Η οικονομική επέλαση της πρωσικής κυβέρνησης στην Ευρώπη, η βρετανική τραγωδία, το ιταλικό δράμα, καθώς επίσης ο φορολογικός και εμπορικός πόλεμος που κήρυξαν οι Η.Π.Α., έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη δεκαετία του 1930 – την οποία δεν θα έπρεπε να βιώσει ξανά ο πλανήτης, πόσο μάλλον όταν διαθέτει σήμερα όπλα που μπορούν να τον καταστρέψουν ολοσχερώς.
«Δεν είναι δύσκολο να επιβιώσει μία χώρα μέσα σε μία γερμανική Ευρώπη αλλά, επίσης, δίπλα της – κάτι που δεν τεκμηριώνεται μόνο από τα μικρά κράτη, όπως η Ελλάδα, αλλά και από τα μεγάλα, όπως η Μ. Βρετανία, η Ιταλία και σύντομα η Γαλλία. Ως εκ τούτου το πρόβλημα δεν είναι το ευρώ, η Ευρωζώνη ή η ΕΕ, αλλά η Γερμανία – η οποία δεν φαίνεται καθόλου να αλλάζει πολιτική, σχεδιάζοντας το 4ο Ράιχ με οικονομικά όπλα«.
Ανάλυση
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο θέμα της Γερμανίας, τεκμηριώνοντας πως η πολιτική που εφαρμόζει, ο μερκαντιλισμός, αντιστοιχεί σε αυτήν των αποικιοκρατικών χωρών της Ευρώπης του 17ου αιώνα – με αποτέλεσμα να έρχεται σε αντιπαράθεση ακόμη και με τις Η.Π.Α., οι οποίες ελπίζουμε να μην την ανεχθούν περισσότερο (ανάλυση).
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η Γερμανία έχει πλεονάσματα απέναντι σε όλα σχεδόν τα κράτη τα οποία, κατά συνέπεια, έχουν ελλείμματα απέναντι της που αυξάνουν τα χρέη τους – είτε είναι μέλη της Ευρωζώνης, είτε όχι. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως το ευρώ δεν βοηθάει τη Γερμανία, αφού χωρίς την προστασία του κοινού νομίσματος θα ήταν αδύνατον για τη χώρα να διατηρήσει ένα τόσο τέλειο σύστημα μερκαντιλισμού – επειδή εάν είχε το δικό της νόμισμα θα ανατιμούταν, οπότε δεν θα ήταν σε θέση να παράγει πλεονάσματα εις βάρος των άλλων.
Εκτός αυτού η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, η οποία ήταν ήδη πολύ μεγάλη, λόγω του μισθολογικού dumping που εφάρμοσε ύπουλα αμέσως μετά την υιοθέτηση του ευρώ, ενισχύθηκε σημαντικά απέναντι σε όλες τις χώρες του πλανήτη, μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) – αφού το ευρώ αδυνάτισε, οπότε προκλήθηκε μία διπλή υποτίμηση για την ίδια.
Ειδικότερα, η Γερμανία αφενός μεν μείωσε την πραγματική αξία του νομίσματος της εντός της Ευρωζώνης (εσωτερική υποτίμηση), αφετέρου το ευρώ υποτιμήθηκε απέναντι σε πολλά άλλα νομίσματα του πλανήτη – ειδικά μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010. Ελπίζουμε όμως, κρίνοντας από τις αντιδράσεις των Η.Π.Α., πως ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα ανεχτεί για πολύ το ρόλο του οφειλέτη – με την έννοια πως τα ελλείμματα του με τη Γερμανία αυξάνουν τα χρέη του, τα οποία για αρκετές χώρες δεν είναι πλέον βιώσιμα.
Σε κάθε περίπτωση, η σύγκριση των εμπορικών ισοζυγίων της Γερμανίας με αυτά της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, των χωρών δηλαδή που ανήκουν στους G7, δείχνει καθαρά τα επιθετικά αποτελέσματα της παραπάνω διπλής υποτίμησης του «γερμανικού ευρώ» – αφού το εμπόριο μεταξύ των ανεπτυγμένων βιομηχανικών οικονομιών θα έπρεπε να έχει πολύ μικρές ανισορροπίες, επειδή ένα μεγάλο μέρος του βασίζεται σε ενδοβιομηχανικές συναλλαγές.
Δυστυχώς όμως, τα ισοζύγια της Ιταλίας και της Γαλλίας είναι σε μεγάλο βαθμό ελλειμματικά απέναντι στη Γερμανία – ενώ η Μ. Βρετανία αντιμετωπίζει επί πλέον το πρόβλημα ενός αδύναμου ευρώ, απέναντι σε μία συγκριτικά ισχυρή στερλίνα (γράφημα).
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως το μισθολογικό dumping δεν λειτουργεί μόνο εντός της νομισματικής ένωσης αλλά, επί πλέον, στην ΕΕ και στον υπόλοιπο πλανήτη – μέσω της σύνδεσης τους με την Ευρωζώνη. Ως εκ τούτου επηρεάζει και τη Μ. Βρετανία, παρά το ότι δεν είναι μέλος του ευρώ – κάτι που δημιουργεί αυτόματα την απορία, γιατί η Μ. Βρετανία δεν αντιδράει, υποτιμώντας ανάλογα τη στερλίνα.
Η βρετανική τραγωδία
Εν προκειμένω οφείλει να σημειώσει κανείς αρχικά ότι, η Μ. Βρετανία έχει ελλείμματα με όλους τους ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους της και όχι μόνο με τη Γερμανία (πηγή) – λόγω της παρακμής της βιομηχανίας της, η οποία επιταχύνθηκε κυρίως από την άνοδο στην εξουσία της M. Thatcher (μεταξύ άλλων επειδή αύξησε τα βασικά επιτόκια για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό έως και 15%, όπως οι Η.Π.Α. την ίδια εποχή, με οδυνηρά αποτελέσματα για τη βιομηχανία της).
Η προσπάθεια της δε να εξισορροπήσει τη διαφορά με την άνοδο του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν απέδωσε τα αναμενόμενα – με αποτέλεσμα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της να παραμένει αρνητικό (γράφημα, πηγή).
Περαιτέρω, η απονέκρωση της βιομηχανίας και η άνθιση του χρηματοπιστωτικού κέντρου του Λονδίνου, η αλλαγή δηλαδή του παραγωγικού μοντέλου της Μ. Βρετανίας, είχαν σημαντικές συνέπειες, όσον αφορά τις σχέσεις ισχύος στο εσωτερικό της – οι οποίες επεξηγούν σε κάποιο βαθμό γιατί η χώρα δεν υποτιμάει το νόμισμα της, για να αναβιώσει η βιομηχανία της και να γίνει πιο ανταγωνιστική.
Αναλυτικότερα, από τη μία πλευρά η υποτίμηση θα οδηγούσε βραχυπρόθεσμα στην αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων, από τα οποία η οικονομία της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό – οπότε η στερλίνα θα έχανε την αγοραστική της δύναμη και η χώρα θα βυθιζόταν στον πληθωρισμό, με δυσμενείς συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο των Πολιτών της.
Από την άλλη πλευρά, η υποτίμηση της στερλίνας δεν συμφέρει το χρηματοπιστωτικό κέντρο του Λονδίνου, το City, το οποίο είναι μία αυτόνομη περιοχή που δεν υπάγεται στη φορολογία της Βρετανίας – επειδή έτσι θα διακινδύνευε το επιχειρησιακό του μοντέλο. Με απλά λόγια, μία αδύναμη στερλίνα θα μείωνε την ισχύ του City ανάλογα – αφού σε τελική ανάλυση θα αύξανε τον πληθωρισμό που δεν είναι επιθυμητός για την κυρίαρχη χρηματοπιστωτική τάξη, τα έσοδα της οποίας είναι συνήθως σταθερά καθορισμένα.
Στα πλαίσια αυτά, η «διπλής όψεως» οικονομία της Μ. Βρετανίας, έχει δημιουργήσει δύο αντίπαλες τάξεις, οι οποίες ενδεχομένως κάποια στιγμή θα συγκρουστούν μεταξύ τους – την ελίτ του χρηματοπιστωτικού κλάδου που ήταν εναντίον του BREXIT, μαζί με όσους επηρεάζει, καθώς επίσης όλους τους υπόλοιπους. Ειδικά τον φτωχοποιημένο βορά, οι υποδομές του οποίου έχουν καταρρεύσει – με την ανεργία και τους αστέγους να έχουν ένα τρομακτικό μέγεθος, συγκριτικά με τον πλούτο της χώρας.
Ακόμη χειρότερα, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μ. Βρετανίας «παράγει» μόλις το 10% του ΑΕΠ του Λονδίνου (πηγή) – με αποτέλεσμα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία να έχει η χώρα περισσότερα κοινά στοιχεία με τη Βουλγαρία ή με τη Ρουμανία, παρά με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες. Εκτός αυτού, οι ευρείες ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, είχαν ως αποτέλεσμα να συσσωρευτούν τα έσοδα τους κυρίως στο Λονδίνο – όπου οι περισσότεροι νέοι ιδιοκτήτες τους έχουν την έδρα τους.
Εν προκειμένω μία ανάλυση 657 βρετανικών επιχειρήσεων, οι οποίες συμμετείχαν μεταξύ των ετών 2004 και 2012 σε συμπράξεις του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα (ΣΔΙΤ), τεκμηρίωσε πως το 75% είχαν την έδρα τους στο Λονδίνο ή στη νοτιοδυτική Αγγλία – ενώ το 82% των εσόδων αυτών των εταιρειών εισέρρεε εκεί. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η κατασκευή του νοσοκομείου St. Marys στο Μάντσεστερ, κόστους 500 εκ. στερλινών, όπου όλοι οι συμμετέχοντες είχαν την έδρα τους είτε στο Λονδίνο, είτε στο Κεντ – ενώ οι χρηματοπιστωτικοί και νομικοί σύμβουλοι είχαν κληθεί από το Λονδίνο, με τη μία μόνο από τις πέντε κατασκευαστικές που είχαν αναλάβει το εγχείρημα να έχει την έδρα της στο Μάντσεστερ.
Τα παραπάνω αποτελούν τη βασική αιτία της επιλογής του BREXIT από την πλειοψηφία των Βρετανών – με την έννοια πως οι μη προνομιούχοι Πολίτες που διαμένουν έξω από το Λονδίνο, χρησιμοποίησαν το δημοψήφισμα ως μία μεγάλη ευκαιρία, για να δώσουν ένα μάθημα στην πολιτική τους ηγεσία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η έξοδος από την ΕΕ θα τους ωφελήσει, αλλά μάλλον ακριβώς το αντίθετο – σημειώνοντας πως ένα επίσης μεγάλο μέρος του πληθυσμού ψήφισε θετικά, από το φόβο της ισχυροποίησης της Γερμανίας, η οποία έχει πράγματι μετατρέψει την Ευρώπη σε γερμανική, στο 4ο Ράιχ, ενώ δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να την απομυζεί.
Συμπερασματικά λοιπόν οι Βρετανοί Πολίτες είναι εγκλωβισμένοι σε μία μεγάλη παγίδα, όπου από τη μία πλευρά είναι αντιμέτωποι με τη γερμανική Ευρώπη, ενώ από την άλλη με το επίσης αχόρταγο χρηματοπιστωτικό σύστημα του City του Λονδίνου – οπότε το μέλλον τους δεν είναι καθόλου φωτεινό.
Το ιταλικό δράμα
Περαιτέρω, μετά το BREXIT και την εκλογή Trump, φάνηκε να σταματούν οι αντιδράσεις γενικότερα εναντίον του «συστήματος», αφού στη Γαλλία δεν κέρδισε η κυρία LePen, ούτε στην Ολλανδία η ακροδεξιά – αν και συγκυβερνάει στην Αυστρία, ενώ ο εθνικισμός είναι πλέον πολύ έντονος τόσο στην Ελβετία, όσο και στη Γερμανία (όπου η εξαιρετικά επικίνδυνη ακροδεξιά, το AfD, έχει αναρριχηθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελώντας ήδη το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις), καθώς επίσης σε αρκετά άλλα κράτη.
Εν τούτοις, μετά τα εκλογικά αποτελέσματα της Ιταλίας, η κατάσταση άλλαξε ραγδαία – αφού στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κέρδισαν τα ακραία κόμματα, εάν θεωρήσουμε πως ανήκει σε αυτά και το κίνημα των πέντε αστέρων. Εύλογα βέβαια, αφού η τραπεζική κρίση στη χώρα, η ύφεση και η μεγάλη ανεργία, αντιμετωπίσθηκαν με τον ίδιο αποτυχημένο τρόπο, όπως στην Ελλάδα – με την άνοδο των φόρων, καθώς επίσης με τη μείωση των δημοσίων δαπανών εις βάρος του κοινωνικού κράτους.
Το αποτέλεσμα ήταν να οξυνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις και να θελήσουν οι Πολίτες, όπως στη Μ. Βρετανία, να δώσουν ένα μάθημα στην πολιτική τους ηγεσία – κάτι που συνέβη και στην Ελλάδα το 2015, αν και δυστυχώς με οδυνηρές συνέπειες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κήρυξη του φορολογικού και εμπορικού πολέμου εκ μέρους των Η.Π.Α., θύμισε σε πολλούς τη δεκαετία του 1930 – ενώ η Γερμανία, η οποία ουσιαστικά έχει προκαλέσει όλα αυτά τα προβλήματα, δεν φαίνεται να αλλάζει πολιτική.
Φυσικά η Ιταλία, όπως η Μ. Βρετανία και η Ελλάδα, έχει ένα μεγάλο μερίδιο της ευθύνης – κάτι που όμως δεν μειώνει καθόλου την ενοχή της Γερμανίας. Ας μην ξεχνάμε πως οι μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε η τεχνοκρατική της κυβέρνηση, μετά την εκδίωξη του κ. Berlusconi από το γαλλογερμανικό άξονα, η οποία ήταν αντίστοιχη με αυτήν του κ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, ήταν τεραστίας έκτασης – ενώ δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε καμία περίπτωση στη Γερμανία.
Εκτός αυτού η Ιταλία έχει πλέον εμπορικά πλεονάσματα, πρωτογενή επίσης, ενώ δεν υπερβαίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια το 3%, όσον αφορά το έλλειμμα του προϋπολογισμού της. Το βιοτικό της επίπεδο όμως μειώνεται συνεχώς, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι χαμηλότερο από την εποχή μετά την υιοθέτηση του ευρώ (γράφημα) – οπότε είναι λογικό να ενοχοποιεί το κοινό νόμισμα για το κατάντημα της.
Με δεδομένη δε τη μελέτη (πηγή) που τεκμηρίωσε ότι, η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας, της ανόδου των φόρων και της μείωσης των κοινωνικών δαπανών δηλαδή που οδήγησαν τη μεσαία τάξη να ψηφίσει το Χίτλερ (οι άνεργοι τότε, καθώς επίσης οι εισοδηματικά ασθενέστεροι εργαζόμενοι στήριξαν το κομμουνιστικό κόμμα), τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών έπρεπε να ήταν αναμενόμενα – ενώ θα ακολουθήσουν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, η οικονομική επέλαση της Γερμανίας στην Ευρώπη, η βρετανική τραγωδία, το ιταλικό δράμα, καθώς επίσης ο φορολογικός και εμπορικός πόλεμος που κήρυξαν οι Η.Π.Α., έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης – την οποία δεν θα έπρεπε να βιώσει ξανά ο πλανήτης, πόσο μάλλον όταν διαθέτει σήμερα όπλα που μπορούν να τον καταστρέψουν ολοσχερώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου