Συνέχεια από: Κυριακή 14 Ιουλίου 2024
Παραθέτουμε το ''συμπέρασμα'' από το άρθρο του Sartre Υπερβατικότητα του Εγώ που δημοσιεύτηκε πο 1937 στο περιοδικό Recherches Philosophiques, IV, (1936-1937). Το άρθρο αυτό, εκτός από τη ρητά εκφρασμένη, καθοριστική επίδρασή του στο έργο του Gilles Deleuze (όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του The Logic of Sense) για τη σύλληψη ενός προυποκειμενικού-προπροσωπικού ''υπερβατολογικού πεδίου'', σχετίζεται συνολικά με την κίνηση της μετέπειτα γαλλικής παράδοσης, αφού παρέχει τα εφόδια για μια κριτική αποδόμηση (deconstruction) του σολιψιστικού, νεωτερικού-καρτεσιανού Egο και της φιλοσοφίας που βασίζεται σε αυτό μέχρι την πιο εκλεπτυσμένη του εκδοχή, το υπερβατολογικό Εgo της χουσσερλιανής φαινομενολογίας. Αξίζει να προσεχτεί και η συγγένεια της ανάπτυξης του Sartre με την κίνηση που διέγραψε ο γερμανικός ιδεαλισμός, από τον Kant μέχρι τον Hegel.Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρόσφατα στα ελληνικά (2013) από τις εκδόσεις Αρμός, από όπου και η αναδημοσίευση.
Συμπέρασμα
Θα θέλαμε συμπερασματικά να παρουσιάσουμε απλώς τις τρεις ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Η αντίληψη του Ego που προτείνουμε μας φαίνεται ότι πραγματοποιεί την απελευθέρωση του υπερβατολογικού Πεδίου, ταυτόχρονα με την κάθαρσή του.
Το υπερβατολογικό Πεδίο, αποκαθαρμένο από κάθε εγωλογική δομή, ξαναβρίσκει την αρχική του διαύγεια. Με μια έννοια είναι ένα τίποτε, αφού όλα τα φυσικά, ψυχο-φυσικά και ψυχικά αντικείμενα, όλες οι αλήθειες, όλες οι αξίες είναι έξω από αυτό, καθώς το Εγώ [Moi] μου έπαψε, κι αυτό το ίδιο, να αποτελεί μέρος του [υπερβατολογικού πεδίου]. Όμως αυτό το τίποτε είναι τα πάντα, εφ'όσον είναι συνείδηση όλων αυτών των αντικειμένων. Δεν είναι πια ''εσωτερική ζωή'', με την έννοια που ο Μπουνσβιγκ [43] αντιπαραθέτει την ''εσωτερική ζωή'' στην ''πνευματική ζωή'', διότι δεν είναι πλέον κάτι που αποτελεί από μόνο του αντικείμενο που μπορεί ταυτόχρονα να ανήκει στην μυχιότητα της συνείδησης. Οι αμφιβολίες, οι τύψεις, οι υποτιθέμενες ''κρίσεις της συνείδησης'' κ.λπ, εν ολίγοις όλη η ύλη των προσωπικών ημερολογίων, γίνονται απλές παραστάσεις. Και ίσως θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε από εδώ κάποιες σωστές επιταγές ηθικής διάκρισης. Αλλά, πέρα από αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε, από αυτή την οπτική, ότι τα συναισθήματά μου και οι καταστάσεις μου, το ίδιο μου το Ego, παύουν να είναι στην αποκλειστική μου κυριότητα. Ας είμαστε ακριβέστεροι: έως τούδε υπήρχε μια ριζική διάκριση μεταξύ της αντικειμενικότητας ενός χωροχρονικού πράγματος ή μιας αιώνιας αλήθειας [αφενός] και της υποκειμενικότητας των ψυχικών ''καταστάσεων'' [αφετέρου]. Φαινόταν σαν το υποκείμενο να κατείχε μια προνομιακή θέση σε σχέση με τις προσίδιες καταστάσεις του. Όταν δύο άνθρωποι, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, μιλούν για την ίδια καρέκλα, μιλούν βεβαίως για το ίδιο πράγμα. Αυτή η καρέκλα που ο ένας πιάνει και σηκώνει είναι η ίδια με εκείνη που ο άλλος βλέπει, δεν υπάρχει απλή αντιστοιχία των εικόνων, είναι ένα και το αυτό αντικείμενο. Φαινόταν όμως ότι όταν ο Πωλ προσπαθούσε να καταλάβει μια ψυχική κατάσταση του Πιέρ, δεν μπορούσε να προσεγγίσει αυτή την κατάσταση, λόγω του ότι η εποπτική της αντίληψη ανήκε μόνο στον Πιέρ. Το μόνο που μπορούσε [ο Πωλ] ήταν να υπολογίσει κάτι το ισοδύναμο, να δημιουργήσει κενές έννοιες που μάταια θα προσπαθούσαν να πλησιάσουν μια πραγματικότητα φύσει απροσπέλαστη στην εποπτεία. Η ψυχολογική κατάληψη λάμβανε χώρα μέσω αναλογίας. Η φαινομενολογία ήρθε να μας διδάξει ότι οι καταστάσεις είναι αντικείμενα, ότι ένα συναίσθημα ως τέτοιο (ένας έρωτας ή ένα μίσος) είναι ένα αντικείμενο υπερβατικό και δεν θα μπορούσε να συρρικνωθεί μέσα στην ενότητα της εσωτερικότητας μιας ''συνείδησης''. Οπότε, αν ο Πιέρ και ο Πωλ μιλούν μεταξύ τους για τον έρωτα του Πιέρ, λόγου χάριν, δεν είναι πλέον αλήθεια ότι ο ένας μιλάει στα τυφλά και κατ'αναλογία για αυτό που ο άλλος συλλαμβάνει πλήρως. Μιλούν για το ίδιο πράγμα. Το συλλαμβάνουν αναμφίβολα με διαφορετικές διαδικασίες, αλλά και οι δύο [αυτές διαδικασίες] μπορούν, ως προς αυτό το πράγμα, να είναι εξίσου εποπτικές. Και το συναίσθημα του Πιέρ δεν είναι πλέον περισσότερο βέβαιο για τον Πιέρ από ό,τι για τον Πωλ. Τόσο για τον ένα όσο και για τον άλλο, το συναίσθημα αυτό ανήκει στην κατηγορία των αντικειμένων που μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση. Όμως όλη αυτή η βαθειά και καινούργια αντίληψη υπονομεύεται αν το Εγώ [Moi] του Πιέρ, αυτό το Εγώ [Moi] που μισεί ή αγαπά, παραμένει μια ουσιώδης δομή της συνείδησης. Το συναίσθημα, πράγματι, παραμένει προσδεδεμένο σ'εκείνο [το Εγώ (Moi)]. Αυτό το συναίσθημα ''κολλάει'' στο Εγώ [Moi]. Αν κάποιος τραβήξει το Εγώ [Moi] μες στη συνείδηση, τότε τραβάει και το συναίσθημα μαζί. Σε μας αντιθέτως φάνηκε ότι το Εγώ [Moi] ήταν ένα υπερβατικό αντικείμενο, όπως η κατάσταση, και ότι, εξ αυτού του γεγονότος, ήταν προσβάσιμο σε δύο είδη εποπτείας: μια εποπτική σύλληψη από τη συνείδηση της οποίας είναι το Εγώ [Moi], και μια εποπτική σύλληψη λιγότερο διαυγή, αλλά όχι λιγότερο εποπτική, από τις άλλες συνειδήσεις. Κοντολογίς, το Εγώ [Moi] του Πιέρ είναι προσβάσιμο για την εποπτεία μου όπως και γι'αυτή του Πιέρ, και στις δύο περιπτώσεις είναι το αντικείμενο μιας ασύμμετρης ενάργειας. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, δεν απομένει πλέον τίποτε το ''απροσπέλαστο'' στον Πιέρ, εκτός από την ίδια τη συνείδησή του. Αλλά αυτή είναι ριζικά απροσπέλαστη. Μ'αυτό θέλουμε να πούμε ότι η συνείδηση δεν είναι διαθλαστική μόνο προς την εποπτεία, αλλά και προς τη σκέψη. Δεν μπορώ να συλλάβω τη συνείδηση του Πιέρ χωρίς να τη μεταβάλω σε αντικείμενο (εφ'όσον δεν τη συλλαμβάνω ως να ήταν η δική μου συνείδηση). Δεν μπορώ να τη συλλάβω διότι θα πρέπει να τη διανοηθώ ταυτοχρόνως ως καθαρή εσωτερικότητα και ως υπερβατικότητα, κάτι που είναι αδύνατο. Μια συνείδηση δεν μπορεί να συλλάβει άλλη συνείδηση από αυτή την ίδια. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε, χάρη στην αντίληψή μας για το Εγώ [Moi], μια σφαίρα προσβάσιμη για την ψυχολογία, στην οποία η μέθοδος της εξωτερικής παρατήρησης και η ενδοσκοπική μέθοδος έχουν τα ίδια δικαιώματα και μπορούν να προσφέρουν η μια στην άλλη αμοιβαία βοήθεια-και μια σφαίρα καθαρά υπερβατολογική, προσβάσιμη μόνο στη φαινομενολογία.
Αυτή η υπερβατολογική σφαίρα είναι μια σφαίρα απόλυτης ύπαρξης, δηλαδή καθαρών αυθορμησιών, που δεν είναι ποτέ αντικείμενα και που ορίζουν οι ίδιες την ύπαρξή τους. Όντας το Εγώ [Moi] αντικείμενο, είναι προφανές ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να πω: η συνείδησή μου, δηλαδή η συνείδηση του δικού μου Εγώ [Moi] (εκτός και αν με μια έννοια καθαρά καταδηλωτική, όπως όταν λέμε για παράειγμα: η ημέρα της βάφτισής μου). Το Egο δεν είναι κάτοχος της συνείδησης, είναι αντικείμενό της. Βεβαίως συγκροτούμε αυθόρμητα τις καταστάσεις και τις δράσεις μας ως παραγωγές του Ego. Αλλά οι καταστάσεις και οι πράξεις μας είναι, επίσης, αντικείμενα. Δεν έχουμε ποτέ άμεση εποπτεία της αυθορμησίας μιας στιγμιαίας συνείδησης ως παράγωγου του Ego. Αυτό θα ήταν αδύνατο. Μόνο στο επίπεδο των σημασιών και των ψυχολογικών υποθέσεων μπορούμε να συλλάβουμε μια παρόμοια παραγωγή-και αυτό το σφάλμα είναι δυνατόν μόνο λόγω του ότι σ'αυτό το πεδίο το Ego και η συνείδηση σκοπεύονται ως κενά. Με αυτή την έννοια, αν αντιλαμβανόμαστε το ''Εγώ σκέφτομαι'' κατά έναν τρόπο που να θέλει να δημιουργήσει από τη σκέψη μια παραγωγή του Εγώ, έχουμε ήδη συγκροτήσει τη σκέψη ως παθητικότητα και ως κατάσταση, με άλλα λόγια, ως αντικείμενο. Εγκαταλείπουμε έτσι το πεδίο της καθαρής ανασκόπησης, στην οποία το Ego αναμφίβολα εμφανίζεται, αλλά στον ορίζοντα της αυθορμησίας. Η ανασκοπική στάση εκφράζεται ορθά με αυτή τη περίφημη φράση του Ρεμπώ (στο ''Γράμμα του Οραματιστή'')[44] ''Εγώ είναι ένας άλλος''. Τα συμφραζόμενα αποδεικνύουν ότι απλώς ήθελε να πει ότι η αυθορμησία των συνειδήσεων δεν απορρέει από το Εγώ, αλλά βαίνει προς το Εγώ, το συναντά, αφήνεται να το μισοδεί κάτω από την διαυγή του πυκνότητα, αλλά προπάντων ότι δίνεται ως αυθορμησία εξατομικευμένη και απρόσωπη. Η κοινώς αποδεκτή θέση, σύμφωνα με την οποία οι σκέψεις μας αναβλύζουν από ένα απρόσωπο ασυνείδητο και ''προσωποποιούνται'' όταν γίνουν συνειδητές, μας φαίνεται μια χονδροειδής και υλιστική ερμηνεία μιας ορθής εποπτείας. Υποστηρίχθηκε από ψυχολόγους, οι οποίοι είχαν καταλάβει ότι η συνείδηση δεν ''πηγάζει'' από το Εγώ, αλλά δεν μπόρεσαν να δεχθούν την ιδέα μιας αυθορμησίας που παράγει εαυτήν. Οι ψυχολόγοι αυτοί φαντάστηκαν λοιπόν απλοικά ότι οι αυθόρμητες συνειδήσεις ''πηγάζουν'' από το ασυνείδητο όπου ήταν ήδη εγκατεστημένες, χωρίς να αντιληφθούν ότι το μόνο που κατάφεραν έτσι ήταν να μεταθέσουν το πρόβλημα της ύπαρξης ένα βήμα πίσω, το οποίο εν τέλει χρειάζεται να διατυπωθεί συγκεκριμένα, ένα πρόβλημα που πρέπει επιτέλους να διατυπωθεί, και το οποίο συσκότισαν εφόσον μια προηγούμενη ύπαρξη των αυθορμησιών στα προσυνειδητά όρια θα ήταν κατ'ανάγκη μια παθητική ύπαρξη.
Μπορούμε λοιπόν τώρα να διατυπώσουμε τη θέση μας: η υπερβατολογική συνείδηση είναι μια απρόσωπη αυθορμησία. Προσδιορίζει εαυτήν στην ύπαρξη κάθε στιγμή, έτσι ώστε να μη μπορούμε να αντιληφθούμε οτιδήποτε πριν από αυτήν. Κατ'αυτή την έννοια, κάθε στιγμή της συνειδητής ζωής μας μάς αποκαλύπτει μια δημιουργία εκ του μηδενός [45]. Όχι μια καινούργια διευθέτηση αλλά μια καινούργια ύπαρξη. Υπάρχει κάτι εναγώνιο για τον κάθε ένα από εμάς στο να συλλάβουμε επ'αυτοφώρω αυτή την ακούραστη δημιουργία της ύπαρξης της οποίας εμείς δεν είμαστε οι δημιουργοί. Στο πεδίο αυτό ο άνθρωπος σχηματίζει την εντύπωση ότι διαφεύγει εαυτόν ακατάπαυστα, ότι υπερχειλίζει εαυτόν, ότι αιφνιδιάζει εαυτόν με έναν πάντοτε απρόσμενο πλούτο, κι αναθέτει πάλι στο ασυνείδητο να αποδώσει λογαριασμό γι'αυτό το ξεπέρασμα του Εγώ [Moi] στη συνείδηση. Στην πραγματικότητα όμως το Εγώ [Moi] δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτή την αυθορμησία, διότι η θέληση είναι ένα αντικείμενο που συγκροτείται από και για αυτή την αυθορμησία. Η θέληση κατευθύνεται προς τις καταστάσεις, προς τα συναισθήματα ή προς τα πράγματα, δεν επιστρέφει όμως ποτέ προς τη συνείδηση. Αυτό είναι εύκολο να το κατανοήσουμε σε μερικές περιπτώσεις στις οποίες επιχειρούμε να θέλουμε μια συνείδηση (θέλω να κοιμηθώ, δεν θέλω πια να σκέφτομαι ετούτο κ.λπ). Σ'αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις είναι ουσιαστικά αναγκαίο η θέληση να στηρίζεται και να συντηρείται από την ριζικά αντίθετη συνείδηση προς εκείνη που θα ήθελε να φέρει στο φως (αν θέλω να κοιμηθώ, μένω ξύπνιος-αν δεν θέλω να σκέπτομαι αυτό ή εκείνο το γεγονός, σκέπτομαι ακριβώς αυτό). Μας φαίνεται ότι αυτή η τερατώδης αυθορμησία βρίσκεται στις αιτίες πολυάριθμων ψυχασθενειών. Η συνείδηση τρομάζει από την ίδια την αυθορμησία της, γιατί την αισθάνεται πέραν της ελευθερίας. Αυτό μπορούμε να το δούμε καθαρά σ'ένα παράδειγμα του Ζανέ [46]. Μια νεαρή παντρεμένη, όταν την άφηνε μόνη ο άντρας της, είχε το φόβο ότι θα πάει στο παράθυτο και θα αρχίσει να νεύει στους περαστικούς όπως κάνουν οι πόρνες. Τίποτε στην αγωγή της, στο παρελθόν της ή στον χαρακτήρα της δεν μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε έναν παρόμοιο φόβο. Νομίζουμε απλώς ότι ένα ασήμαντο τυχαίο περιστατικό (ένα ανάγνωσμα, μια συζήτηση κ.λπ) καθόρισε μέσα της αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ίλιγγο της δυνατότητας. Εύρισκε τον εαυτό της τερατωδώς ελεύθερο κι αυτή η ιλιγγιώδης ελευθερία της παρουσιαζόταν επ'ευκαιρία αυτής της χειρονομίας που φοβόταν να κάνει. Όμως αυτός ο ίλιγγος δεν είναι κατανοητός, εκτός κι αν η συνείδηση εμφανιζόταν ξαφνικά ενώπιον εαυτής σαν να ξεχείλιζε απεριόριστα μέσα στις δυνατότητές της το Εγώ, αυτό το ίδιο που της παρείχε συνήθως την ενότητά της.
Ίσως, πράγματι, η ουσιώδης λειτουργία του Ego δεν είναι τόσο θεωρητική όσο πρακτική. Σημειώσαμε, πράγματι, ότι δεν συσφίγγει την ενότητα των φαινομένων, ότι περιορίζεται στο να αντανακλά μια ιδεώδη ενότητα, τη στιγμή που η πραγματική και συγκεκριμένη ενότητα έχει επιτευχθεί εδώ και καιρό. Ίσως όμως, ο βασικός ρόλος της είναι [μεταμφιεζόμενη] ν'αποκρύπτει από τη συνείδηση την ίδια την αυθορμησία της. Μια φαινομενολογική περιγραφή της αυθορμησίας θα έδειχνε, πράγματι, ότι η αυθορμησία καθιστά αδύνατη κάθε διάκριση μεταξύ δράσης και πάθους και κάθε αντίληψη περί αυτονομίας της θέλησης. Οι έννοιες αυτές δεν έχουν άλλη σημασία παρά μόνο στο πεδίο όπου κάθε δραστηριότητα δίνεται ως απόρροια μιας παθητικότητας που την υπερβαίνει, εν ολίγοις, στο πεδίο όπου ο άνθρωπος εκλαμβάνεται συγχρόνως σαν υποκείμενο και σαν αντικείμενο. Είναι όμως μια αναγκαιότητα ουσιώδης το ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στην εκούσια και την ακούσια αυθορμησία [47].
Όλα αυτά συμβαίνουν λοιπόν σαν η συνείδηση να συγκροτούσε το Ego ως μια ψευδή αναπαράστασή της, σαν να υπνωτιζόταν μπροστά σ'αυτό το Ego που έχει συγκροτήσει, σαν να ήταν απορροφημένη από αυτό, σαν να το έκανε εγγύηση και νόμο της: πράγματι, χάρη στο Ego θα είναι εφικτή μια διάκριση ανάμεσα στο δυνατό και στο πραγματικό, ανάμεσα στην εμφάνιση και στο είναι, ανάμεσα στο ηθελημένο και στο υφιστάμενο.
Αλλά μπορεί να συμβεί να παραχθεί η συνείδηση ξαφνικά από μόνη της στο πεδίο της καθαρής ανασκόπησης. Ίσως όχι χωρίς Ego αλλά ως να διέφευγε από το Ego απ'όλες τις πλευρές, ως να το κυρίευε και να το στήριζε εκτός αυτής με μια διαρκή δημιουργία. Σ'αυτό το πεδίο δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο δυνατό και το πραγματικό, εφόσον η εμφάνιση είναι το απόλυτο. Δεν υπάρχουν πλέον φράγματα, δεν υπάρχουν όρια, τίποτε πλέον που να αποκρύπτει τη συνείδηση από τον εαυτό της. Τότε η συνείδηση, αντιλαμβανόμενη αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ειμαρμένη της αυθορμησίας της, ξαφνικά αγωνιά. Αυτή ακριβώς η απόλυτη και αθεράπευτη αγωνία, αυτός ο φόβος του εαυτού μας φαίνεται συγκροτησιακός της καθαρής συνείδησης, και αυτή η αγωνία προσφέρει το κλειδί της ψυχασθενικής διαταραχής για την οποία μιλήσαμε. Αν το Εγώ του Εγώ σκέπτομαι είναι η αρχική δομή της συνείδησης, αυτή η αγωνία είναι αδύνατη. Αν, αντιθέτως, υιοθετήσει κανείς τη δική μας οπτική, όχι μόνο έχουμε μια συνεκτική εξήγηση αυτής της ταραχής, αλλά επιπλέον αποκτούμε ένα μόνιμο κίνητρο να πραγματοποιήσουμε τη φαινομενολογική αναγωγή. Γνωρίζουμε ότι ο Φίνκ, σε άρθρο του στην επιθεώρηση Kant-Studien, ομολογεί με κάποια μελαγχολία πως όσο παραμένουμε στη ''φυσική'' στάση, δεν υφίσταται λόγος, ούτε ''κίνητρο'' για να ασκήσουμε την εποχή. Πράγματι, αυτή η φυσική στάση είναι εξαιρετικά συνεκτική και δεν θα εύρισκε κανείς σ'αυτήν τις αντιφάσεις εκείνες που, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οδηγούν κάποιον να μεταστραφεί στη φιλοσοφία. Έτσι, η εποχή εμφανίζεται στη φαινομενολογία του Χούσσερλ σαν ένα θαύμα. Ο ίδιος Χούσσερλ στους Καρτεσιανούς Στοχασμούς κάνει ένα πολύ αόριστο υπαινιγμό για ορισμένα ψυχολογικά κίνητρα που θα οδηγούσαν στην τέλεση της φαινομενολογικής αναγωγής [48]. Όμως τα κίνητρα αυτά δεν μοιάζουν καθόλου επαρκή, και σίγουρα η αναγωγή δεν φαίνεται ότι μπορεί να τελεσθεί παρά μόνο στο πέρας μιας μακράς σπουδής. Μοιάζει λοιπόν με λόγιο εγχείρημα, πράγμα που της προσδίδει κάτι το αναιτιολόγητο. Αντιθέτως, αν η ''φυσική στάση'' εμφανίζεται εξ ολοκλήρου ως προσπάθεια που καταβάλλει η συνείδηση για να διαφύγει εαυτήν, προβάλλοντας εαυτήν στο Εγώ [Moi] και απορροφώμενη εντός του, κι αν αυτή η προσπάθεια δεν ανταμείβεται ποτέ εντελώς, αν επαρκεί μια πράξη απλής ανασκόπησης ώστε η συνειδητή αυθορμησία να αποκολληθεί απότομα από το Εγώ και να δοθεί ως ανεξάρτητη, τότε η εποχή δεν είναι πλέον ένα θαύμα, δεν είναι πλέον μια διανοητική μέθοδος, μια λόγια διαδικασία: είναι μια αγωνία που μας κυριεύει, και που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, είναι ταυτόχρονα ένα καθαρό γεγονός υπερβατολογικής προέλευσης και ένα πάντοτε ενδεχόμενο συμβεβηκός του καθημερινού μας βίου.
2. Αυτή η αντίληψη του Ego μας φαίνεται η μόνη δυνατή ανασκευή του σολιψισμού. Η ανασκευή που ο Χούσσερλ παρουσιάζει στην Τυπική και Υπερβατολογική Λογική [49] και στους Καρτεσιανούς Στοχασμούς [50] δεν μας φαίνεται ότι κατορθώνει να θίξει έναν σολιψιστή αποφασισμένο και ευφυή. Όσο το Εγώ παραμένει μια δομή της συνείδησης, θα παραμένει πάντα δυνατό το να αντιτίθεται η συνείδηση μαζί με το Εγώ της σε όλα τα άλλα υπαρκτά. Και τελικά είναι το Εγώ μου [Moi] αυτό που παράγει τον κόσμο. Λίγο ενδιαφέρει αν ορισμένα τμήματα αυτού του κόσμου απαιτούν, λόγω της φύσης τους, μια σχέση με τον άλλο. Η σχέση αυτή μπορεί να είναι μια απλή ποιότητα του κόσμου που δημιουργώ και διόλου δεν με υποχρεώνει να αποδεχθώ την πραγματική ύπαρξη άλλων Εγώ.
Αλλά αν το Εγώ γίνει υπερβατικό, συμμετέχει σε όλες τις μεταβολές του κόσμου. Δεν είναι ένα απόλυτο, ούτε δημιούργησε το σύμπαν, υπόκειται όπως και όλες οι άλλες υπάρξεις στην εποχή, και ο σολιψισμός γίνεται αδιανόητος εκ του γεγονότος ότι το Εγώ δεν έχει πλέον προνομιακή θέση. Αντί, πράγματι, να διατυπωθεί ως: ''Μόνο εγώ υπάρχω σαν απόλυτο'', θα έπρεπε να δηλωθεί ως: ''Η απόλυτη συνείδηση μόνη υπάρχει ως απόλυτο'', πράγμα που προφανώς είναι κοινοτοπία. Το Εγώ μου, πράγματι, δεν είναι περισσότερο βέβαιο για τη συνείδηση από όσο το Εγώ των άλλων ανθρώπων. Είναι μόνο πιο μύχιο.
3. Οι θεωρητικοί της άκρας αριστεράς προσάπτουν κατά καιρούς στη φαινομενολογία ότι είναι ένας ιδεαλισμός κι ότι πνίγει την πραγματικότητα στην παλίρροια των ιδεών. Αν όμως ο ιδεαλισμός είναι η φιλοσοφία άνευ [αποδοχής του] κακού του κ.Μπουνσβίγκ, αν είναι μια φιλοσοφία όπου η προσπάθεια της πνευματικής αφομοίωσης δεν συναντά ποτέ εξωτερικές αντιστάσεις, όπου ο πόνος, η πείνα, ο πόλεμος διαλύονται σε μια αργή διαδικασία ενοποίησης των ιδεών, τίποτε δεν είναι πιο άδικο από το να αποκαλούν τους φαινομενολόγους ιδεαλιστές. Αντιθέτως, εδώ και αιώνες δεν είχαμε συναντήσει στη φιλοσοφία ένα ρεύμα τόσο ρεαλιστικό. Οι φαινομενολόγοι επανατοποθέτησαν τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, έριξαν όλο το βάρος τους στις αγωνίες και στους πόνος του, ακόμα και στις εξεγέρσεις του. Δυστυχώς, ενόσω το Εγώ θα παραμένει μια δομή της απόλυτης συνείδησης, θα μπορούν να προσάπτουν στη φαινομενολογία ότι είναι ένα ''δόγμα-καταφύγιο'', ότι αποσπά ένα κομμάτι του ανθρώπου εκτός κόσμου, κι ότι του αποστρέφει έτσι την προσοχή από τα πραγματικά του προβλήματα. Μας φαίνεται ότι η κατηγορία αυτή δεν έχει λόγους πλέον να υφίσταται αν το Εγώ [Moi] γίνει ένα υπάρχον αυστηρά σύγχρονο του κόσμου, και του οποίου και η ύπαρξη έχει τα ίδια ουσιώδη χαρακτηριστικά με τον κόσμο. Ως υπόθεση εργασίας ο ιστορικός υλισμός μου φαινόταν πάντα τόσο γόνιμος, που δεν χρειάζεται ως βάση του τον παραλογισμό που είναι ο μεταφυσικός υλισμός [51]. Πράγματι, δεν είναι αναγκαίο να προηγείται το αντικείμενο του υποκειμένου για να εξαφανιστούν οι πνευματικές ψευδο-αξίες και για να ξαναβρεί η ηθική τις βάσεις της στην πραγματικότητα. Αρκεί το Εγώ [Moi] να είναι σύγχρονο του Κόσμου, και η δυάδα υποκείμενο-αντικείμενο, που είναι καθαρά λογική, να εξαφανιστεί οριστικά από τις φιλοσοφικές ενασχολήσεις. Ο Κόσμος δεν δημιούργησε το Εγώ [Moi], το Εγώ [Moi] δεν δημιούργησε τον Κόσμο, και τα δύο είναι αντικείμενα για την απόλυτη και απρόσωπη συνείδηση, και μέσω αυτής είναι που συνδέονται. Αυτή η απόλυτη συνείδηση, όταν αποκαθαρθεί από το Εγώ, δεν έχει πλέον κανένα υποκείμενο, δεν είναι πλέον καν μια συλλογή παραστάσεων: είναι απλούστατα μια πρωταρχική συνθήκη και μια απόλυτη πηγή ύπαρξης. Και η σχέση αλληλεξάρτησης που εδραιώνει ανάμεσα στο Εγώ [Moi] και στον Κόσμο αρκεί ώστε το Εγώ να εμφανίζεται ως ''εν κινδύνω'' μπροστά στον Κόσμο, γιατί το Εγώ [Moi] (έμμεσα και με διάμεσο τις καταστάσεις) αντλεί από τον Κόσμο όλο του το περιεχόμενο. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο για να θεμελιώσουμε φιλοσοφικά μια ηθική και μια πολιτική απολύτως θετικές.
Σημειώσεις[43] Leon Brunschvieg: Εσωτερική ζωή και Πνευματική ζωή [Vie intérieure et Vie spirituelle], Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο Φιλοσοφίας (Νεάπολη, Μάιος 1924), αναδημοσιευμένη στην Revue de Metaphysique et de Morale, Απρίλιος-Ιούνιος 1925, και έπειτα στα Φιλοσοφικά Γραπτά [Écrits philosophiques] τόμ.ΙΙ, εκδ. P.U.F., 1954.
[44] Πρόκειται για την ''Επιστολή του Οραματιστή'', γραμμένη στις 15 Μαίου 1871, με την οποία ο Ρεμπώ διαλέγεται με τον Μπωντλέρ. [Σ.τ.Μ].
[45] Απαραίτητη, και ως προς αυτό το σημείο, η αντιπαραβολή των απόψεων του Σάρτρ με την εμβριθή επιχειρηματολογία περί ελευθερίας που αναπτύσσει ο Μπερξόν στα Άμεσα δεδομένα της συνείδησης, κεφ. 2 και 3.
[46] Paul Janet, (1823-1899) Οι εμμονές και η ψυχανάλυση [Les Obsessions et la psychanalyse, Paris: Flammarion, 1903].Ο Ζανέ ήταν ψυχολόγος και φιλόσοφος, και μαθητής του φιλοσόφου Βικτόρ Κουζέν (V.Cousin, 1792-1867) που συνέγραψε το έργο Περί του Αληθούς, του Κάλλους, του Αγαθού [du Vrai du Beau du Bien, Paris 1836]
[47] Βλ. την επεξεργασία αυτής της διάκρισης στο Σχεδίασμα μιας θεωρίας των συναισθημάτων, σσ. 39-43, στο Φαντασιακό, σσ. 173-174, και βεβαίως στο πρώτο κεφάλαιο περί ελευθερίας στο Είναι και το μηδέν, ιδίως σσ. 517-529.
[48] Βλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, παρ. 15, 64.
[49] Ό.π, παρ. 96
[50] Ό.π, παρ. 48, 55, 56. Ο Σάρτρ επανέρχεται σε αυτό το πρόβλημα κατά τη συζήτηση των απόψεων του Χούσσερλ για την ύπαρξη του άλλου, στο Είναι και το μηδέν, 288-291.
[51] Ο Σάρτρ αναπτύσσει τον κριτικό συλλογισμό του περί μεταφυσικού υλισμού στο δοκίμιο ''Υλισμός και Επανάσταση'' ["Matérialisme et révolution", Situations III].
Πηγή: https://bestimmung.blogspot.com/2014/05/jean-paul-sartre.html
Ενα προυποκειμενικό-προπροσωπικό ''υπερβατολογικό πεδίο''
Η ΑΡΝΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝ, ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ. ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΚΑΘΕ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΟΠΩΣ ΤΕΛΕΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡΟΠΛΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΙΚΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΡΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΞΑΝΑΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΧΑΜΕΝΗ ΜΑΣ ΨΥΧΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου