να εκβάλλουν δαιμόνια), γνωρίζουν ακριβώς (( ! )) , ότι πρόκειται για τη δύναμη μιας εντολής, για να τη διαχειριστούν εν υπακοή· ενώ έχουν επίσης δεχθή την εντολή, να εξασκούν αυτήν τη δύναμη «απογυμνωμένοι» από κάθε επίγεια ισχύ (Ματθ. 10). Οι Μαθητές καλούνται να απαντήσουν στα ίδια ερωτήματα που τέθηκαν (απ’ τους Φαρισαίους…) και στον Ιησού: «Στο όνομα ποιας εξουσίας, ποιας πληρεξουσιότητας τα κάνετε όλα αυτά;». Η δε αναφορά σ’ αυτόν που τους δίδει τη δύναμη είναι η ίδια (Πράξ. 4, 10-12) (( Πράξ. 4, 5 κ.ε.: «…Εγένετο δέ επί τήν αύριον συναχθήναι αυτών τούς άρχοντας καί τούς πρεσβυτέρους καί γραμματείς εις Ιερουσαλήμ, καί Άνναν τόν αρχιερέα καί Καϊάφαν καί Ιωάννην καί Αλέξανδρον καί όσοι ήσαν εκ γένους αρχιερατικού, καί στήσαντες αυτούς εν τώ μέσω επυνθάνοντο· εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι εποιήσατε τούτο υμείς; τότε Πέτρος πλησθείς Πνεύματος Αγίου είπε πρός αυτούς· άρχοντες τού λαού καί πρεσβύτεροι τού Ισραήλ, ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται, γνωστόν έστω πάσιν υμίν καί παντί τώ λαώ Ισραήλ ότι εν τώ ονόματι Ιησού Χριστού τού Ναζωραίου, όν υμείς εσταυρώσατε, όν ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος (ο άνθρωπος…) παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής. ούτός εστιν (ο Χριστός…) ο εξουθενηθείς υφ’ υμών τών οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας. και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γάρ όνομά εστι έτερον υπό τόν ουρανόν τό δεδομένον τοίς ανθρώποις εν ώ δεί σωθήναι ημάς» … - Μάταιος όλος ο «κόπος» τών ψευδο-Λατίνων… )) . Οι Μαθητές δεν θα θεωρήσουν επίσης την καταδίωξή τους απ’ τους ανθρώπους (στην αποστολική ιστορία), την προσωρινή δηλ. αφαίρεση της εξωτερικής τους δύναμης να κηρύττουν, ως μιαν απώλεια κατά την εκτέλεση όσων τούς εντάλθηκαν, αλλά θα χαρούν αντίθετα για το ότι «ευρέθησαν άξιοι να υποφέρουν ονειδισμούς προς χάριν τού ονόματος του Ιησού» (Πράξ. 5, 41) (( Πράξ. 5, 41-42: «…οι μέν ούν επορεύοντο χαίροντες από προσώπου τού συνεδρίου, ότι υπέρ τού ονόματος αυτού (του Χριστού…) κατηξιώθησαν ατιμασθήναι· πάσάν τε ημέραν εν τώ ιερώ καί κατ’ οίκον ουκ επαύοντο διδάσκοντες καί ευαγγελιζόμενοι Ιησούν τόν Χριστόν» … )) . Κατανοώντας (ακόμα και…) την αδυναμία, στην οποίαν περιέρχονται προσωρινά, ίσως και οριστικά (Παύλος - ;), ως εκπλήρωση ενός μέρους τής εντολής τους, ακολουθώντας τον Κύριο αυτής τής εντολής.
Η παράδοση της (πληρ)εξουσίας, που έχει δεχτή ο Ιησούς απ’ τον Πατέρα, εν Αγίω Πνεύματι (που εμφυσάται στους Μαθητές) στην Εκκλησία, συνδέεται αξεδιάλυτα με τη διδασκαλία τού Ιησού, ότι ο «μεγαλύτερος» (ο εξουσιοδοτών και «διατάσσων» ή εντολέας) πρέπει να ενεργή ως ο «ελάχιστος» και ο «διάκονος (υπηρέτης)» όλων (Λουκ. 22, 26 κ.ε.) (( Λουκ. 22, 24 κ.ε.: «Εγένετο δέ καί φιλονικεία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων. ο δέ είπεν αυτοίς· οι βασιλείς τών εθνών κυριεύουσιν αυτών, καί οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται· υμείς δέ ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, καί ο ηγούμενος ως ο διακονών. τίς γάρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δέ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών…» … )) . Είναι λοιπόν προφανές για όποιον προΐσταται (είναι «ηγούμενος»), ότι αυτό που έχει παραλάβει απ’ το Άγιο Πνεύμα μπορεί να το μεταβιβάση μόνον εν Α γίω Πνεύματι, κι ότι κάτι τέτοιο δεν αποκτάται κατά κανέναν τρόπο μέσω χρημάτων, όπως θα επιθυμούσε π.χ. ο Σίμων ο μάγος (Πράξ. 8, 18 κ.ε.). Κι όταν η «ηγουμενία» τής Εκκλησίας αποφασίζει κάτι που είναι υποχρεωτικό για όλους, δεν μπορεί παρά να το κάνη εν τω ιδίω Πνεύματι, εν τω οποίω και έχει παραλάβει απ’ τον Κύριο την πληρεξουσιότητά της: «Έδοξε γάρ τώ αγίω Πνεύματι και ημίν…» (Πράξ. 15, 28). Ο (ίδιος ο…) Παύλος αναφέρεται πάντοτε, ως προϊστάμενος των (εκκλησιαστικών…) κοινοτήτων που ο ίδιος ιδρύει και κατά τις αποφάσεις που καλείται να λάβη και για τις οποίες ζητά υπακοή, στην κλήση του από τον Κύριο και από το Άγιο Πνεύμα που έλαβε τότε (Πράξ. 9, 17): «Αυτό σάς συμβουλεύω, πιστεύοντας βέβαια επίσης πως κατέχω το Πνεύμα τού Θεού (Α’ Κορ. 7, 40) (( Πράξ. 9, 17 κ.ε.: «Απήλθε δέ Ανανίας καί εισήλθεν εις τήν οικίαν, καί επιθείς επ’ αυτόν τάς χείρας είπε· Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τή οδώ ή ήρχου, όπως αναβλέψης καί πλησθής Πνεύματος Αγίου. καί ευθέως απέπεσον από τών οφθυαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε, καί αναστάς εβαπτίσθη, καί λαβών τροφήν ενίσχυσεν…» - Α’ Κορ. 7, 39 κ.ε.: «Γυνή δέδεται νόμω εφ’ όσον χρόνον ζή ο ανήρ αυτής· εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής, ελευθέρα εστίν ώ θέλει γαμηθήναι, μόνον εν Κυρίω. μακαριωτέρα δέ εστιν εάν ούτω μείνη, κατά τήν εμήν γνώμην· δοκώ δέ καγώ Πνεύμα Θεού έχειν»… )) . Το Πνεύμα και η εξουσία τού έχουν όμως δοθή, όπως το τονίζει δυό φορές, αντίθετα προς την Παλαιά Διαθήκη (Ιερ. 1, 10 – 31, 28) μόνο προς οικοδομήν, και όχι προς «καθαίρεσιν» (Β’ Κορ. 10, 8 – 13, 10). Και μ’ αυτό αποδεικνύεται επίσης, ότι η εξουσία που δόθηκε στους Ένδεκα (Μαθητές) να «λύνουν και να δένουν» (τις αμαρτίες…), δεν μπορεί να εννοηθή παρά μόνο θετικά: ένα «δέσιμο» προσανατολισμένο σε μια καλύτερη «λύση», όπως ακριβώς απομακρύνει ο Παύλος τον ασελγούντα απ’ την κοινότητα, «παραδίδοντάς τον στον Σατανά, για να σωθή η ψυχή του την ημέρα τού Κυρίου Ιησού» (Α’ Κορ. 5, 4 κ.ε.). Καμμιά εκκλησιαστική τιμωρία δεν μπορεί να εννοηθή λοιπόν διαφορετικά, με την έννοια ότι η Εκκλησία επικυρώνει απλώς την ελεύθερη απόφαση του καθενός να θέλη ή όχι να υποταχθή από ’κεί και πέρα στην εκκλησιαστική τάξη. Κάθε δηλ. εξουσία ή πληρεξουσιότητα εκκλησιαστικής «ηγουμενίας» ή «ηγεσίας» δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη διαμεσολάβηση του «φρονήματος» του Χριστού. Κι αυτό το δείχνει μέχρι και στις τελευταίες λεπτομέρειες η τελική «εξήγηση» του Αποστόλου προς τους Κορινθίους (Β’ Κορ. 13).
Οι πιστοί λαμβάνουν την πνευματική τους πληρεξουσιότητα στο βάπτισμα (και τα υπόλοιπα μυστήρια), που τους παρέχει το Άγιο Πνεύμα, με το οποίο απελευθερώνονται κατ’ αρχήν και ουσιαστικά από κάθε υποδούλωση στις «αρχές και εξουσίες» αυτού τού κόσμου, «αφοπλισμένες ολοσχερώς» από τον Χριστό (Κολ. 2, 15). H «πληρεξουσιότητα» όμως αυτή – και μαζί της η ελευθερία – δίνονται επίσης προς οικοδομήν και όχι προς «διακινδύνευσιν» (της Εκκλησίας), μετρουμένη ως μια διακονούσα εξουσία στην οικοδομή τού «ασθενούς» επίσης «αδελφού» (Ρωμ. 14, 13-15, 1· Α’ Κορ. 8, 7-13) ή «προς όφελος», με άλλα λόγια, της «υπόθεσης» του Χριστού (Α’ Κορ. 6, 12· 12, 7) (( Ρωμ. 14, 13 κ.ε.: «Μηκέτι ούν αλλήλους κρίνωμεν, αλλά τούτο κρίνατε μάλλον, τό μή τιθέναι πρόσκομμα τώ αδελφώ ή σκάνδαλον. οίδα καί πέπεισμαι εν Κυρίω Ιησού ότι ουδέν κοινό (=«βρώμικο») δι’ αυτού· ει δέ διά βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατά αγάπην περιπατείς. μή τώ βρώματί σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ού Χριστός απέθανε…» )) . Είναι (λοιπόν) θεμελιώδης «η εξουσία» που μας δόθηκε απ’ τον Χριστό, «να γίνουμε τέκνα Θεού» (Ιωάν. 1, 12), απ’ όπου και «εξουσιοδοτούμαστε» να ακούγονται με βεβαιότητα οι εν Χριστώ παρακλήσεις μας προς τον Πατέρα, να προικιζόμαστε με τον «νου τού Χριστού», να αποκτούμε «τη σοφία που μας διδάσκει το Πνεύμα», και να κρίνουμε σωστά όλα τα πράγματα, ενώ εμείς δεν είναι δυνατόν να κριθούμε (σωστά) από κανέναν, «γιατί ποιος γνωρίζει τον νου τού Κυρίου;» (Α’ Κορ. 2, 13-16). Ο δε Παύλος μπορεί ακόμα και να λέη, ότι ένας προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας δεν είναι (καν) «παραδομένος» σ’ αυτό το χάρισμα, αλλά «υπόκεινται» μάλλον «τα προφητικά πνεύματα στους προφήτες» (Α’ Κορ. 14, 32) (( Α’ Κορ. 29 κ.ε.: «προφήται δέ δύο ή τρείς λαλείτωσαν, καί οι άλλοι διακρινέτωσαν· εάν δέ άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω. δύνασθε γάρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι καί πάντες παρακαλώνται· καί πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται· ου γάρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης» … )) . Όλα αυτά είναι «δύναμις» και «ισχύς» μέσα στη «σφαίρα επιρροής» τού Χριστού και της υπ’ αυτού ηθελημένης και ζώσας κοινότητας. Μια δύναμη και μια κοινότητα που δεν είναι κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά καλείται να καταθέση τη μαρτυρία της μπροστά στον κόσμο και τη δική του διαφορετική δύναμη, μια μαρτυρία, που μπορεί να είναι τότε ακριβώς πιο νικηφόρα και καρποφόρα, όταν την αρνείται και την «καταπιέζη» βίαια ο κόσμος (πρβλ. εδώ τη μοίρα τών δύο μαρτύρων στο 11ο κεφάλαιο της «Αποκαλύψεως»). Δεν αναφέρεται πουθενά, ότι οι μάρτυρες του Ιησού (για τους οποίους και έχουν ειπωθή οι Μακαρισμοί) έπρεπε να χρησιμοποιήσουν κοσμική δύναμη για να επεκτείνουν το πνευματικό πεδίο τής εξουσίας τού Χριστού. Η παράδοξη εικόνα τής αποστολής τών χριστιανών στον κόσμο, «ως πρόβατα ανάμεσα στους λύκους» (Λουκ. 10, 3) το διατυπώνει αυτό ξεκάθαρα. Το τι πρέπει να συμβαίνη, όταν η χριστιανική μαρτυρία προσκρούει στην άρνηση του κόσμου, το λέει με σαφήνεια ο ίδιος ο Ιησούς: Να προχωράτε παραπέρα (Ματθ. 10, 14). Το δε εντεταλμένο «πεδίο» τού αποστολικού έργου δεν πρέπει να υπερβαίνεται, όπως το δείχνει και το παράδειγμα του Παύλου (Β’ Κορ. 10, 13) (( Β’ Κορ. 10, 12 κ.ε.: «Ου γάρ τολμώμεν εγκρίναι ή συγκρίναι εαυτούς τισι τών εαυτούς συνιστανόντων· αλλά αυτοί εν εαυτοίς εαυτούς μετρούντες καί συγκρίνοντες εαυτούς εαυτοίς ου συνιούσιν (=αντιλαμβάνονται). ημείς δέ ουχί εις τά άμετρα καυχησόμεθα, αλλά κατά τό μέτρον τού κανόνος ού εμέρισεν ημίν ο Θεός μέτρου, εφικέσθαι άχρι καί υμών… Ο δέ καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω· ου γάρ ο εαυτών συνιστών, εκείνός εστι δόκιμος, αλλ’ όν ο Κύριος συνίστησιν» … )) .
( συνεχίζεται )
ΑΥΤΗ Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΙΩΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ. ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΥ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ, ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΔΕΣΜΕΙΝ ΚΑΙ ΛΥΕΙΝ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ, ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΜΙΑ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΙΡΩΝΕΥΕΤΑΙ ΣΦΟΔΡΑ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΛΥΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΙΕΡΟ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ. ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΔΗΛ. ΟΤΙ Ο ΙΕΡΕΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΤΑΞΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.
Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΑΝ ΔΥΝΑΜΕΩΣ, ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΥ, ΕΒΡΑΙΚΗΣ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΑΝ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΑΝ COGITARE, ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΘΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ.
Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡ.
Το προνόμιο της res cogitans του Καρτεσίου, η αυτοσυνειδησία σαν αναμφίβολο θεμέλιο κάθε βεβαιότητος της γνώσεως, είναι μια κοινή προϋπόθεση της μοντέρνας φιλοσοφίας, η οποία αξίζει σαν τέτοια για κάθε σχολή της μοντέρνας εποχής, είτε πρόκειται για τον εμπειρισμό, ή τον ιδεαλισμό, τον ρεαλισμό ή τον υλισμό ή τον θετικισμό. Γινόμαστε όλο και πιο συνειδητοί αυτής της προβληματικής του μοντέρνου υποκειμενισμού. Για παράδειγμα υπάρχει το γεγονός πως δεν διαθέτουμε πλέον μια αληθινή έννοια του σώματος, διότι όλα όσα γίνονται προσβάσιμα μέσω της επιστήμης, η οποία βασίζεται στον Καρτεσιανισμό, είναι corpus, δηλαδή ένα δεδομένο αντικείμενο το οποίο μπορούμε να κυριαρχήσουμε με τα μέσα της επιστήμης τής φύσεως. Αλλά η σωματικότης δεν είναι το ίδιο πράγμα με το corpus (ένα σύνολο δεδομένων). Και δεν είναι ούτε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τού σωματικού δεδομένου να είναι μ’ αυτόν τον τρόπο αντικείμενο των μεθόδων της ποσοτικής μετρήσεως, που μας λέει κάτι για το σώμα και για τον τρόπο που αισθάνεται. Η διαδρομή που πάει από τις σταθερές αξίες της Ιατρικής και από τις ανωμαλίες τους, στην υγεία και την ασθένεια, είναι πολύ μεγάλη. Και υπάρχει και άλλο ένα κεντρικό πρόβλημα του μοντέρνου διαφωτισμού: κοινωνία και κράτος. Πώς κατορθώνουμε να τα θεμελιώσουμε πάνω στην βάση τής προϋποθέσεως του μοναδικού αναμφίβολου (fundamentum inconcussum); Σαν έναν μεγάλο μηχανισμό ίσως ξεχωριστών αυτοσυνειδήσεων, ένα σύνθετο γεγονότων για το οποίο ο ξεχωριστός, ο μόνος, δεν έχει πια την συνείδηση; Να σκεφτόμαστε λοιπόν πως αυτά συμβαίνουν χωρίς να αποτελούμε μέρος τους και όμως συμμετέχουμε, δεν είναι μια κατάλληλη κατάσταση της ουσίας της κοινωνίας και του κράτους. Αυτή όμως είναι, τουλάχιστον στην κλασσική μορφή του XVII αιώνος, η ουσία του μηχανισμού, ότι δηλαδή ο μόνος, το μοναχικό δεδομένο, διαλύεται στο όλον το οποίο είναι το αποτέλεσμά του
Ο Ρουσσώ ήταν με το ένα μάτι στραμμένο στην αρχαία πόλη, και με το άλλο στην μοντέρνα πόλη, η οποία ονομαζόταν Γενεύη. Κήρυξε την Volonté Générale, μια έννοια δηλαδή κοινής θελήσεως η οποία δεν είναι το αποτέλεσμα των αυτοσυνείδητων θελήσεων των ατόμων, και παρ’ όλα αυτά έχει τον χαρακτήρα της θελήσεως. Κατά βάθος εδώ στηρίζεται η έννοια της μοντέρνας δημοκρατίας. Η ολόκληρη θέληση, η volonté générale ισχύει και γι’ αυτόν ο οποίος δεν είχε συμφωνήσει με την θέλησή του στην απόφαση που πάρθηκε.
Η εμπειρία που είχαν για τον κόσμο οι Έλληνες προερχόταν από κάτι διαφορετικό από την αυτοσυνειδησία, όταν αυτοί σκέφτονταν σ’ αυτό που είχε επανενωθεί στην ενότητα, δηλαδή στο πνεύμα, στόν λόγο, στόν νου. Και βλέπουμε πως στο τέλος όλες αυτές οι εκφράσεις παραπέμπουν στην ψυχή, σαν έννοια εξ'ολοκλήρου ζωντανή. Στην πραγματικότητα η έννοια της ψυχής (anima), περιέχει την έννοια του Είναι σε σχέση με τον εαυτό του, έτσι ώστε η ψυχή έχει το νόημά της στην σχέση της με την ίδια.[ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ]
Η πλήρης ανάπτυξη του στοχασμού που αντιστοιχεί στην αυτοσυνειδησία, προετοιμάστηκε στους Έλληνες, αλλά έγινε καθοριστική στην τελευταία αρχαιότητα (Πορφύριος), όπως για παράδειγμα στον Αυγουστίνο. Όσον αφορά δε την καταγωγή της, δεν περιέχεται στην λέξη ψυχή καθαυτή, αλλά ούτε στην ελληνική εμπειρία της ζωής και του ανθρώπου. Ψυχή είναι αυτό που ξεχωρίζει όλο το ζωντανό όν, και όχι μόνον τον στοχαστή που σκέφτεται τον εαυτό του. Ο Καρτεσιανός διαχωρισμός τής res cogitans και της res extensa, αυτή η ρίζα τής μοντέρνας φιλοσοφίας και της μοντέρνας κατευθύνσεως στον κόσμο, έχει υπολογισθεί εδώ με φανερό τρόπο, ξεκινώντας από τον αντίθετο όρο! Ψυχή σημαίνει την αρχή της ζωής. Ψυχή είναι επομένως και το «πνεύμα της αναπτύξεως», η λατινική φυτική ζωή (vita vegetativa), διότι προφανώς ο ζωντανός οργανισμός, όταν αυξάνει, δεν τοποθετεί ένα πράγμα πάνω στο άλλο, ή όπως οι νιφάδες του χιονιού οι οποίες μαζεύονται σε μια μάζα χιονιού. Αύξηση σημαίνει πως το όλον συνεχίζει να οικοδομείται από μόνο του σαν όλον. Υπάρχει μια σχέση με τον εαυτό του σε οτιδήποτε αυξάνει. Αυτό σημαίνει ο λόγος περί της ψυχής. Υπάρχει στοχασμός, είναι σε σχέση με τον εαυτό της, μέσα της. Αλλά ο στοχασμός δεν περιορίζεται στην αυτοσυνειδησία, μάλιστα δε, δεν δίνεται μ’ έναν πρωτογενή τρόπο σ’ αυτήν. Δεν είναι η αυτοσυνειδησία το σημείον αναφοράς ξεκινώντας από το οποίο η οργανική ζωή θα χαρακτηριζόταν σαν μια περιορισμένη αυτοσυνειδησία. Αντιθέτως ο στοχασμός καθαυτός χαρακτηρίζεται σαν το πιο υψηλό φαινόμενο της αυτοαναφοράς του ζώντος, ξεκινώντας ακριβώς από την «ενότητα» του ζώντος. Γι’ αυτό και ο Θεός τού Αριστοτέλη είναι Ζωή και Νους μαζί. Να έχουμε αυτοσυνειδησία είναι ο πιο υψηλός τρόπος για να είμαστε Ένα ,και γι’ αυτό δεν υπάρχει εδώ καμμία δύναμις: αποκλείεται σ’ αυτόν οτιδήποτε θα μπορούσε να υποστεί! Ο Νους είναι η μέγιστη ενδυνάμωση του Είναι σαν ενότητα με τον εαυτό του, περισσότερο από το φυτό, από το ζώο και από τον άνθρωπο.
ΓΚΑΝΤΑΜΕΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου