Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Διονύσιος Αρεοπαγίτης-Ένας Χριστιανός Πρόκλος; (12)


Πλατωνισμός στόν Χριστιανισμό
του Werner Beierwaltes

ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ.

3. Το πνεύμα σαν διαλεκτική ενότης καθοριζόμενη μέσω τής διαφοράς.
  Λόγω της σημασίας τού Ενός σαν καταγωγή και θεμέλιο, η "ετερότης", σαν δομή τού Είναι και σαν κατηγορία τής κατανοήσεως, δέν είναι λιγότερο σημαντική απο όσο είναι στο εσωτερικό τού θέματος γύρω απο τον περιορισμό τού Ενός απο αυτό που προϋποτίθεται ήδη σαν άλλο: η ετερότης τίθεται σαν υπαρκτή μέσω ή στην άχρονη κίνηση, η οποία προοδεύει απο αυτό! Ακριβώς λόγω του ότι το όν είναι, σαν κάτι, και είναι γι'αυτό επηρεασμένο στο είναι του σαν έγκλειστο στο Ένα, και στην υπέρβαση αυτού του έγκλειστου Είναι, στο πέρασμα λοιπόν του Ενός στα πολλά, στο αυτοάπλωμα του! Αυτό που ήλθε στο φώς ή γεννήθηκε είναι ο πρώτος τρόπος της πολλαπλότητος (η δυϊκότης). Θα μπορούσε να ονομασθεί "πρώτη ετερότης", καθότι μέσω αυτής κάτι άλλο απο το Ένα είναι και επιπλέον, επειδή αυτός ο τρόπος στην ολοκλήρωσή του είναι ουσιαστικά καθορισμένος απο την ετερότητα! Η πρώτη πολλαπλότης ή ετερότης, η οποία δέν διαχωρίζεται πλήρως απο την καταγωγή της (μενούσης της αρχής εφ'εαυτής ετέρας ούσης), ή επίσης η ολοκλήρωση της ουσίας τού πρώτου είναι μέσω τής ετερότητος και στην ετερότητα, είναι κατά τον Πλωτίνο "πνεύμα" (νούς)!
          Το ξεδίπλωμα, το άνοιγμα τού διαφοροποιημένου Ενός στην διαφορά θα ήταν μία κλειστή πράξη και επομένως ατελής, εάν παρέμενε ακινητοποιημένη στον εαυτό της μ'έναν τρόπο άλυτο και απροσδιόριστο! Πλωτινικά είναι στο παιχνίδι το πώς τού διπλασιασμού. Πρώτα απ'όλα η  απέραντος ή αόριστος δυάς, η νοητή ύλη σαν καθαρή δυνατότης, καθορίζει ή περιορίζει τον εαυτό της και μ'αυτό, γίνεται υπόστασις, δηλαδή μία ιδιαίτερη οντότης υπάρχουσα καθαυτή, θεωρούμενη αρχίζοντας απο την καταγωγή και στον ορίζοντα αυτού που γεννήθηκε απο αυτή! Η νοητή ετερότης είναι η καταγωγή τής (νοητής) ύλης, αυτή και η πρώτη κίνηση και η ετερότης γεννήθηκαν μαζί: η κίνηση λοιπόν και η ετερότης τα ποία προέρχονται απο το πρώτο, είναι πράγματα ακαθόριστα και έχουν την ανάγκη εκείνου για να καθοριστθούν και καθορίζονται όταν στρέφονται πρός εκείνο! (η κίνηση της πρώτης δυάδος, VI 7.8.25). Αυτό το στρέφομαι, το οποίο κατευθύνεται πρός τον εαυτό και τελειώνει στην αρχή της κινήσεως και με την οποία κίνηση και ετερότης καθορίζονται πρώτα απ'όλα υλικώς, είναι η σκέψη! Η κίνηση και η ετερότης λοιπόν δέν παραμένουν απομονωμένα και άλυτα, αλλά διαμεσολαβούνται με στοχαστικό τρόπο με την ταυτότητα τής καταγωγής. Πώς η δυαδικότης ή η αόριστος ή η απεριόριστος νοητή ύλη γίνονται μία καθορισμένη οντότης είναι μία ερώτηση που ισούται με αυτή την άλλη! Πώς γεννάται το πνεύμα απο το Ένα, το οποίο δέν είναι πνεύμα; "Συμβαίνει όμως ότι στρεφόμενο το πνεύμα πρός Αυτό, θεωρούσε: αλλά η θεωρία είναι καθαυτή πνεύμα". Η ενέργεια της αυτοσυστάσεως τού πνεύματος είναι ίδια με το γεγονός ότι το αδιαφοροποίητο Ένα έγινε ένα Ένα, το οποίο αντιτίθεται στον εαυτό του και έρχεται σε σχέση, μέσω της θεωρίας, με την καταγωγή του. Ενώ το Ένα δέν αντανακλάται καθαυτό, το πνεύμα είναι το Ένα το οποίο στοχάζεται τον εαυτό του, αντανακλάται, και καθορίζει τον εαυτό του μέσω της θεωρίας αυτής. Και αυτό συμβαίνει μέσω της πολλαπλότητος ή του Είναι που έγινε άλλο απο τον εαυτό του! Η περιστροφή διά της σκέψης, του στοχασμού αυτού που γεννήθηκε πρός τον εαυτό του εξαφανίζει λοιπόν το καταγωγικό Ένα, δέν επιτρέπει μία πλήρη απόσταση στην καθαρή ετερότητα, αλλά προσφέρει ακριβώς-μέσω της ετερότητος-τον δεσμό με την καταγωγή. "Το γεννηθέν Είναι στρέφεται μόλις σ'Αυτό (το Ένα) και νά πληρώνεται ήδη (καθορίζεται, περιορίζεται) και γεννώμενο, στρέφει το βλέμμα του στον εαυτό του και νά το πνεύμα! Ας γίνουμε πιό ακριβείς : η σταθερή του κατεύθυνση πρός το Ένα δημιουργεί το Είναι. Η θεωρία την οποία στρέφει το είναι στον εαυτό του δημιουργεί το πνεύμα" ( V2, 1. 9-12 : Το δέ γενόμενον εις αυτο επεστράφη και εκπληρώθη και εγένετο πρός αυτό βλέπον και νούς ούτος). Το είναι σχετιζόμενο με τον εαυτό του, τού πνεύματος στον στοχασμό, συνεπιφέρει λοιπόν τον στοχασμό, την θεωρία του καταγωγικού Ενός στην διαφορά απο αυτό. Παρότι λοιπόν κατανοεί την καταγωγή ή σκέψη του εαυτού, δέν αφαιρεί ξανά την διαφορά (απέναντι του), μάλιστα δέ την διατηρεί και την περιορίζει. Γι'αυτό το πνεύμα είναι περιορισμένη πολλαπλότης ή σχετική ενότης και καθαυτό, μέσω της διαφοράς, σχεσιακό, το Ένα που είναι συμμορφούμενο με την δεύτερη υπόθεση του Πλατωνικού Παρμενίδη!
          Για το πνεύμα η ετερότης δέν είναι, επομένως συστατική μόνον απέναντι στο Ένα, αλλά είναι ετερότης και σ'αυτό το ίδιο, καθότι το πνεύμα είναι σαν μία ενότης η οποία αυτοκατανοείται ξεκινώντας απο το ιδιαίτερο (νοητά). Η κίνηση προϋποθέτει την ετερότητα και η κίνηση στον νού είναι στοχαζόμενη προθετικότης πρός εκείνη που είναι για θεωρία ή το θεωρημένο (νόησις =κίνησις, Ενν. VI 6.6.30), επομένως είναι πλήρωσις τής διαφοράς στοχασμού και στοχαζόμενου σε μία δευτερεύουσα ενότητα! Αυτό που είναι για θεωρία είναι το Είναι ή οι ιδέες και αυτά είναι το Είναι τού πνεύματος "Το βέβαιόν είναι ότι αυτά (Θεωρία και είναι) συνυπάρχουν μαζί και δέν εγκαταλείπουν το ένα το άλλο. Αλλά αυτό το Ένα που είναι ταυτόχρονα πνεύμα και είναι και θεωρούμενο και θεωρημένο προκύπτει απο μία δυαδικότητα. Είναι πνεύμα καθότι θεωρεί, είναι όν καθότι είναι θεωρημένο. Δέν θα μπορούσε να υπάρξει η θεωρία εάν δέν υπήρχαν, ταυτότης και ετερότης. Και νά λοιπόν αναδύονται οι θεμελιώδεις αρχές: πνεύμα, είναι, ετερότης, ταυτότης. Και είναι καλό να συμπεριλάβουμε επίσης κίνηση και ηρεμία. Κίνηση καθότι το πνεύμα θεωρεί, ηρεμία εν όψει της ταυτότητος. Είναι αναγκαία η ετερότης ώστε να υπάρχει θεωρών και θεωρημένο ή αλλοιώς, εάν καταργείς την ετερότητα, θα έχουμε μία σιωπηλή ενότητα και στην συνέχεια θεωρών και θεωρημένο θα πρέπει να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, λόγω της αμοιβαίας διακρίσεως-και η ταυτότης καθότι το πνεύμα είναι ένα με τον εαυτό του και όλα τα όντα του πνεύματος έχουν κάτι ενωτικό κοινό μεταξύ τους. Ότι η διαφορά μεταξύ τους είναι στην ετερότητα" (V, 1,4, 30-41): άμα μέν γάρ εκείνα και συνυπάρχει και ούκ απολείπει άλληλα, αλλά δύο όντα τούτο έν ομού νούς και όν και νοούν και νοούμενον, ο μέν νούς κατά το νοείν, το δέ όν κατά το νοούμενον: ού γάρ άν γένοιτο το νοείν ετερότης μή ούσης και ταυτότης. Δεί δέ και κίνησιν λαβείν και στάσιν και κίνησιν μέν, ει νοεί, στάσιν δέ, ίνα το αυτό, την δέ ετερότητα, ήν η νοούν και νοούμενον (ή εάν αφέλης την ετερότητα, εν γενόμενον σιωπήσεται, δει δε και τοις νοηθείσιν ετέροις πρός άλληλα είναι) ταυτόν δέ, επεί εν εαυτώ και κοινόν δέ τι εν πάσι και η διαφορά, ετερότης!
Εδώ αποκτά νόημα και ο λόγος του Παρμενίδη ταυτόν γάρ έστιν νοείν τε και είναι! Ο νούς ταυτίζεται με το Είναι!
          Αυτό το χωρίο είναι η επιβεβαίωση τής έννοιας που εκφράσαμε προηγουμένως δηλαδή τής ανάγκης να υπάρχει η ετερότης για να μπορεί να υπάρχει η σκέψις. Η σκέψη είναι πάντοτε σκέψις κάτι τις. Αυτό το κάτι είναι, καθότι αντικείμενο διαφορετικό απο την ενέργεια της ίδιας τής σκέψης. Ακόμη και όταν η σκέψη στρέφεται πρός τον εαυτό της, σαν το δικό της είναι, αυτό το ίδιο, σαν σημείο σχέσεως, πρέπει να αναπαρασταθεί πρώτα απ'όλα σαν ένα άλλο, σαν αντίθετο στην σκέψη. Ακριβώς λοιπόν μέσω της ετερότητος, το ταυτόν, η ταυτότης είναι, καθαυτό, ταυτισμένο με την σκέψη, το σκέπτεσθαι. Η ετερότης είναι εκείνη η στιγμή στον νού, μέσω της οποίας αυτός ο ίδιος αρθρώνει ή προβάλλει τον εαυτό του ταυτοχρόνως σαν πολλαπλότητα και ενότητα δομημένη καθαυτή. Αλλά η πρόθεση της σκέψης στοχεύει, κατά κάποιο τρόπο, στην υπέρβαση της ετερότητος στην ενότητα. Έτσι λοιπόν η σκέψη τού νού, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνά  την ετερότητα τού εαυτού του στην ενότητα του. Και ο νούς είναι ενότης μόνος καθότι αυτός κατανοεί εις εαυτόν κάθε άλλο σαν ένα πράγμα δικό του, ή σαν το δικό του ίδιον.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: